Συντάκτης:
Τα… γενέθλια της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας θεωρείται ότι είναι στις 29 Αυγούστου, καθώς εκείνη την ημέρα του 1829 έφτασαν με ένα πλοίο, ανάμεσα σε 201 κατάδικους, οι πρώτοι επτά Ελληνες, από τους οποίους οι δύο επέλεξαν αργότερα να μείνουν στη χώρα των καγκουρό για την υπόλοιπη ζωή τους.Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι είχαν προηγηθεί ορισμένα άλλα άτομα, όπως ο Υδραίος καπετάνιος Δαμιανός Γκίκας, που είχε συλληφθεί άδικα από ένα αγγλικό πλοίο για πειρατεία και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ, ή ο Γιώργος Παππάς, που βρέθηκε το 1814 σε αυστραλιανό έδαφος ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού, παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα) και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ.
Για κανέναν, όμως, δεν είναι τεκμηριωμένη η άφιξη στην Αυστραλία καθώς δεν υπάρχουν σχετικές εγγραφές. Μόνο ορισμένες αυστραλιανές εφημερίδες του 1900 αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Ελληνες που έφτασαν στην πέμπτη ήπειρο μεταξύ του 1803 και του 1820.
Το βρετανικό πλοίο «Γκάνετ» (Gannet) που τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα συνέλαβε τη σκούνα με τους Ελληνες ναυτικούς
Ετσι, οι πρώτοι Ελληνες που επιβεβαιωμένα αποβιβάστηκαν σε λιμάνι της Αυστραλίας ήταν οι επτά ναυτικοί για τους οποίους υπάρχουν επίσημα στοιχεία από τη στιγμή της σύλληψής τους από το βρετανικό πλοίο «Γκάνετ» (Gannet), τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα.
Ηταν μια χρονιά που η ελληνική πειρατεία ανθούσε στη Μεσόγειο, προκαλώντας την οργή τού μετέπειτα νικητή στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, του Αγγλου ναυάρχου Εντουαρντ Κόδρινγκτον (Sir Edward Codrington), καθώς η γραφειοκρατική βρετανική Δικαιοσύνη απαιτούσε χρονοβόρες διαδικασίες, που οδηγούσαν τις περισσότερες φορές στην απαλλαγή των συλληφθέντων. Οι επτά Ελληνες ήταν μέλη του πληρώματος της σκούνας «Ηρακλής», με καπετάνιο τον 22χρονο Αντώνη Μανώλη από την Αθήνα (σε ορισμένα αρχεία αναφέρεται ως Αντώνης του Μανώλη, καθώς προφανώς το πατρώνυμο έγινε αργότερα επώνυμο).
Ο Μανώλης περιγράφεται από Αυστραλούς ιστορικούς ως εγγράμματος, ανύπαντρος και προτεστάντης στο δόγμα. Είχε ύψος 1,70-1,75, σκούρα καστανά μάτια και μαλλιά, ενώ είχε και μια κάθετη ουλή στη μύτη.
Οι άλλοι έξι νέοι σε ηλικία ναυτικοί ήταν οι Υδραίοι: Δαμιανός Νίνης, 24 χρόνων, Γκίκας Βούλγαρης, 22 χρόνων, Γιώργης Βασιλάκης, 20 χρόνων, Κωνσταντής Στρομπόλης, 24 χρόνων, Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, 27 χρόνων, και Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας, 20 χρόνων.
Ολοι κατηγορήθηκαν ότι οπλισμένοι με πιστόλια και γιαταγάνια είχαν κουρσέψει, στις 29 Ιουλίου, το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Αλκηστη», που έπλεε ανοιχτά των ακτών της Λιβύης.
Οι πειρατές, αφού αφαίρεσαν όλα τα τιμαλφή, του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του για την Αλεξάνδρεια χωρίς να πειράξουν το πλήρωμα.
Δύο μέρες αργότερα συνελήφθησαν από το βρετανικό πολεμικό πλοίο και οδηγήθηκαν στη Μάλτα, όπου έμειναν 5 μήνες στη φυλακή περιμένοντας να δικαστούν.
Για κακή τους τύχη, ένας από τους δύο προεδρεύοντες του δικαστηρίου που συνεδρίασε τον Φεβρουάριο του 1828, στη βρετανική τότε Μάλτα, ήταν ο ίδιος ο Κόδρινγκτον, ο οποίος με έγγραφά του τόσο προς την αγγλική όσο και προς την ελληνική κυβέρνηση ζητούσε αυστηρότερα μέτρα και ποινές για την πάταξη της πειρατείας.
