Ήταν στο Ρένο της Νεβάδα, καλοκαίρι του 1892.
Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες.
Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη "πειναλέα" πόλη.
Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν' ανοίγουν.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες.
Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο.
Βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση σ' αυτή την πόλη, που, μια μέρα, ξέφυγα απ' το φύλακα και τρύπωσα στο ιδιωτικό βαγόνι ενός περιοδεύοντα εκατομμυριούχου.
Το τρένο ξεκινούσε την ώρα που ανέβηκα στο βαγόνι και όρμηξα στον εκατομμυριούχο που λέγαμε, ενώ μόλις ένα βήμα πίσω μου είχα το φύλακα, που πολεμούσε να με τσακώσει.
Η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή, γιατί μόλις ακούμπησα τον εκατομμυριούχο, με τσίμπησε κι ο φύλακας.
Δεν είχα καιρό για τυπικότητες.
«Δω 'μου μια δεκάρα να φάω», είπα.
Κι όσο ζω δε θα ξεχάσω τον εκατομμυριούχο, που έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου 'δωσε... μάλιστα... ακριβώς... μια δεκάρα.
Πιστεύω ακράδαντα πως τόσο είχε αναστατωθεί, ώστε υπάκουσε αυτόματα και, από τότε, πολλές φορές κατηγόρησα τον εαυτό μου που δεν του ζήτησα ένα ολόκληρο δολάριο.
Γιατί ξέρω ότι θα μου το 'δινε.
Απομακρύνθηκα τρέχοντας απ' το ιδιωτικό βαγόνι, ενώ ο φύλακας πολεμούσε να μου δώσει μια κλοτσιά στη μούρη.
Δε με πέτυχε.
Κι ας βρισκόμουν σε πολύ μειονεκτική θέση, γιατί προσπαθούσα να κατέβω απ' το τελευταίο σκαλί του βαγονιού και να μη σπάσω κιόλας το λαιμό μου, ενώ ταυτόχρονα, είχα κι από πάνω απ' το βαγόνι έναν εξαγριωμένο αιθίοπα που προσπαθούσε να με χτυπήσει καταπρόσωπο με ποδάρες πενήντα νούμερο! Μα την πήρα τη δεκάρα! Την πήρα!
[….] Μα αυτό το κάτι που 'θελα να φάω με δυσκόλεψε πολύ.
Σε μια ντουζίνα σπίτια, με πέταξαν με τις κλωτσιές έξω.
Μερικές φορές, με πρόσβαλαν κιόλας και τα αμπαρωμένα σπίτια με πληροφορούσαν πως θα τις έτρωγα στα γερά αν τολμούσα να τα ενοχλήσω.
Το χειρότερο ήταν ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν σωστές.
Γι' αυτό και το 'χα πάρει απόφαση να φύγω την ίδια εκείνη νύχτα για τα δυτικά.
Ο Τζον ο Νόμος έφερνε βόλτες στην πόλη, γυρεύοντας τους νηστικούς και τους άστεγους, γιατί αυτό αξίωναν οι αμπαρωμένοι κάτοικοι της πόλης.
Σ' άλλα σπίτια, μου βροντούσαν κατάμουτρα την πόρτα, κόβοντας στη μέση τα ευγενικά και ταπεινά μου παρακάλια να μου δώσουν κάτι να φάω.
Σ' ένα σπίτι, δεν άνοιξαν καν την πόρτα.
Στάθηκα στο κατώφλι και χτύπησα κι οι από μέσα με κοιτούσαν απ' το παράθυρο.
Κρατούσαν μέχρι κι ένα καλοθρεμμένο παιδάκι ψηλά, στους ώμους τους, για να του δείξουν κι εκείνου τον αλήτη που δεν έμελλε να πάρει ούτε ψίχουλο απ' το σπίτι τους.
Άρχισα να καταλαβαίνω πως θα ήμουν υποχρεωμένος να στραφώ για φαγητό στους πολύ φτωχούς.
Οι πολύ φτωχοί είναι το τελευταίο και σίγουρο αποκούμπι για τους πεινασμένους αλήτες. Πάντα μπορείς να βασιστείς στους πολύ φτωχούς.
