Τα φυτά Ού και Γκύ, δεν είναι μόνο γιορτινά και διακοσμηκτικά φυτά, αλλά συνδέονται με αναβίωση πανάρχαιων προχριστιανικών εθίμων για το χειμερινό ηλιοστάσιο και άλλες παραδοσιακές συνήθειες.
Επίσης, αποτελούν τροφή για τα ζώα κατά τη δύσκολη χειμερινή περίοδο, χρησιμοποιούνται στην ξυλογλυπτική, στην παραδοσιακή πρακτική ιατρική, μέχρι και ως πολύ καλό προσάναμα για το τζάκι. Τα φυτά Ού και Γκύ συχνά συγχέονται. Ειδικότερα, το φυτό Ού (λατ., Ilex aquifolium, αγγλ., Holly, γαλλ., houx), με τα αγκαθωτά φύλλα και τα κοινά ονόματα αρκουδοπούρναρο, αρκουδοπούρνι, λαύρος, μηλοπούρναρο, μηλιοπούρναρο, λιαπουρνιά, λιόπρινο, ελαιόπρινο, λιόπουρνο, αγγλικός πρίνος, ευρωπαϊκό πουρνάρι, έχει νοτιοαμερικανική προέλευση, είναι γηγενές στη δυτική και νότια Ευρώπη, βορειοδυτική Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.
Στην Ελλάδα συναντάται και αυτοφυές, είναι σχετικά κοινό είδος, και συναντάται σποραδικά, κυρίως με μικρές συστάδες, μέσα σε διάκενα δασών με κωνοφόρα και στα μικτά δάση κωνοφόρων–πλατύφυλλων στην κεντρική και βόρεια Ελλάδας.
Στο Πήλιο υπάρχουν μεγάλα δέντρα από αρκουδοπούρναρο, όπως και στην Ελασσόνα. Σε μικρές συστάδες το βρίσκουμε στον Κάτω Όλυμπο (Τσακίρι, Γόννοι-Αμπελώνας, Συκαμινέα, Καρυά, Καλλιπεύκη κ.ά), αλλά και τον Παλαιό Άγιο Αθανάσιο Πέλλας.
Οι παλαιοντολόγοι μας πληροφορούν ότι το Αρκουδοπούρναρο εγκαταστάθηκε στην περιοχή, με την ξήρανση της λεκάνης της Μεσογείου κατά τη διάρκεια της Πλειόκαινης γεωλογικής περιόδου, καθώς τα μέχρι τότε δάση της Δάφνης υποχώρησαν σταδιακά και αντικαταστάθηκαν από ανεκτικές στην ξηρασία σκληρόφυλλες φυτοκοινωνίες.
Είναι διακοσμητικό φυτό και κυρίως το συναντάμε στα γιορτινά τραπέζια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μιας και οι κόκκινοι καρποί του κάνουν ωραία αντίθεση με το ζωντανό πράσινο χρώμα των φύλων του.
Μαζί με το Γκύ, με το οποίο συνδέεται από πολλούς, αποτελούν το κλασικό δίδυμο των γιορτινών διακοσμήσεων των χριστουγέννων και του καινούργιου χρόνου.
Το Γκύ ή Ιξός ή Ιξιός ή Ιξιά ή Βίσκος ή Μελιό, ή Μελιάς ή Μελάς ή Μηλιάς ή Μελιά ή Ελατένιο, (λατ.,Viscum album, αγγλ., European Mistletoe, γαλλ., Gui), είναι ενδημικό ημιπαρασιτικό φυτό της Ευρώπης και της Νοτιοδυτικής Ασίας.
Το Γκύ ή Ιξός ή Ιξιός ή Ιξιά ή Βίσκος ή Μελιό, ή Μελιάς ή Μελάς ή Μηλιάς ή Μελιά ή Ελατένιο, (λατ.,Viscum album, αγγλ., European Mistletoe, γαλλ., Gui), είναι ενδημικό ημιπαρασιτικό φυτό της Ευρώπης και της Νοτιοδυτικής Ασίας.