Ιστορικοί από τη Μάλτα σημειώνουν σκωπτικά ότι ο Κόδρινγκτον δεν ήταν για τη συγκεκριμένη δίκη ο πιο αντικειμενικός δικαστής.
Ο άλλος ήταν ο δικαστής του Δικαστηρίου του Υποναυαρχείου, Τζον Στόνταρτ.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Μάλτας, ένορκοι ήταν τρεις Αγγλοι, τρεις Μαλτέζοι, τέσσερις Σικελοί, ένας Γάλλος και ένας Ισπανός, ενώ τους κρατούμενους υπερασπίστηκε ο «εισαγγελέας των φτωχών», Φραντζέσκο Τορεγιάνι, και την κατηγορία υποστήριξαν οι Τζιοβάνι Βέλα και Γκίο Σαταριάνο.
Στο εδώλιο, εκτός από τους παραπάνω, είχαν καθίσει άλλα δύο άτομα, οι Πέτρος Λαλάχος και Πέτρος Θεοδόσης Μπουφ, οι οποίοι αθωώθηκαν καθώς δεν αναγνωρίστηκαν από κανέναν μάρτυρα.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο οι κατηγορούμενοι είχαν δικαίωμα να συλλαμβάνουν και να λεηλατούν ένα πλοίο με προορισμό την Αλεξάνδρεια, η οποία είχε καταληφθεί από την Τουρκία και ήταν εχθρική χώρα και σε πόλεμο με την Ελλάδα.
Ομως, ο ισχυρισμός τους ανατράπηκε από τους κατήγορους, οι οποίοι αντέτειναν ότι οι δράστες είχαν πάρει μόνο προσωπικά τιμαλφή και είχαν επιτρέψει να συνεχιστεί το ταξίδι, αφήνοντας τα στρατιωτικά αντικείμενα να παραδοθούν στον… εχθρό.
Μετά από 88 (!) ώρες συζήτησης κεκλεισμένων των θυρών, οι ένορκοι έκριναν αθώους τους δύο κατηγορούμενους και ένοχους τους άλλους επτά, στους οποίους το δικαστήριο επέβαλε την ποινή του θανάτου.
Δεδομένου ότι αμφισβητήθηκε η τυπική εγκυρότητα της διαδικασίας, η κυβέρνηση της Μάλτας απέστειλε όλα τα έγγραφα στο Λονδίνο για περαιτέρω εξέταση. Μέχρι τότε αναστελλόταν η εκτέλεση της ποινής.
Παράλληλα, οι καταδικασθέντες υπέβαλαν αίτηση στον βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο IV για ακύρωση της θανατικής ποινής.
Το αίτημά τους είχε ευνοϊκή αντιμετώπιση κατ’ άλλους επειδή ο γραμματέας των Αποικιών, Ουίλιαμ Χάσκινσον, υποστήριζε το κίνημα για την ανεξαρτησία της Ελλάδος και κατ’ άλλους επειδή το Λονδίνο έκρινε ότι οι Ελληνες θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.
Εξόριστοι στη χώρα των καγκουρό
Ετσι, στις 23 Μαΐου 1829, επιβιβάστηκαν στο βρετανικό πλοίο «Norfolk», που μετέφερε συνολικά 201 κρατούμενους στην Αυστραλία.
Το κατασκευασμένο το 1804 ιστιοφόρο χρησιμοποιήθηκε από το 1825 και για 12 χρόνια σε μεταφορές κρατουμένων και επιβατών από την Αγγλία για την Αυστραλία και αντίστροφα.
Για το συγκεκριμένο ταξίδι αναχώρησε από το λιμάνι Σπίτχεντ (Spithead), στη νότια Αγγλία, με κυβερνήτη τον Αλεξάντερ Γκρέιγκ, και μετά από ένα επίπονο ταξίδι έφτασε, στις 27 Αυγούστου 1829, στο Πορτ Τζάκσον.
Το προηγούμενο πλοίο που είχε φτάσει λίγες μέρες νωρίτερα με κρατούμενους ήταν το «Αμέρικα» και ίσως γι’ αυτό πολλές από τις εφημερίδες της Αυστραλίας έγραψαν τότε ότι οι Ελληνες πειρατές είχαν φτάσει με εκείνο.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται, πάντως, ότι το ταξίδι διάρκειας 91 ημερών του «Νόρφολκ» ήταν από τα ταχύτερα και παρότι υπήρξαν κρούσματα πλευρίτιδας, δυσπεψίας, διάρροιας και οσφυαλγίας, δεν υπήρξε κανένας θάνατος και μόνο ένας στρατιώτης της φρουράς χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο.
