Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ελεγε ο Ζαμπέτας μια Ιστορία για αυτόν και τον Μίμη τον Πλέσσα

Ελεγε ο Ζαμπέτας: 
Ολο το καλοκαίρι του 1964 δουλεύαμε σκληρά στου ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΗ και φτάσαμε τον Σεπτέμβρη. 
Έρχεται στις 3 του Σεπτέμβρη ο Μίμης ο Πλέσσας και μου λέει, Ζαμπέτα, είσαι να πάμε ένα ταξίδι στο Βέλγιο, στο Κνοκ, στο φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης; 
Του λέω, φύγαμε. 
Φεύγουμε με τον Πλέσσα, πάμε στις Βρυξέλλες. 
Είναι ο Πλέσσας, ένας φιλαράκος του με μια όμορφη γκομενίτσα, 
η Τζένη Βάνου, 
ο Τέρης ο Χρυσός κι εγώ σολίστας.
     Στις 4 του Σεπτέμβρη, είμαστε στις Βρυξέλλες, εγώ κι ο Μίμης ο Πλέσσας με τις παρτιτούρες... 
Φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης.
     Μπαίνουμε για πρόβα, του δώσανε το κρατικό μέγαρο να κάνει πρόβα με την κρατική ορχήστρα, και βλέπω να ανεβαίνουν στην σκηνή ολόκληρο σμήνος από κόσμο. 
Τι να δω! 
Καμιά πενηνταριά φλαμπούτσα! 
Κόρνες, 
κορνέτες, 
σαξόφωνα, 
βιολιά, 
μπάσα, 
πιάνα. 
Ολη η συμφωνική ορχήστρα που θα παίζαμε μαζί. 
Τι λέτε ρε, τους λέω εγώ, θα χαθώ εδώ μέσα. 
Οχι, λέει ο Πλέσσας, στη σουίτα που σου έχω γράψει, έχεις δικό σου κομμάτι, θα μπεις σε ένα μέρος. Δεν ήξερα μουσική εγώ, αλλά ήξερα που έπρεπε να μπω. 
Κάνουμε την πρόβα, καρφί εγώ στο κομμάτι μου, μπήκα σωστά στη θέση μου. 
Ξανά στη δεύτερη το ίδιο. 
Με κοιτάγανε οι άλλοι που είχανε μπροστά τους τον τόνο με τα χαρτιά κι εγώ τίποτα, σκετος. Μου τα δίνανε και τα πέταγα.
     Πάμε με το πουλμανάκι, 4 ώρες, και φτάνουμε στο Κνοκ. 
Παραδοσιακό ξενοδοχείο και τα ρέστα για μένα κι οι άλλοι πάνε στην πολυτέλεια, στο ξενοδοχείο που θα γινότανε η απονομή και το κονσέρτο· δεν χώραγα εκεί, ήταν κομπλέ. 
     Τα κορόιδα πήγανε μες στα μπετά κι εγώ ήμουνα στο παραδοσιακό, ξύλινο και πολύ γραφικό. 
Ξελιγωμένος από την πείνα, τι θα κάνουμε τώρα; 
Θα φάμε τίποτα; λέω σ' έναν και του κάνω πάσα κι ένα κατοστάρικο βέλγικο. 
Ο,τι γουστάρεις, μου λέει. 
Και αρχίζω την μάσα. 
Ξαφνικά βλέπω τον Πλέσσα και τους άλλους να με κοιτάνε απ' το τζάμι και να λένε μπράβο σου, εσύ καλά περνάς, εμάς είναι όλα κλειστά. 
Καθήστε, τους λέω, θα σας ταίσω εγώ. 
Αμίκο, φωνάζω, δώσ'τους να φάνε. 
Ηθελα, τους λέω, να σας αφήσω να πεθάνετε απ' την πείνα, αλλά έχετε χάρη που σας γουστάρω. 
Πέθαναν στα γέλια κι αρχίσανε τις μάσες.
     Πάμε το βράδυ για το κονσέρτο. 
Με μπουκάρουνε σε ένα καμαρίνι και λέει ο Πλέσσας, όταν σε αναγγείλω θα βγεις, περίμενε εδώ μεσα. 
Οπως κάθομαι μέσα, τραγουδάει ο Χρυσός εκείνη τη στιγμή και ετοιμάζεται να βγει η Βάνου. Τζένη, της λέω, άμα ακούσεις να αναγγέλουν τον Μητρόπουλο, φώναξέ με να βγω! 
