Η τοποθεσία που χτιζόταν ένα γεφύρι ήταν, πολλές φορές, το μοναδικό σημείο που μπορούσε κάποιος να περάσει το ποτάμι, για να πάει από το ένα χωριό στο άλλο.
Έτσι, τα γεφύρια αποτέλεσαν τον πόλο ανάπτυξης διαφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων κι έγιναν το κέντρο μιας οικονομίας που είχε σα στόχο την αξιοποίηση του «περάσματος».
Βρίσκουμε λοιπόν, κοντά σε γεφύρια, τις περισσότερες φορές ερειπωμένα σήμερα, χάνια, νερόμυλους,
μαντάνια,
νεροτριβές και υδροπρίονα..
Τα χάνια κτίζονταν εκεί για να επωφεληθούν από το πέρασμα του κόσμου, ενώ τις υπόλοιπες κατασκευές τις έφτιαχναν διότι, εκτός της πολυκοσμίας, υπήρχε στα σημεία αυτά και άφθονο νερό, αναγκαίο για την παραγωγή ενέργειας και κίνησης.
Ευρυτανία
Μία επικερδής επιχείρηση στις περιοχές κοντά στα γεφύρια ήταν η κατασκευή και η λειτουργία χανιών, ανάμεσα στ’ άλλα και απαραίτητος σταθμός για τους ταξιδιώτες.
Πολυσύχναστα χάνια υπήρχαν κοντά σε μεγάλα και ονομαστά γεφύρια, όπως το χάνι που βρισκόταν δίπλα στο γεφύρι του Μανώλη ή το χάνι του Μπαλτά..
Τα χάνια, την εποχή του 17ου έως και του 19ου αιώνα, στην οποία αναφερόμαστε, ήταν κάτι σαν τα σημερινά πανδοχεία.
Προσφέρανε πολλές υπηρεσίες στους ταξιδευτές, όπως προστασία από τους ληστές και τους κλέφτες,
πληροφορίες για την κατάσταση των δρόμων,
φαγητό και ύπνο στους εξαντλημένους οδοιπόρους,
περιποίηση και σανό για τα υποζύγια.
Τέλος, χρησίμευαν σαν τόπος αντάμωσης που μπορούσε κανείς να περιμένει ή να συναντήσει γνωστούς και φίλους.
Τα παλιότερα χρόνια, πριν γίνουν οι αμαξιτοί δρόμοι, τη συγκοινωνία της ενδοχώρας από τα λιμάνια και τους σταθμούς των τραίνων την εκτελούσαν τα υποζύγια.
Από την έδρα του νομού και της επαρχίας ξεκινούσαν τα καραβάνια των μουλαριών για τις πόλεις και τα χωριά.
Από μέσα από τα Γιάννενα προπολεμικά, ξεκινούσαν τα μουλάρια για το Μέτσοβο,
για το Ζαγόρι,
τη Ζίτσα
την Παραμυθιά, για τα χωριά των Τζουμέρκων, πορεία δυο ημερών.
Άλλη τόση απόσταση, στα παλιά χρόνια, χώριζε το Καρπενήσι από τη Λαμία και το Αγρίνιο.
Τώρα περνάει παντού η ρόδα στους καινούργιους αμαξόδρομους, που άνοιξαν τα σύγχρονα μεγαθήρια της μπολτόζας,
των γκρέϊντερ και τα εκρηκτικά μηχανήματα των κομπρεσέρ, με τα οποία σχίζουν τους βράχους στις ποταμιές και τ’ άγρια στεφάνια των βουνών μας.
Έτσι οι παλιές δημοσιές που ακολουθούσαν τα καραβάνια εγκαταλείπονται.
Οι πιο πολλές ρήμαξαν και χορτάριασαν.
Μαζί τους ρήμαξαν κι’ οι περίφημοι σταθμοί των καραβανιών, τα χάνια.
Ήσαν τα λιμάνια των καπετάνιων της ξηράς, των κερατζήδων.
Σ’ αυτά ο στρατοκόπος,
ο ταξιδιώτης έκανε τη στάση του, για να ξαποστάσει από την κούραση της πορείας.
Κι’ είχαν διαλέξει για τους σταθμούς αυτού, τα χάνια, τις πιο όμορφες και γραφικές θέσεις της εξοχής.
Απαγκιασμένα μέσα στην πράσινη λόχμη της ποταμιάς με τα θεόρατα πλατάνια ή ψηλά στ’ αγναντερά διάσελα, δίπλα σε γάργαρες βρύσες και κεφαλάρια, κοντά σε πηγές με πέτρινες κούπες, για να γεύονται το νερό διαβάτες και υποζύγια .
