Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

ορατό σκότος...

...που δεν είναι τίποτε άλλο από ορατό σκότος..
...είναι το τέλος, γιατί σημαίνει ότι μαθαίνεις,
μέσω της όρασης, ότι γεννήθηκες τυφλός...
...όλο αυτό το σύμπαν, με τον Θεό του και τον Διάβολό του, με ότι υπάρχει σε αυτό, από ανθρώπους και πράγματα που αυτοί βλέπουν, είναι ένα ιερογλυφικό σύμπλεγμα που πρέπει διαρκώς να αποκρυπτογραφούμε...
Είμαι -είναι το επάγγελμά μου -δάσκαλος της Μαγείας...
Ωστόσο δεν ξέρω τι είναι η Μαγεία...
...Φερνάντο Πεσσόα...
      ''η ώρα του διαβόλου''
ntina

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - "Αχ, πόσο άθεος είμαι, θεέ μου!"

"Εκεί, προς τις γραμμές του νότιου απείρου
περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο
με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου
φώτα χρυσά - η Κυρία μ' ένα βιβλίο

στο χέρι έστεκε και θωρούσε πέρα μακριά, τα χάη"
              Απόσπασμα από το ποίημα "Το πλοίο, ο Τιτανικός"
Αυτό το πλοίο που όλο φεύγει, φεύγει και βυθά στα ατέλευτα χάη των οριζόντων αναζητούσε εναγωνίως αφ' όπου το 1913 ρίζωσε στη γνωστή του από 1913 Χαλκίδα - αιώνιος εραστής και υμνητής της - ο Γιάννης Σκαρίμπας, την οποία τρελά ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, καθώς ο ίδιος ‘‘ο πληβείος'' των ελληνικών γραμμάτων μας ομολογεί: "Έτσι, με πάμφωτο ξανά του νου μου το κρύσταλλο και γύρω μας τον Ευβοϊκό να κοχλάζει, αντικρίσαμε την περιπόθητη πόλη μας ορθό λελέκι, με πάνω της σαν άσπρο κομφετί χίλιους γλάρους την είχε λες με κιμωλία ο Εύριπος εκεί στο βάθος χαράξει.
Το πλοίο μας τη χαιρέταγε, πάλλοντας μια τεράστια - άφρων- βεντάλια στην πλώρη"

Αυτό το πλοίο - ο Σκαρίμπας, "Ο χαλκιδεότερος απάντων Χαλκιδέων"- τον Ευβοϊκό, ποτέ του δεν τον αποχωρίστηκε, αν και πάντα ως δημιουργός ο μπαπμπα-Γιάννης μέσα από τους στίχους ή τα πεζά του εναγωνίως αναζητούσε ένα πλοίο, ένα τρένο, έναν γλάρο για να ταξιδέψει στου απείρου τα φτερά.
"Ωρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε μου βραδινέ που φεύγεις - πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ..... Εγώ εκπεσμένο αλαργινό
αδέρφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι - και πονώ -
μια καμαρούλα - αδέρφι μου υψωμένο"

Αυτό το εκπεσμένο, αλαργινό αδέρφι του γλάρου για επτά δεκαετίες θα στέκει με το βιβλίο στο χέρι και του εκτελωνιστή τη χαρτούρα σε κάποια από τις όχθες του Εύριπου προσμένοντας
"ένα - με γυάλινα πανιά - πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός
όξ' απ' τον κύκλο των νερών - στα χάη"

για να βγει επιτέλους έξω από τα στενά επαρχιακά και ασφυκτικά όρια της πόλης, της πόλης του, που γρήγορα και σε βάθος απύθμενου χρόνου γίνεται ο ανέσπερος φάρος και η γοργοτάξιδη στην ορμή του πνευματικού αγέρα σημαία της, αυτός ο εξ Αγίας Ευθυμίας Παρνασίδος ορμόμενος τριπεθαμίτης με τη σκούφια Σκαρίμπας, που "φοράω μετά τα φτερνίσματά μου, εγώ ο και σαββατογεννημένος παρδαλομάτης νιόβγαλτος Ιωάννης. 
Αυτό των βιογράφων μου μη τους ξεφύγει. 
Επίσης,  η μακαρίτισσα η μάνα μου, καφεμαντέψαντος το κατοπινό μεγαλείο μου, έχει τις φασκιές μου φυλάξει. 
Τους βιογράφους μου και λοιπούς γραμματολόγους μου παρακαλώ το παρόμοιο ... 
Τώρα, από πού εμπνεύστηκα εγώ το "θείο Τραγί" μου; 
Μα από κάτι τέτοιους ατσήδες... που τους αρέσει ο Μπραμς"
Αναμφίβολα, οι εμπνεύσεις του Σκαρίμπα πρωτόφαντες και αστείρευτες, ο λόγος του: καθαρά προσωπικός, 
καυστικός, 
ανελέητος, 
πρωτότυπος και πρωτόγνωρος.
Βουτώντας, λοιπόν, μες στην κολυμβήθρα του απρόοπτου, του παράδοξου, του παράλογου, του απίθανου, 
του απροσδόκητου, 
του χιούμορ, της φάρσας, 
του τραγικοκωμικού, 
του ευτράπελου εμφανίζεται επίσημος και αρτιμελής στα ‘‘Ελληνικά Γράμματα'' "μ' ένα διήγημα - έκπληξη, για το οποίο η επιτροπή σάστισε", καταπώς ομολογεί ο εκ των μελών της Κώστας Καρθαίος εν έτει 1929 για το διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα "Ο Καπτάν Σουρμελής ο Στουραϊτης" 
Αυτό του το εγχείρημα του αποδίδει το Α΄ βραβείο, το οποίο αποδέχεται πικρόχολα και σαρκαστικά: "Λοιπόν, τι λένε αυτοί; 
Είμαι δά τόσο σπουδαίο!... 
Μωρέ, μπράβο μου! 
Είδες με; 
Μια κι έξω.... 
Έγινα μονομιάς συγγραφέας... 
Ποιος; 
Εγώ ο δεκάρχης τελωνειακός και μέλλων απότακτος ιατρογνώμων..."
"Σκαρίμπας, ο Ευρίπου"

Από τότε, φτεροκοπά ασίγαστα με μια γλώσσα ιδιότυπη, αυτός ο λεξιθήρας της λαϊκής και της αργκό γλώσσας, αλλά και άφθαστος λεξιπλάστης, και μ' ένα ύφος εντελώς προσωπικό - το "αλά Σκαρίμπα ύφος" - για τους δικούς του πολυδαίδαλους πνευματικούς δρόμους: 
Καημοί στο Γριπονήσι, 
Το θείο Τραγί, 
Μαριάμπας, 
Ουλαμούμ, 
Το σόλο του Φίγκαρω, 
Εαυτούληδες, 
Ο ήχος του κώδωνος, 
Περίπολος Ζ΄, 
Το Βατερλώ δύο γελοίων, 
Η μαθητευομένη των τακουνιών, 
Φυγή προς τα εμπρός, 
Βοϊδάγγελοι, 
Ο Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας, 
Το '21 και η αλήθεια, 
Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, 
Τρεις άδειες καρέκλες, 
Τα πουλιά με το λάστιχο, 
Τα Καγκουρώ, 
Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, 
Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας, 
Η κυρία του τρένου, 
Ο πάτερ Συνέσιος - με σειρά εκδόσεως - αποτελούν την πλούσια, πολύκροτη και πολύμορφη πνευματική οδοιπορία του Γιάννη Σκαρίμπα, του θρυλικού μπαρμπα - Γιάννη, όπως τον γνώρισε, τον θαύμασε ή πετροβόλησε το Πανελλήνιο.
Αντιφατικός, 
καυστικός, 
ανατρεπτικός, στο λόγο, τις ιδέες, την πνευματοκτόνα συντακτικογραμματική των φιλολογιζόντων μορφή της γλώσσας, 
ευφάνταστος, 
δημιουργικός, 
ανοιχτόθυρος. 
Για τούτο, πολλούς ενόχλησε, πολλών τη στάση και πολλά καυτηρίασε ή ανέδειξε, θαμμένα ως τότε στο σκότος του καλωσπρεπισμού, 
της άγνοιας, ή του "αλλουβρεχιτισμού" της "ιστορικάντζας" και της α-πνευματικής οδοιπορίας των "διαγνοουμένων" του, 
μεγαλοσχημόνων της ακαδημαϊκής, 
πανεπιστημιακής και λογοτεχνικής των Αθηνών κοινότητας, που "παρλεβουφράνιζε ρουμελιστί ή σπιτίγγλιζε φορτοπαράσημη, 
υψηλοκάπελη, 
αδαμαντοκόλλητη" 
και έχουσα υποστεί μιας άνευ ορίων «κατακουτελικήν αριστοκρατίτιδα», καταθέτοντας τις κίβδηλες μετοχές της εις «το αλλουβρεχείον της αλήθειας», πορωμένοι με ένα άνευ ορίων και όρων υποκριτικό και άσοφο "υγιοσκεφτομενιλίκι".
Αυτήν την "πνευματική μας ηγεσία", που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Άγγελο Σικελλιανό, 
το Γιάννη Ρίτσο, 
τον Κώστα Βάρναλη, 
το Νίκο Καζαντζάκη, αμείλικτα στηλίτευε ο Γιάννης Σκαρίμπας και "πετούσε - τους - καταπρόσωπο, σ' αυτούς τους ευνουχιστές της Ιστορίας και τους αλλουβρεχήτες της αλήθειας", το κάθε του βιβλίο, 
το κάθε του άρθρο, 
το κάθε του σημείωμα, 
την κάθε του ιστορία ή συνομιλία με απλούς ή επώνυμους πολίτες που ασταμάτητα συνέρρεαν γύρω του για να φωτιστούν από το λόγο του ή και να χλευάσουν αυτόν τον "πολιό γέροντα" των τρελών νερών με τις μυριάδες παραξενιές και την κοφτερή ρομφαία του νου και της γλώσσας, που έστεκε φαροστάτης ορθός στο ακρόπρωρο του Ευρίπου περιστοιχισμένος: των αρλεκίνων του, 
των παλιάτσων του, 
των χαρτονόμουτρών του, 
των "μυλαίδων κυριών" του, των Νινών του, 
των ερώτων του με πρόσωπα φανταστικά ή πραγματικά, των κουκλίτσικων ρομποτικών αθυρμάτων του, 
των ‘‘τσιγκιζουσών χαλκιδαίων γαλών'' του, 
των Σουρούπηδών του, 
των Μαριάμπηδών του!... 
Κι από κοντά χόρευε, χόρευε τρελά και πολύσπαστα τη γλώσσα, δίνοντάς της άλλο βάθος και προοπτική, και γραφή επί χάρτου φωνητική, σκαριμποσύνταχτη και πολύστικτη, μετεωριζόμενη με σιγουριά και ασφάλεια ανάμεσα στους δύο κόσμους με τα πολύτροπα σύμβολα του Σκαρίμπα, του κόσμου του πραγματικού και του κόσμου του ψυχεδελικού, του φανταστικού και υπέρκοσμου, τον οποίο διακαώς αποζητούσε ο Σκαρίμπας ερευνώντας το "ανερεύτητο" και πιάνοντας πολλές φορές τον εαυτό του να αναρωτιέται, λέγοντας: "Αχ, πόσο άθεος είμαι, θεέ μου!"
Αντιφατικός, 
οξύνους, 
θυμόσοφος, 
φιλειρινιστής ως το μεδούλι ο και εισπηδήσας εις τα χαρακώματα του μακελάρικου, μακεδονικού μετώπου, 
πολύτροπος, 
πολύγνωμος και υψηλόφρων κυρ Γιάννης, ο και σε όλα τα είδη του λόγου ευτρυφείσας. 
Αυτός, λοιπόν, ο Σκαρίμπας, λίγο πριν "αποδημήσει εις Κύριον" - την 21 Ιανουαρίου 1984- πλήρης ημερών, ενενηκοντούτης ήδη - δήλωνε εμφαντικά : 
"Εγώ...
δεν μετάλαβα για να καλοπιάσω το Θεό, μη και με ρίξει στο κολαστήρι του... 
εγώ, να το ξέρετε, το Θεό δεν τον φοβάμαι, γιατ' είναι φίλος μου. 
Τόσην ώρα συνομιλώ μαζί του, μ' ακούει και τον ακούω .... 
Τα πάμε μια χαρά"
Ετσι, λοιπόν, αυτό το "Σπασμένο καράβι" των γραμμάτων μας με τον αριστοφάνειο καυστικό λόγο και την ιδιότυπη γραφή, όχι ως "γκρεμισμένο νεκρό", όπως λέει στο ομώνυμο ποίημα - τραγούδι του, αλλά ορθόπλωρο, 
αχτινοβόλο, 
νευότευκτο και πασίθωρο πλοίο ξάπλωσε πα "σ' αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό" στην ακτή του Ευρίπου. 
Από τότε, στέκει εκεί παντοτινός του φωτοστάλτης και λαμπερός κόχυλας πορφυρούχος αείφωτος και αείδροσος, θωρώντας τον από τις πλαγιές της Κάνηθος, δίχως καμιά να αναμένει "επίθεση δόξης" απ' όλους τους "Εαυτούληδες" που ως "θίασος,
λερή συνοδεία προσπαθούν να μοιράσουν σαν λύκοι / μεταξύ τους - για ρόλους των - κάθε μια (του όπως λέει) αηδία κάθε τι ρεζιλίκι"
Σίγουρα και αναμφίβολα, αυτός ο πάντα σαρκάζων και μονίμως κυνικά αυτοσαρκαζόμενο Διογένης των γραμμάτων μας, καμιά δε θα 'θελε "επίθεση δόξης" αλλά η Χαλκίδα "πού στόνα πόδι στέκει / λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία/ όρθιο ως πόλη λελέκι" πολλά του οφείλει, μα λιγοστά ως σήμερα έπραξε...
.............
απόσπασμα από το ποίημα "Φαντασία"
Γιώργου Παπαστάμου : Σκαρίμπας, εκδόσεις Βασδέκη
Γιάννη Σκαρίμπα "Το 21 και η αριστοκρατία του", αφιέρωση στο βιβλίο, σελ. - 7.
Ό,τι υπάρχει εντός των εισαγωγικών, είναι δάνειo από το έργο του Γ. Σκαρίμπα.
                                                                                                bhxos-panagiotis