Δεν είναι ούτε φυλλοβόλο, ούτε αειθαλές φυτό, αλλά συμπεριφέρεται ανάλογα με το είδος του δένδρου πάνω στο οποίο παρασιτεί.
Έτσι, ρίχνει τα φύλλα του όταν φυτρώνει πάνω σε φυλλοβόλους ξενιστές ή τα διατηρεί όταν παρασιτεί στα αειθαλή δένδρα......για τη συνέχεια
Φυτρώνει και αναπτύσσεται σε τούφες πάνω σε κλαδιά κάποιων κωνοφόρων, φυλλοβόλων ή και οπωροφόρων δέντρων (π.χ. ελάτη, φιλύρα, μηλιά, αχλαδιά, λεύκα).
Φυτρώνει και αναπτύσσεται σε τούφες πάνω σε κλαδιά κάποιων κωνοφόρων, φυλλοβόλων ή και οπωροφόρων δέντρων (π.χ. ελάτη, φιλύρα, μηλιά, αχλαδιά, λεύκα).
Αντίθετα, με αυτό που πιστεύεται, ο ιξός σπάνια βρίσκεται πάνω σε βελανιδιές.
Το δέντρο ξενιστής πρέπει να είναι τουλάχιστον 20 ετών σε ηλικία.
Αν και τα κλαδιά στα οποία παρασιτεί συνήθως μαραζώνουν, το υπόλοιπο δέντρο ξενιστής σπάνια πεθαίνει.
Και το Γκύ, στολίζεται τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, καθώς αποτελεί αναβίωση ενός πανάρχαιου προχριστιανικού εθίμου, διαδεδομένο σε όλους σχεδόν τους λαούς, όπου γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο (21-22 Δεκεμβρίου) και τη γιορτή του ‘’Τέλους των Μεγάλων Νυχτών’’ του χειμώνα.
Και το Γκύ, στολίζεται τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, καθώς αποτελεί αναβίωση ενός πανάρχαιου προχριστιανικού εθίμου, διαδεδομένο σε όλους σχεδόν τους λαούς, όπου γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο (21-22 Δεκεμβρίου) και τη γιορτή του ‘’Τέλους των Μεγάλων Νυχτών’’ του χειμώνα.
Στην Ελλάδα ο Ιξός αποτελούσε τροφή για τα ζώα ιδίως τους χειμερινούς μήνες,όταν η τροφή στις ορεινές περιοχές ήταν σπάνια. Λέγεται, ότι αυξάνει τη παραγωγή γάλατος στα αιγοπρόβατα, ενώ ακόμα και σήμερα στις πλαγιές του Ταϋγέτου οι τσοπάνηδες συλλέγουν αυτό το φυτό πάνω από τα εκεί έλατα και τα άλλα κωνοφόρα.
Το Ού είναι αειθαλής συνήθως θάμνος αργής ανάπτυξης ή δένδρο με ύψος να ξεπερνά και τα 10 μέτρα. Προτιμά σχετικά υγρές περιοχές, μέχρι σε υψόμετρο 600μ σε, και ανέχεται τη ξηρασία του καλοκαιριού της Μεσογείου και τον παγετό.
Είναι δίοικο φυτό, δηλαδή υπάρχουν ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά δένδρα.
Το φύλο του δένδρου δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέχρις ότου τα φυτά αρχίσουν να ανθοφορούν, συνήθως μεταξύ 4 και 12 ετών.
Τα άνθη του, κατά την άνοιξη, είναι ελκυστικά ως πηγές νέκταρ για έντομα όπως οι μέλισσες, σφήκες, μύγες, και μικρές πεταλούδες που είναι οι επικονιαστές αυτού του δένδρου.
Στα αρσενικά άτομα, τα λουλούδια είναι κιτρινωπό και εμφανίζονται σε ομάδες στις μασχάλες των βλαστών.