Το καλοκαίρι με τα λιοπύρια, το χειμώνα με τα χιόνια και τα δρολάπια, στα χάνια ορμούσαν οι αγωγιάτες κι’ οι ταξιδιώτες για να χαρούν εκεί τη δροσιά και τη θαλπωρή.
Ο Χατζής είχε πάντοτε το κουμάντο του.
Άφτονη τροφή – χόρτο, άχυρο, τριφύλλι – για τ’ άλογα και τα μουλάρια, γεμάτα τα κρασοβάρελα και το λεβητοστάσιο της φασουλάδας για τους ξένους.
Το λιτό έδεσμα του χανιού είχε γίνει παροιμιώδες.
Ανεξάντλητο σαν τη βιβλική βάτο, τη "φλεγόμενη και μη καιόμενη" του όρους Σινά:
Καλαμπόκι στο χάνι
νερό στη φασουλάδα!
Δίπλα στην ποταμιά είχε πολλές φορές το ποτιστικό του τριφυλλοχόραφο ο χατζής και μοσχοπωλούσε την παραγωγή του στα καραβάνια.
Ήτανε ο καλύτερος νοικοκύρης απ’ όλους τους εξοχίτες, όπως επίσης οι κερατζήδες με τα πολλά υποζύγια.
Ήσαν οι καπετάνοι της ξηράς στους οποίους γίνονταν πανηγυρική υποδοχή στα χάνια...
Πολυσύχναστα χάνια υπήρχαν κοντά σε μεγάλα και ονομαστά γεφύρια, όπως το χάνι που βρισκόταν δίπλα στο γεφύρι του Μανώλη ή το χάνι του Μπαλτά..
Τα χάνια, την εποχή του 17ου έως και του 19ου αιώνα, στην οποία αναφερόμαστε, ήταν κάτι σαν τα σημερινά πανδοχεία.
Προσφέρανε πολλές υπηρεσίες στους ταξιδευτές, όπως προστασία από τους ληστές και τους κλέφτες,
πληροφορίες για την κατάσταση των δρόμων,
φαγητό και ύπνο στους εξαντλημένους οδοιπόρους,
περιποίηση και σανό για τα υποζύγια.
Τέλος, χρησίμευαν σαν τόπος αντάμωσης που μπορούσε κανείς να περιμένει ή να συναντήσει γνωστούς και φίλους.
Τα παλιότερα χρόνια, πριν γίνουν οι αμαξιτοί δρόμοι, τη συγκοινωνία της ενδοχώρας από τα λιμάνια και τους σταθμούς των τραίνων την εκτελούσαν τα υποζύγια.
Από την έδρα του νομού και της επαρχίας ξεκινούσαν τα καραβάνια των μουλαριών για τις πόλεις και τα χωριά.
Από μέσα από τα Γιάννενα προπολεμικά, ξεκινούσαν τα μουλάρια για το Μέτσοβο,
για το Ζαγόρι,
τη Ζίτσα
την Παραμυθιά, για τα χωριά των Τζουμέρκων, πορεία δυο ημερών.
Άλλη τόση απόσταση, στα παλιά χρόνια, χώριζε το Καρπενήσι από τη Λαμία και το Αγρίνιο.
Τώρα περνάει παντού η ρόδα στους καινούργιους αμαξόδρομους, που άνοιξαν τα σύγχρονα μεγαθήρια της μπολτόζας,
των γκρέϊντερ και τα εκρηκτικά μηχανήματα των κομπρεσέρ, με τα οποία σχίζουν τους βράχους στις ποταμιές και τ’ άγρια στεφάνια των βουνών μας.
Έτσι οι παλιές δημοσιές που ακολουθούσαν τα καραβάνια εγκαταλείπονται.
Οι πιο πολλές ρήμαξαν και χορτάριασαν.
Μαζί τους ρήμαξαν κι’ οι περίφημοι σταθμοί των καραβανιών, τα χάνια.
Ήσαν τα λιμάνια των καπετάνιων της ξηράς, των κερατζήδων.
Σ’ αυτά ο στρατοκόπος,
ο ταξιδιώτης έκανε τη στάση του, για να ξαποστάσει από την κούραση της πορείας.
Κι’ είχαν διαλέξει για τους σταθμούς αυτού, τα χάνια, τις πιο όμορφες και γραφικές θέσεις της εξοχής.
Απαγκιασμένα μέσα στην πράσινη λόχμη της ποταμιάς με τα θεόρατα πλατάνια ή ψηλά στ’ αγναντερά διάσελα, δίπλα σε γάργαρες βρύσες και κεφαλάρια, κοντά σε πηγές με πέτρινες κούπες, για να γεύονται το νερό διαβάτες και υποζύγια .