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Να σε λοιπόν, εδώ, να κυνηγάς όλες μαζί αυτές τις σκιές της φαντασίας, κι εκείνες της ζωής...

Πείθομαι όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος θέλει να μου πει κάτι, να μου στείλει μηνύματα, αγγέλματα, σήματα (…) 
Είναι κάτι μέρες που το καθετί που βλέπω, μου φαίνεται φορτωμένο με κάποια ιδιαίτερη σημασία: με μηνύματα που θα δυσκολευόμουν να μεταδώσω σε άλλους, να τα συγκεκριμενοποιήσω, να τα μεταφράσω σε λέξεις...
Είμαι ένας ταξιδιώτης πέρα από τον χώρο και τον χρόνο!
Γνωρίζω ότι η ψυχή είναι αιώνια και αιώνια ελεύθερη.
Είμαι εδώ για μια απλή αποστολή - να βοηθήσω στην ενημέρωση,
στην ευαισθητοποίηση,
στην ανάπτυξη,
την τελειοποίηση
Μερικές φορές ξεχνάω την αποστολή μου και η καρμική ενέργεια της γης με αλυσοδένει στην άγνοιά μου.
Αλλά τώρα που γνωρίζω την αποστολή μου και θυμάμαι την αιώνια φύση μου, κανένα σκοτάδι δεν μπορεί ποτέ να με απογοητεύσει και να με αποκαρδιώσει...
Υπάρχει φυσική πραγματικότητα που είναι ανεξάρτητη από εμάς; 
Υπάρχει καθόλου αντικειμενική πραγματικότητα; 
Ή μήπως η δομή των πάντων, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου και του χώρου, δημιουργείται από τις αντιλήψεις εκείνων που τα παρατηρούν;
Και ναι, γνωρίζω πως οι παρατηρητές δημιουργούν τις δομές του χρόνου και του χώρου...
Ακριβώς - και είναι εκατομμύρια σαν εμένα που αρχίζουν να ξυπνούν σε αυτόν τον πλανήτη και να παρατηρούν και να φορτίζουν τη μητέρα γη με την θετική τους/μας ενέργεια!
Ολόκληρο το σπίτι μας θα αλλάξει,
θα μεταμορφωθεί και θα βρεθεί σε μια ανώτερη διάσταση, 
μια διάσταση που κυριαρχείται από φως και αγάπη - δεν θα έχει θέση εδώ η κακία,
η βία,
ο αρνητισμός...
Η συνείδησή μας θα είναι η κινητήρια δύναμη για ότι καλό για την ύπαρξή μας...
Και όλο και περισσότερα όντα θα κατανοούν μέρα με τη μέρα, ότι ο φυσικός κόσμος που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς, αλλά δημιουργείται από το μυαλό μας καθώς τον παρατηρούμε. 
Και η συνείδησή μας θα διευρύνεται κάθε μέρα
και
θα αγκαλιάζουμε όλα όσα πρόκειται να έρθουν, γνωρίζοντας ότι σαν παρατηρητές συντελούμε και εμείς στην διαμόρφωση της πραγματικότητας!
Και τίποτα δεν θα μπορεί να μας αποκαρδιώσει εκτός και αν συμφωνήσουμε...
και σιγά-σιγά όλο και περισσότερα όντα θα συνειδητοποιήσουν πως είναι ελεύθερα και όχι σκλάβοι των ορέξεων κάποιων κακόβουλων και βίαιων...
Και ναι, θέλω να συμπράξω,
θέλω να συμβάλλω, έτσι που όλο και πιο πολλά όντα να φτάσουν στη φώτιση και να "ξαποστάσουν" για πάντα στη τελειότητα της συνειδητής εξέλιξης!
ναι στην αγάπη και φως...
ntina σε μεταμεσονύχτιες ώρες...
για μελέτη:anagnosi

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Jack London : Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη "πειναλέα" πόλη.

