Ελεγε ο Ζαμπέτας:
Ολο το καλοκαίρι του 1964 δουλεύαμε σκληρά στου ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΗ και φτάσαμε τον Σεπτέμβρη.
Έρχεται στις 3 του Σεπτέμβρη ο Μίμης ο Πλέσσας και μου λέει, Ζαμπέτα, είσαι να πάμε ένα ταξίδι στο Βέλγιο, στο Κνοκ, στο φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης;
Του λέω, φύγαμε.
Φεύγουμε με τον Πλέσσα, πάμε στις Βρυξέλλες.
Είναι ο Πλέσσας, ένας φιλαράκος του με μια όμορφη γκομενίτσα,
η Τζένη Βάνου,
ο Τέρης ο Χρυσός κι εγώ σολίστας.
Στις 4 του Σεπτέμβρη, είμαστε στις Βρυξέλλες, εγώ κι ο Μίμης ο Πλέσσας με τις παρτιτούρες...
Φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης.
Μπαίνουμε για πρόβα, του δώσανε το κρατικό μέγαρο να κάνει πρόβα με την κρατική ορχήστρα, και βλέπω να ανεβαίνουν στην σκηνή ολόκληρο σμήνος από κόσμο.
Τι να δω!
Καμιά πενηνταριά φλαμπούτσα!
Κόρνες,
κορνέτες,
σαξόφωνα,
βιολιά,
μπάσα,
πιάνα.
Ολη η συμφωνική ορχήστρα που θα παίζαμε μαζί.
Τι λέτε ρε, τους λέω εγώ, θα χαθώ εδώ μέσα.
Οχι, λέει ο Πλέσσας, στη σουίτα που σου έχω γράψει, έχεις δικό σου κομμάτι, θα μπεις σε ένα μέρος. Δεν ήξερα μουσική εγώ, αλλά ήξερα που έπρεπε να μπω.
Κάνουμε την πρόβα, καρφί εγώ στο κομμάτι μου, μπήκα σωστά στη θέση μου.
Ξανά στη δεύτερη το ίδιο.
Με κοιτάγανε οι άλλοι που είχανε μπροστά τους τον τόνο με τα χαρτιά κι εγώ τίποτα, σκετος. Μου τα δίνανε και τα πέταγα.
Πάμε με το πουλμανάκι, 4 ώρες, και φτάνουμε στο Κνοκ.
Παραδοσιακό ξενοδοχείο και τα ρέστα για μένα κι οι άλλοι πάνε στην πολυτέλεια, στο ξενοδοχείο που θα γινότανε η απονομή και το κονσέρτο· δεν χώραγα εκεί, ήταν κομπλέ.
Τα κορόιδα πήγανε μες στα μπετά κι εγώ ήμουνα στο παραδοσιακό, ξύλινο και πολύ γραφικό.
Ξελιγωμένος από την πείνα, τι θα κάνουμε τώρα;
Θα φάμε τίποτα; λέω σ' έναν και του κάνω πάσα κι ένα κατοστάρικο βέλγικο.
Ο,τι γουστάρεις, μου λέει.
Και αρχίζω την μάσα.
Ξαφνικά βλέπω τον Πλέσσα και τους άλλους να με κοιτάνε απ' το τζάμι και να λένε μπράβο σου, εσύ καλά περνάς, εμάς είναι όλα κλειστά.
Καθήστε, τους λέω, θα σας ταίσω εγώ.
Αμίκο, φωνάζω, δώσ'τους να φάνε.
Ηθελα, τους λέω, να σας αφήσω να πεθάνετε απ' την πείνα, αλλά έχετε χάρη που σας γουστάρω.
Πέθαναν στα γέλια κι αρχίσανε τις μάσες.
Πάμε το βράδυ για το κονσέρτο.
Με μπουκάρουνε σε ένα καμαρίνι και λέει ο Πλέσσας, όταν σε αναγγείλω θα βγεις, περίμενε εδώ μεσα.
Οπως κάθομαι μέσα, τραγουδάει ο Χρυσός εκείνη τη στιγμή και ετοιμάζεται να βγει η Βάνου. Τζένη, της λέω, άμα ακούσεις να αναγγέλουν τον Μητρόπουλο, φώναξέ με να βγω!
Κάναμε πλάκα, πολλά γέλια.
Επειδή θα έπαιζα στη συμφωνική, αισθανόμουνα κι εγώ λίγο σαν τον μεγάλο μας μαέστρο, τον Μητρόπουλο!
Βγαίνει κι η Τζενούλα, φόραγε η καημένη ένα δαχτυλιδάκι σαν καπάκι από μπουκάλι κόκα-κόλας!!!
Ενα δαχτυλίδι σαν νταμαρόπετρα.