Στα θηλυκά άτομα, τα λουλούδια τους είναι απομονωμένα ή σε ομάδες των τριών και είναι μικρά και λευκά ή ελαφρώς ροζ, και αποτελούνται από τέσσερα πέταλα και τέσσερα σέπαλα μερικώς ενωμένα στη βάση τους.
Στο θηλυκό φυτό από το τέλος του καλοκαιριού, έχουν σχηματιστεί (γονιμοποίηση από τα αρσενικά δένδρα) οι πράσινοι καρποί του, που γίνονται σιγά σιγά κόκκινοι -περιστασιακά κίτρινοι- που διατηρούνται από το Φθινόπωρο μέχρι και το τέλος του χειμώνα.
Μετά το πρώτο παγετό της εποχής, οι καρποί του που ωριμάζουν και πέφτουν στο έδαφος, αποτελούν σημαντική τροφή για τα πουλιά και τα τρωκτικά το χειμώνα, μια εποχή με περιορισμένους πόρους διατροφής.
Στην κηποτεχνία είναι πολύ χρήσιμο κύρια στις ψυχρότερες περιοχές αφού έχει πολύ ωραία στιλπνά σκουροπράσινα φύλλα πυκνά, αγκαθωτά ή λεία ή αγκαθωτά και οδοντωτά.
Στα νεαρά κλαριά και στα κάτω άκρα των ώριμων δένδρων, τα φύλλα έχει τρία έως πέντε αιχμηρά αγκάθια σε κάθε πλευρά, δείχνοντας εναλλάξ προς τα άνω και προς τα κάτω, ενώ τα φύλλα των άνω κλάδων σε ώριμα δένδρα στερούνται αγκαθιών.
Δηλαδή τα φύλλα στο Γκύ παρουσιάζουν διμορφισμό. Το αρκουδοπούρναρο με το κλάδεμα μπορεί να πάρει πυραμοειδές σχήμα και χρησιμοποιείται κυρίως σε φράχτες ή και μόνο του σε περίοπτες θέσεις μέσα σε ένα κήπο.
Προτιμά ημισκιερές θέσεις, όξινα καλά στραγγιζόμενα εδάφη και είναι ανθεκτικό στη ξηρασία και στο ψύχος.
Οι σπόροι του μερικές φορές κάνουν αρκετά χρόνια για να βλαστήσουν.
Στη δυτική ακτή των ΗΠΑ και της Χαβάης είναι ένα χωρο-κατακτητικό είδος-ζιζάνιο.
Το Αρκουδοπούρναρο, έχει μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες και είναι ένα στιβαρό είδος πρωτοπόρος που διατηρεί και εμπλουτίζει το έδαφος διευκολύνοντας τον εποικισμό από ‘άλλα είδη.
Ουσιαστικά, συμπληρώνει ξανά τα περιθώρια των δασών ή τα διάκενα δασών μετά από εκτεταμένες υλοτομίες. Είναι ένας οικολογικός δείκτης μιας καλά διατηρημένης φυσικής περιοχής με μικρή ανθρώπινη διείσδυση.
Στη ροή του χρόνου ανά τους αιώνες χρησιμοποιείται για πολλές χρήσεις.
Από τα καλύτερα κάρβουνα, για προσάναμμα, στην χαρακτική, στη λάξευση.
Οι καρποί του είναι δηλητηριώδεις και περιέχουν μεταξύ των άλλων την ιλεξανθίνη (κίτρινη χρωστική), αλκαλοειδή, θεοβρωμίνη, καφεΐνη, σαπωνίνες.
Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως εμετικό, διουριτικό και έχουν καθαρτική δράσηΤο ανθοϊαμά του λέγεται ότι δρα ευεργετικά σε άτομα που επιδεικνύουν φόβο, ζήλια, οργή, καχυποψία ή μίσος. ια πολλά πουλιά και ζώα του δάσους οι καρποί του αποτελούν περιζήτητη τροφή, ενώ για τον άνθρωπο είναι δηλητηριώδεις.