Ήταν στο Ρένο της Νεβάδα, καλοκαίρι του 1892. 
Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες. 
Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη "πειναλέα" πόλη. 
Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν' ανοίγουν.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες. 
Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο. 
Βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση σ' αυτή την πόλη, που, μια μέρα, ξέφυγα απ' το φύλακα και τρύπωσα στο ιδιωτικό βαγόνι ενός περιοδεύοντα εκατομμυριούχου. 
Το τρένο ξεκινούσε την ώρα που ανέβηκα στο βαγόνι και όρμηξα στον εκατομμυριούχο που λέγαμε, ενώ μόλις ένα βήμα πίσω μου είχα το φύλακα, που πολεμούσε να με τσακώσει. 
Η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή, γιατί μόλις ακούμπησα τον εκατομμυριούχο, με τσίμπησε κι ο φύλακας. 
Δεν είχα καιρό για τυπικότητες.
«Δω 'μου μια δεκάρα να φάω», είπα. 
Κι όσο ζω δε θα ξεχάσω τον εκατομμυριούχο, που έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου 'δωσε... μάλιστα... ακριβώς... μια δεκάρα. 
Πιστεύω ακράδαντα πως τόσο είχε αναστατωθεί, ώστε υπάκουσε αυτόματα και, από τότε, πολλές φορές κατηγόρησα τον εαυτό μου που δεν του ζήτησα ένα ολόκληρο δολάριο. 
Γιατί ξέρω ότι θα μου το 'δινε. 
Απομακρύνθηκα τρέχοντας απ' το ιδιωτικό βαγόνι, ενώ ο φύλακας πολεμούσε να μου δώσει μια κλοτσιά στη μούρη. 
Δε με πέτυχε. 
Κι ας βρισκόμουν σε πολύ μειονεκτική θέση, γιατί προσπαθούσα να κατέβω απ' το τελευταίο σκαλί του βαγονιού και να μη σπάσω κιόλας το λαιμό μου, ενώ ταυτόχρονα, είχα κι από πάνω απ' το βαγόνι έναν εξαγριωμένο αιθίοπα που προσπαθούσε να με χτυπήσει καταπρόσωπο με ποδάρες πενήντα νούμερο! Μα την πήρα τη δεκάρα! Την πήρα!
[….] Μα αυτό το κάτι που 'θελα να φάω με δυσκόλεψε πολύ. 
Σε μια ντουζίνα σπίτια, με πέταξαν με τις κλωτσιές έξω. 
Μερικές φορές, με πρόσβαλαν κιόλας και τα αμπαρωμένα σπίτια με πληροφορούσαν πως θα τις έτρωγα στα γερά αν τολμούσα να τα ενοχλήσω. 
Το χειρότερο ήταν ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν σωστές. 
Γι' αυτό και το 'χα πάρει απόφαση να φύγω την ίδια εκείνη νύχτα για τα δυτικά. 
Ο Τζον ο Νόμος έφερνε βόλτες στην πόλη, γυρεύοντας τους νηστικούς και τους άστεγους, γιατί αυτό αξίωναν οι αμπαρωμένοι κάτοικοι της πόλης.
Σ' άλλα σπίτια, μου βροντούσαν κατάμουτρα την πόρτα, κόβοντας στη μέση τα ευγενικά και ταπεινά μου παρακάλια να μου δώσουν κάτι να φάω. 
Σ' ένα σπίτι, δεν άνοιξαν καν την πόρτα. 
Στάθηκα στο κατώφλι και χτύπησα κι οι από μέσα με κοιτούσαν απ' το παράθυρο. 
Κρατούσαν μέχρι κι ένα καλοθρεμμένο παιδάκι ψηλά, στους ώμους τους, για να του δείξουν κι εκείνου τον αλήτη που δεν έμελλε να πάρει ούτε ψίχουλο απ' το σπίτι τους.
Άρχισα να καταλαβαίνω πως θα ήμουν υποχρεωμένος να στραφώ για φαγητό στους πολύ φτωχούς. 
Οι πολύ φτωχοί είναι το τελευταίο και σίγουρο αποκούμπι για τους πεινασμένους αλήτες. Πάντα μπορείς να βασιστείς στους πολύ φτωχούς. 
Ποτέ δε διώχνουν τους πεινασμένους. 
Πάμπολλες φορές, σ' όποιο μέρος των ΗΠΑ κι αν βρισκόμουν, αρνήθηκαν να μου δώσουν φαΐ τα μέγαρα πάνω στους λόφους. 
Μα πάντα μου 'διναν φαΐ τα φτωχοκάλυβα στο ρέμα ή στο έλος, που τα σπασμένα τους παράθυρα τα έκλειναν κουρέλια κι όπου κατοικούσαν μανάδες με κουρασμένο πρόσωπο, τσακισμένες απ' τη σκληρή δουλειά.
[….] Στη θύμησή μου έχει μείνει ένα συγκεκριμένο σπίτι απ' όπου με διώξανε κείνο το βράδυ. Τα παράθυρα της βεράντας έβλεπαν στην τραπεζαρία και μέσα απ' αυτά είδα έναν άντρα να τρώει πίτα, μια μεγάλη κρεατόπιτα. 
Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα και, την ώρα που μιλούσαμε, εξακολουθούσε το φαγητό του. Ευημερούσε και η ευμάρειά του τον είχε κάνει να δυσφορεί με τα λιγότερο τυχερά αδέρφια του.
Έκοψε στη μέση τα παρακάλια μου να μου δώσουν κάτι να φάω και γαύγισε: «Δεν πιστεύω πως θες να δουλέψεις».
Ε, αυτό ήταν τελείως ξεκάρφωτο. Δεν είχα πει τίποτα για δουλειά. 
Το θέμα της συζήτησης που άνοιξα ήταν το «φαΐ».
 Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να δουλέψω. Ήθελα να πάρω το νυχτερινό τρένο για τα δυτικά.
«Δε θα πεινούσες αν έβρισκες δουλειά», γρύλλισε.
Έριξα μια ματιά στην πειθήνια γυναίκα του και κατάλαβα ότι, αν δεν ήταν παρών αυτός ο Κέρβερος, θα την είχα δοκιμάσει τούτη την κρεατόπιτα. 
Μα ο Κέρβερος έτρωγε τώρα ολομόναχος την πίτα και κατάλαβα ότι, αν ήθελα να την δοκιμάσω κι εγώ, θα έπρεπε να τον κολακέψω. 
Για τούτο, αναστέναξα βαθιά μέσα μου και δέχτηκα την εργασιακή του ηθική.
«Και βέβαια θέλω δουλειά», μπλοφάρησα.
«Δε σε πιστεύω», ξεφύσησε.
«Δοκίμασέ με», αποκρίθηκα, συνεχίζοντας τη μπλόφα μου.
«Εντάξει», είπε. «Έλα στη γωνιά του τάδε και του τάδε δρόμου» -(ξέχασα τα ονόματά τους)- «αύριο το πρωί. Ξέρεις, εκεί που είναι εκείνο το καμένο σπίτι. Θα σε βάλω ν' ανεβάζεις τούβλα».
«Εντάξει, κύριε. Θα 'ρθω».
Γρύλλισε κι εξακολούθησε το φαΐ του. 
Εγώ περίμενα. 
Μετά από ένα δυο λεπτά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε μ' ένα ύφος που 'λεγε «ακόμα εδώ είσαι;» και ρώτησε:
«Λοιπόν;».
«Πε...περιμένω να μου δώσετε κάτι να φάω», είπα ευγενικά.
«Το 'ξερα πως δεν ήθελες να δουλέψεις!» μούγκρισε.
Είχε δίκιο, φυσικά. 
Μα στο συμπέρασμα του θα πρέπει να 'φτασε διαβάζοντας τη σκέψη μου, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσει με τη λογική σ' αυτό.
«Βλέπετε, τώρα πεινάω», είπα, ήρεμα πάλι. 
«Αύριο το πρωί θα πεινάω ακόμα περισσότερο. 
Σκεφτείτε πόσο θα πεινάω αν όλη τη μέρα ανεβάζω τούβλα χωρίς να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου. 
Αν, όμως, μου δώσετε κάτι να φάω τώρα, αύριο θα είμαι σε καλή φόρμα και θα κουβαλήσω τα τούβλα».
Συλλογίστηκε για ώρα το επιχείρημά μου, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να μασάει. 
Η γυναίκα του έκανε τρέμοντας κάτι να πει, για να εξιλεωθούν οικογενειακά, μα δεν τόλμησε.
«Να σου πω τι θα κάνω», μου είπε ανάμεσα στις μπουκιές του. 
«Θα 'ρθεις να δουλέψεις αύριο και το μεσημέρι θα σου δώσω μια μπροστάντζα για να πας να φας. Αυτό θα δείξει αν μιλάς ειλικρινά ή όχι».
«Στο μεταξύ...», άρχισα να λέω, μα με διέκοψε.
«Αν σου δώσω κάτι να φας τώρα, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ. 
Α, σας ξέρω εσάς. 
Για δες με καλά. 
Δε χρωστάω σε κανέναν. 
Και ποτέ δεν έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γυρεύω φαγητό από άλλον. 
Πάντα έβγαζα το ψωμί μου. 
Το κακό με σένα είναι πως είσαι τεμπέλης κι ακαμάτης. 
Το βλέπω στο πρόσωπό σου. 
Εγώ δούλεψα και ήμουν τίμιος. 
Μόνος μου ανέβηκα στη θέση που βρίσκομαι. 
Και συ μπορείς να κάνεις το ίδιο, φτάνει να δουλέψεις και να 'σαι τίμιος».
«Όπως εσείς;» ρώτησα.
Αλίμονο, η βλοσυρή, τσακισμένη απ' τη δουλειά ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν άφηνε να την αγγίξει ούτε μια αχτίδα χιούμορ.
«Ναι, όπως εγώ», αποκρίθηκε.
«Όλοι μας;» ρώτησα.
«Ναι, όλοι σας», απάντησε, με φωνή γεμάτη σιγουριά.
«Μα αν γινόμασταν όλοι σαν κι εσάς», είπα, «επιτρέψτε μου να σας επισημάνω πως δε θα έμενε κανένας για ν' ανεβάζει τούβλα για λογαριασμό σας».
Τ ορκίζομαι, τα μάτια της γυναίκας του σα να χαμογέλασαν φευγαλέα. 
Όσο για κείνον, έμεινε εμβρόντητος. 
Ποτέ δεν θα μάθω αν αυτό έγινε επειδή φαντάστηκε μιαν ανθρωπότητα μεταρρυθμισμένη, όπου δε θα μπορούσε ν' απασχολήσει ανθρώπους για να κουβαλάνε τούβλα, ή εξαιτίας του θράσους μου.
Jack London (1876-1916)
Κάθε λίγο και λιγάκι, σε εφημερίδες, περιοδικά και λεξικά με βιογραφίες, διαβάζω για τη ζωή μου. 
Τα κείμενα αυτά, με προσοχή και περίσκεψη διατυπωμένα, με πληροφορούν ότι έγινα αλήτης με σκοπό να μελετήσω κοινωνιολογία. 
Αυτό δείχνει μεν την φρόνηση και τη διακριτικότητα των βιογράφων μου, αλλά δεν είναι διόλου σωστό. 
Έγινα αλήτης... ε, γιατί είχα μέσα μου δίψα για ζωή, γιατί μες στο αίμα μου είχα τη λαχτάρα της περιπέτειας, που δε μ' άφηνε να μείνω ήσυχος. 
Η κοινωνιολογία ήρθε μετά, τελείως συμπτωματικά. 
Ήρθε μετά, όπως το δέρμα σου υγραίνεται αφού πρώτα σε καταβρέξουνε. 
Βγήκα "στο Δρόμο" γιατί δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ' αυτόν. 
Γιατί στην τσέπη μου δεν είχα παράδες για ν' αγοράσω εισιτήριο για το τρένο. 
Γιατί ήμουν έτσι καμωμένος, ώστε το θεωρούσα αδιανόητο να δουλεύω σ' όλη μου τη ζωή στο ίδιο μέρος. 
Γιατί... ε, γιατί μου ήταν ευκολότερο να βγω στο Δρόμο, παρά να μη βγω.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

πες το με ένα ποίημα - Είμαι ο Κώστας Παύλου Παναγιωτόπουλος, ο BAR-BAR δηλαδή!!!

Βαρβαρικά
   1). Στο ημίφως
       κι οι σοφές,
       είχαν ύφος
       ...ασαφές.
  2). Τώρα που γίναμε παρανάπλωμα του πυρός,
       τη προστασία του πρασίνου έχει αναλάβει η Χλωροφυλακή!
  3). Όλα έχουν ένα τέλος
       κι η Πεντέλη
       πέντε τέλη!
  4). Ποιός τη βρύση
        θα τη βρίσει
        αν νερό
        δεν αναβρύσει;
  5). Με μπικουτί και ρόλεϊ
       θα μπει κουτί στο τρόλεϊ
  6). Ιαπωνίς
       μήπως πονείς;
       Νο, νο
       εν κιμονώ
       εγκυμονώ
  7). Και εργατιά
       κι έργα γατιά
  8). ΠαπαΔαρείου και Παπαρισάχτιδος
       γεννώνται παίδες, δύο-δύο
  9). Τ' όνομά μου είναι Βαρβάρα
       βάρα, βάρβαρέ μου βάρα... 
10). Επιμείνας επί μήνας
       Μίνα βρήκε ο Μηνάς.
       Που ήταν μόνος και μονάς.
11). Ζει μόνη
       και ζυμώνει...
                                                               read more: peri-grafis.net

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

John Steinbeck "γι' αυτό θα αγωνιζόμουν: για την ελευθερία του νου να παίρνει όποια κατεύθυνση επιθυμεί, χωρίς να κατευθύνεται"