Ποτέ δε διώχνουν τους πεινασμένους.
Πάμπολλες φορές, σ' όποιο μέρος των ΗΠΑ κι αν βρισκόμουν, αρνήθηκαν να μου δώσουν φαΐ τα μέγαρα πάνω στους λόφους.
Μα πάντα μου 'διναν φαΐ τα φτωχοκάλυβα στο ρέμα ή στο έλος, που τα σπασμένα τους παράθυρα τα έκλειναν κουρέλια κι όπου κατοικούσαν μανάδες με κουρασμένο πρόσωπο, τσακισμένες απ' τη σκληρή δουλειά.
[….] Στη θύμησή μου έχει μείνει ένα συγκεκριμένο σπίτι απ' όπου με διώξανε κείνο το βράδυ. Τα παράθυρα της βεράντας έβλεπαν στην τραπεζαρία και μέσα απ' αυτά είδα έναν άντρα να τρώει πίτα, μια μεγάλη κρεατόπιτα.
Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα και, την ώρα που μιλούσαμε, εξακολουθούσε το φαγητό του. Ευημερούσε και η ευμάρειά του τον είχε κάνει να δυσφορεί με τα λιγότερο τυχερά αδέρφια του.
Έκοψε στη μέση τα παρακάλια μου να μου δώσουν κάτι να φάω και γαύγισε: «Δεν πιστεύω πως θες να δουλέψεις».
Ε, αυτό ήταν τελείως ξεκάρφωτο. Δεν είχα πει τίποτα για δουλειά.
Το θέμα της συζήτησης που άνοιξα ήταν το «φαΐ».
Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να δουλέψω. Ήθελα να πάρω το νυχτερινό τρένο για τα δυτικά.
«Δε θα πεινούσες αν έβρισκες δουλειά», γρύλλισε.
Έριξα μια ματιά στην πειθήνια γυναίκα του και κατάλαβα ότι, αν δεν ήταν παρών αυτός ο Κέρβερος, θα την είχα δοκιμάσει τούτη την κρεατόπιτα.
Μα ο Κέρβερος έτρωγε τώρα ολομόναχος την πίτα και κατάλαβα ότι, αν ήθελα να την δοκιμάσω κι εγώ, θα έπρεπε να τον κολακέψω.
Για τούτο, αναστέναξα βαθιά μέσα μου και δέχτηκα την εργασιακή του ηθική.
«Και βέβαια θέλω δουλειά», μπλοφάρησα.
«Δε σε πιστεύω», ξεφύσησε.
«Δοκίμασέ με», αποκρίθηκα, συνεχίζοντας τη μπλόφα μου.
«Εντάξει», είπε. «Έλα στη γωνιά του τάδε και του τάδε δρόμου» -(ξέχασα τα ονόματά τους)- «αύριο το πρωί. Ξέρεις, εκεί που είναι εκείνο το καμένο σπίτι. Θα σε βάλω ν' ανεβάζεις τούβλα».
«Εντάξει, κύριε. Θα 'ρθω».
Γρύλλισε κι εξακολούθησε το φαΐ του.
Εγώ περίμενα.
Μετά από ένα δυο λεπτά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε μ' ένα ύφος που 'λεγε «ακόμα εδώ είσαι;» και ρώτησε:
«Λοιπόν;».
«Πε...περιμένω να μου δώσετε κάτι να φάω», είπα ευγενικά.
«Το 'ξερα πως δεν ήθελες να δουλέψεις!» μούγκρισε.
Είχε δίκιο, φυσικά.
Μα στο συμπέρασμα του θα πρέπει να 'φτασε διαβάζοντας τη σκέψη μου, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσει με τη λογική σ' αυτό.
«Βλέπετε, τώρα πεινάω», είπα, ήρεμα πάλι.
«Αύριο το πρωί θα πεινάω ακόμα περισσότερο.
Σκεφτείτε πόσο θα πεινάω αν όλη τη μέρα ανεβάζω τούβλα χωρίς να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου.