Οι κατάδικοι αποβιβάστηκαν από το πλοίο στις 7 Σεπτεμβρίου 1829, αλλά το ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στους Ελληνες πειρατές που έφταναν για πρώτη φορά.
Μερικά χαρακτηριστικά δημοσιεύματα τοπικών εφημερίδων είναι τα εξής:
► «The Sydney Gazette and New South Wales Advertiser» (Σάββατο 12/9/1829, σελ. 2): «Μεταξύ των κρατουμένων είναι οκτώ Ελληνες πειρατές, οι οποίοι δικάστηκαν στην Αγγλία και καταδικάστηκαν σε μεταφορά (σ.σ. εννοεί εξορία)».
► «Τhe Sydney Monitor» (Σάββατο 19/9/1829, σελ. 3): «Οκτώ Ελληνες πειρατές έφτασαν σε αυτή την αποικία μεταφερόμενοι με το πλοίο “Αμέρικα” για να ζήσουν (εδώ)».
► «The Australian» (εφημερίδα του Σίδνεϊ, Τετάρτη 16/9/1829, σελ. 3): «Μεταξύ των κρατουμένων έφτασαν, τον τελευταίο καιρό, οκτώ Ελληνες καταδικασμένοι -λόγω πειρατείας- σε μεταφορά σε αυτή την αποικία για όλη τη ζωή τους».
Μετά τις πρώτες μέρες στο Σίδνεϊ, οι επτά Ελληνες τέθηκαν στις υπηρεσίες των αποικιακών αρχών, οι οποίες τους καταμέρισαν σε διάφορες εργασίες.
Ο Αντώνης Μανώλης και ο 20χρονος Υδραίος Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας είχαν οριστεί να εργάζονται στα αγροκτήματα του Ουίλιαμ Μακ Αρθουρ.
Φαίνεται ότι εκεί αξιοποιήθηκαν στην καλλιέργεια του αμπελιού, την οποία γνώριζαν καλά, και σύμφωνα με περιγραφές ανέπτυσσαν τα αμπέλια σε «καφασωτά», «όπως γινόταν στην Πελοπόννησο».
Ωστόσο, κάποιος από τους δύο, δεν έχει διευκρινιστεί ποιος, επιχείρησε, τον Μάρτιο του 1831, να δραπετεύσει τρυπώνοντας στο μπρίκι «Ουέλινγκτον». Ομως, έγινε αντιληπτός από τον κυβερνήτη και παραδόθηκε στην Αστυνομία.
Ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι πήγε στο πλοίο για να δει έναν φίλο, με τον οποίο ήπιαν κάποιο ποτό, κάπνισαν ένα πούρο και ζαλίστηκαν, με αποτέλεσμα να έφευγε παρά τη θέλησή του [Πηγή: «The Sydney Gazette», Πέμπτη 24 Μαρτίου 1831].
Σε ένα άλλο αγρόκτημα, του Βρετανού γραμματέα της Αποικίας, Αλεξάντερ Μακ Λέι, είχε διατεθεί ο Γκίκας Βούλγαρης.
Οπως οι παραπάνω, είχε αναπτύξει την καλλιέργεια του αμπελιού αλλά και της ελιάς. Αλλωστε, το κλίμα ευνοούσε και τα δύο.
Οι υπόλοιποι είχαν διατεθεί σε άλλες εργασίες, κυρίως σε Βρετανούς αξιωματούχους, όπως ο Τζορτζ Ντρούιτ, στρατιωτικός από τους πρωτοπόρους αποίκους, στον οποίο παραχωρήθηκε ο Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, ο υπίλαρχος της Εφιππης Αστυνομίας Λ. Μακάλιστερ, στον οποίο παραχωρήθηκε ο Γιώργης Βασιλάκης κ.ά.
Ενας, ο Δαμιανός Νίνης, εργάστηκε στον χώρο αποβίβασης και επιβίβασης του λιμανιού.
Ολοι εργάζονταν χωρίς αμοιβή, μόνο για το φαγητό και τον ύπνο τους. Στην ουσία, δηλαδή, εξέτιαν καταναγκαστικά έργα, με την αυστηρότητα στη διαβίωσή τους να εξαρτάται από τη βούληση του αφεντικού-ιδιοκτήτη τους.
Ομως, με τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Ο υπουργός Εξωτερικών Σπυρίδων Τρικούπης χειρίστηκε προσωπικά το θέμα και ζήτησε από το Λονδίνο την απονομή χάριτος και την επιστροφή των Ελλήνων που καταδικάστηκαν στη Μάλτα.
