
φείδομαι - ρήμα
οι σημασίες του: τσιγκουνεύομαι,
διστάζω να δώσω,
κάνω οικονομία,
δείχνω συγκράτηση,
λυπάμαι
-. δεν φείδομαι χρημάτων
-. φείδου χρόνου/μη σπαταλάς το χρόνο σου
φείδομαι = κάνω οικονομία, προσέχω, λυπάμαιχρόνοι του ρήματος:
Ενεστώτας:
φείδομαι
Παρατατικός:
εφειδόμην
Μέλλοντας:
φειδήσομαι φείσομαι και ποιητ. πεφιδήσομαι
Αόριστος:
ἐφεισάμην και φεισάμην και αόριστος β' πεφιδόμην,
Παρακείμενος:
πέφεισμαι
Υπερσυντελικος:
επεφείσμην
ΕνεστώταςΟριστική
φείδομαι,
φείδῃ ή φείδει,
φείδεται,
φειδόμεθα,
φείδεσθε,
φείδονται
Υποτακτική
φείδωμαι,
Υποτακτική
φείδωμαι,
φείδῃ,
φείδηται,
φειδώμεθα,
φείδησθε,
φείδωνται
Ευκτική
φειδοίμην,
Ευκτική
φειδοίμην,
φείδοιο,
φείδοιτο,
φειδοίμεθα,
φείδοισθε,
φείδοιντο
Προστακτική
φείδου,
Προστακτική
φείδου,
φειδέσθω,
φείδεσθε,
φειδέσθων ή φειδέσθωσαν
Απαρέμφατο
φείδεσθαι
Μετοχή
φειδόμενος
φειδομένη
φειδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐφειδόμην,
Απαρέμφατο
φείδεσθαι
Μετοχή
φειδόμενος
φειδομένη
φειδόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐφειδόμην,
ἐφείδου,
ἐφείδετο,
ἐφειδόμεθα,
ἐφείδεσθε,
ἐφείδοντο
Μέλλοντας
Οριστική
φείσομαι,
Μέλλοντας
Οριστική
φείσομαι,
φείσῃ ή φείσει,
φείσεται,
φεισόμεθα,
φείσεσθε,
φείσονται
Ευκτική
φεισοίμην,
Ευκτική
φεισοίμην,
φείσοιο,
φείσοιτο,
φεισοίμεθα,
φείσοισθε,
φείσοιντο
Απαρέμφατο
φείσεσθαι
Μετοχή
φεισόμενος
φεισομένη
φεισόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φεισθήσομαι,
Απαρέμφατο
φείσεσθαι
Μετοχή
φεισόμενος
φεισομένη
φεισόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φεισθήσομαι,
φεισθήσῃ ή φεισθήσει,
φεισθήσεται,
φεισθησόμεθα,
φεισθήσεσθε,
φεισθήσονται
Ευκτική
φεισθησοίμην,
Ευκτική
φεισθησοίμην,
φεισθήσοιο,
φεισθήσοιτο,
φεισθησοίμεθα,
φεισθήσοισθε,
φεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
φεισθήσεσθαι
Μετοχή
φεισθησόμενος
φεισθησομένη
φεισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐφεισάμην,
Απαρέμφατο
φεισθήσεσθαι
Μετοχή
φεισθησόμενος
φεισθησομένη
φεισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐφεισάμην,
ἐφείσω,
ἐφείσατο,
ἐφεισάμεθα,
ἐφείσασθε,
ἐφείσαντο
Υποτακτική
φείσωμαι,
Υποτακτική
φείσωμαι,
φείσῃ,
φείσηται,
φεισώμεθα,
φείσησθε,
φείσωνται
Ευκτική
φεισαίμην,
Ευκτική
φεισαίμην,
φείσαιο,
φείσαιτο,
φεισαίμεθα,
φείσαισθε,
φείσαιντο
Προστακτική
φεῖσαι,
Προστακτική
φεῖσαι,
φεισάσθω,
φείσασθε,
φεισάσθων ή φεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
φείσασθαι
Μετοχή
φεισάμενος
φεισαμένη
φεισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐφείσθην,
φείσασθαι
Μετοχή
φεισάμενος
φεισαμένη
φεισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐφείσθην,
ἐφείσθης,
ἐφείσθη,
ἐφείσθημεν,
ἐφείσθητε,
ἐφείσθησαν
Υποτακτική
φεισθῶ,
Υποτακτική
φεισθῶ,
φεισθῇς,
φεισθῇ,
φεισθῶμεν,
φεισθῆτε,
φεισθῶσι(ν)
Ευκτική
φεισθείην,
Ευκτική
φεισθείην,
φεισθείης,
φεισθείη,
φεισθείημεν ή φεισθεῖμεν,
φεισθείητε ή φεισθεῖτε,
φεισθείησαν ή φεισθεῖεν
Προστακτική
φείσθητι,
Προστακτική
φείσθητι,
φεισθήτω,
φείσθητε,
φεισθέντων ή φεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
φεισθῆναι
Μετοχή
φεισθείς
φεισθεῖσα
φεισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
πέφεισμαι,
Απαρέμφατο
φεισθῆναι
Μετοχή
φεισθείς
φεισθεῖσα
φεισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
πέφεισμαι,
πέφεισαι,
πέφεισται,
πεφείσμεθα,
πέφεισθε,
πεφεισμένοι εἰσί
Υποτακτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ὦ
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ᾖς
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ᾖ
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ὦμεν
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ἦτε
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ὦσι
Ευκτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴην
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴης
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴη
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴημεν (εἶμεν)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴητε (εἶτε)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
πέφεισο,
Υποτακτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ὦ
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ᾖς
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ᾖ
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ὦμεν
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ἦτε
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα ὦσι
Ευκτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴην
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴης
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εἴη
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴημεν (εἶμεν)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴητε (εἶτε)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
πέφεισο,
πεφείσθω,
πέφεισθε,
πεφείσθων ή πεφείσθωσαν
Απαρέμφατο
πεφεῖσθαι
Μετοχή
πεφεισμένος,
πεφεισμένη,
πεφεισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεφείσμην,
Απαρέμφατο
πεφεῖσθαι
Μετοχή
πεφεισμένος,
πεφεισμένη,
πεφεισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεφείσμην,
ἐπέφεισο,
ἐπέφειστο,
ἐπεφείσμεθα,
ἐπέφεισθε,
πεφεισμένοι ἦσαν