Το καλοκαίρι με τα λιοπύρια, το χειμώνα με τα χιόνια και τα δρολάπια, στα χάνια ορμούσαν οι αγωγιάτες κι’ οι ταξιδιώτες για να χαρούν εκεί τη δροσιά και τη θαλπωρή.
Ο Χατζής είχε πάντοτε το κουμάντο του.
Άφτονη τροφή – χόρτο, άχυρο, τριφύλλι – για τ’ άλογα και τα μουλάρια, γεμάτα τα κρασοβάρελα και το λεβητοστάσιο της φασουλάδας για τους ξένους.
Το λιτό έδεσμα του χανιού είχε γίνει παροιμιώδες.
Ανεξάντλητο σαν τη βιβλική βάτο, τη "φλεγόμενη και μη καιόμενη" του όρους Σινά:
Καλαμπόκι στο χάνι
νερό στη φασουλάδα!
Δίπλα στην ποταμιά είχε πολλές φορές το ποτιστικό του τριφυλλοχόραφο ο χατζής και μοσχοπωλούσε την παραγωγή του στα καραβάνια.
Ήτανε ο καλύτερος νοικοκύρης απ’ όλους τους εξοχίτες, όπως επίσης οι κερατζήδες με τα πολλά υποζύγια.
Ήσαν οι καπετάνοι της ξηράς στους οποίους γίνονταν πανηγυρική υποδοχή στα χάνια...
Το χάνι, λέξη περσικής προέλευσης, ανάγεται πιθανόν στους σταθμούς ανεφοδιασμού που οργάνωσαν οι Αχαιμενίδες - 6ος–5ος αιώνας π.Χ. στις μεγάλες οδικές αρτηρίες.Τέτοιοι σταθμοί, που ο Ηρόδοτος ονομάζει "καταλύσεις" και ο Κτησίας "emporia", γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση τον 13ο αιώνα στην Περσία,τη Συρία και την Ανατολία.Τα χάνια που κτίζονταν στους εμπορικούς δρόμους των καραβανιών/καραβάνσεραϊ οργανώνουν το χώρο αμυντικά γύρω από ένα αίθριο με λίγα ανοίγματα στο εξωτερικό και μικρό τζαμί στο κέντρο.Τον 17ο αιώνα τα χάνια των πόλεων καθιερώνονται όχι μόνο ως πανδοχεία αλλά και ως αγορά και χρηματιστήριο των εμπορικών ειδών.Για μας σήμερα, χώροι και καταλύματα μυθικά, που οι άνθρωποι αντάλλασσαν αγαθά, συνήθειες, ιδέες...Φτωχολογιά κι αριστοκρατία, εργατιά και κεφάλαιο, χωροφύλακες και ληστές -κάθε καρυδιάς καρύδι πέρασε από τα χάνια, για λίγο ή περισσότερο.
...Ο Χατζής αποτελούσε το Πρακτορείο ειδήσεων για την ενημέρωση της περιοχής, όπως μας βεβαιώνει ο τραγουδιστής των "Βουνών" Αθάνας.
9. Ήθελα να ήμουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα
και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π’ αραδίζει,
να τα μαθαίνω πρώτα εγώ της χώρας τα μαντάτα,
να ξέρω σ’ όλα τα χωριά ποιά κότα κακαρίζει . . . .
Ο ίδιος ο Αθάνας συνεχίζει την αφήγηση της παλιάς υπαίθριας ζωής των χατζήδων.
9. Νάχα φτηνό ξενόκρασο να πίνουν οι αγωγιάτες
να μην πολυπροσέχουνε στο ζύγι το τριφύλλι
μα για τις αγωγιάτισσες – ρούσσες και μαυρομάτες –
όλα ναν’ τάχω βερεσέ, να μαστε πάντα φίλοι...
Πληροφορίες και στιγμιότυπα για τα χάνια και τους χαντζήδες της περιοχής μας, βρίσκουμε σε διάφορες τοπικές εκδόσεις και βιβλία, ενώ πάμπολλες είναι οι διηγήσεις των παλιότερων που φτάνουν στ’ αυτιά μας .
Για τον χαντζή που είχε χάνι δίπλα στο γεφύρι του Μανώλη, διαβάζουμε ότι λεγόταν μπάρμπα Κολιός και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν οι όμορφες κόρες του, που προσπαθούσαν να τις ξελογιάσουν όλοι οι αρσενικοί της περιοχής!