Αν, όμως, μου δώσετε κάτι να φάω τώρα, αύριο θα είμαι σε καλή φόρμα και θα κουβαλήσω τα τούβλα».
Συλλογίστηκε για ώρα το επιχείρημά μου, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να μασάει.
Η γυναίκα του έκανε τρέμοντας κάτι να πει, για να εξιλεωθούν οικογενειακά, μα δεν τόλμησε.
«Να σου πω τι θα κάνω», μου είπε ανάμεσα στις μπουκιές του.
«Θα 'ρθεις να δουλέψεις αύριο και το μεσημέρι θα σου δώσω μια μπροστάντζα για να πας να φας. Αυτό θα δείξει αν μιλάς ειλικρινά ή όχι».
«Στο μεταξύ...», άρχισα να λέω, μα με διέκοψε.
«Αν σου δώσω κάτι να φας τώρα, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ.
Α, σας ξέρω εσάς.
Για δες με καλά.
Δε χρωστάω σε κανέναν.
Και ποτέ δεν έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γυρεύω φαγητό από άλλον.
Πάντα έβγαζα το ψωμί μου.
Το κακό με σένα είναι πως είσαι τεμπέλης κι ακαμάτης.
Το βλέπω στο πρόσωπό σου.
Εγώ δούλεψα και ήμουν τίμιος.
Μόνος μου ανέβηκα στη θέση που βρίσκομαι.
Και συ μπορείς να κάνεις το ίδιο, φτάνει να δουλέψεις και να 'σαι τίμιος».
«Όπως εσείς;» ρώτησα.
Αλίμονο, η βλοσυρή, τσακισμένη απ' τη δουλειά ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν άφηνε να την αγγίξει ούτε μια αχτίδα χιούμορ.
«Ναι, όπως εγώ», αποκρίθηκε.
«Όλοι μας;» ρώτησα.
«Ναι, όλοι σας», απάντησε, με φωνή γεμάτη σιγουριά.
«Μα αν γινόμασταν όλοι σαν κι εσάς», είπα, «επιτρέψτε μου να σας επισημάνω πως δε θα έμενε κανένας για ν' ανεβάζει τούβλα για λογαριασμό σας».
Τ ορκίζομαι, τα μάτια της γυναίκας του σα να χαμογέλασαν φευγαλέα.
Όσο για κείνον, έμεινε εμβρόντητος.
Ποτέ δεν θα μάθω αν αυτό έγινε επειδή φαντάστηκε μιαν ανθρωπότητα μεταρρυθμισμένη, όπου δε θα μπορούσε ν' απασχολήσει ανθρώπους για να κουβαλάνε τούβλα, ή εξαιτίας του θράσους μου.
Jack London (1876-1916)
Κάθε λίγο και λιγάκι, σε εφημερίδες, περιοδικά και λεξικά με βιογραφίες, διαβάζω για τη ζωή μου.
Τα κείμενα αυτά, με προσοχή και περίσκεψη διατυπωμένα, με πληροφορούν ότι έγινα αλήτης με σκοπό να μελετήσω κοινωνιολογία.
Αυτό δείχνει μεν την φρόνηση και τη διακριτικότητα των βιογράφων μου, αλλά δεν είναι διόλου σωστό.
Έγινα αλήτης... ε, γιατί είχα μέσα μου δίψα για ζωή, γιατί μες στο αίμα μου είχα τη λαχτάρα της περιπέτειας, που δε μ' άφηνε να μείνω ήσυχος.
Η κοινωνιολογία ήρθε μετά, τελείως συμπτωματικά.
Ήρθε μετά, όπως το δέρμα σου υγραίνεται αφού πρώτα σε καταβρέξουνε.
Βγήκα "στο Δρόμο" γιατί δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ' αυτόν.
Γιατί στην τσέπη μου δεν είχα παράδες για ν' αγοράσω εισιτήριο για το τρένο.
Γιατί ήμουν έτσι καμωμένος, ώστε το θεωρούσα αδιανόητο να δουλεύω σ' όλη μου τη ζωή στο ίδιο μέρος.
Γιατί... ε, γιατί μου ήταν ευκολότερο να βγω στο Δρόμο, παρά να μη βγω.
Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες.
Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη "πειναλέα" πόλη.
Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν' ανοίγουν.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες.
Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο.
Βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση σ' αυτή την πόλη, που, μια μέρα, ξέφυγα απ' το φύλακα και τρύπωσα στο ιδιωτικό βαγόνι ενός περιοδεύοντα εκατομμυριούχου.
Το τρένο ξεκινούσε την ώρα που ανέβηκα στο βαγόνι και όρμηξα στον εκατομμυριούχο που λέγαμε, ενώ μόλις ένα βήμα πίσω μου είχα το φύλακα, που πολεμούσε να με τσακώσει.
Η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή, γιατί μόλις ακούμπησα τον εκατομμυριούχο, με τσίμπησε κι ο φύλακας.
Δεν είχα καιρό για τυπικότητες.
«Δω 'μου μια δεκάρα να φάω», είπα.
Κι όσο ζω δε θα ξεχάσω τον εκατομμυριούχο, που έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου 'δωσε... μάλιστα... ακριβώς... μια δεκάρα.
Πιστεύω ακράδαντα πως τόσο είχε αναστατωθεί, ώστε υπάκουσε αυτόματα και, από τότε, πολλές φορές κατηγόρησα τον εαυτό μου που δεν του ζήτησα ένα ολόκληρο δολάριο.
Γιατί ξέρω ότι θα μου το 'δινε.
Απομακρύνθηκα τρέχοντας απ' το ιδιωτικό βαγόνι, ενώ ο φύλακας πολεμούσε να μου δώσει μια κλοτσιά στη μούρη.
Δε με πέτυχε.
Κι ας βρισκόμουν σε πολύ μειονεκτική θέση, γιατί προσπαθούσα να κατέβω απ' το τελευταίο σκαλί του βαγονιού και να μη σπάσω κιόλας το λαιμό μου, ενώ ταυτόχρονα, είχα κι από πάνω απ' το βαγόνι έναν εξαγριωμένο αιθίοπα που προσπαθούσε να με χτυπήσει καταπρόσωπο με ποδάρες πενήντα νούμερο! Μα την πήρα τη δεκάρα! Την πήρα!
[….] Μα αυτό το κάτι που 'θελα να φάω με δυσκόλεψε πολύ.
Σε μια ντουζίνα σπίτια, με πέταξαν με τις κλωτσιές έξω.
Μερικές φορές, με πρόσβαλαν κιόλας και τα αμπαρωμένα σπίτια με πληροφορούσαν πως θα τις έτρωγα στα γερά αν τολμούσα να τα ενοχλήσω.
Το χειρότερο ήταν ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν σωστές.
Γι' αυτό και το 'χα πάρει απόφαση να φύγω την ίδια εκείνη νύχτα για τα δυτικά.
Ο Τζον ο Νόμος έφερνε βόλτες στην πόλη, γυρεύοντας τους νηστικούς και τους άστεγους, γιατί αυτό αξίωναν οι αμπαρωμένοι κάτοικοι της πόλης.
Σ' άλλα σπίτια, μου βροντούσαν κατάμουτρα την πόρτα, κόβοντας στη μέση τα ευγενικά και ταπεινά μου παρακάλια να μου δώσουν κάτι να φάω.
Σ' ένα σπίτι, δεν άνοιξαν καν την πόρτα.
Στάθηκα στο κατώφλι και χτύπησα κι οι από μέσα με κοιτούσαν απ' το παράθυρο.
Κρατούσαν μέχρι κι ένα καλοθρεμμένο παιδάκι ψηλά, στους ώμους τους, για να του δείξουν κι εκείνου τον αλήτη που δεν έμελλε να πάρει ούτε ψίχουλο απ' το σπίτι τους.
Άρχισα να καταλαβαίνω πως θα ήμουν υποχρεωμένος να στραφώ για φαγητό στους πολύ φτωχούς.
Οι πολύ φτωχοί είναι το τελευταίο και σίγουρο αποκούμπι για τους πεινασμένους αλήτες. Πάντα μπορείς να βασιστείς στους πολύ φτωχούς.