Η χειρότερη και φτωχότερη κυρία που ήτανε στο κονσέρτο φόραγε πέτρα των δέκα εκατομμυρίων!
Μπορεί κανείς να σακουλευτεί σε τι κοινό παίζαμε;
Ακούω πως πλησιάζει η ωρα να βγω, 'τοιμάζομαι και βγαίνω με το μπουζούκι μου.
Ορχήστρα 110 άτομα!
110 όργανα ράιτ-θρου πάνω.
Και τι όργανα!
Ολα τα φλαμπούτσα στη σειρά!
Πάω να μπω στη σουίτα, παίζω τις πρώτες πενιές και μέ κόψανε, δεν μ' αφήνανε να παίζω απ' τα χειροκροτήματα.
Είναι μεγάλη δουλειά να μπορείς να περάσεις, να περάσεις όταν πίσω σου παίζουν τόσα όργανα και να βροντολογάνε.
Αρχίζω και πλακώνομαι, έπεσε όλη η σάλα, χειροκροτήματα...
Συνεχίζω, δεν σταματάγανε, συνεχίζω, ήταν πολύ το δικό μου μέρος, 4-5 παρτίδες, αλέγκρο χασάπικο, ζεϊμπέκικο, αλέγκρο ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι. Από πίσω με συνοδεύανε τα 110 όργανα και τρελαινόμουνα.
Μόνο που τους άκουγα την ψώνιζα περισσότερο.
Εκανα ένα σόλο αριστούργημα!
Εντάξει χάλασε ο κόσμος, πήρε κι ο Πλέσσας το βραβείο.
Καλός ο Πλέσσας, αλλά και το ποδαρικό μου βοήθησε.
Κείνη την εποχή ο Μίμης έγραφε άλλα πράματα, όμως ζήλευε και μου 'λεγε, καλά τι έχουν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις;
Του ΄λεγα, μάγκα μου, από δω να 'ρθεις κι εσύ, από μπουζούκι μεριά, μόνο έτσι θα μπεις στο λούκι αυτό κι εσύ.
Οπως κι έγινε, όταν έβαλε μπουζουκοτράγουδα ο Πλέσσας έγινε κάτι, τότε πήρε γαλόνια, τότε έγραψε καλά πράματα κι ήρθε και μου 'πε γελώντας, μπήκα κι εγώ στο λούκι.
Εγινε πολύ ωραίος, πολύ καλός μάστορας και καλό παιδί, ευγενέστατος, πολύ λεβέντης
Ολο το καλοκαίρι του 1964 δουλεύαμε σκληρά στου ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΗ και φτάσαμε τον Σεπτέμβρη.
Έρχεται στις 3 του Σεπτέμβρη ο Μίμης ο Πλέσσας και μου λέει, Ζαμπέτα, είσαι να πάμε ένα ταξίδι στο Βέλγιο, στο Κνοκ, στο φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης;
Του λέω, φύγαμε.
Φεύγουμε με τον Πλέσσα, πάμε στις Βρυξέλλες.
Είναι ο Πλέσσας, ένας φιλαράκος του με μια όμορφη γκομενίτσα,
η Τζένη Βάνου,
ο Τέρης ο Χρυσός κι εγώ σολίστας.
Στις 4 του Σεπτέμβρη, είμαστε στις Βρυξέλλες, εγώ κι ο Μίμης ο Πλέσσας με τις παρτιτούρες...
Φεστιβάλ Βορείου Θαλάσσης.
Μπαίνουμε για πρόβα, του δώσανε το κρατικό μέγαρο να κάνει πρόβα με την κρατική ορχήστρα, και βλέπω να ανεβαίνουν στην σκηνή ολόκληρο σμήνος από κόσμο.
Τι να δω!
Καμιά πενηνταριά φλαμπούτσα!
Κόρνες,
κορνέτες,
σαξόφωνα,
βιολιά,
μπάσα,
πιάνα.
Ολη η συμφωνική ορχήστρα που θα παίζαμε μαζί.
Τι λέτε ρε, τους λέω εγώ, θα χαθώ εδώ μέσα.
Οχι, λέει ο Πλέσσας, στη σουίτα που σου έχω γράψει, έχεις δικό σου κομμάτι, θα μπεις σε ένα μέρος. Δεν ήξερα μουσική εγώ, αλλά ήξερα που έπρεπε να μπω.
Κάνουμε την πρόβα, καρφί εγώ στο κομμάτι μου, μπήκα σωστά στη θέση μου.
Ξανά στη δεύτερη το ίδιο.
Με κοιτάγανε οι άλλοι που είχανε μπροστά τους τον τόνο με τα χαρτιά κι εγώ τίποτα, σκετος. Μου τα δίνανε και τα πέταγα.
Πάμε με το πουλμανάκι, 4 ώρες, και φτάνουμε στο Κνοκ.