Ονομαστά χάνια στην Ευρυτανία ήταν:
-. το χάνι του Μπαλτά κοντά στο ομώνυμο γεφύρι και πάνω στο δρόμο των προσκυνητών για τον Προυσό, που λειτουργούσε ως το 1990 περίπου,
-. το χάνι «στ’ Λιβανή», κοντά στο γεφύρι της Βίνιανης , του Γ. Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα, του Βλάχου, του Ρούμπα Ντάλλα, του Καρδαρά στο Μικρό Χωριό, του Νασιώκα, του Καρανάσου στο δρόμο από το Στένωμα στο Καρπενήσι, καθώς
και πολλά χάνια μέσα ή κοντά στα χωριά.
Στην κάτω Καρίτσα, δίπλα στο γεφύρι του Μύλου, βρίσκονταν τα χάνια του Κονταξή/Δημήτρη Δήμου, το οποίο αργότερα διατήρησε ο θετός γιος του Δημήτρης Ξοϊνης και
του Δημητρίου Δημόπουλου στην τοποθεσία «Πλάϊα».
Τα χάνια της Κουτσουκάλους/Δημήτρης Κουτσουκάλης και της Ρήνους/Βασιλείου Σερπάνου στο χωριό Στένωμα,
καθώς και το χάνι, που διατηρούσε ο Χρήστος Μουτσώκος, δίπλα στο γεφύρι της Τέμπλας μέχρι τις μέρες μας.
Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διάσημα χάνια της εποχής εκείνης ήταν του Καροπλεσίτη, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Νέας Βίνιανης.
Κάποια χρονική περίοδο, το εκμεταλλευόταν ο μπάρμπα Γιώργος, ο οποίος μόλις έβλεπε κανέναν να έρχεται απ’ τη μεριά του Καρπενησιού φώναζε: - Καλώς τον, καλώς τον.
Έφερες καμιά εφημερίδα;
Το χάνι αυτό το κάψανε οι Ιταλοί στην Κατοχή.
Μία έκφραση που ακούγεται στην περιοχή είναι: "Καλή αντάμωση στου Σκορδά το χάνι" και λέγεται όταν πιστεύεις ότι κάποιον θα αργήσεις πολύ να τον ξανασυναντήσεις.
Φαίνεται βέβαια, από την έκφραση αυτή, ότι τα χάνια, σα σημεία συνάντησης και επικοινωνίας στις παλιότερες εποχές, ήταν πολύ σημαντικά, εκεί κλείνονταν όλα τα "ραντεβού", από εκεί περνούσαν άνθρωποι, ιδέες, ειδήσεις και εμπορεύματα.
Σήμερα, τα περισσότερα χάνια είναι σωροί ερείπιων, αφού οι δρόμοι άλλαξαν τη ρότα τους και η χρήση του αυτοκινήτου έκανε πλέον τα ταξίδια σύντομα και άνετα.
Πολλοί όμως ακόμα τα θυμούνται με νοσταλγία, ιδίως αυτοί που κάποτε έφαγαν και ζεστάθηκαν σε κάποιο απ’ αυτά...
άντληση πληροφοριών από:
25. Σεραφείμ Κ. Τσίτσα, «Ελληνική ζωή και φύση», Κεφ. «Τα παλιά χάνια»
26. Στέφανος Γρανίτσας, «Τα άγρια του βουνού και του λόγγου», Κεφ. «Η αγριόγατα»
27. Δ . Λουκόπουλου, «Στ’ Άγραφα. Ένα ταξίδι», Σελ. 185
28. Κων/νου Α. Μπακατσιά, «Η Καρίτσα Καρπενησίου»
29. Εφημερίδα «Στένωμα Ευρυτανίας», Άρθρο του κ. Κώστα Χ. Βλάχου «Τα
τοπωνυμία του χωριού»
30. Δημ. Γούλα, Η Ευρυτανία και τα προβλήματά της, Σελ. 97
9. Ήθελα να ήμουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα
και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π’ αραδίζει,
να τα μαθαίνω πρώτα εγώ της χώρας τα μαντάτα,
να ξέρω σ’ όλα τα χωριά ποιά κότα κακαρίζει . . . .
Ο ίδιος ο Αθάνας συνεχίζει την αφήγηση της παλιάς υπαίθριας ζωής των χατζήδων.
9. Νάχα φτηνό ξενόκρασο να πίνουν οι αγωγιάτες
να μην πολυπροσέχουνε στο ζύγι το τριφύλλι
μα για τις αγωγιάτισσες – ρούσσες και μαυρομάτες –
όλα ναν’ τάχω βερεσέ, να μαστε πάντα φίλοι...
Πληροφορίες και στιγμιότυπα για τα χάνια και τους χαντζήδες της περιοχής μας, βρίσκουμε σε διάφορες τοπικές εκδόσεις και βιβλία, ενώ πάμπολλες είναι οι διηγήσεις των παλιότερων που φτάνουν στ’ αυτιά μας .
Για τον χαντζή που είχε χάνι δίπλα στο γεφύρι του Μανώλη, διαβάζουμε ότι λεγόταν μπάρμπα Κολιός και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε, αν όχι το μεγαλύτερο, ήταν οι όμορφες κόρες του, που προσπαθούσαν να τις ξελογιάσουν όλοι οι αρσενικοί της περιοχής!
Ονομαστά χάνια στην Ευρυτανία ήταν:
-. το χάνι του Μπαλτά κοντά στο ομώνυμο γεφύρι και πάνω στο δρόμο των προσκυνητών για τον Προυσό, που λειτουργούσε ως το 1990 περίπου,
-. το χάνι «στ’ Λιβανή», κοντά στο γεφύρι της Βίνιανης , του Γ. Κοντογούνη στη Βαρβαριάδα, του Βλάχου, του Ρούμπα Ντάλλα, του Καρδαρά στο Μικρό Χωριό, του Νασιώκα, του Καρανάσου στο δρόμο από το Στένωμα στο Καρπενήσι, καθώς
και πολλά χάνια μέσα ή κοντά στα χωριά.
Στην κάτω Καρίτσα, δίπλα στο γεφύρι του Μύλου, βρίσκονταν τα χάνια του Κονταξή/Δημήτρη Δήμου, το οποίο αργότερα διατήρησε ο θετός γιος του Δημήτρης Ξοϊνης και
του Δημητρίου Δημόπουλου στην τοποθεσία «Πλάϊα».
Τα χάνια της Κουτσουκάλους/Δημήτρης Κουτσουκάλης και της Ρήνους/Βασιλείου Σερπάνου στο χωριό Στένωμα,
καθώς και το χάνι, που διατηρούσε ο Χρήστος Μουτσώκος, δίπλα στο γεφύρι της Τέμπλας μέχρι τις μέρες μας.
Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο διάσημα χάνια της εποχής εκείνης ήταν του Καροπλεσίτη, που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Νέας Βίνιανης.
Κάποια χρονική περίοδο, το εκμεταλλευόταν ο μπάρμπα Γιώργος, ο οποίος μόλις έβλεπε κανέναν να έρχεται απ’ τη μεριά του Καρπενησιού φώναζε: - Καλώς τον, καλώς τον.
Έφερες καμιά εφημερίδα;
Το χάνι αυτό το κάψανε οι Ιταλοί στην Κατοχή.
Μία έκφραση που ακούγεται στην περιοχή είναι: "Καλή αντάμωση στου Σκορδά το χάνι" και λέγεται όταν πιστεύεις ότι κάποιον θα αργήσεις πολύ να τον ξανασυναντήσεις.
Φαίνεται βέβαια, από την έκφραση αυτή, ότι τα χάνια, σα σημεία συνάντησης και επικοινωνίας στις παλιότερες εποχές, ήταν πολύ σημαντικά, εκεί κλείνονταν όλα τα "ραντεβού", από εκεί περνούσαν άνθρωποι, ιδέες, ειδήσεις και εμπορεύματα.
Σήμερα, τα περισσότερα χάνια είναι σωροί ερείπιων, αφού οι δρόμοι άλλαξαν τη ρότα τους και η χρήση του αυτοκινήτου έκανε πλέον τα ταξίδια σύντομα και άνετα.
Πολλοί όμως ακόμα τα θυμούνται με νοσταλγία, ιδίως αυτοί που κάποτε έφαγαν και ζεστάθηκαν σε κάποιο απ’ αυτά...
άντληση πληροφοριών από:
25. Σεραφείμ Κ. Τσίτσα, «Ελληνική ζωή και φύση», Κεφ. «Τα παλιά χάνια»
26. Στέφανος Γρανίτσας, «Τα άγρια του βουνού και του λόγγου», Κεφ. «Η αγριόγατα»
27. Δ . Λουκόπουλου, «Στ’ Άγραφα. Ένα ταξίδι», Σελ. 185
28. Κων/νου Α. Μπακατσιά, «Η Καρίτσα Καρπενησίου»
29. Εφημερίδα «Στένωμα Ευρυτανίας», Άρθρο του κ. Κώστα Χ. Βλάχου «Τα
τοπωνυμία του χωριού»
30. Δημ. Γούλα, Η Ευρυτανία και τα προβλήματά της, Σελ. 97