Ποτέ δε διώχνουν τους πεινασμένους.
Πάμπολλες φορές, σ' όποιο μέρος των ΗΠΑ κι αν βρισκόμουν, αρνήθηκαν να μου δώσουν φαΐ τα μέγαρα πάνω στους λόφους.
Μα πάντα μου 'διναν φαΐ τα φτωχοκάλυβα στο ρέμα ή στο έλος, που τα σπασμένα τους παράθυρα τα έκλειναν κουρέλια κι όπου κατοικούσαν μανάδες με κουρασμένο πρόσωπο, τσακισμένες απ' τη σκληρή δουλειά.
[….] Στη θύμησή μου έχει μείνει ένα συγκεκριμένο σπίτι απ' όπου με διώξανε κείνο το βράδυ. Τα παράθυρα της βεράντας έβλεπαν στην τραπεζαρία και μέσα απ' αυτά είδα έναν άντρα να τρώει πίτα, μια μεγάλη κρεατόπιτα.
Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα και, την ώρα που μιλούσαμε, εξακολουθούσε το φαγητό του. Ευημερούσε και η ευμάρειά του τον είχε κάνει να δυσφορεί με τα λιγότερο τυχερά αδέρφια του.
Έκοψε στη μέση τα παρακάλια μου να μου δώσουν κάτι να φάω και γαύγισε: «Δεν πιστεύω πως θες να δουλέψεις».
Ε, αυτό ήταν τελείως ξεκάρφωτο. Δεν είχα πει τίποτα για δουλειά.
Το θέμα της συζήτησης που άνοιξα ήταν το «φαΐ».
Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να δουλέψω. Ήθελα να πάρω το νυχτερινό τρένο για τα δυτικά.
«Δε θα πεινούσες αν έβρισκες δουλειά», γρύλλισε.
Έριξα μια ματιά στην πειθήνια γυναίκα του και κατάλαβα ότι, αν δεν ήταν παρών αυτός ο Κέρβερος, θα την είχα δοκιμάσει τούτη την κρεατόπιτα.
Μα ο Κέρβερος έτρωγε τώρα ολομόναχος την πίτα και κατάλαβα ότι, αν ήθελα να την δοκιμάσω κι εγώ, θα έπρεπε να τον κολακέψω.
Για τούτο, αναστέναξα βαθιά μέσα μου και δέχτηκα την εργασιακή του ηθική.
«Και βέβαια θέλω δουλειά», μπλοφάρησα.
«Δε σε πιστεύω», ξεφύσησε.
«Δοκίμασέ με», αποκρίθηκα, συνεχίζοντας τη μπλόφα μου.
«Εντάξει», είπε. «Έλα στη γωνιά του τάδε και του τάδε δρόμου» -(ξέχασα τα ονόματά τους)- «αύριο το πρωί. Ξέρεις, εκεί που είναι εκείνο το καμένο σπίτι. Θα σε βάλω ν' ανεβάζεις τούβλα».
«Εντάξει, κύριε. Θα 'ρθω».
Γρύλλισε κι εξακολούθησε το φαΐ του.
Εγώ περίμενα.
Μετά από ένα δυο λεπτά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε μ' ένα ύφος που 'λεγε «ακόμα εδώ είσαι;» και ρώτησε:
«Λοιπόν;».
«Πε...περιμένω να μου δώσετε κάτι να φάω», είπα ευγενικά.
«Το 'ξερα πως δεν ήθελες να δουλέψεις!» μούγκρισε.
Είχε δίκιο, φυσικά.
Μα στο συμπέρασμα του θα πρέπει να 'φτασε διαβάζοντας τη σκέψη μου, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσει με τη λογική σ' αυτό.
«Βλέπετε, τώρα πεινάω», είπα, ήρεμα πάλι.
«Αύριο το πρωί θα πεινάω ακόμα περισσότερο.
Σκεφτείτε πόσο θα πεινάω αν όλη τη μέρα ανεβάζω τούβλα χωρίς να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου.
Αν, όμως, μου δώσετε κάτι να φάω τώρα, αύριο θα είμαι σε καλή φόρμα και θα κουβαλήσω τα τούβλα».