Και αυτό πιστεύω: ότι το ελεύθερο, 
εξερευνητικό μυαλό του κάθε ανθρώπου είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. 
Και γι' αυτό θα αγωνιζόμουν: για την ελευθερία του νου να παίρνει όποια κατεύθυνση επιθυμεί, χωρίς να κατευθύνεται. 
Και αυτό πρέπει να πολεμήσω: 
κάθε ιδέα, 
θρησκεία ή κυβέρνηση που περιορίζει ή καταστρέφει το άτομο. 
Αυτό είμαι και γι' αυτό αγωνίζομαι!!!
Μια δεκαετία πριν κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο John Steinbeck έγραψε το βιβλίο Ανατολικά της Εδέμ/East of Eden, το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στην ομώνυμη ταινία του 1955 με πρωταγωνιστή τον James Dean και το οποίο ο John Steinbeck αρχικά απηύθυνε στους δύο μικρούς του γιους.
Στην αρχή της καριέρας του, ο John Steinbeck είχε δηλώσει την πρόθεσή του να βάλει τη "χώρα μου", την κοιλάδα  Salinas της Κεντρικής Καλιφόρνιας, στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη:
Η χώρα μου είναι διαφορετική από τον υπόλοιπο κόσμο. 
Φαίνεται να είναι ένα από εκείνα τα εγκυμονούντα μέρη από τα οποία προέρχονται τα θαύματα.... 
Εγώ γεννήθηκα σ' αυτήν όπως και ο πατέρας μου. 
Τα σώματά μας προήλθαν από αυτό το χώμα - τα οστά μας προήλθαν από τον ασβεστόλιθο των δικών μας βουνών και το αίμα μας προέρχεται από τους χυμούς αυτής της γης. 
Σας λέω τώρα ότι η χώρα μου -εκατό μίλια μήκος και περίπου πενήντα πλάτος- είναι μοναδική στον κόσμο". 
Το δέκατο τρίτο κεφάλαιο του East of Eden περιλαμβάνει μερικά από τα πιο όμορφα, σπαρακτικά και διαχρονικά υπερβατικά πεζά που έχουν γραφτεί ποτέ - 
-. έναν υπέροχο διαλογισμό για το νόημα της ζωής και την ουσία του δημιουργικού πνεύματος:
Μερικές φορές ένα είδος αναλαμπής φωτίζει το μυαλό ενός ανθρώπου. 
Συμβαίνει σχεδόν σε όλους. 
Μπορείς να την αισθανθείς να μεγαλώνει ή να προετοιμάζεται όπως ένα φιτίλι που καίγεται προς τον δυναμίτη. 
Είναι ένα συναίσθημα στο στομάχι, μια απόλαυση των νεύρων, των μπράτσων! 
Το δέρμα γεύεται τον αέρα και κάθε βαθιά τραβηγμένη ανάσα είναι γλυκιά. 
Η αρχή της έχει την ευχαρίστηση ενός μεγάλου τεντωμένου χασμουρητού- αναβοσβήνει στον εγκέφαλο και όλος ο κόσμος λάμπει έξω από τα μάτια σας. 
Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει ζήσει όλη του τη ζωή στο γκρίζο και η γη και τα δέντρα του σκοτεινά και ζοφερά. 
Τα γεγονότα, ακόμη και τα σημαντικά, μπορεί να έχουν περάσει από δίπλα του απρόσωπα και χλωμά. 
Και τότε - η δόξα - ένα τραγούδι του γρύλου να γλυκαίνει τα αυτιά του, 
η μυρωδιά της γης να ανεβαίνει τραγουδώντας στη μύτη του και το διάφανο φως κάτω από ένα δέντρο να ευλογεί τα μάτια του. 
Τότε ένας άνθρωπος ξεχύνεται προς τα έξω, ένας χείμαρρος από αυτόν και όμως δεν μειώνεται. 
Και υποθέτω ότι η σημασία ενός ανθρώπου στον κόσμο μπορεί να μετρηθεί από την ποιότητα και τον αριθμό των αναλαμπών του. 
Είναι ένα μοναχικό πράγμα, αλλά μας συνδέει με τον κόσμο. 
Είναι η μητέρα κάθε δημιουργικότητας και καθιστά κάθε άνθρωπο διαφορετικό από όλους τους άλλους ανθρώπους.
-. γράφοντας το 1952, και γράφοντας για τους δύο μικρούς του γιους, ο John Steinbeck κοιτάζει το μέλλον, ίσως και το παρόν μας, με ένα ανήσυχο και προφητικό μάτι:
Στον κόσμο συντελούνται τερατώδεις αλλαγές, δυνάμεις που διαμορφώνουν ένα μέλλον του οποίου το πρόσωπο δεν γνωρίζουμε. 
Ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις μας φαίνονται κακές, ίσως όχι από μόνες τους, αλλά επειδή η τάση τους είναι να εξαλείψουν άλλα πράγματα που θεωρούμε καλά. 
Είναι αλήθεια ότι δύο άνδρες μαζί μπορούν να σηκώσουν πολύ εύκολα μια μεγάλη πέτρα από ό,τι ένας άνδρας. 
Μια ομάδα μπορεί να κατασκευάσει αυτοκίνητα πιο γρήγορα και καλύτερα από έναν άνθρωπο, και το ψωμί από ένα τεράστιο εργοστάσιο είναι φθηνότερο και πιο ομοιόμορφο. 
Όταν η τροφή μας και η ένδυση και η στέγασή μας γεννιούνται όλα μέσα στην περιπλοκή της μαζικής παραγωγής, η μαζική μέθοδος είναι βέβαιο ότι θα μπει στη σκέψη μας και θα εξαλείψει κάθε άλλη σκέψη. 
Στην εποχή μας η μαζική ή συλλογική παραγωγή έχει εισχωρήσει στην οικονομία μας, 
στην πολιτική μας, 
ακόμη και στη θρησκεία μας, 
έτσι ώστε ορισμένα έθνη έχουν αντικαταστήσει την ιδέα του Θεού με την ιδέα της συλλογικότητας. 
Αυτός είναι ο κίνδυνος στην εποχή μου. 
Υπάρχει μεγάλη ένταση στον κόσμο, ένταση που οδηγεί στην κατάρρευση και οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι και μπερδεμένοι.
-. και μας προβάλει ο John Steinbeck, μια σπαρακτική υπενθύμιση για το τι μας γαντζώνει στη ζωή και τι κάνει αυτή τη ζωή να αξίζει να τη ζούμε:
Σε μια τέτοια στιγμή μου φαίνεται φυσικό και καλό να κάνω στον εαυτό μου αυτές τις ερωτήσεις. 
Σε τι πιστεύω; 
Για τι πρέπει να αγωνιστώ και τι πρέπει να πολεμήσω;
Το είδος μας είναι το μόνο δημιουργικό είδος και έχει μόνο ένα δημιουργικό όργανο, το ατομικό μυαλό και πνεύμα του ανθρώπου. 
Τίποτα δεν δημιουργήθηκε ποτέ από δύο ανθρώπους. 
Δεν υπάρχουν καλές συνεργασίες, είτε στη μουσική, 
είτε στην τέχνη, 
είτε στην ποίηση, 
είτε στα μαθηματικά, 
είτε στη φιλοσοφία. 
Μόλις πραγματοποιηθεί το θαύμα της δημιουργίας, η ομάδα μπορεί να το οικοδομήσει και να το επεκτείνει, αλλά η ομάδα δεν εφευρίσκει ποτέ τίποτα.
Η αξία βρίσκεται στο μοναχικό μυαλό ενός ανθρώπου.
Και τώρα οι δυνάμεις που έχουν συσπειρωθεί γύρω από την έννοια της ομάδας έχουν κηρύξει πόλεμο εξόντωσης στην αξία,
στη μοναδικότητα,
στο μυαλό του ανθρώπου. 
Με την απαξίωση, 
με την πείνα, 
με τις καταπιέσεις, 
την εξαναγκαστική καθοδήγηση και τα εντυπωσιακά σφυροκοπήματα του συστήματος, το ελεύθερο, 
δραστήριο μυαλό καταδιώκεται, 
καθηλώνεται, 
αποβλακώνεται,
ναρκώνεται. 
Είναι μια θλιβερή αυτοκτονική πορεία που φαίνεται να έχει πάρει το είδος μας.
Και αυτό πιστεύω: ότι το ελεύθερο, 
εξερευνητικό μυαλό του μεμονωμένου ανθρώπου είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. 
Και γι' αυτό θα αγωνιζόμουν: για την ελευθερία του νου να παίρνει όποια κατεύθυνση επιθυμεί, χωρίς να κατευθύνεται. 
Και αυτό πρέπει να πολεμήσω: 
κάθε ιδέα, 
θρησκεία ή κυβέρνηση που περιορίζει ή καταστρέφει το άτομο. 
Αυτό είμαι και γι' αυτό αγωνίζομαι. 
Μπορώ να καταλάβω γιατί ένα σύστημα που βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο πρέπει να προσπαθεί να καταστρέψει το ελεύθερο μυαλό,
γιατί αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να καταστρέψει ένα τέτοιο σύστημα. 
Σίγουρα μπορώ να το καταλάβω αυτό, και το μισώ και θα το πολεμήσω για να διατηρήσω το μόνο πράγμα που μας χωρίζει από τα μη δημιουργικά θηρία. 
Αν η αναλαμπή μπορεί να σκοτωθεί, είμαστε χαμένοι!
κείμενο και επιμέλεια κειμένου:ntina

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Οι μύθοι δεν λένε πάντα την αλήθεια

Ο Ζαμπούντα ήταν κόκκινος, όπως όλοι στη φυλή του έτσι και αλλιώς. 
Οι κεραίες του, μακριές και στητές, ξεπετάγονταν από το κεφάλι και ανιχνεύανε συνεχώς τον αέρα για δονήσεις, για μηνύματα φαγητού. 
Και αυτός περήφανος για αυτές, τις κρατούσε ψηλά για να ξεχωρίζει από τους άλλους. 
Για να είναι διαφορετικός.
Ο Ζαμπούντα ήταν γεννημένος εργάτης. Άνηκε στην εργατική τάξη. 
Η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με το κουβάλημα τροφής στη φωλιά. 
Κάθε μέρα ξεκινούσε και περπατούσε μαζί με δεκάδες μυρμήγκια πάρα πολλά μέτρα και κουβαλούσε στις πλάτες του πολλές φορές το βάρος του για να τραφεί η φωλιά. 
Να τραφεί η βασίλισσα και τα χιλιάδες στόματα που αριθμούσε η φυλή.
Όμως ο Ζαμπούντα δεν ήθελε να μείνει εργάτης όλη τη ζωή του. 
Ήθελε να γίνει στρατιώτης. 
Να ανέβει βαθμίδα και να μην είναι αναγκασμένος να φορτώνεται βάρη όλη τη ζωή του. 
Να προσέχει τους άλλους, να πολεμάει για τη φυλή, να αποκτήσει δόξα. 
Και ίσως μια μέρα να έφτανε να τεκνοποιήσει τη βασίλισσα. 
Είχε όνειρα ο μικρός κόκκινος εργάτης, αλλά οι μέρες περνούσαν και παρότι ο Ζαμπούντα έβαζε τα δυνατά του κάθε μέρα για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, παρέμενε εργάτης. 
Έτσι μια μέρα πήγε στον υπεύθυνο της βάρδιάς του και στάθηκε μπροστά του, όρθωσε το ανάστημα του και είπε:
«Θέλω να γίνω και εγώ στρατιώτης όπως εσύ. 
Βαρέθηκα να κουβαλάω μία ολόκληρη ζωή.»

«Ναι αλλά είσαι εργάτης. 
Δε μπορείς να γίνεις στρατιώτης. 
Είναι η μοίρα σου να κουβαλάς. 
Γι’ αυτό είσαι γεννημένος»,
του απάντησε ο στρατιώτης.
«Δεν είναι έτσι. 
Έχω κουβαλήσει πολύ περισσότερο φαγητό από όσο θα φάω σε όλη τη ζωή μου. 
Έχω κάνει το χρέος μου. 
Θέλω να σταματήσω.»

«Μην λες αηδίες. 
Αν ζητήσουν όλοι οι εργάτες να σταματήσουν να κουβαλάνε η φυλή θα πεθάνει της πείνας.»

«Όχι δεν είναι έτσι. 
Μπορούμε να αλλάξουμε θέση και να κουβαλάτε οι στρατιώτες. 
Εσείς δεν έχετε χρέος προς τη φυλή;»

Ο στρατιώτης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. 
Η κόκκινη μουσούδα του ήταν έτοιμη να εκραγεί.
«Άκου να δεις. Δεν γίνονται αυτά που λες. 
Οι εργάτες είναι εργάτες και οι στρατιώτες στρατιώτες. 
Αν σταματήσετε να διακινείτε το φαγητό αυτή η κοινωνία θα παραλύσει. 
Στηρίζεται σε σας. 
Να είσαι περήφανος γι’ αυτό που είσαι. 
Φαντάζεσαι πως θα ήταν αν δεν υπήρχατε εσείς να υπηρετείτε πιστά το κοινό καλό;»

«Ωραία αφού είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνουμε γιατί δεν απολαμβάνουμε και εμείς τα προνόμια που έχετε εσείς; 
Και αφού είναι τόσο σημαντικό γιατί δεν το κάνεις εσύ και να πάρω εγώ τη θέση σου στην τεμπελιά; 
Έλα να δοξαστείς εσύ στη θέση μου. 
Εγώ βαρέθηκα τόση πολλή δόξα. 
Δεν θέλω άλλο.»
«Σταμάτα, θα με τρελάνεις. 
Δεν σκέφτεσαι την καλή μας τη βασίλισσα; 
Πως θα τραφεί; 
Αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι θα αναγκαστώ να σε τιμωρήσω.»

Ο Ζαμπούντα όμως δεν είχε σκοπό να σταματήσει.
«Στο διάολο και η βασίλισσα. 
Να βγει να μαζέψει το φαγητό της μόνη της.»

Και έτσι ο Ζαμπούντα τιμωρήθηκε σκληρά για τα λόγια και την ανταρσία του. 
Γιατί κανένας από τους εργάτες δεν τον υποστήριξε. 
Και τον έστελναν όλο και σε πιο απομακρυσμένες αποστολές, πολλές φορές μόνο του. 
Αλλά από τύχη ή από κάποιο παιχνίδι της μοίρας γλίτωνε τους κινδύνους. 
Και μια μέρα γνώρισε ένα τζιτζίκι που λιαζόταν κάτω από τον ήλιο.
Το τζιτζίκι τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Έϊ μυρμήγκι τι κάνεις;»
«Κουβαλάω φαγητό για τη φυλή.»
«Πάντα η ίδια ιστορία έτσι; 
Δεν βαρέθηκες;»

«Βαρέθηκα, αλλά τουλάχιστον εγώ θα ζήσω το χειμώνα ενώ εσύ θα πεθάνεις.»
«Αλήθεια πιστεύεις πως αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μας; 
Μην πιστεύεις στους μύθους μυρμήγκι, δεν λένε πάντα την αλήθεια. 
Η διαφορά είναι πως εγώ είμαι ελεύθερος να αποφασίσω αν θα ζήσω ή θα πεθάνω, ενώ εσύ δεν είσαι.»