Τους αρχαίους χρόνους θεωρούνταν ιερό δένδρο.
Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα το αρκουδοπούρναρο έφερνε γούρι, έδιωχνε τα μάγια, το κάψιμο στον κήπο έδιωχνε τα φαντάσματα, επίσης έφερε ευτυχία στα νεόνυμφα ζευγάρια. Σε πολλά μέρη της Ευρώπης είναι κακοτυχία να κόψεις ένα τέτοιο φυτό ιδιαίτερα αιωνόβια δέντρα και θεωρείται ένα σημάδι της αιώνιας ζωής.
Πιστεύουν ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις, και είναι χρήσιμα ορόσημα για τον τοπικό πληθυσμό, στενά συνδεδεμένο με τα Χριστούγεννα.
Η παράδοση της διακόσμησης στις Βόρειες χώρες έχει προχριστιανικές ρίζες και πιθανόν να άρχισε με τους αρχαίους κατοίκους της Ευρώπης, που έφεραν το Ού μέσα στο χειμώνα για να κρατήσει μακριά τα κακά πνεύματα.
Σύμφωνα με κάποιες αναφορές προέρχεται από ένα έθιμο των Ρωμαίων, οι οποίοι συνήθιζαν να στέλνουν κλαδιά δένδρων μαζί με άλλα δώρα στους φίλους τους κατά τη διάρκεια του εορτασμού της Saturnalia (προέρχονταν από τα αρχαία Κρόνια 17-23 Δεκεμβρίου).
Το έθιμο αυτό υιοθέτησαν και οι πρώτοι χριστιανοί γεγονός που αποδεικνύεται από ένα διάταγμα το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς να διακοσμούν τα σπίτια τους με κλαδιά δένδρων την ίδια εποχή με τους ειδωλολάτρες.
Για τον χριστιανισμό, τα αγκαθωτά φύλλα και οι κόκκινοι καρποί του συμβολίζουν τη μαρτυρία του Χριστού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σε πολλές γλώσσες της Β. Ευρώπης το Ού ονομάζεται και ‘’Αγκάθι του Χριστού’’ ή ‘’Άγιο Δένδρο’’.
Στις παραδόσεις και τους μύθους των διάφορων λαών το Ού συμβολίζει την αειθαλή πτυχή ολόκληρης της ζωής, για άλλους φέρνει καλή τύχη και προστατεύει από τις αρνητικές δυνάμει, σε άλλες παραδόσεις συμβολίζει την μακροβιότητα της ζωής.
Στην ελληνική παράδοση θέλει το Ού να είναι ένα από τα πιο γνωστά νεραϊδόδεντρα, καθώς οι νεράιδες στολίζονταν με τους κόκκινους καρπούς του και με τους λευκούς ανθούς του.
Το Γκύ, είναι δίοικο φυτό, με χρώμα πράσινο ή υποκίτρινο, με άνθη μικρά δυσδιάκριτα κιτρινοπράσινα –άνθιση Μάρτιο-Απρίλιο- στις μασχάλες των βλαστών ή στην άκρη των βλαστών, χωρίς μίσχο, σε κεφάλια.
Ο καρπός του είναι λευκός ή κίτρινος.
Τα φύλλα του είναι πολυετή, αντίθετα, δερματώδη, στενόμακρα και τα κλαδιά του στρογγυλά με δικρανοειδείς διακλαδώσεις.
Επειδή κάθε χρόνο κάνει και μια διχοτομική διακλάδωση, μπορούμε από τις διακλαδώσεις να ορίσουμε την ηλικία του φυτού.
Ο καρπός είναι σφαιροειδής άσπρη κάψα, μονόσπερμος, με γλοιώδη κολλοειδή χυμό, διαμέτρου δώδεκα περίπου χιλιοστών.
Αυτή η γλοιώδη-ιξώδη σάρκα που περιβάλλει τα σπέρματα λέγεται ιξός.