Συλλογίστηκε για ώρα το επιχείρημά μου, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να μασάει.
Η γυναίκα του έκανε τρέμοντας κάτι να πει, για να εξιλεωθούν οικογενειακά, μα δεν τόλμησε.
«Να σου πω τι θα κάνω», μου είπε ανάμεσα στις μπουκιές του.
«Θα 'ρθεις να δουλέψεις αύριο και το μεσημέρι θα σου δώσω μια μπροστάντζα για να πας να φας. Αυτό θα δείξει αν μιλάς ειλικρινά ή όχι».
«Στο μεταξύ...», άρχισα να λέω, μα με διέκοψε.
«Αν σου δώσω κάτι να φας τώρα, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ.
Α, σας ξέρω εσάς.
Για δες με καλά.
Δε χρωστάω σε κανέναν.
Και ποτέ δεν έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γυρεύω φαγητό από άλλον.
Πάντα έβγαζα το ψωμί μου.
Το κακό με σένα είναι πως είσαι τεμπέλης κι ακαμάτης.
Το βλέπω στο πρόσωπό σου.
Εγώ δούλεψα και ήμουν τίμιος.
Μόνος μου ανέβηκα στη θέση που βρίσκομαι.
Και συ μπορείς να κάνεις το ίδιο, φτάνει να δουλέψεις και να 'σαι τίμιος».
«Όπως εσείς;» ρώτησα.
Αλίμονο, η βλοσυρή, τσακισμένη απ' τη δουλειά ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν άφηνε να την αγγίξει ούτε μια αχτίδα χιούμορ.
«Ναι, όπως εγώ», αποκρίθηκε.
«Όλοι μας;» ρώτησα.
«Ναι, όλοι σας», απάντησε, με φωνή γεμάτη σιγουριά.
«Μα αν γινόμασταν όλοι σαν κι εσάς», είπα, «επιτρέψτε μου να σας επισημάνω πως δε θα έμενε κανένας για ν' ανεβάζει τούβλα για λογαριασμό σας».
Τ ορκίζομαι, τα μάτια της γυναίκας του σα να χαμογέλασαν φευγαλέα.
Όσο για κείνον, έμεινε εμβρόντητος.
Ποτέ δεν θα μάθω αν αυτό έγινε επειδή φαντάστηκε μιαν ανθρωπότητα μεταρρυθμισμένη, όπου δε θα μπορούσε ν' απασχολήσει ανθρώπους για να κουβαλάνε τούβλα, ή εξαιτίας του θράσους μου.
Jack London (1876-1916)
Κάθε λίγο και λιγάκι, σε εφημερίδες, περιοδικά και λεξικά με βιογραφίες, διαβάζω για τη ζωή μου.
Τα κείμενα αυτά, με προσοχή και περίσκεψη διατυπωμένα, με πληροφορούν ότι έγινα αλήτης με σκοπό να μελετήσω κοινωνιολογία.
Αυτό δείχνει μεν την φρόνηση και τη διακριτικότητα των βιογράφων μου, αλλά δεν είναι διόλου σωστό.
Έγινα αλήτης... ε, γιατί είχα μέσα μου δίψα για ζωή, γιατί μες στο αίμα μου είχα τη λαχτάρα της περιπέτειας, που δε μ' άφηνε να μείνω ήσυχος.
Η κοινωνιολογία ήρθε μετά, τελείως συμπτωματικά.
Ήρθε μετά, όπως το δέρμα σου υγραίνεται αφού πρώτα σε καταβρέξουνε.
Βγήκα "στο Δρόμο" γιατί δεν μπορούσα να μείνω μακριά απ' αυτόν.
Γιατί στην τσέπη μου δεν είχα παράδες για ν' αγοράσω εισιτήριο για το τρένο.
Γιατί ήμουν έτσι καμωμένος, ώστε το θεωρούσα αδιανόητο να δουλεύω σ' όλη μου τη ζωή στο ίδιο μέρος.
Γιατί... ε, γιατί μου ήταν ευκολότερο να βγω στο Δρόμο, παρά να μη βγω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου