εξαρτιέμαι και εξατρώμαι
Παθητική: | Ενεστώτας |
Α | εξαρτιέμαι & εξαρτώμαι | εξαρτιόμαστε & εξαρτώμεθα λόγ . & εξαρτόμαστε προφ .
Β | εξαρτάσαι & εξαρτιέσαι | εξαρτιέστε & εξαρτάσθε λόγ . & εξαρτάστε προφ . & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτάται & εξαρτιέται | εξαρτιούνται & εξαρτώνται & εξαρτιόνται προφ .
Παθητική: | Παρατατικός |
Α | εξαρτιόμουν & εξαρτιόμουνα προφ . | εξαρτιόμασταν & εξαρτιόμαστε
Β | εξαρτιόσουν & εξαρτιόσουνα προφ . | εξαρτιόσασταν & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτιόταν & εξαρτάτο λόγ . & εξαρτιότανε προφ . | εξαρτιούνταν & εξαρτιόνταν & εξαρτώντο λόγ . & εξαρτιόντανε προφ . & εξαρτιόντουσαν προφ .
Παθητική: | Ενεστώτας |
Α | εξαρτιέμαι & εξαρτώμαι | εξαρτιόμαστε & εξαρτώμεθα λόγ . & εξαρτόμαστε προφ .
Β | εξαρτάσαι & εξαρτιέσαι | εξαρτιέστε & εξαρτάσθε λόγ . & εξαρτάστε προφ . & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτάται & εξαρτιέται | εξαρτιούνται & εξαρτώνται & εξαρτιόνται προφ .
Παθητική: | Παρατατικός |
Α | εξαρτιόμουν & εξαρτιόμουνα προφ . | εξαρτιόμασταν & εξαρτιόμαστε
Β | εξαρτιόσουν & εξαρτιόσουνα προφ . | εξαρτιόσασταν & εξαρτιόσαστε προφ .
Γ | εξαρτιόταν & εξαρτάτο λόγ . & εξαρτιότανε προφ . | εξαρτιούνταν & εξαρτιόνταν & εξαρτώντο λόγ . & εξαρτιόντανε προφ . & εξαρτιόντουσαν προφ .