Οι παλαιότεροι, έφτιαχναν τις ιξόβεργες ή ξόβεργες για να παγιδεύουν μικρά πουλιά, παίρνοντας από τους καρπούς του την κολλώδη ουσία και αναμειγνύοντας την με μέλι.
Είναι το μαγικό βοτάνι των Γαλατών, στο διεθνούς φήμης κόμικ Αστερίξ, που το έκοβαν με χρυσό δρεπάνι και παρασκεύαζαν το μαγικό τους φίλτρο ή ανατάραζαν τα νερά της ιερής δεξαμενής.
Το Γκύ δεν μοιάζει με τα άλλα φυτά, καθώς έχει ένα δικό του τρόπο που ζεί που αναπτύσσεται, αλλά και πολλαπλασιάζεται.
Ήταν παράξενο φυτό και μαγικό βότανο για πολλούς κατά το μεσαίωνα και στους πρωτόγονους λαούς.
Οι ρίζες του δεν απλώνονται μέσα στο έδαφος,, όπως των υπολοίπων φυτών, αλλά μέσα στον ξυλώδη ιστό των κλαδιών του δένδρου, πάνω στο οποίο παρασιτεί, απομυζώντας μέρος των απαραίτητων συστατικών που χρειάζεται, από τα αγγεία του ξενιστή του, χωρίς να του προκαλεί ιδιαίτερο πρόβλημα.
Οι σπόροι του, που περιβάλλονται από μία κολλώδη ουσία, για να φυτρώσουν πρέπει πρώτα να περάσουν από το πεπτικό σύστημα κάποιων από τα ελάχιστα πουλιά που τους τρώνε, όπως η «γερακότσιχλα» (Turdus viscivorus).
Πεπτικά ένζυμα που βρίσκονται στο πεπτικό σύστημα της γερακότσιχλας ενεργοποιούν το σπόρο, έτσι ώστε όταν το πτηνό αφήσει τα περιττώματα του πάνω σε δένδρο, αυτά κολλούν στο κλαδί λόγω του κολλώδες περιβλήματός του, και ο γόνιμος σπόρος φυτρώνει. Το αρτίβλαστο (νεόφυτο) παρουσιάζει ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο στον κόσμο της χλωρίδας, που λέγεται ‘’Αρνητικός Φωτοτροπισμός’’.
Δηλαδή, το νεαρό φυτό δεν κατευθύνεται προς την κατεύθυνση του φωτός, αλλά αντίθετα. Αυτό έχει σαν συνέπεια το νεαρό βλαστάρι να κυρτωθεί και να ακουμπήσει πάνω στο κλαδί από όπου φύτρωσε, να το διατμήσει και να ριζώσει μέσα του.
Τα υπόλοιπα κλαδιά που θα φυτρώσουν από αυτόν τον πρώτο βλαστό, θα έχουν όμως ‘’Θετικό Φωτοτροπισμό’’.
Δηλαδή, θα κατευθυνθούν προς το φως του ήλιου για να φωτοσυνθέσουν και να συνεχιστεί η ανάπτυξη του φυτού.
Η Φύση δηλαδή, επινόησε μία φραγή- δικλίδα ασφαλείας για να περιορίσει, να δυσκολέψει και να ελέγξει την εξάπλωση του παρασιτικού φυτού. Διαφορετικά, η μεγάλη και ανεξέλεγκτη εξάπλωσή του θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρα δασικά οικοσυστήματα.
Ο Ιξός, αναφέρεται σε κείμενα γιατρών και φυσιοδιφών της αρχαιότητας όπως ο Γαληνός, Διοσκουρίδης, Θεόφραστος, Παράκελσος, Πλίνιος, ως θαυματουργό φάρμακο κατά της επιληψίας, σαν υποτασικό, αγγειοδιασταλτικό, για θεραπεία αποστημάτων, και για άλλες ασθένειες και παθήσεις.