Κάναμε πλάκα, πολλά γέλια. 
Επειδή θα έπαιζα στη συμφωνική, αισθανόμουνα κι εγώ λίγο σαν τον μεγάλο μας μαέστρο, τον Μητρόπουλο! 
Βγαίνει κι η Τζενούλα, φόραγε η καημένη ένα δαχτυλιδάκι σαν καπάκι από μπουκάλι κόκα-κόλας!!! 
Ενα δαχτυλίδι σαν νταμαρόπετρα. 
Η χειρότερη και φτωχότερη κυρία που ήτανε στο κονσέρτο φόραγε πέτρα των δέκα εκατομμυρίων! 
Μπορεί κανείς να σακουλευτεί σε τι κοινό παίζαμε;
Ακούω πως πλησιάζει η ωρα να βγω, 'τοιμάζομαι και βγαίνω με το μπουζούκι μου.
Ορχήστρα 110 άτομα! 
110 όργανα ράιτ-θρου πάνω. 
Και τι όργανα! 
Ολα τα φλαμπούτσα στη σειρά!
     Πάω να μπω στη σουίτα, παίζω τις πρώτες πενιές και μέ κόψανε, δεν μ' αφήνανε να παίζω απ' τα χειροκροτήματα. 
Είναι μεγάλη δουλειά να μπορείς να περάσεις, να περάσεις όταν πίσω σου παίζουν τόσα όργανα και να βροντολογάνε. 
Αρχίζω και πλακώνομαι, έπεσε όλη η σάλα, χειροκροτήματα... 
Συνεχίζω, δεν σταματάγανε, συνεχίζω, ήταν πολύ το δικό μου μέρος, 4-5 παρτίδες, αλέγκρο χασάπικο, ζεϊμπέκικο, αλέγκρο ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι. Από πίσω με συνοδεύανε τα 110 όργανα και τρελαινόμουνα. 
Μόνο που τους άκουγα την ψώνιζα περισσότερο. 
Εκανα ένα σόλο αριστούργημα! 
Εντάξει χάλασε ο κόσμος, πήρε κι ο Πλέσσας το βραβείο. 
Καλός ο Πλέσσας, αλλά και το ποδαρικό μου βοήθησε.
     Κείνη την εποχή ο Μίμης έγραφε άλλα πράματα, όμως ζήλευε και μου 'λεγε, καλά τι έχουν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις; 
Του ΄λεγα, μάγκα μου, από δω να 'ρθεις κι εσύ, από μπουζούκι μεριά, μόνο έτσι θα μπεις στο λούκι αυτό κι εσύ. 
Οπως κι έγινε, όταν έβαλε μπουζουκοτράγουδα ο Πλέσσας έγινε κάτι, τότε πήρε γαλόνια, τότε έγραψε καλά πράματα κι ήρθε και μου 'πε γελώντας, μπήκα κι εγώ στο λούκι. 
Εγινε πολύ ωραίος, πολύ καλός μάστορας και καλό παιδί, ευγενέστατος, πολύ λεβέντης

Βράσμα από σύκα και ριτσέλ’ - γεύσεις της Λεσβιακής Παράδοσης

"Οι Μεσοτοπίτισσες έχουν χερικό! Νερό να βράσουν, ριτσέλ’ θα γίνει" έλεγαν παλιότερα στα γύρω χωριά της δυτικής Λέσβου, όπου βρίσκεται ο Μεσότοπος.
Με τις φράσεις αυτές ήθελαν να τονίσουν την αξιοσύνη και την ιδιαίτερη ικανότητα που είχαν οι Μεσοτοπίτισσες στην κουζίνα. 
Με αξιοθαύμαστη επινοητικότητα και φαντασία έστηναν κάθε μέρα το χαρανί/κατσαρόλα. 
Κι από ανέσεις; 
Ανύπαρκτες…
Έπρεπε όμως καθημερινά να ετοιμάσουν καλό, θρεπτικό και νόστιμο φαγητό για την, κατά κανόνα, πολυμελή τους οικογένεια. 
Να αβγατίσουν τα λιγοστά υλικά για να χορτάσουν τα πολλά πεινασμένα στόματα.
