Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμμανουήλ Ροΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εμμανουήλ Ροΐδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Εμμανουήλ Ροΐδης –Η σκόνη και η λάσπη της μικρόψυχης πόλης κατάτρωγαν τη ζωή του.

«Ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι ο πρώτος μας ‘‘πλήρης νους’’. Ο πρώτος μας λογοτεχνικός κριτικός, ο πρώτος σωστός αποτιμητής του γλωσσικού μας προβλήματος, ο πρώτος πολιτικός σχολιαστής, ο πρώτος αισθητικός στοχαστής και ο πρώτος μας Ευρωπαίος. Όλα αυτά άλλον θα τον είχαν αναδείξει σε εθνικό πρότυπο».

«Ήρθε στον κόσμο έξυπνος, ευαίσθητος, όμορφος, προικισμένος.
Έφυγε μόνος, άνεργος, κουφός, φτωχός, μισάνθρωπος.
Ήταν φοβερή η μοίρα που του όρισε να ζήσει εξόριστος, αυτός ο πραγματικά έξυπνος, στη χώρα των ‘‘ξύπνιων’’», γράφει ο Νίκος Δήμου για τον Εμμανουήλ Ροΐδη.

Ο θάνατός του, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Δεν ξέρω γιατί κάθε φορά που σκέπτομαι τον Εμμανουήλ Ροΐδη τον βλέπω σαν την πιο τραγική μορφή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.
Τραγικός ο Ροΐδης;Πιο τραγικός από τον Καρυωτάκη, τον Γιαννόπουλο, ή τον Χαλεπά;
Τολμώ να πω, ναι. Γιατί ενώ οι άλλοι βρήκαν καταφύγιο στην αυτοκτονία ή την τρέλα, αυτός επέμεινε. Μια ζωή αγωνίστηκε μόνος. Καταξεσκίστηκε πάνω στα ελληνικά αγκάθια. Όλο του το σκώμμα και η σάτιρα είναι πληγωμένη ευαισθησία. Ήταν φοβερή η μοίρα που του όρισε να ζήσει εξόριστος, αυτός ο πραγματικά έξυπνος, στη χώρα των «ξύπνιων».

Ο Έλληνας θαυμάζει την εξυπνάδα. Λάθος! Πρόκειται για τραγική παρεξήγηση. Αυτό που ονομάζουμε εξυπνάδα δεν είναι η βαθιά, καθαρή ματιά, αλλά η επιπόλαιη ετοιμολογία. Την πραγματική εξυπνάδα ο Έλληνας ούτε καν την αναγνωρίζει… Και όχι μόνο αυτό! Όταν τη διαισθάνεται, την πολεμάει. Ο πραγματικά ευφυής σ’ αυτή τη χώρα υφίσταται εξευτελισμούς, ταπεινώσεις, καταπιέζεται, βρίσκεται σε διωγμό. Η υποψία πως ο άλλος μπορεί να είναι εξυπνότερος, αρκεί για να κάνει τον κάθε Έλληνα εχθρό του.
Ο Ροΐδης ήταν σατιρικός – τον είπαν ευθυμογράφο. Ήταν στοχαστής – τον είπαν ευφυολόγο.

«Εδώ ούτε ζωντανός αναγνωρίστηκε, ούτε και πεθαμένος. Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τον Βολτέρο της – αλλά της έλειπαν οι Γάλλοι».