Χρησιμοποιήθηκε για αιώνες στην παραδοσιακή ιατρική για να θεραπεύσει ημικρανίες, πονοκεφάλους και διάφορες κρίσεις.
Τα φύλλα και τα τρυφερά κλαδάκια είναι τα μέρη του φυτού που χρησιμοποιούνται από τους βοτανολόγους και είναι δημοφιλή στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Γερμανία, για να θεραπεύσουν προβλήματα του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήματος όπως και για όγκους ακόμη και κακοήθεις.
Τα κλαδάκια, τα φύλλα και οι καρποί του ιξού χρησιμοποιούνται για να παραχθεί ένα εκχύλισμα, το οποίο ο ασθενής μπορεί να λάβει από το στόμα.
Στην Ευρώπη το εκχύλισμα του ιξού χορηγείται και με ένεση κατόπι συνταγής. Στις Η.Π.Α. ενέσεις ιξού είναι διαθέσιμες μόνο για κλινικές δοκιμές. Εργαστηριακές έρευνες βρήκαν ότι ο ιξός σκοτώνει τα καρκινικά κύτταρα και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Το φυτό είναι τοξικό και μεταξύ άλλων περιέχει ουσίες όπως βισκόλες Α και Β, βισκοτοξίνη (καρδιενεργό πολυπεπτίδιο) και ολεϊνικό οξύ που είναι ηρεμιστικές ουσίες, ρυθμιστικές της λειτουργίας της καρδιάς και ευεργετικές στις νευρικές διαταραχές, κολίνη και ακετυλκολίνη που έχουν υποτασική δράση, γλυκοσίδια της σαπωνίνης, δεψίνες κλπ.
Ο Βίσκος συνδυάζεται καλά με τον Κράταιγο,την Βαλεριάνα, το Μελισσόχορτο και το Τίλιο. Το αφέψημα του βοτάνου χρησιμοποιείται από τους θεραπευτές στις υστερίες, υπερδιέγερση , σπασμούς και έχει θετική δράση για την τρίτη ηλικία στην κατάπτωση δυνάμεων.
Εξωτερικά χρησιμοποιείται στην αρθρίτιδα, νευρίτιδα, ρευματισμούς και άλλες παθήσεις.
Ήταν το βότανο των μαγισσών του μεσαίωνα για τα ξόρκια τους.
Εξακολουθεί να είναι για πολλούς το μαγικό κλωνάρι των ερωτευμένων, που θεωρούν ότι αν φιληθούν κάτω από τα κλαδιά του, θα είναι για πάντα μαζί και αγαπημένοι.
Αλλού , το κρεμάνε στις πόρτες των σπιτιών τους για να φέρει καλοτυχία και να διώχνει τη γρουσουζιά. Οι ιατρικές και οι υποτιθέμενες μαγικές ιδιότητες του φυτού χρησιμοποιούνται ακόμα σε πολλές αγροτικές περιοχές.
Από τους αρχαίους καιρούς ο ιξός (γκυ) ήταν ένα από πιο μαγικά, μυστηριώδη και ιερά φυτά στην ευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση.
Θεωρούταν σύμβολο ζωής και γονιμότητας, φυλαχτό ενάντια σε δηλητήριο και αφροδισιακό. Στο Μεσαίωνα και αργότερα, κλαδιά από γκυ κρέμονταν από το ταβάνι για να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Στην Ευρώπη τα έβαζαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών και των στάβλων για να προλαβαίνουν την είσοδο των μαγισσών.
Ο σπάνιος ιξός που βρίσκεται στις βελανιδιές ήταν σεβαστό φυτό για τους αρχαίους Κέλτες και Γερμανούς και χρησιμοποιούταν σαν ιερό φυτό σε τελετές από τους αρχαίους Ευρωπαίους. Στην Κελτική μυθολογία, στα τελετουργικά των Δρυίδων χρησιμοποιούνταν ως αντίδοτο στο δηλητήριο. Το γκυ της ιερής βελανιδιάς ήταν ιδιαίτερα ιερό για τους αρχαίους Κέλτες Δρυίδες. Την έκτη νύχτα του φεγγαριού, λευκοντυμένοι Δρυίδες ιερείς έπρεπε να κόψουν το γκι από την ιερή βελανιδιά με χρυσά δρεπάνια.