Παραδοσιακό ξενοδοχείο και τα ρέστα για μένα κι οι άλλοι πάνε στην πολυτέλεια, στο ξενοδοχείο που θα γινότανε η απονομή και το κονσέρτο· δεν χώραγα εκεί, ήταν κομπλέ.
Τα κορόιδα πήγανε μες στα μπετά κι εγώ ήμουνα στο παραδοσιακό, ξύλινο και πολύ γραφικό.
Ξελιγωμένος από την πείνα, τι θα κάνουμε τώρα;
Θα φάμε τίποτα; λέω σ' έναν και του κάνω πάσα κι ένα κατοστάρικο βέλγικο.
Ο,τι γουστάρεις, μου λέει.
Και αρχίζω την μάσα.
Ξαφνικά βλέπω τον Πλέσσα και τους άλλους να με κοιτάνε απ' το τζάμι και να λένε μπράβο σου, εσύ καλά περνάς, εμάς είναι όλα κλειστά.
Καθήστε, τους λέω, θα σας ταίσω εγώ.
Αμίκο, φωνάζω, δώσ'τους να φάνε.
Ηθελα, τους λέω, να σας αφήσω να πεθάνετε απ' την πείνα, αλλά έχετε χάρη που σας γουστάρω.
Πέθαναν στα γέλια κι αρχίσανε τις μάσες.
Πάμε το βράδυ για το κονσέρτο.
Με μπουκάρουνε σε ένα καμαρίνι και λέει ο Πλέσσας, όταν σε αναγγείλω θα βγεις, περίμενε εδώ μεσα.
Οπως κάθομαι μέσα, τραγουδάει ο Χρυσός εκείνη τη στιγμή και ετοιμάζεται να βγει η Βάνου. Τζένη, της λέω, άμα ακούσεις να αναγγέλουν τον Μητρόπουλο, φώναξέ με να βγω!
Κάναμε πλάκα, πολλά γέλια.
Επειδή θα έπαιζα στη συμφωνική, αισθανόμουνα κι εγώ λίγο σαν τον μεγάλο μας μαέστρο, τον Μητρόπουλο!
Βγαίνει κι η Τζενούλα, φόραγε η καημένη ένα δαχτυλιδάκι σαν καπάκι από μπουκάλι κόκα-κόλας!!!
Ενα δαχτυλίδι σαν νταμαρόπετρα.
Η χειρότερη και φτωχότερη κυρία που ήτανε στο κονσέρτο φόραγε πέτρα των δέκα εκατομμυρίων!
Μπορεί κανείς να σακουλευτεί σε τι κοινό παίζαμε;
Ακούω πως πλησιάζει η ωρα να βγω, 'τοιμάζομαι και βγαίνω με το μπουζούκι μου.
Ορχήστρα 110 άτομα!
110 όργανα ράιτ-θρου πάνω.
Και τι όργανα!
Ολα τα φλαμπούτσα στη σειρά!
Πάω να μπω στη σουίτα, παίζω τις πρώτες πενιές και μέ κόψανε, δεν μ' αφήνανε να παίζω απ' τα χειροκροτήματα.
Είναι μεγάλη δουλειά να μπορείς να περάσεις, να περάσεις όταν πίσω σου παίζουν τόσα όργανα και να βροντολογάνε.
Αρχίζω και πλακώνομαι, έπεσε όλη η σάλα, χειροκροτήματα...
Συνεχίζω, δεν σταματάγανε, συνεχίζω, ήταν πολύ το δικό μου μέρος, 4-5 παρτίδες, αλέγκρο χασάπικο, ζεϊμπέκικο, αλέγκρο ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι. Από πίσω με συνοδεύανε τα 110 όργανα και τρελαινόμουνα.
Μόνο που τους άκουγα την ψώνιζα περισσότερο.
Εκανα ένα σόλο αριστούργημα!
Εντάξει χάλασε ο κόσμος, πήρε κι ο Πλέσσας το βραβείο.
Καλός ο Πλέσσας, αλλά και το ποδαρικό μου βοήθησε.
Κείνη την εποχή ο Μίμης έγραφε άλλα πράματα, όμως ζήλευε και μου 'λεγε, καλά τι έχουν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις;
Του ΄λεγα, μάγκα μου, από δω να 'ρθεις κι εσύ, από μπουζούκι μεριά, μόνο έτσι θα μπεις στο λούκι αυτό κι εσύ.
Οπως κι έγινε, όταν έβαλε μπουζουκοτράγουδα ο Πλέσσας έγινε κάτι, τότε πήρε γαλόνια, τότε έγραψε καλά πράματα κι ήρθε και μου 'πε γελώντας, μπήκα κι εγώ στο λούκι.
Εγινε πολύ ωραίος, πολύ καλός μάστορας και καλό παιδί, ευγενέστατος, πολύ λεβέντης