Ο Ζαμπούντα κοντοστάθηκε λίγο και μετά χωρίς να πει τίποτα συνέχισε το δρόμο του. 
Όμως τα λόγια του τζίτζικα βούιζαν κάθε μέρα στα αυτιά του. 
Και έφτασε μία μέρα που η φυλή του δέχτηκε ξαφνικά επίθεση από εισβολείς. 
Ήταν μία μέρα που ο Ζαμπούντα ήταν απομακρυσμένος από όλους και έψαχνε φαγητό. 
Και είδε τους εχθρούς να πλησιάζουν και ενστικτωδώς άρχισε να τρέχει για να ειδοποιήσει τους άλλους. 
Και τότε έφτασε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. 
Ο πρώτος δρόμος οδηγούσε προς τη φωλιά, ο δεύτερος προς τον τζίτζικα. 
Ο ένας προς τη σκλαβιά και την προστασία, ο άλλος προς την ελευθερία και την αβεβαιότητα.
Όμως ο Ζαμπούντα ήταν σίγουρος για την απόφασή, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του. 
Και όπως περπατούσε στον δεύτερο δρόμο σκέφτηκε:
"Οι μύθοι δεν λένε πάντα την αλήθεια."

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

X. Φ. Λάβκραφτ-Howard Phillips Lovecraft: 10 πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για τον μετρ του τρόμου


Ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ πέθανε σαν σήμερα το 1937 αλλά άφησε πίσω του πλούσιο και πρωτοποριακό έργο, τόσο ώστε να θεωρείται ο επιδραστικότερος του είδους του.
X. Φ. Λάβκραφτ γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου 1890 στο Πρόβιντενς του Ροντ Αιλαντ των Η.Π.Α. και πέθανε σαν σήμερα το 1937.  
Όσο ζούσε, ήταν ένας άσημος συγγραφέας, στοχαστής και επιστολογράφος, αλλά και ένας πολύ σεμνός άνθρωπος.
Δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια πολλά γι’ αυτόν…
Το μόνο πράγμα που δίνει ένα καθαρό στίγμα μέσα στην απέραντη παραδοξολογία του κόσμου, το μόνο συμπονετικό σχήμα που κλείνει μέσα του τον κώδικα της καθαρής μετάδοσης της γνώσης του κόσμου, της γνώσης των ανθρώπων που έφυγαν, αλλά και τη μόνη γνωστή περιγραφή του «Απρόσωπου», είναι ο Μύθος.
Στο Μύθο πρέπει να αναζητήσουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο θα αποτολμήσουμε να κοιτάξουμε την εικόνα του X. Φ. Λάβκραφτ. Γιατί αυτό είναι ο Λάβκραφτ: ένας μύθος, για τον οποίο γνωρίζουμε μονάχα τα παρακάτω:
Τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας του ήταν τρόφιμοι στο ίδιο ψυχιατρείο
Ο Γουίνφιλντ Σκοτ Λάβκραφτ κλείστηκε στο νοσοκομείο Μπάτλερ αφού διαγνώστηκε με ψύχωση όταν ο HP Lovecraft ήταν μόλις τριών ετών. Πέθανε το 1898, όταν ο HP ήταν οκτώ. Μέχρι σήμερα, οι φήμες επιμένουν ότι ο Winfield είχε σύφιλη, αλλά ούτε ο HP ούτε η μητέρα του εμφάνισαν ποτέ συμπτώματα.
Η Σάρα Σούζαν Φίλιπς Λάβκραφτ υπέστη τον εγκλεισμό αργότερα,το 1919. Παρέμεινε σε στενή αλληλογραφία με τον γιο της για δύο χρόνια, μέχρι που πέθανε από επιπλοκές μετά κάποια επέμβαση.
Ήθελε να γίνει επαγγελματίας αστρονόμος αλλά δεν τελείωσε ποτέ το λύκειο
Ως άρρωστο παιδί, ο Λάβκραφτ πήγαινε στο σχολείο σποραδικά και ουσιαστικά αυτοεκπαιδεύτηκε. Τον «μάγεψε» η αστρονομία και η χημεία και τα γραπτά σκοτεινών συγγραφέων όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Λόγω αυτού που ονόμασε «νευρικό κλονισμό», ο Λάβκραφτ δεν τελείωσε ποτέ το γυμνάσιο και αντ’ αυτού ασχολήθηκε μόνο ανεπίσημα με τα πάθη του.
Σπάνια έβγαινε δημοσίως κατά τη διάρκεια της ημέρας
Ο Λάβκραφτ έφευγε από το σπίτι μόνο μετά τη δύση του ηλίου, μένοντας ξύπνιος μέχρι αργά για να μελετήσει αστρονομία και να διαβάσει και να γράψει. Κοιμόταν συνήθως μέχρι αργά τη μέρα, αναπτύσσοντας το χλωμό και αδύναμο «σκαρί» για το οποίο είναι πλέον γνωστός. Η μητέρα του Λάβκραφτ φέρεται να τον αποκάλεσε «γκροτέσκο» κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και τον προειδοποίησε να κρύβεται για να μην τον βλέπουν οι άνθρωποι. Το 1926 έγραψε:
«Είμαι ουσιαστικά ένας ερημίτης που θα έχει ελάχιστη σχέση με τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκεται. Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με κάνουν μόνο νευρικό και ότι μόνο τυχαία, και σε εξαιρετικά μικρές δόσεις, θα ήταν πιθανό να συναντήσω ανθρώπους που δεν θα με έκαναν να νιώθω έτσι».
Ήταν καλύτερος φίλος με τον Χάρι Χουντίνι
Το 1924, ο Λάβκραφτ κλήθηκε από τον εκδότη του Weird Tales να γράψει μια στήλη από τον μάγο Χάρι Χουντίνι. Αφού άκουσε από τον Χουντίνι την φαινομενικά αληθινή ιστορία του για την απαγωγή του από έναν Αιγύπτιο ξεναγό και τη συνάντησή του με τη θεότητα που ενέπνευσε τη Μεγάλη Σφίγγα της Γκίζας, ο Λάβκραφτ συμπέρανε ότι ήταν μπούρδες αλλά συμφώνησε να του καταβάλλουν μια μεγάλη προκαταβολή και έγραψε την ιστορία του διάσημου ταχυδακτυλουργού. Το «Under the Pyramids» εκδόθηκε αργότερα το ίδιο έτος, προς μεγάλη χαρά του Χουντίνι, ο οποίος συνέχισε να αναζητά δουλειά για τον Λάβκραφτ μέχρι τον θάνατό του το 1926.
Υπολογίζεται ότι έγραψε περίπου 100.000 γράμματα στη διάρκεια της ζωής του
Εάν αυτός ο αριθμός είναι σωστός, θα τοποθετούσε τον HP Lovecraft ως τον δεύτερο πιο παραγωγικό «γραφιά» μετά τον Γάλλο συγγραφέα Βολταίρο. Ο Λάβκραφτ έγραφε τακτικά σε φίλους, συγγενείς και ενθουσιώδεις ερασιτέχνες συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους υιοθέτησαν θέματα, στυλ και ακόμη και χαρακτήρες από τα έργα του. Οι πιο τακτικοί ανταποκριτές του ήταν οι συνάδελφοί του συγγραφείς Robert Bloch (συγγραφέας του Psycho), Henry Kuttner (The Dark World), Robert E Howard (Conan the Barbarian) και ο ποιητής Samuel Loveman.
Σιχαίνονταν το σεξ
Μετά το θάνατό του, η Σόνια Λάβκραφτ είπε σε έναν μελετητή του Λάβκραφτ ότι ήταν παρθένος όταν παντρεύτηκαν το 1924, σε ηλικία 34 ετών. Πριν από το γάμο τους, ο Λάβκραφτ φέρεται να αγόρασε πολλά βιβλία για το σεξ και τα μελέτησε για να ανταπεξέλθει τη νύχτα του γάμου τους. Η Σόνια αργότερα είχε μιλήσει για το θέμα λέγοντας:
«Η ίδια η αναφορά της λέξης σεξ φαινόταν να τον αναστατώνει. Ωστόσο, δήλωσε μια φορά ότι αν ένας άντρας δεν μπορεί να είναι ή δεν είναι παντρεμένος στο πικ της σεξουαλικότητας του, που στην περίπτωσή του, όπως είπε, ήταν στα 19 του, σημαίνει ότι δεν το εκτιμούσε το σεξ. Εκείνος πέρασε ακόμη και τα τριάντα του. Ήμουν κάπως σοκαρισμένη αλλά δεν μίλησα».
Υπέφερε από «νυχτερινούς τρόμους»
Όχι, όχι εφιάλτες: ο X. Φ. Λάβκραφτ άρχισε να βιώνει τους «νυχτερινούς τρόμους» της παραϋπνίας από την ηλικία των έξι ετών. Οι νυχτερινοί τρόμοι αναγκάζουν τον πάσχοντα να κινείται σωματικά ή να ουρλιάζει για να ξεφύγει από τα όνειρα που γίνονται σε κατάσταση ξύπνιου και υπολογίζεται ότι επηρεάζει το 3% των ενηλίκων. Ο HP ονειρευόταν αυτό που αργότερα εμφανίστηκε στα βιβλία του ως αδύνατα, μαύρα και απρόσωπα ανθρωποειδή που γαργαλούν τα θύματά τους για να υποταχθούν. Η θλίψη του Λάβκραφτ τροφοδότησε την ονειρική, εφιαλτική πεζογραφία του, αλλά και την τροφοδότησε. Σε μια επιστολή του το 1918, έγραψε:
«Αντιλαμβάνεστε ότι για πολλούς άντρες έχει τεράστια και βαθιά διαφορά αν τα πράγματα γύρω τους είναι ή όχι όπως φαίνονται;… Αν η ΑΛΗΘΕΙΑ δεν είναι τίποτα, τότε πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το φάντασμα του ύπνου μας εξίσου σοβαρά με τα γεγονότα της καθημερινότητάς μας…».
Ενέπνευσε τους Batman, Black Sabbath, South Park και πολλούς άλλους
Ακόμα και την Gotham City, την πόλη του Μπάτμαν. Ο Μπάτμαν απομακρύνει τους άθλιους εγκληματίες του στο Άσυλο Arkham, το Arkham είναι το όνομα της φανταστικής πόλης που δημιούργησε ο HP Lovecraft ως σκηνικό για πολλές από τις ιστορίες του. Ο Cthulu εμφανίστηκε σε ένα επεισόδιο του South Park και σκότωσε τον Justin Bieber. Το άλμπουμ των Black Sabbath Behind the Wall of Sleep πήρε το όνομά του από μια σύντομη ιστορία του X. Φ. Λάβκραφτ. Το Βιβλίο των Νεκρών, που ανακαλύφθηκε στις ταινίες Evil Dead του Sam Raimi, βασίζεται στο Necronomicon του Lovecraft.
Ο X. Φ. Λάβκραφτ δεν είναι θαμμένος εκεί που βρίσκεται η ταφόπλακά του
Ο Λάβκραφτ πέθανε από καρκίνο του λεπτού εντέρου το 1937. Κράτησε ένα λεπτομερές ημερολόγιο για την θανάσιμη ασθένειά του. Όταν πέθανε, ο X. Φ. Λάβκραφτ θάφτηκε στο νεκροταφείο Swan Point και «καταχωρήθηκε» στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας της μητέρας του. Αυτό δεν ήταν αρκετό για τους θαυμαστές του Lovecraft: το 1977, μια ομάδα χρηματοδότησε και εγκατέστησε μια ξεχωριστή ταφόπλακα. Το 1997, ένας ιδιαίτερα ένθερμος θαυμαστής προσπάθησε να ξεθάψει το πτώμα του X. Φ. Λάβκραφτ κάτω από την ταφόπλακα, αλλά τα παράτησε αφού δεν βρήκε τίποτα μετά από το σκάψιμο σε βάθος ενός μέτρου.
Το Cthulhu προφέρεται «khlul-loo»
Σε μια επιστολή του 1934 στον ερασιτέχνη συγγραφέα Duane W Rimel, ο Lovecraft εξήγησε πώς να προφέρει το όνομα της εξωγήινης δημιουργίας του:
Το όνομα της κολασμένης οντότητας επινοήθηκε από όντα των οποίων τα φωνητικά όργανα δεν ήταν σαν του ανθρώπου, επομένως δεν έχει καμία σχέση με τις δυνατότητες της ανθρώπινης ομιλίας. Οι συλλαβές καθορίστηκαν από έναν «εξοπλισμό» εντελώς διαφορετικό από τον δικό μας, επομένως δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκφωνηθούν τέλεια από τον ανθρώπινο λαιμό… Ο πραγματικός ήχος –όσο σχεδόν όλα τα ανθρώπινα όργανα θα μπορούσαν να τον μιμηθούν ή τα ανθρώπινα γράμματα τον καταγράφουν– μπορεί να εκληφθεί ως κάτι σαν Khlûl ‘-hloo, με την πρώτη συλλαβή να προφέρεται εντερικά και πολύ πυκνά.
πηγή:radar.gr

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Aldous Huxley, ανθρωπιστής και ειρηνιστής, ο προφήτης της εποχής μας

Aldous Huxley , ανθρωπιστής και ειρηνιστής, με έντονες ανησυχίες για την τεχνολογική εξέλιξη και την τραγική επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας στην υποδούλωση του ανθρώπου, θεωρείται σήμερα από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους του εικοστού αιώνα.

Μπορεί αυτός ο κόσμος να είναι η κόλαση κάποιου άλλου πλανήτη.
Δεν είμαι ο καπετάνιος της ψυχής μου.
Είμαι απλώς ο πιο θορυβώδης επιβάτης.

Ένας συγγραφέας σαν τον Huxley δεν έχει το δικαίωμα να προδίδει το μέλλον, όπως έκανε σ’ αυτό το βιβλίο» έγραψε για το τόσο ιδιαίτερο βιβλίο του Huxley “τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο” ο Herbert George Wells,τα ουτοπικά βιβλία και η πίστη στην πρόοδο του οποίου δεν άρεσαν διόλου στον Huxley
Άλντους Χάξλεϊ -Aldous Leonard Huxley
Aldous Huxley Leonard γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1894 στο Godalming  του Surrey στην Αγγλία.
Ο πασίγνωστος Άγγλος συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος, και εξέχον μέλος της οικογένειας Huxley.
Πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο συγγραφικό έργο, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και κριτικός δραματικών έργων.
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’20 στην Ιταλία οι εμπειρίες του από τη διαμονή του εκεί περιλαμβάνονται στο «Κατά μήκος του δρόμου» «Along the road».

To 1937 έφυγε από την Ευρώπη για να ζήσει στην Καλιφόρνια.
Φθάνοντας στις ΗΠΑ που ποτέ πια δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει, βρήκε το αληθινό σπίτι του.
Στην αρχή ήταν σκεπτικός για τη χώρα, νιώθοντας άβολα με την ασυνήθιστη συμβίωση πουριτανισμού και ηδονισμού.
Από τότε, η εξερεύνηση του ψυχικού του κόσμου μέσω του μυστικισμού και των παραισθησιογόνων αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του.
Παρουσιάστηκε στα γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές αλλά αργότερα στράφηκε στο μυθιστόρημα και στο δοκίμιο.
Συνολικά συνέγραψε σαράντα επτά βιβλία, μυθιστορήματα, δοκίμια και ποιητικές συλλογές∙ επίσης δεκάδες άρθρα, κριτικές, θεατρικά έργα και σενάρια για τον κινηματογράφο.
Ο Huxley στη ζωή του επισκέφτηκε πολλές χώρες.
Ταξίδεψε στην Ινδία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αμερική. 
Παρέμεινε γαλήνιος μακριά από συγκρούσεις και αντιθέσεις.
Πέθανε στο Λος Άντζελες στις 22 Νοεμβρίου του 1963 τη μέρα της δολοφονίας του John Fitzgerald Kennedy.

Paul Benjamin Auster, “Leviathan”

                                              
Λεβιάθαν-Πολ Όστερ
Ο τίτλος παραπέμπει σε τέρας της φοινικικής μυθολογίας, γι’ αυτό και είναι απ’ τα τελευταία εναπομείναντα βιβλία του Πολ Όστερ που διάβασα!
Παρόλ’ αυτά, μ’ ενθουσίασε, και νομίζω ότι είναι από τα αρτιότερά του έργα, με αρχή- μέση- τέλος (χωρίς δηλαδή τα «μεταμοντέρνα» κλεισίματα όπου το τυχαίο κάνει το θαύμα του ή όπου δεν υπάρχει λύση του μυστηρίου κ.λ.π. κ.λ.π).
Πάλι έχουμε δυο φίλους, και, όπως και στο βιβλίο του Ντε Κάρλο, πρόκειται για δυο συμπληρωματικούς χαρακτήρες- συγγραφείς και οι δυο, αλλά ο ένας πιο ακραίος, εμπαθής, άνθρωπος του ρίσκου και της έντασης, ενώ ο αφηγητής πιο στοχαστικός.
Η δομή είναι και πάλι αριστοτεχνική.
Μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης υπάρχουν ακατάστατα φλάς-μπακ σε επεισόδια ασύνδετα και φαινομενικά απίθανα που όμως συνθέτουν τα γεγονότα σ’ ένα παζλ «κατά το εικός και αναγκαίον», και φυσικά χωρίς ποτέ να κουράζουν τον αναγνώστη, εφόσον η πλοκή δεν είναι εις βάρος του ύφους, που είναι μεστό, ουσιαστικό, έξυπνο, εύστοχο!
Τα επιμέρους επεισόδια σου κρατούν το ενδιαφέρον γιατί προτείνουν μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου…
[Π.χ. η παρέκβαση με την περιγραφή της Μαρίας, (της γυναίκας –κλειδί στην κεντρική αφήγηση που είναι η εξήγηση γιατί ο ήρωας αποφασίζει στο τέλος να καταστρέψει όλα τα αγάλματα ελευθερίας που υπάρχουν στην …Αμερική!)] είναι καταπληκτική!
Πρόκειται για ένα άτομο ευφάνταστο, που ανάγει κυριολεκτικά τη ζωή σε τέχνη, εφόσον αφιερώνει την ενέργειά της για να στοιχειοθετήσει σενάρια ζωής και να τα φωτογραφίσει ή να τα περιγράψει!! (σελ 78 κ.ε.)
Ασφαλώς πρόκειται για ένα «πρόσωπο» του Πολ Όστερ, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι ανεξάντλητος στη σεναριοποίηση της πραγματικότητας.
Η υπόθεση είναι αρκετά περίπλοκη για να την καταγράψω, έστω και συνοπτικά, αλλά αποτελεί μέρος της ουσίας.
Για τον Όστερ, η δράση είναι σκέψη, έχει δηλαδή απίστευτο βάθος, γι’ αυτό, αν και υπάρχουν εμβαθύνσεις και προσπάθειες ερμηνείας των συναισθημάτων και των κινήτρων των πράξεων, ουσιαστικά οι πράξεις στις οποίες προβαίνουν οι ήρωες είναι οι φορείς του «πνεύματος».
Δεν αντιγράφω τίποτα γιατί θα’ πρεπε ν’ αντιγράψω … όλο το βιβλίο!!
             το άρθρο με επιμέλεια της Παπαγγελή Χριστίνας δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου, 2007 στο:anagnosi.blogspot.gr

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Το μαντζούνι, το μαντίλι και το μαστίγιο (ιστορίες από τον καιρό της πανούκλας)

sevenwww.closeupfilmcentre_-1556744320-726x388

Αναδημοσιεύω ένα αξιολογότατο άρθρο, με τίτλο "Το μαντζούνι, το μαντίλι και το μαστίγιο - ιστορίες από τον καιρό της πανούκλας" από το: tetartoskosmos

     Τον καιρό του Μαύρου Θανάτου, ασφαλώς επειδή το ρητορικό σχήμα του πολέμου μ’ έναν αόρατο εχθρό δεν βγάζει και πολύ νόημα, αφού οι γραμματιζούμενοι και οι καλλιτέχνες προσωποποίησαν την αρρώστια με όλες τις δέουσες αλληγορίες και σε ποικίλες μορφές, ο λαουτζίκος, πιο πραχτικός, προτίμησε να ανακαλύψει ευθύς αμέσως τους υπαίτιους, εκείνους που, σύμφωνα με μια διάχυτη φήμη, μόλυναν τα πηγάδια και τις πηγές, σκορπώντας μ’ αυτό τον τρόπο την αιτία του κακού. Οι συνηθισμένοι ύποπτοι, λεπροί, εβραίοι, αιρετικοί, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά και ανάλογα με τις τοπικές προτεραιότητες, τράβηξαν των παθώ τους τον τάραχο, αλλά και διάφοροι άλλοι εύκολοι στόχοι – ανάμεσά τους κι οι τσιγγάνοι (πιο αφανώς, ως συνήθως).

i84422-les-pires-epidemies-que-le-monde-ait-connues

Όμως δεν είναι στις προθέσεις μου να απαριθμήσω εδώ αυτές τις σφαγές, τους εμπρησμούς και τις λοιπές φρικαλεότητες (παρότι κι ένα τέτοιο ανάγνωσμα θα ήταν επιμορφωτικό), ήθελα μόνο να πω ότι σε τέτοιες περιστάσεις ακόμα και πιο αξιοσέβαστους τους παίρνει καμιά φορά η μπάλα. 
Όσο για την εξουσία, παρότι πιο μορφωμένη και πιο κατατοπισμένη από τον χύδην όχλο, όπως καμαρώνει πάντα, φαίνεται ότι στις συνθήκες αυτές συχνά δε θέλει και πολύ για να προσυπογράψει προλήψεις, προκαταλήψεις και λιντσαρίσματα – για τους δικούς της λόγους, ασφαλώς.

barbiere 1105857

Καθώς περνούσαν οι αιώνες και τα κύματα της πανούκλας, κάπου προς το τέλος του 16ου αιώνα, διαδόθηκε στο σοφό λαό, τρέχα-γύρευε πώς, η φήμη για μια άλλη μέθοδο που υποτίθεται χρησιμοποιούσαν οι καταχθόνιοι ώστε να σκορπίσουν τη συμφορά στο ποίμνιο του Θεού. 
Αυτή ήταν το πασάλειμμα: πάει να πει, οι μοχθηροί έφτιαχναν ένα διαβολικό σκεύασμα, σαν ωχρή λάσπη ή ασπρουδερή μπογιά, κάτι σα λερωμένο ασβέστη, ή ξινισμένο ξίγκι, ή βρώμικο λίπος, και πασαλείφανε τοίχους, πόρτες, φράχτες κι ό,τι άλλο – και αυτό το πράγμα σκόρπιζε στον αγέρα το θανατικό, τον τρομερό λοιμό. 
Διάφορες αναφορές και μαρτυρίες, κάποτε από σχετικά αξιόπιστες πηγές, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη, ας πούμε, ύποπτων επαλείψεων. 
Και μπορούμε να σκεφτούμε ό,τι θέλουμε, σε πραγματολογικό επίπεδο, γι’ αυτές τις περιπτώσεις (π.χ. μπορεί να ήταν ποικίλες μαγγανείες και τεχνάσματα λαϊκής μαγείας που είχαν αποτροπαϊκό χαραχτήρα, δηλ. που θέλανε απεναντίας να κρατήσουν μακριά την αρρώστια, ή μπορεί πάλι κάποιοι να ήθελαν έτσι να τρομάξουν τους εχθρούς τους ή να αγαπούσαν τα μακάβρια καλαμπούρια), κατά τη γνώμη μου όμως, αν πάρουμε υπόψη μας το πως δουλεύουν οι φήμες κι ο πανικός, στις περισσότερες από αυτές τις μαρτυρίες δεν υπάρχει ανάγκη να υποθέσουμε ούτε έναν έστω κόκκο αλήθειας. 
Οι φανταστικοί αυτοί πράκτορες του χάους, στα ιταλικά αφού κυρίως σε ιταλικά εδάφη εμφανίστηκε το φαινόμενο, πήρανε το όνομα untori, που θα μπορούσε να αποδοθεί αλειφτάδες ή αλειμματάδες. 
Εν πάση περιπτώσει, σε καιρούς κρίσης όπως θα λέγαμε, όταν λυσσομανούσε ο θανατάς, είχε γίνει επικίνδυνο να πλησιάζεις σε τοίχους, να έχεις συνάφεια με οποιαδήποτε παχύρρευστη ουσία, ή και να πολυκυκλοφορείς στους δρόμους χωρίς να έχεις κάποια ξεκάθαρη εξήγηση για το πού πας και για ποιο σκοπό (κι ούτε κι αυτό σε έσωζε πάντα, όπως θα δούμε παρακάτω).

