Λουκιανού Διάλογοι
Ο Λουκιανός ήταν διακεκριμένος πολυγραφότατος σοφιστής και συγγραφέας του καιρού του, γεννημένος στη Συρία, το 120 μ. Χ.
Έγραψε περισσότερα από 80 έργα, όλα δε στην Αττική διάλεκτο.
Ταξίδεψε σ' όλες σχεδόν τις χώρες του αρχαίου Ρωμαϊκού κράτους.
Έμαθε τη ρητορική κι εργάστηκεν αρχικά ως δικηγόρος.
Αργότερα όμως έγινε και σοφιστής, επιδεικνύοντας τη τέχνη του στα πανηγύρια και τις εορτές. Στη συνέχεια, γοητευμένος από τους πλατωνικούς, άρχισε να επιδίδεται και στη φιλοσοφία.
Τα ωραιότερα από τα έργα του είναι γραμμένα διαλογικά, σ' αυτά ειρωνεύεται (μαστιγώνοντάς τα), τα ελαττώματα της δεισιδαιμονίας, της τυπολατρίας των γραμματιζούμενων και της προσποίησης των ασχολούμενων με τη φιλοσοφία.
Έτσι, αναδείχθηκε σε ικανότητα των ανθρώπινων παθών και αδυναμιών, που με το χλευασμό τους, επεδίωξε να τα θεραπεύσει ή έστω, σε σημαντικό βαθμό, να τα περιορίσει.
Αναφέρεται ότι πέθανε, το 200 μ. Χ., σ' ηλικία 80 ετών περίπου, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, υποφέροντας από ποδάγρα -χωρίς όμως να 'ναι τίποτε σίγουρο.
Πρώτος νεκρικός διάλογος Χάροντα, Μένιππου και Ερμή
Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας.
Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους - έναν οβολό- στον Χάροντα και χάνονται δεξιά.
Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει.
Ο Χάρος τον πιάνει από τον ώμο:
Χάρος : Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!
Μένιππος: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.
Χάρος : Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!
Μένιππος: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει./ η περίφημη παροιμιώδης φράση που έχει φτάσει μέχρι εμάς σήμερα Ούκ άν λάβοις παρά του μή έχοντος!
Χάρος : Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;
Μένιππος: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χάρος : Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.
Μένιππος: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.
Χάρος : Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;
Μένιππος: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.
Ερμής: Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.
Χάρος : Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.
Μένιππος: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;
Χάρος : Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;
Μένιππος: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;
Χάρος : Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;
Μένιππος: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!
Χάρος : Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
Μένιππος: Ε τότε γύρνα με πίσω...
Χάρος : Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!
Μένιππος: Ε τότε μη μου κολλάς.
Χάρος : Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;
Μένιππος: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.
Χάρος : Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.
Ερμής: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!
Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...
Χάρος : Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...
Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά
Μένιππος: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.
Έγραψε περισσότερα από 80 έργα, όλα δε στην Αττική διάλεκτο.
Ταξίδεψε σ' όλες σχεδόν τις χώρες του αρχαίου Ρωμαϊκού κράτους.
Έμαθε τη ρητορική κι εργάστηκεν αρχικά ως δικηγόρος.
Αργότερα όμως έγινε και σοφιστής, επιδεικνύοντας τη τέχνη του στα πανηγύρια και τις εορτές. Στη συνέχεια, γοητευμένος από τους πλατωνικούς, άρχισε να επιδίδεται και στη φιλοσοφία.
Τα ωραιότερα από τα έργα του είναι γραμμένα διαλογικά, σ' αυτά ειρωνεύεται (μαστιγώνοντάς τα), τα ελαττώματα της δεισιδαιμονίας, της τυπολατρίας των γραμματιζούμενων και της προσποίησης των ασχολούμενων με τη φιλοσοφία.
Έτσι, αναδείχθηκε σε ικανότητα των ανθρώπινων παθών και αδυναμιών, που με το χλευασμό τους, επεδίωξε να τα θεραπεύσει ή έστω, σε σημαντικό βαθμό, να τα περιορίσει.
Αναφέρεται ότι πέθανε, το 200 μ. Χ., σ' ηλικία 80 ετών περίπου, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, υποφέροντας από ποδάγρα -χωρίς όμως να 'ναι τίποτε σίγουρο.
Πρώτος νεκρικός διάλογος Χάροντα, Μένιππου και Ερμή
Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας.
Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους - έναν οβολό- στον Χάροντα και χάνονται δεξιά.
Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει.
Ο Χάρος τον πιάνει από τον ώμο:
Χάρος : Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!
Μένιππος: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.
Χάρος : Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!
Μένιππος: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει./ η περίφημη παροιμιώδης φράση που έχει φτάσει μέχρι εμάς σήμερα Ούκ άν λάβοις παρά του μή έχοντος!
Χάρος : Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;
Μένιππος: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χάρος : Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.
Μένιππος: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.
Χάρος : Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;
Μένιππος: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.
Ερμής: Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.
Χάρος : Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.
Μένιππος: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;
Χάρος : Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;
Μένιππος: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;
Χάρος : Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;
Μένιππος: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!
Χάρος : Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
Μένιππος: Ε τότε γύρνα με πίσω...
Χάρος : Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!
Μένιππος: Ε τότε μη μου κολλάς.
Χάρος : Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;
Μένιππος: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.
Χάρος : Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.
Ερμής: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!
Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...
Χάρος : Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...
Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά
Μένιππος: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.