Ήταν διδάσκαλος ύφους – τον είπαν δημοσιογράφο.Ήταν διδάσκαλος ήθους – τον απέλυσαν δύο φορές στα μαύρα γεράματα οι Δεληγιαννικοί επειδή ήταν Τρικουπικός (κι ας είχε κάνει έργο εθνικό στην Εθνική Βιβλιοθήκη). Κερδοσκόποι εξαφάνισαν την περιουσία του (οι έξυπνοι εμπιστεύονται, οι πονηροί φυλάγονται). Η Εκκλησία αφόρεσε το πρώτο βιβλίο του, από το οποίο πλούτισαν μόνον οι απατεώνες της εποχής, κυκλοφορώντας κλεψίτυπα.
Ο Ροΐδης παρουσίαζε στους Έλληνες τον Σολωμό, τον Μπωντλαίρ, τον Ντοστογιέφσκυ– οι Έλληνες δοξολογούσαν τους Σούτσους, τον Ζαλοκώστα και τον Βασιλειάδη. Εκατό χρόνια μπροστά, στο γούστο, στη σκέψη, στην ευαισθησία, προσπαθούσε να επιβιώσει στην επαρχιακή Αθήνα του 1870. Δύσκολα. Η σκόνη και η λάσπη της μικρόψυχης πόλης κατάτρωγαν τη ζωή του.
Μετά την αστραφτερή λάμψη της «Πάπισσας», δέκα χρόνια σιωπή. Δέκα χρόνια χρειάστηκε για να συνέλθει από την υποδοχή. Οι Έλληνες είδαν το σκάνδαλο άλλα δεν είδαν το βιβλίο. Είδαν τις αιχμές άλλα δεν κατάλαβαν τους στόχους. Γέλασαν – εκεί που έπρεπε να κλάψουν.

Εκατό χρόνια μπροστά, στο γούστο, στη σκέψη, στην ευαισθησία, προσπαθούσε να επιβιώσει στην επαρχιακή Αθήνα του 1870. Δύσκολα. Η σκόνη και η λάσπη της μικρόψυχης πόλης κατάτρωγαν τη ζωή του.

Κάθε γραφτό του, μετά τη σιωπή, είναι σαρκασμός και παράπονο. Ο πιο μοναχικός Έλληνας γράφει και φωνάζει μέσα στην έρημο.Είναι ο πρώτος μας «πλήρης νους». Ο πρώτος μας λογοτεχνικός κριτικός, ο πρώτος σωστός αποτιμητής του γλωσσικού μας προβλήματος, ο πρώτος πολιτικός σχολιαστής, ο πρώτος αισθητικός στοχαστής (με θεωρητικό εξοπλισμό αλλά και πρακτική άσκηση στη μουσική, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία), ο πρώτος μας διηγηματογράφος, ο πρώτος σατιρικός – και ο πρώτος μας Ευρωπαίος. Όλα αυτά άλλον θα τον είχαν αναδείξει σε εθνικό πρότυπο.
Εδώ ούτε ζωντανός αναγνωρίστηκε, ούτε και πεθαμένος.Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τον Βολτέρο της – αλλά της έλειπαν οι Γάλλοι.
Επειδή φοβάται την εξυπνάδα ο Έλληνας αρνείται να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στη σάτιρα και το ευθυμογράφημα. Η σάτιρα –το πιο δύσκολο, το πιο σοβαρό, το πιο τραγικό είδος λόγου– συγχέεται σκόπιμα με το καλαμπούρι, την εξυπνάδα και το ανέκδοτο. Η σάτιρα, που είναι κριτική και ανατομία και πίκρα και αντεστραμμένη ευαισθησία, μπαίνει στο ίδιο ράφι με την εύκολη διασκεδαστική ελαφρογραφία.
Ωστόσο, τεράστια απόσταση χωρίζει τον σατιρικό από τον ευθυμογράφο:Ο ένας είναι στην κορυφή της αισθητικής πυραμίδας, ο άλλος στη βάση.
Το αν ο σατιρικός χρησιμοποιεί το γέλιο για να μαστιγώσει (και δεν είναι ποτέ απλό γέλιο, αλλά κλαυσίγελως) δεν δικαιολογεί τη σύγχυση. Όμως σ’ αυτή τη χώρα τα πάντα χωρίζονται σε «αστεία» και «Σοβαρά». Η σάτιρα λοιπόν πάει με τα αστεία (μαζί με τον «χιουμορίστα κονφερανσιέ») και η τραγωδία με τα Σοβαρά. Η φιλοσοφία, η πολιτική και η κριτική είναι επίσης Σοβαρές. Αλλά ο Ροΐδης δεν ήταν. Διότι έγραψε κείμενα διανθισμένα με χιούμορ. Αγνόησε τη σοβαροφάνεια των Ελλήνων. Και οι Έλληνες τον τιμώρησαν.

Εδώ ούτε ζωντανός αναγνωρίστηκε, ούτε και πεθαμένος.Η Ελλάδα είχε αποκτήσει τον Βολτέρο της – αλλά της έλειπαν οι Γάλλοι.

Αυτόν τον σοφό, βαθυστόχαστο και υπερευαίσθητο, τον κατέταξαν ανεπανόρθωτα στους «αστείους». (Και ακόμη εκεί τον έχουν). Το ξέρει. Μόνος του περιγράφει το αδιέξοδο. Αν γράψει «σοβαρά» δεν θα τον διαβάσει κανείς, θα γίνει σαν τους «Βαουμγάρτας και Βολφίους», «ων το μεν όνομα είναι μέγα, οι δε βαρείς τόμοι εις μόνους τους διδάκτορας και τους σκώληκας των βιβλιοθηκών προσιτοί». Γι’ αυτό ντύνει τη σιδερένια πανοπλία με μετάξι και εισπράττει την επιτυχία του λάθους : «Αλλά αν δια της τοιαύτης μεθόδου ηδυνήθημεν εν ιδρώτι του πρόσωπου ημών ν’ αγρεύσωμεν αναγνώστας-τινάς, την άγραν ταύτην επληρώσαμεν ακριβά, ονομασθέντες ευφυολόγοι, και παν ό,τιδήποτε εκ του στόματος ημών έξεπορεύθη ευφυολογία…».

Ναι, η ρετσινιά είναι άλλο προσφιλές όπλο των Νεοελλήνων.Όπλο αμύνης. Γιατί, είναι καιρός να το πούμε, οι Έλληνες φοβήθηκαν τον Ροΐδη. Ο τρόμος τους είναι ίδιος με το άγχος του ενόχου που βλέπει τον αστυνομικό να πλησιάζει στην κρυψώνα των κλοπιμαίων. Μια ζωή απάτη, οι «ξύπνιοι» Έλληνες – και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά σ’ έναν πραγματικά βαθιά έξυπνο, που βλέπει μέσα τους σαν να ’χει στα μάτια ακτίνες «Χ». Τρόμος, γιατί αυτός καταλαβαίνει, νιώθει, μετράει και μπορεί ν’ αποδείξει την απάτη. Εξουδετερώστε τον!
Ακόμη και σήμερα οι Έλληνες φοβούνται τον Ροΐδη. Ακόμη δεν αντέχουν να τον διαβάσουν (και είναι τόσο καυτά επίκαιρος). Ακόμη τον κρίνουν επιπόλαια (διαβάστε τι γράφουν γι’ αυτόν οι «έγκυρες» ιστορίες της λογοτεχνίας μας: η απόλυτη παρεξήγηση!). Αν υπάρχει ένας Έλληνας συγγραφέας που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία –σαν υπόδειγμα ύφους, ήθους, κρίσης και γνώσης– είναι ο Ροΐδης. Αλλά ούτε λέξη από αυτόν στα αναγνωστικά μας.
Μνήμη Εμμανουήλ Ροΐδη. Ήρθε στον κόσμο έξυπνος, ευαίσθητος, όμορφος, προικισμένος. Έφυγε μόνος, άνεργος, κουφός, φτωχός, μισάνθρωπος. Αλλά φιλόζωος. Κι αυτό τεκμηριώνει περισσότερο την ευαισθησία του – και την ανάγκη του για αγάπη:
«Εξ όσων ηυτύχησα ή δυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζαν ζώον, δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν».
Πέθανε, έχοντας κοντά του την αγαπημένη του γάτα.Που τον ακολούθησε –από τη στενοχώρια της– μετά λίγες μέρες.

andro.gr

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Τα υαλοπωλεία -ένα χρονογράφημα του Εμμανουήλ Ροΐδη

Το χρονογράφημα του Ροΐδη ‘Τα υαλοπωλεία‘ γράφτηκε το 1898 και αναφέρεται, με ειρωνικό και χιουμοριστικό πνεύμα, σε δύο καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν όσοι κινούνταν στο κέντρο της παλιάς Αθήνας: την καταπάτηση των πεζοδρομίων από τους καταστηματάρχες και τα αδέσποτα σκυλιά. -Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο από τότε, το αντίθετο θα έλεγα…
Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς και λογοτέχνες,που στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό μας.
Ο Ροΐδης θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών.
Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της ‘κολοκυνθοπληγίας‘.
Με τη μέθοδο της ‘κολοκυνθοπληγίας‘, μεταφορικά αναφερόμενος, ο Ροΐδης φρόντιζε να χτυπά στο κεφάλι τον αναγνώστη του με μια ξερή κολοκύθα ως ‘ανθυπνωτικόν φάρμακον‘,διότι ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε εγρήγορση τους απαίδευτους Έλληνες της εποχής.
Ο Ροϊδης θεωρείται στυλίστας της καθαρεύουσας και η  γλώσσα του παρακάτω κειμένου είναι καθαρεύουσα,με λίγη προσπάθεια θα το διαβάσετε εύκολα και ευχάριστα και στο τέλος θα νιώσετε την ικανοποίηση,αν πιστεύετε σήμερα,όπως ο Ροΐδης τότε ,ότι η μεταβολή των πεζοδρομίων εις εδωδιμοπωλεία φαίνεται επανάστασις κατά των βουλών της πανσόφου Θείας Προνοίας, ήτις προώρισεν αυτά διά τους πόδας των ανθρώπων, όπως και ετοποθέτησε την μύτην υποκάτω των οφθαλμών προς στήριξιν των ομματοϋαλίων.
Ακολουθεί το χρονογράφημα του Ροϊδη  
Τα υαλοπωλεία
Οι σκύλοι, εννοούμεν τους αρσενικούς, με την συνήθειαν αυτών να σηκώνωσι το σκέλος και να ποτίζωσι τα επί του πεζοδρομίου εκτεθειμένα εμπορεύματα, υπήρξαν πάντοτε οι εφιάλται των Αθηναίων μεταπρατών και ιδίως των λαχανοπωλείων.
          Αι τεράστιαι κολοκύνθαι αι λεγόμεναι ταμπουράδες και τα ροδόχροια καρπούζια τα κοσμούντα τας γωνίας των μανάβικων, φαίνονται προ πάντων ελκύοντα αυτούς διά της μεγαλοπρεπείας των, δεν απαξιούσιν όμως να δροσίζωσι και τας δεσμίδας σελίνων, πράσων και δαυκίων.
Πολλάκις είδομεν αυτούς ραντίζοντας βαρέλια ελαιών εις τας προθήκας των βακάλικων και άλλοτε προσθέτοντας ζωμόν εις τας κεφαλάς μοσχαρίων και προβάτων τας εκτεθειμένας εντός κάδων ύδατος προ των κρεοπωλείων.
         Ενίοτε, αλλά σπανίως, συμβαίνει να δεχθή ο αναίσχυντος σκύλος σκουπόξυλον εις την ράχιν ή σπασμένον σταμνίον επί της κεφαλής.
Το πάθημα όμως είναι εξαιρετικόν, διότι πάντες οι πλανόδιοι κύνες έχουσιν εκ γενετής ευκινησίαν σχοινοβάτου, προς αποφυγήν των κατ’ αυτών εξακοντιζομένων βλημάτων.
Πολύ συνεχέστερον εκ τούτου συμβαίνει να παρασταθή τις εις θέαμα μανάβη ή μπακάλη με την ποδιάν τρέχοντος καθίδρου και πνευστιώντος κατόπιν σκύλου, του οποίου μόλις διακρίνεται στον ορίζοντα ως λοφίον στρατιωτικού πίλου η ουρά.
          Μάταιοι λοιπόν φαίνονται οι αγώνες των εκθετών προς προφύλαξιν των επί των πεζοδρομίων φαγωσίμων από την ποτιστικήν μανίαν των σκύλων.
Αλλά και τι ζητούσιν εκεί τα εκθέματα εκείνα;
Η μεταβολή των πεζοδρομίων εις εδωδιμοπωλεία φαίνεται επανάστασις κατά των βουλών της πανσόφου Θείας Προνοίας, ήτις προώρισεν αυτά διά τους πόδας των ανθρώπων, όπως και ετοποθέτησε την μύτην υποκάτω των οφθαλμών προς στήριξιν των ομματοϋαλίων.
         Ποσάκις έτυχεν αφηρημένος ποιητής, θαυμάζων τα χρώματα ανεφέλου δύσεως ή ζητών εις τα σύννεφα ομοιοκαταληξίας, μόλις να προφθάση ν’ αποσύρη τον πόδα, καθ’ ην ακριβώς στιγμήν ήτον έτοιμος να βυθίση αυτόν εις πανέριον πλήρες ωών, και ποσάκις βιαστικός διαβάτης να διασείσει την ισορροπίαν πυραμίδος πορτοκαλίων, προκαλών βομβαρδισμόν ου μόνον χρυσών σφαιρών, αλλά και την οργήν δυστρόπου οπωροπώλου, επιψαλιδεύοντος εις αυτόν ενώπιον πλήθους κόσμου τα επίθετα: “Στραβέ, μπούφο, βλάκα, ζεβζέκη και μαγκούφη”
         Αλλά το υπέρ παν άλλο ερεθίζον τα νεύρα είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος πέραν της μακαρίτιδος ‘Ωραίας Ελλάδος‘, βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων.
Αδύνατόν μοι είναι να κατανοήσω εκ τίνος υπερβολικής τόλμης και τίνος παραλόγου απαιτήσεως προσόντων ισορροπιστού, παρά των διαβατών, επιμένουσιν οι Αθηναίοι υαλοπώλαι να υψώσιν επί του μάλλον συχναζομένου των πεζοδρομίων πυραμίδας αντικειμένων, τα οποία αρκεί φύσημα ανέμου να κρημνίση και η ελαχίστη ώθησις να μεταβάλη εις σωρόν συντριμμάτων, φιάλας, πινάκια, ποτήρια, σφαίρας λαμπτήρων, παντός είδους αγγεία, ολόκληρα οικοδομήματα εξ αργίλου και κρυστάλλου.
          Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω  ως ημίονος προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου.
          Τον φλογερόν εκείνον πόθον ανεχαίτισε πάντοτε η Αθηνά, λαβούσα με εκ της κόμης, ως τον Αχιλλέα, και υποδείξασα ως πιθανήν συνέπειαν του τολμήματος την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, την περί εμέ συνάθροισιν αγυιοπαίδων και την υπό συνοδείαν μετάβασιν εις το Τμήμα, του οποίου ο αστυνόμος πιθανόν ήτο να μη συμμερίζεται την γνώμην μου, ότι τα πεζοδρόμια είναι προωρισμένα προς ελευθέραν κυκλοφορίαν των πεζοδρόμων.
           Τον ακοίμητον τούτον πόθον μου ανέλαβεν άλλος τις, αντί εμού, να πληρώση και χάρις εις αυτόν ηδυνήθην να παρασταθώ ως απλούς θεατής εις την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου.
            Oύτος είχε τέσσαρας πόδας, δι’ ων ηδυνήθη ν’ αποφύγη του πραξικοπήματος τας συνεπείας.
            Πλην των λαχάνων, των ελαιών, και των κεφαλών μόσχων και αρνίων, έχουσιν οι σκύλοι ιδιάζουσαν κλίσιν και προς τα υαλικά.
Αξιόπιστοι φυσιοδίφαι διηγούνται ότι έτυχε να ίδωσι τοιούτους να μεταχειρίζωνται ως εξηυγενισμένοι άνθρωποι τα προ των υαλοπωλείων κατάλληλα προς τούτο αγγεία.
Αλλ’ οι σκύλοι των Αθηνών, ο ήρως τουλάχιστον της παρούσης ιστορίας, δεν είχε φθάσει ακόμη εις τοιούτον ύψος πολιτισμού.
Την περιέργειαν αυτού είχεν ελκύσει γιγάντιον εν υπαιθρίω εκθέσει κρυστάλλινον δοχείον, εξ εκείνων τα οποία πληρούμενα ύδατος χρησιμεύουσι προς συντήρησιν κοκκινοχρύσων οψαρίων.
Το αντικείμενον όμως εις το οποίον απέβλεπεν ήτο κάπως δυσπρόσιτον, ευρισκόμενον εις το κέντρον διπλής ζώνης παντοίων ευθραύστων σκευών και έτι πλείονα φέρον επί της κορυφής αυτού.
Τούτο όμως δεν ήρκεσε ν’ αποθαρρύνη τον επίμονα σκύλον.
Συστέλλων τα μέλη, διά να κατέχη όσον το δυνατόν ολιγώτερον τόπον, οσφραινόμενος περί αυτόν προς δεξιάν και αριστεράν και υποκρινόμενος τον αδιάφορον διαβάτην, κατώρθωσεν επί τέλους, μετ’ επιτηδειότητος Ισπανής σχοινοβάτιδος χορευούσης μεταξύ ωών, να εισδύση διά των ευθραύστων εκείνων πραγμάτων, χωρίς ουδέν αυτών να συντρίψη ή καν να διασείση, μέχρι του ψαροδοχείου, του οποίου αι ακτίνες είχον θαμβώσει τους οφθαλμούς του.
Το εμυρίσθη τότε και, ευρών αυτό της αρεσκείας του, ύψωσε το σκέλος.
               Αλλά κατ’ εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αγρία κραυγή και ενεφανίσθη προ της εισόδου του καταστήματος χονδρή γυνή, επισείουσα φοβεράν σκούπαν.
              Το δυστυχές ζώον, το οποίον είχε επιδείξει προ μικρού τόσον θαυμαστήν επιδεξιότητα και φροντίδα ν’ αποφύγη πάσαν ζημίαν, τα έχασε και, περί ουδενός άλλου φροντίζον ή πώς τάχιστα να σωθή, εξώρμησεν εκ του υαλίνου λαβυρίνθου, απωθών διά των οπισθίων ποδών το μεγάλον ιχθυοδοχείον, το οποίον κατέπεσε και εθραύσθη μετά πατάγου.
Η καταστροφή τότε επήλθε γενική, διότι εις τας εκθέσεις εκείνας, προς οικονομίαν τόπου, τα πάντα συνέχονται και συμπλέκονται ως κλάδοι παρθένου δάσους.
Φιάλαι, πινάκια, φλυζάνια, ποτήρια του ύδατος, του οίνου και της μαστίχης, επάργυροι σφαίραι διά τους κήπους, ανθοδόχαι, πυξίδες, αθύρματα και κομψοτεχνήματα παντοία κατεκυλίσθησαν ως καταρράκτης επί του λιθοστρώτου και, εκ της πρώην στιλπνής εκθέσεως, ουδέν άλλο απέμεινεν ή άμορφον και ανίδεον χάος συντριμμάτων.
               Φωναί ηκούσθησαν τότε εις το βάθος του εργαστηρίου.
Η υαλοπώλις έδειρε το δεκαετές τέκνον της, διότι δεν ηγρύπνησεν επί των εκθεμάτων, αλλά μετ’ ολίγον έφθασεν ο πατήρ, όστις, βλέπων την καταστροφήν, ήρχισε να δέρη την γυναίκα.
Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι.
Το κατ’ εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον.‘
Δεν νομίζω πως υπάρχει ακριβέστερη και ευφυέστερη περιγραφή για την κατάντια των τότε και των τώρα-δυστυχώς- πεζοδρομίων από τούτη του Ροίδη,αλλά και τι ικανοποίηση από ‘την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου‘ όπως χαρακτηριστικά λέει,παρατηρώντας ως απλός  θεατής τον σκύλο να κατακρημνίζει,άθελά του, την τεράστια πυραμίδα των υαλικών που έκλεινε το πεζοδρόμιο!

ntina

ebooks.edu.gr