Δύο λευκοί ταύροι έπρεπε να θυσιαστούν εν μέσω προσευχών που έλεγαν οι λαμβάνοντες το γκυ. Αργότερα, το τελετουργικό, της κοπής των γκυ από την βελανιδιά έφτασε να συμβολίζει την αποδυνάμωση του γέρου βασιλιά από τους διαδόχους του.
Επίσης, πίστευαν ότι το γκυ από βελανιδιά μπορούσε να σβήσει μια φωτιά. Αυτή η αντίληψη προερχόταν από την αρχαία πίστη ότι το φυτό αυτό μπορούσε από μόνο του να φυτρώσει στο δέντρο κατά τη διάρκεια μιας αστραπής ή κεραυνού.
Εξάλλου, το γκυ μνημονεύθηκε για καιρό σαν σεξουαλικό σύμβολο και σαν η "ψυχή" της βελανιδιάς.
Συλλεγόταν κατά το θερινό αλλά και κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, και το έθιμο του στολισμού των σπιτιών τα Χριστούγεννα προερχόταν από τους Δρυίδες και άλλες προχριστιανικές παραδόσεις για να γιορταστεί το χειμερινό ηλιοστάσιο και το τέλος της μακριάς νύχτας του χειμώνα.
Ο Ιξός, έχει κύριο ρόλο στη Νορβηγική μυθολογία (από εκεί προέρχεται και το έθιμο του φιλιού κάτω από τα κρεμασμένα για διακόσμηση γκυ). Στη Σκανδιναβία θεωρούνταν το φυτό της ειρήνης, κάτω από το οποίο οι εχθροί δήλωναν ανακωχή των πολέμων και συμφιλιώνονταν.
Σε μερικές περιοχές της Αγγλίας και της Ουαλίας οι αγρότες το έδιναν στις αγελάδες που γεννούσαν το πρώτο μοσχάρι του νέου έτους.
Έτσι, πίστευαν ότι έφερνε τύχη σε ολόκληρο το κοπάδι. Στις Ρωμαϊκές παραδόσεις, ο ιξός θεωρούνταν ότι εξασφάλιζε την καλοτυχία.
Το έθιμο αυτό υπάρχει από τους Δάκες (μυστηριώδης λαός που ζούσε νότια του Δούναβη στη σημερινή βορειοκεντρική και δυτική Ρουμανία).
Η λατινογενής λέξη για τον Ιξό Viscus, όπως και η ελληνική λέξη Ιξός αναφέρονται στη γλοιώδη υφή των καρπών του. Κάποιοι διατείνονται ότι το αγγλικό όνομα του φυτού "Mistletoe" προέρχεται από δύο παλιές aγγλικές λέξεις.
To "mistel" που σημαίνει κοπριά/κόπρανα ζώου και "tan" που σημαίνει κλαράκι.
Ο ιξός όπως πίστευαν, είχε τη δύναμη της γονιμότητας, και η "κοπριά" από την οποία πίστευαν ότι ξεπηδούσε, ότι είχε τη δύναμη να δίνει ζωή.
Στις μέρες μας, ο ιξός συνήθως χρησιμοποιείται –μαζί με το Ού (Ilex aquifolium ή αρκουδοπούρναρο, κλαδιά με τα καταπράσινα κατσαρά γεμάτα μυτερές ακίδες φύλλα και κόκκινους μικρούς καρπούς) για τη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, αν και η προχριστιανική προέλευση αυτής της παράδοσης θέλει να συμβολίζει το γιορτασμό των λαών για το ‘’Τέλος των Μεγάλων Νυχτών’’ τους χειμώνα.