 Και μπορεί τα υλικά να ήταν λίγα, ήταν όμως πάντα καλής ποιότητας, αφού η αγροτική τους κουζίνα βασιζόταν στην αυτάρκεια.
Στα τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου μάζευαν τα σύκα και τα έλιαζαν για το χειμώνα. Όταν ήταν έτοιμα, τα διάλεγαν χωρίζοντάς τα σε αυτά που ήταν 1ης ποιότητας και προορίζονταν για φάγωμα και στα 2ης ποιότητας, τα απόσυκα, όπως τα έλεγαν. 
Από αυτά έφτιαχναν βράσμα/πετιμέζι. 
Το βράσμα το χρησιμοποιούσαν με πολλούς τρόπους. 
Με αυτό περίχυναν τη φρέσκια μυζήθρα, το πρόσθεταν στο σιρόπι για τους λουκουμάδες, στο σιρόπι για τα φοινίκια/μελομακάρονα.
​Αλλά η πιο ωραία παρασκευή τους ήταν το ρετσέλι, στη ντοπιολαλιά ριτσέλ’. 
Το ριτσέλ’ είναι ένα γλυκό φτιαγμένο από βράσμα μαζί με το οποίο βράζονται φρούτα και λαχανικά, κολοκύθι, 
φλούδες πορτοκαλιού, 
μελιτζάνα...
Επίσης το χρησιμοποιούσαν ως σιρόπι σε γλυκίσματα όπως τα βρασματολουκούμια Ερεσσού, οι δίπλες, ή συνοδεύει το ντόπιο πρόβειο γιαούρτι.
Το φύλαγαν μέσα σε κουτρούπια πήλινα με καπάκι και το σέρβιραν όπως τα γλυκά κουταλιού.
Και βέβαια τα σύκα της Λέσβου, ειδικά από την Ερεσό, αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της γαστρονομίας μας! 
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Λέσβο η λέξη “βράσμα” αναφέρεται σε αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν 'έψημα", ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα χρησιμοποιούν την τουρκική λέξη "πετιμέζι".
Κεφτεδάκια ούζου από την Ερεσό με σάλτα ντομάτας και βράσμα
Υλικά για 4-5 μερίδες
Για τα κεφτεδάκια:
500 γρ. μοσχαρίσιο κιμά
1 μεγάλο κρεμμύδι τριμμένο
1 αυγό
2-3 φέτες μπαγιάτικου ψωμιού χωρίς την κόρα στραγγισμένες
50 ml ούζο
1-2 κουταλάκια του γλυκού ψιλοκομμένο δυόσμο
1 κουτ. σούπας ρίγανη
¼ κουτ. σούπας κύμινο - προαιρετικά
1 κουτ. σούπας ελαιόλαδο
αλάτι και πιπέρι
αλεύρι για το αλεύρωμα
λάδι για τηγάνισμα
Για τη σάλτσα:
1 μέτριο κρεμμύδι ψιλοκομμένο
1-2 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένες
600 γρ. χυμό τομάτας
αλάτι και πιπέρι
4 κουτ. σούπας βράσμα
¼ φλιτζανιού ελαιόλαδο
Διαδικασία:
Ετοιμάζουμε τα κεφτεδάκια: Ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί εκτός το αλεύρι και το λάδι για τηγάνισμα. 
Αφήνουμε το μίγμα στο ψυγείο για 30 λεπτά.
Πλάθουμε τα κεφτεδάκια και τα αλευρώνουμε. 
Βάζουμε το λάδι να κάψει και τηγανίζουμε τα κεφτεδάκια, τα βγάζουμε πάνω σε χαρτί της κουζίνας να στραγγίσουν από το λάδι.
Ετοιμάζουμε τη σάλτσα: 
Σε μία κατσαρόλα σοτάρουμε το κρεμμύδι και το σκόρδο στο ελαιόλαδο, προσθέτουμε τον χυμό τομάτας και το αλατοπίπερο και ανακατεύουμε μέχρι να πήξει περίπου 20 λεπτά.
Στο τέλος προσθέτουμε το βράσμα. 
Προσθέτουμε τα κεφτεδάκια και ανακατεύουμε για 3 λεπτά για να πάρουν τα αρώματα της σάλτσας.
Σερβίρουμε πάνω σε χάχλες η δίπλα σε ένα σπυρωτό ρύζι.
πηγές πληροφόρησης και
otoposmas.gr
steniotes.gr
cantina.protothema.gr