Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πανέμορφη χώρα στην οποία βασίλευε ένας καλός και δίκαιος βασιλιάς.
Ο τόπος ήταν καρποφόρος, οι άνθρωποι καλοφαγωμένοι κι ευτυχισμένοι.
Ο βασιλιάς τους φρόντιζε να έχουν όλα τα καλά, να μην τους λείπει τίποτα, να μην τους δυσαρεστήσει.
Ο τόπος ήταν καρποφόρος, οι άνθρωποι καλοφαγωμένοι κι ευτυχισμένοι.
Ο βασιλιάς τους φρόντιζε να έχουν όλα τα καλά, να μην τους λείπει τίποτα, να μην τους δυσαρεστήσει.
Ειρήνη και ομόνοια βασίλευε στο κράτος.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια…
Ο βασιλιάς όμως είχε πάντα την έννοια του τι θα έπρεπε να κάνει σε περίπτωση που τα πράγματα στράβωναν.
Μια μέρα λοιπόν κάλεσε τους σοφούς γέροντες του παλατιού, τους εξέφρασε την αγωνία του και τους ζήτησε τη συμβουλή τους.
Οι γέροντες, αφού συνεδρίασαν για αρκετή ώρα, επέστρεψαν στον βασιλιά με ένα δαχτυλίδι, το οποίο στο πάνω μέρος είχε μια μικρή θήκη.
“Φόρεσέ το, πολυχρονεμένε μας βασιλιά”, του είπαν.
“Στη θήκη αυτού του δαχτυλιδιού υπάρχει ένα σημείωμα με τη συμβουλή μας, αλλά θα το διαβάσεις μόνο όταν θα έχουν καταστραφεί τα πάντα και δε θα υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας”.
Ο βασιλιάς τους ευχαρίστησε και φόρεσε το δαχτυλίδι.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν μέσα στην ευημερία κι ο βασιλιάς ξέχασε ότι μέσα στο δαχτυλίδι του υπήρχε το σημείωμα των σοφών συμβούλων του.
Ώσπου ήρθαν καιροί χαλεποί…
Στο βασίλειο έπεσε ξηρασία, ο κόσμος άρχισε να πεινάει, να κλέβει, να αλληλοσπαράσσεται, ενώ κατέφθασαν και εχθροί με τα στρατεύματά τους από τα γύρω βασίλεια για να αλώσουν τη χώρα. Τελικά, αφανίστηκαν τα πάντα…
Ο βασιλιάς κυνηγημένος, καβάλα σε ένα άλογο, έφτασε στην κορυφή ενός βουνού για να περισώσει τον εαυτό του.
Ατενίζοντας το κατεστραμμένο του βασίλειο μέσα στη θλίψη και την απογοήτευσή του θυμήθηκε ότι κάποτε είχε ζητήσει από τους σοφούς να του δώσουν μια λύση για τη σωτηρία του λαού του και του κράτους του.
Έσκυψε, κοίταξε το δαχτυλίδι και αποφάσισε να το ανοίξει, αφού τώρα πια είχαν χαθεί όλα.
Έβγαλε μέσα από τη θήκη το σημείωμα, το ξεδίπλωσε και το διάβασε.
Το σημείωμα έγραφε: “Κι αυτό θα περάσει”…
Ο βασιλιάς όμως είχε πάντα την έννοια του τι θα έπρεπε να κάνει σε περίπτωση που τα πράγματα στράβωναν.
Μια μέρα λοιπόν κάλεσε τους σοφούς γέροντες του παλατιού, τους εξέφρασε την αγωνία του και τους ζήτησε τη συμβουλή τους.
Οι γέροντες, αφού συνεδρίασαν για αρκετή ώρα, επέστρεψαν στον βασιλιά με ένα δαχτυλίδι, το οποίο στο πάνω μέρος είχε μια μικρή θήκη.
“Φόρεσέ το, πολυχρονεμένε μας βασιλιά”, του είπαν.
“Στη θήκη αυτού του δαχτυλιδιού υπάρχει ένα σημείωμα με τη συμβουλή μας, αλλά θα το διαβάσεις μόνο όταν θα έχουν καταστραφεί τα πάντα και δε θα υπάρχει καμία ελπίδα σωτηρίας”.
Ο βασιλιάς τους ευχαρίστησε και φόρεσε το δαχτυλίδι.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν μέσα στην ευημερία κι ο βασιλιάς ξέχασε ότι μέσα στο δαχτυλίδι του υπήρχε το σημείωμα των σοφών συμβούλων του.
Ώσπου ήρθαν καιροί χαλεποί…
Στο βασίλειο έπεσε ξηρασία, ο κόσμος άρχισε να πεινάει, να κλέβει, να αλληλοσπαράσσεται, ενώ κατέφθασαν και εχθροί με τα στρατεύματά τους από τα γύρω βασίλεια για να αλώσουν τη χώρα. Τελικά, αφανίστηκαν τα πάντα…
Ο βασιλιάς κυνηγημένος, καβάλα σε ένα άλογο, έφτασε στην κορυφή ενός βουνού για να περισώσει τον εαυτό του.
Ατενίζοντας το κατεστραμμένο του βασίλειο μέσα στη θλίψη και την απογοήτευσή του θυμήθηκε ότι κάποτε είχε ζητήσει από τους σοφούς να του δώσουν μια λύση για τη σωτηρία του λαού του και του κράτους του.
Έσκυψε, κοίταξε το δαχτυλίδι και αποφάσισε να το ανοίξει, αφού τώρα πια είχαν χαθεί όλα.
Έβγαλε μέσα από τη θήκη το σημείωμα, το ξεδίπλωσε και το διάβασε.
Το σημείωμα έγραφε: “Κι αυτό θα περάσει”…