8120846

Η πανούκλα του 1630 στο Μιλάνο είναι από τις πιο διάσημες, τουλάχιστον στην ιταλική κουλτούρα, αν όχι για τίποτ’ άλλο εξαιτίας της πολύ ζωντανής περιγραφής του Αλεσάντρο Μαντσόνι. 
Με δυο αιώνες καθυστέρηση, ο Μαντσόνι έψαξε τα παλιά κιτάπια και τα ντοκουμέντα για να φτιάξει ένα μέρος του σκηνικού για το διάσημο ιστορικό του μυθιστόρημα promessi sposi ή, σε μετάφραση, Οι λογοδοσμένοι
Τα κατάφερε υπερβολικά καλά, ίσως πιο καλά απ’ όσο ήθελε ή σκόπευε, μπορεί και να το παράκανε μάλιστα – αφού σε πολλούς αναγνώστες αυτό το κομμάτι, η νουβέλα της πανούκλας, ας πούμε, έχει μείνει πολύ πιο ζωηρά απ’ ό,τι το υπόλοιπο μυθιστόρημα, με τα βαθιά του ηθικά διδάγματα, μάλλον γλυκερά και χλιαρά μεταξύ μας.[1] 
Τόσο πολύ μάλιστα που το υλικό ξεχείλισε και του περίσσεψε, με αποτέλεσμα να προσθέσει ένα παράρτημα στη δεύτερη έκδοση, ένα ανεξάρτητο δοκίμιο στην ουσία, με τον τίτλο Storia della colonna infame – αλλά η σημασία αυτού του τίτλου θα εξηγηθεί παρακάτω.

untor

Αυτό το δοκίμιο λοιπόν μας επιστρέφει στο θέμα μας, καθώς εκείνη η πανούκλα του 1630 προσφέρει και το πιο γνωστό παράδειγμα του κυνηγιού των αλειμματάδων, ή αλλιώς untori. Κάποια ωραία μέρα λοιπόν, που δεν ήταν καθόλου ωραία, κάποιος Γκουλιέλμο Πιάτσα τριγυρνούσε στους δρόμους.
Είχε πολύ καλούς λόγους, ή αιτιολογία: ήταν ένας από τους «Επιθεωρητές της Υγείας», ένας Commissario di Sanità, και διάβολε καθήκον ενός διορισμένου επιθεωρητή είναι να επιθεωρεί, ακόμα περισσότερο σε καιρό επιδημίας. 
Εκεί που περπατούσε, πλησίασε έναν τοίχο. Και γι’ αυτό το πλησίασμα είχε πολύ καλούς λόγους: εκείνη τη μέρα έβρεχε (σας το είπα δα ότι δεν ήταν καθόλου ωραία μέρα), το σπίτι είχε κάποιο στέγαστρο σε κείνη τη μεριά κι ο καημένος ο Γκουλιέλμο είχε βαρεθεί να βρέχεται. Εκεί λοιπόν που στάθηκε, τέντωσε το χέρι του κι ακούμπησε τον τοίχο: ε, αυτό ήταν αδικιολόγητο. (Ξέρω, θα σκεφτήκατε όπως κι εγώ ότι ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος από την περιοδεία του κι ήθελε να ξαποστάσει, αλλά κανένας δικαστής δε θα έχαβε τέτοιες φτηνές δικιολογίες, άμα ήθελε να καταδικάσει.) Κάποια κυράτσα της γειτονιάς έβαλε τις φωνές, «Ωιμέ, ένας αλειμματάς!», κάτι τέτοιο, και τη συνέχεια τη φαντάζεστε. 
Ο φουκαράς ο Γκουλιέλμο, όσο κι αν δεν καταλάβαινε από πού του ήρθε, βρέθηκε γρήγορα παρασυρμένος από τη ροή της συγκυρίας, ανάμεσα σ’ ένα αλλοπαρμένο πλήθος που έψαχνε εξιλαστήρια θύματα και τους πολύ σοβαρούς, πολύ λόγιους, πολύ σοφούς και πολύ ευσεβείς αξιωματούχους και δικαστάδες, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να ρίξουν όποιον έβρισκαν πρόχειρο στα λιοντάρια – για να ξεχαστούν κι οι δικές τους ευθύνες (για τις οποίες γινόταν ήδη πολύς λόγος). 
Ο άνθρωπος βρέθηκε γρήγορα στον τροχό των βασανιστηρίων και, μετά από κάποιες ώρες που θα ήθελε να τις ξεχάσει (ε, εντάξει, βόηθησε και η ψεύτικη υπόσχεση ότι αν ομολογούσε θα έσωζε τη ζωή του: ηθική βασανιστών και δικαστών), ομολόγησε το έγκλημα που δεν είχε κάνει. 
Ομολόγησε, όπως του ζητήθηκε, και τον δήθεν συνένοχό του, κάποιο μπαρμπέρη ονόματι Τζαν Τζάκομο Μόρα. 
Όπως ξέρετε, οι μπαρμπέρηδες εκείνου του καιρού ήταν και λιγάκι φαρμακοτρίφτες και ο ταλαίπωρος Τζαν Τζάκομο, θες από υπερβολική εμπιστοσύνη στις βοτανολογικές του γνώσεις, θες από εμπορικό δαιμόνιο, είχε φτιάξει το δικό του μαντζούνι (ένα είδος κηραλοιφής), που το διαφήμιζε και το πουλούσε σαν προστασία από την πανούκλα. 
Ο Γκουλιέλμο ήταν πελάτης του κι είχε προμηθευτεί λίγο, πιστεύοντας αφελώς ότι, κι αν δεν τον έσωζε, κακό δε θα του έκανε. 
Ε, δεν ήθελαν και πολύ οι άλλοι για να υποστηρίξουν ότι αυτό το μαντζούνι, η κηραλοιφή, σκόρπιζε στην πραγματικότητα την πανούκλα. Και μπορεί ο μπαρμπέρης να γέλασε όταν ήρθαν να τον μπαγλαρώσουν, σύντομα όμως του κόπηκαν τα γέλια. 
Το γεγονός ότι στο μαγαζί του βρέθηκαν ένα σωρό μπουκαλάκια και βαζάκια με διάφορες μυστήριες και όχι εύκολα αναγνωρίσιμες ουσίες, πράγμα λογικό για ένα φαρμακοτρίφτη αλλά και για ένα μπαρμπέρη που ήθελε να παρφουμάρει την πελατεία του, θεωρήθηκε επιβαρυντικό στοιχείο, αν όχι ατράνταχτη απόδειξη (ξεχνώντας πολύ βολικά ότι ανάλογα βαζάκια και μπουκαλάκια βρίσκονταν σε κάθε μπαρμπέρικο της πόλης). 
Μετά από κάποια ώρα στα βασανιστήρια, ο μπαρμπέρης ομολόγησε κι αυτός – αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς. 
Φυσικά του ζήτησαν να ομολογήσει κι άλλους συνενόχους, κι αυτοί με τη σειρά τους αρνήθηκαν στην αρχή και ομολόγησαν μετά από βασανιστήρια την ενοχή τους, και πάει λέγοντας. 
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δικαστές εκείνου του καιρού δεν μπορούσανε να αρκεστούν σε μια, προαποφασισμένη εδώ που τα λέμε, καταδίκη αλλά ήθελαν πρώτα να ησυχάσουν τη συνείδησή τους, ή ό,τι είχανε στη θέση της τέλος πάντων, αποσπώντας με κάθε θυσία (και στην καμπούρα του κατηγορούμενου) μια ομολογία.

torture SS2881477 2

Εδώ, θέλω ν’ ανοίξω, με ψευδομαντσονιανό τρόπο, μια μεγάλη παρένθεση για τα βασανιστήρια. Καταρχήν, μπορούμε άραγε να πούμε ότι εντάσσονται στη βιοπολιτική; 
Μάλλον όχι, αν σκεφτούμε τον τρόπο που τα χρησιμοποιούσαν, όπως μόλις είδαμε, στην απαρχή του Αιώνα των Φώτων. 
Ίσως ναι, αν σκεφτούμε τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, η οποία πολύ χριστιανικά επέτρεπε τα βασανιστήρια μόνο εφόσον δεν απειλούσαν τη ζωή του κατηγορούμενου και μόνο εφόσον δεν του προκαλούσαν ανήκεστη βλάβη (στη θεωρία τουλάχιστον). 
Αν μη τι άλλο, ενδιαφερόταν απλώς να πειθαρχήσει το σώμα, εξασφαλίζοντας με επιμέλεια την επιβίωση, ακόμα και την καλή υγεία. Βέβαια, ο λόγος για όλη αυτή τη μέριμνα, συχνά, αποδεικνυόταν λιγότερο βιοπολιτικός – και μύριζε τσίκνα. 
Από την άλλη, η επίσημη υπεράσπιση των βασανιστηρίων επανεμφανίστηκε στις απαρχές τούτου του αιώνα (όχι ότι η πρακτική είχε εκλείψει, κάθε άλλο, αλλά τουλάχιστον οι βασανιστές έπρεπε να διαψεύδουν την ίδια την ύπαρξή τους – και να υπερασπίζουν μέχρι τέλους τη διάψευσή τους, εν ανάγκη χρησιμοποιώντας κι άλλα βασανιστήρια), επανεμφανίστηκε λέω η θεωρητική δικαίωσή τους και η ρητορική τους εξύμνηση εν ονόματι του γενικού καλού (…κάποιον Μπους θα τον θυμόσαστε). 
Και ο κύκλος της, ας πούμε βιοπολιτικής επαναξιολόγησης των βασανιστηρίων ας κλείσει με την εν παρόδω μνημόνευση ενός άξιου υπουργού που χρωστάει τη θέση του, πέρα από τη βραβευμένη υποταγή του, στη φήμη που απόχτησε μέσα από την πρωτοποριακή χρήση πειραματικών βασανιστηρίων.
Πιο παραδοσιακά και πιο φιλολογικά, όμως, υπάρχει κάτι ακόμα που με διαολίζει στην υπόθεση αυτή, κι αυτό είναι η αταλάντευτη πεποίθηση των αρχαίων σοφών, ελλήνων και ρωμαίων, ότι τα βασανιστήρια αποτελούν εγγύηση της αλήθειας μιας ομολογίας. 
Έχω στο νου μου ένα απόσπασμα από κάποιο λόγο του Κικέρωνα, αλλά νομίζω ότι θα μπορούσε να βρει πολλά χωρία κάποιος ερευνητής και η πίστη αυτή μοιάζει να ήταν εδραιωμένη. Θεωρούσαν την αλήθεια ένα ακέραιο και ξεκάθαρο, στιλπνό και στρογγυλό, χειροπιαστό πράγμα, το οποίο ο ύποπτος έκρυβε συνειδητά ή ασυνείδητα μέσα στο σώμα του, όπως το ψάρι που είχε καταπιεί το δαχτυλίδι του Πολυκράτη – έπρεπε λοιπόν να βασανιστεί αυτό το σώμα για να υποχρεωθεί να το ξεράσει. Στην άλλη άκρη του Παλιού Κόσμου, οι σοφοί της αρχαίας Κίνας φαίνεται να πίστευαν ακράδαντα το ίδιο πράγμα. 
Η αντίθετη άποψη, που τη διατυπώνει υποδειγματικά κάπου ο Ουμπέρτο Έκο, και που την αποδεικνύει ένα πλήθος παραληρηματικών και άλλα αντ’ άλλων ομολογιών, δεν φαίνεται να υποστηρίχτηκε στα σοβαρά πριν απ’ το Διαφωτισμό, πριν δηλ. από στοχαστές όπως ο Πιέτρο Βέρι και ο Τσέζαρε Μπεκαρία που –κοίτα σύμπτωση– ήτανε παππούς του Μαντσόνι. (Για να είμαστε δίκαιοι, οι ιεροεξεταστές, σχολαστικοί με όλες τις έννοιες, φαίνεται ότι το είχαν υποψιαστεί: στο κάτω-κάτω, δεν ήθελαν να αποδίδουν λάθος αιρέσεις σε λάθος αιρετικούς στις πραγματείες τους – μάλιστα οι πιο ευσυνείδητοι ανάμεσά τους αποφεύγανε συνήθως τα βασανιστήρια, επειδή μάλλον τα θεωρούσαν άχρηστα για τους στόχους τους. 
Φαίνεται όμως ότι, μη θέλοντας να εκθέσουν τον κοσμικό βραχίονα, κράτησαν αυτή τη θεωρητική γνώση ανάμεσα στα άλλα επαγγελματικά μυστικά τους.) 
Τέλος της παρένθεσης.

torture SS2881450

Ομολόγησαν λοιπόν και γρήγορα εκτελέστηκαν, ο Γκουλιέλμο Πιάτσα, ο μπαρμπέρης και άλλοι, πέντε συνολικά, γρήγορα αλλά διόλου βιαστικά, μ’ ένα μακροσκελέστατο και γεμάτο φαντασία τρόπο που δε μου κάνει κέφι να περιγράψω. 
Του μπαρμπέρη μάλιστα, επιπλέον, του ισοπέδωσαν το μαγαζί και το σπίτι (μέθοδο που χρησιμοποιούν και ορισμένα πολιτισμένα κράτη σήμερα), ώστε να τιμωρηθεί κι η οικογένειά του και να ξεριζωθεί το κακό. 
Στη θέση του φτιάξανε πλατεία και στήσανε αναμνηστική στήλη και βάλανε κι επιγραφή, και την είπανε αυτή τη στήλη colonna infame, κολόνα της ατιμίας. Της ατιμίας ποιανού;

untori 9558137

Εκείνο το κύμα της πανούκλας (που στο Μιλάνο εξόντωσε την πλειοψηφία των κατοίκων) θεωρείται ότι έφτασε στην Ιταλία απ’ το βορρά, μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα που πολιόρκησαν τη Μάντοβα (1628) και, με διάφορους κύκλους και διαδρομές, σάρωσε όλη τη βόρεια Ιταλία (οι εκτιμήσεις για τους νεκρούς μιλάνε για κάτι ανάμεσα στο ένα τρίτο και το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού). 
Στα ιταλικά εδάφη της Republica, της Serenissima θέλω να πω, τέλος πάντων στη βενετσιάνικη ηπειρωτική επικράτεια, η πηγή που θα χρησιμοποιήσω παρακάτω λέει ότι «έλειψαν οι μισοί». 
Μετά, «πέρασε τη θάλασσα η θανατηφόρα μόλυνση κι έφτασε στην Κέρκυρα», στο νησί δηλ. του αφηγητή που μας μιλάει, ο οποίος είναι ο Αντρέας Μάρμορας, ο αριστοκράτης τοπικός ιστορικός του 17ου αιώνα.[2] Για να πούμε την αλήθεια, το θανατικό δεν φαίνεται να στάθηκε εκεί τόσο φοβερό, «non così fiero», όσο στην ιταλική χερσόνησο (παρά τις γλαφυρές περιγραφές που κυκλοφορούν για χμ, αγιολογικούς και θαυματολογικούς σκοπούς) και, όπως διαβάζουμε παρακάτω, μέσα σε τρεις-τέσσερις μήνες (από τα Χριστούγεννα μέχρι την Κυριακή των Βαΐων), οι νεκροί δεν ξεπέρασαν τους εξήντα («soli sessanta, e non più»), κι αυτό σ’ ένα νησί που μετρούσε περίπου 50.000 ψυχές.[3]

Marmoras 2

Όπως και να ’χει, «τη νύχτα των Χριστουγέννων [του 1629] σε τέσσερα σημεία της Πόλης φανερώθηκαν σημάδια της πανούκλας, με κίνδυνο, λόγω της κοσμοσυρροής, να μολυνθεί ολόκληρο το Nησί, γιατί ήταν μέσα στα τείχη όχι μόνο οι Δημότες (Cittadini) αλλά και πολλοί Χωρικοί (Villani), που είχαν έρθει για τη γιορτή από διάφορους Οικισμούς (Castelli)». 
Οι αρμόδιοι, οι Προβλεπτές για την Υγεία, «Proveditori alla Sanità», πήραν αμέσως μέτρα που δεν περιγράφονται, πάντως, λέει, ήταν πολύ αυστηρά («diligenze grandissime») – και παράλληλα, αμέσως άρχισαν τις ανακρίσεις («rigorosi processi») για να βρούνε την πηγή, «το πρώτο σπέρμα του κακού», il primo seme del male. 
Το συμπέρασμά τους ήταν ότι ο υπηρέτης ενός δικηγόρου, του Οδηγητριανού Σαραντάρη, είχε αγοράσει δυο τούρκικα μαντίλια («faccioletti turcheschi»), με προέλευση κάποιο ξένο καράβι («nave forastiera») και, θεωρώντας ο υπηρέτης ότι ήταν πολύ καλοφτιαγμένα, τα έκανε δώρο στην Κυρά του. Εκείνη πάλι, τα φύλαξε λέει στο σεντούκι μιανής κόρης της – κι αυτή η κόρη ήταν το πρώτο, μάλλον, θύμα της αρρώστιας. 
Πάντα κατά τους Προβλεπτές, το κακό εξαπλώθηκε ακριβώς κατά την κηδεία της – και επισήμαναν, εδώ, την κακή συνήθεια των γυναικών ν’ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται για να δηλώσουν τη συμπόνια τους. 
Η ειρωνεία είναι ότι ο αβοκάτος Σαραντάρης ήταν ο ίδιος ένας από τους Προβλεπτές για την Υγεία, αυτό όμως δεν τον βόηθησε και πολύ, όπως δεν βόηθησε και τον μιλανέζο Γκουλιέλμο Πιάτσα το οφίτσιο του Επιθεωρητή της Υγείας.

moreau 2

Ο Σαραντάρης μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λαζαρέτο κι εκεί, με συνοπτικές διαδικασίες και με όλη τη σπουδή μιας εξουσίας που ήθελε να δείξει πυγμή, καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε. 
Ο καλός μας ιστορικός διαμαρτύρεται, όπως θα σαστίζει και θ’ αγαναχτεί ο κάθε αναγνώστης του υποθέτω, γι’ αυτή την άδικη απόφαση και λέει ότι ο άνθρωπος ήταν εντελώς αθώος («innocentissimo»). 
Γράφοντας μερικές δεκαετίες αργότερα (ήταν παιδί όταν συνέβαιναν τα γεγονότα), επιχειρηματολογεί αναλυτικά και κάνει τη («συνωμοσιολογική») υπόθεση ότι ο καημένος ο αβοκάτος πρέπει να έπεσε θύμα σκευωρίας των προσωπικών του εχθρών, υπονοώντας αντίδικούς του σε δικαστικές υποθέσεις.[4] 
Ας παρηγορηθούμε από το γεγονός ότι, τουλάχιστον, η εκτέλεσή του ήταν γρήγορη και «ανθρωπιστική», σε αντίθεση με το κανιβαλικό θέαμα που έμελλε να ξετυλιχτεί λίγους μήνες αργότερα στο Μιλάνο, δηλ. απλώς τον ντουφεκίσανε («a colpi di muschetti l’uccisero») πάνω σε μια βάρκα, λίγο έξω από αυτό το νησάκι του λοιμοκαθαρτηρίου και των ντουφεκισμών.[5]

flaggel 2

Μετά, ακολούθησε η εποχή της χολέρας. Άλλοι καιροί, άλλες επιδημίες. 
Θυμήθηκα τώρα εκείνες τις σκηνές από το τέλος του Αλονζανφάν (μέσα στα καταφύγια, τι άλλο από παλιό καλό σινεμά;), με τη χολέρα να θερίζει τα χωριά του Νότου και τους χωρικούς να αυτομαστιγώνονται. 
Όχι και πολύ χριστιανικό μάλλον και όχι θεολογικά βάσιμο ασφαλώς, όμως ο παπάς του χωριού το δικιολογεί γεμάτος κατανόηση απέναντι στον κατά φαντασία απεσταλμένο του επίσκοπου: «Κάλλιο να μαστιγώνονται από μόνοι τους παρά να ξεσηκώνονται εναντίον της αρχής!». 
Αλλά κι αυτό, το αυτομαστίγωμα, είναι μια κληρονομιά από τον καιρό της πανούκλας, από τα χρόνια του Μαύρου Θανάτου, τη μεγάλη κι εξοντωτική επιδημία του 14ου αιώνα, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά, σε μαζική κλίμακα τουλάχιστον, αυτός ο καθαρτήριος εξορκισμός μέσω μαζοχιστικής αυτοτιμωρίας – κι αν δε με πιστεύετε ξαναδείτε την Έβδομη Σφραγίδα
Οι αυτομαστιγούμενοι τιμωρούσαν σκληρά τον εαυτό τους για τις προσωπικές τους αμαρτίες, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν προκαλέσει τη συλλογική συμφορά (αποδέχονταν δηλ. ένα είδος «ατομικής ευθύνης»). 
Από τότε και μέχρι σήμερα, το έθιμο αναβιώνει μεταφορικά σε περιόδους κρίσης – πάντα δικαιωμένο με το μεστό επιχείρημα που ξεστόμισε, ή ψιθύρισε μάλλον, εκείνος ο καλός εφημέριος του Νότου.

7thseal-1

Και κάτι τελευταίο, κάποιες συμπτώσεις ας πούμε. Κοντά στην πανούκλα του Μιλάνου, έπεσε η «εξέγερση του ψωμιού», οι ταραχές του Αγιού Μαρτίνου (βλ. σημ. 1), λίγο πριν, το 1628 για την ακρίβεια. 
Η πανούκλα της Κέρκυρας πάλι, βρίσκεται χρονολογικά τοποθετημένη ανάμεσα σε δυο μεγάλους τοπικούς αγροτικούς ξεσηκωμούς, του 1610 και κυρίως του 1640. Κι ο 14ος αιώνας δεν είναι μόνο ο αιώνας του Μαύρου Θανάτου αλλά κι ο αιώνας της Μεγάλης Ζακερί, της εξέγερσης των ciompi – και τόσων άλλων. 
Στην ταινία που αναφέρθηκε προηγουμένως η εξέγερση δεν συμβαίνει, και μάλιστα η ιδέα της γελοιοποιείται (υποθέτω εξαιτίας της πολύ-PCI λογικής των αδερφών Ταβιάνι, με τη γραμμική αντίληψη της ιστορίας να την κρίνει «πρώιμη» ή «ύστερη», εκτός εποχής πάντως), όμως το φάντασμά της στοιχειώνει – την ταινία και την εποχή της. Ποιος ξέρει λοιπόν…

allonsanfan