Το 1836 ο Αγγλος πρωθυπουργός λόρδος Πάλμερστον συμφώνησε να επιστρέψουν εφόσον η ελληνική κυβέρνηση κάλυπτε το κόστος της μεταφοράς τους, που ανήλθε σε 4.921 δραχμές, σημαντικό ποσό για την εποχή.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1836 δημοσιεύτηκε από τη Γραμματεία της Αποικίας η επίσημη απονομή χάριτος και για τους επτά Ελληνες.
Ωστόσο, δύο από αυτούς, ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης, αποφασίζουν να παραμείνουν για πάντα στη νέα πατρίδα τους.
Οι άλλοι πέντε πήραν ως αμοιβή 12 λίρες ο καθένας για ρούχα και άλλα αναγκαία είδη και ξεκίνησαν για την επιστροφή, για να φτάσουν στην Αγγλία τον Μάρτιο του 1837.
Οι δύο που παρέμειναν στην πέμπτη ήπειρο είχαν διαφορετικές διαδρομές.
Ο πρώην πια καπετάνιος, το 1854, σε ηλικία 50 χρόνων, πήρε την αυστραλιανή υπηκοότητα και έγινε ο πρώτος Ελληνας που πολιτογραφήθηκε Αυστραλός.
Σε ένα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1854, αναφέρεται ως παλιός ναυτικός και νυν εργάτης, που κατάγεται από την Αθήνα και κατοικεί στο Πίκτον, μια συνοικία στα νοτιοδυτικά του Σίδνεϊ.
Εκεί έμεινε και εργάστηκε ως κηπουρός μέχρι τον θάνατό του, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, σε ηλικία 76 ετών (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1804).
Ο Γκίκας Βούλγαρης είχε καλύτερη τύχη. Απέκτησε περιουσία, έγινε Αυστραλός υπήκοος το 1861 και άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ.
Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν όμως πλέον ενταχθεί στην ιρλανδική και την καθολική κοινότητα.
Την πρώτη αυτή ομάδα των Ελλήνων ακολούθησαν πολλοί ναυτικοί που εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βρουν καλύτερη τύχη στην αχανή ήπειρο.
Ωστόσο, αυτοί οι δύο θεωρούνται οι… ιδρυτές της ελληνικής κοινότητας.
Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Ελληνες. Στην πρώτη επίσημη απογραφή του 1891, βρέθηκε ότι ζούσαν εκεί 482.
Από το χαρέμι του γιου του Αλή Πασά η πρώτη Ελληνίδα φτάνει στην Αυστραλία
Η πρώτη Ελληνίδα που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αυστραλία και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος «ελεύθερος» Ελληνας οικιστής ήταν η Αικατερίνη-Γεωργία Πλέσσου, ( Πηγή: Ελληνική Κοινότητα της Μελβούρνης) από το χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) Θεσπρωτίας.
Η Πλέσσου έφτασε, στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, στη μακρινή ήπειρο μαζί με τον Αγγλο σύζυγό της, Τζέιμς Χένρι Κρούμερ (James Henry Crummer, 1792-1867) και τα πέντε παιδιά που είχαν αποκτήσει μέχρι τότε.
Η Αικατερίνη-Γεωργία είχε γεννηθεί το 1809 ή το 1810. Ο πατέρας της, Γιώργος, που ήταν έμπορος από τις Σέρρες, ταξίδευε συχνά και έτσι η 14χρονη μητέρα της, Βασιλική, μεγάλωνε μόνη τα δύο μικρά παιδιά της, την Αικατερίνη και την Κωστούλα.
Η Βασιλική ήταν πανέμορφη. Την είδε ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ, την ερωτεύτηκε και την πήρε στο χαρέμι του.
Απείλησε, μάλιστα, τον σύζυγό της να μην την ξαναπλησιάσει γιατί θα τον σκότωνε.
Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ο γιος του Αλή Πασά άρχισε να γλυκοκοιτάζει και αυτήν, με αποτέλεσμα η μάνα της να αρραβωνιάσει εσπευσμένα τη δωδεκάχρονη κόρη της με τον γιατρό του Αλή Πασά, τον Ιωάννη Κωλέττη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Ο αρραβώνας διαλύθηκε όταν πέθανε ο Αλή Πασάς (1822) και η Κατερίνα βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα και έκαναν στενή παρέα.
Πιστεύεται ότι ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν εν ζωή.
Μετά την Εξοδο του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826), η νεαρή κοπέλα περιπλανήθηκε αρκετά και βρέθηκε στο νησάκι Κάλαμος, κοντά στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας, που τελούσε υπό αγγλική κυριαρχία.
Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε, το 1827, τον διοικητή της βρετανικής φρουράς του νησιού και βετεράνο της μάχης του Βατερλό, Τζέιμς Κρούμερ.
Το ζευγάρι ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές λόγω του επαγγέλματος του αξιωματικού, ώσπου η χώρα του τον έστειλε να υπηρετήσει στην Αυστραλία.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η Πλέσσου με τον σύζυγό της και τα παιδιά τους φτάνουν στο Σίδνεϊ με ένα πλοίο που μεταφέρει 300 κατάδικους και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα έποικος στο Νιουκάστλ.
Στην Αυστραλία θα γεννηθεί το έκτο παιδί τους. Απέκτησαν συνολικά έντεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν τα έξι.
Η Κατερίνα Πλέσσου έζησε ήρεμα αλλά σχετικά φτωχικά στην Αυστραλία, αφού στην κατοχή της η οικογένεια είχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα και τον στρατιωτικό μισθό του συζύγου.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1864, η Αικατερίνη μετακόμισε στο Σίδνεϊ, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο γιος της, Χένρι.
Μαζί έμειναν μέχρι τον θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 1907, σε ηλικία περίπου 98 ετών.
Μια πολυεθνική δύναμη στο κυνήγι των Ελλήνων πειρατών
Οι Ελληνες πειρατές όπως τους φαντάζονταν οι ξένοι | |
Οι κουρσάροι από την Μπαρμπαριά (Αλγερία) συνέχιζαν να λεηλατούν πλοία και παράλια κατά μήκος της αφρικανικής ακτής.
Στην κεντρική και την ανατολική Μεσόγειο δρούσαν Ιταλοί πειρατές από τη Νάπολη και την περιφέρεια του Πεδεμόντιου (Piemonte) με πρωτεύουσα το Τορίνο, Ισπανοί, αλλά και Ελληνες.
Η πειρατική δράση των Ελλήνων είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Ομως, γι’ αυτήν έχουν διασωθεί ελάχιστα στοιχεία και αυτά προέρχονται από κείμενα ξένων περιηγητών, από τα οποία μάθαμε και για τη δράση της θρυλικής «Μαύρης Μοίρας». Η φήμη των Ελλήνων πειρατών ήταν πολύ μεγάλη και είχε φτάσει μέχρι τη μακρινή Αυστραλία πολύ πριν φτάσουν εκεί οι πρώτοι Ελληνες.
Από κείμενα περιηγητών μαθαίνουμε ότι κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, «άντρα» πειρατείας ήταν η Ιος (γνωστή τότε και ως «μικρή Μάλτα») και η βενετοκρατούμενη ώς το 1715 Τήνος.
Υπάρχει ακόμη η ιστορία του Μήλιου πειρατή Γιάννη Κάψη, που κατάφερε να βασιλέψει για τρία χρόνια (1677-1680) στο νησί του.
Ο Κάψης διατηρούσε φρουρά από 50 σωματοφύλακες, ενώ εκτελούσε και χρέη δικαστή. Με τη συμπεριφορά του κέρδισε τη συμπάθεια και την υποστήριξη των συμπατριωτών του -όπως και του καθολικού επισκόπου του νησιού- αλλά η ηγεμονία του κράτησε μόνο τρία χρόνια, αφού τουρκική δύναμη αποτελούμενη από τρεις γαλέρες κατόρθωσε με δόλο να τον αιχμαλωτίσει και να τον στείλει στην Υψηλή Πύλη για αποκεφαλισμό.
Εξαιρετικές επιδόσεις στην πειρατεία είχαν και οι Μανιάτες. Απομονωμένοι γεωγραφικά στις απόκρημνες ακτές τους, λεηλατούσαν όποιο καράβι ξέπεφτε στην περιοχή τους παρασυρμένο από ανέμους και γι’ αυτό έλαβαν το προσωνύμιο «ναυαγιστές».
Ομως, συχνότατα «κούρσευαν» και τους γειτονικούς τους τόπους χωρίς να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Οι δραστηριότητές τους έφταναν και στην αγοραπωλησία σκλάβων, με κυριότερο κέντρο το Οίτυλο, που πολλοί τότε αποκαλούσαν και «μεγάλο Αλγέρι».
Ο πιο γνωστός Μανιάτης πειρατής στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν ο Λυμπεράκης Γερακάρης, άνθρωπος χωρίς αρχές και ηθική, που άλλοτε ενεργούσε υπερασπιζόμενος τα τουρκικά συμφέροντα και άλλοτε τα ενετικά.
Εκείνα τα χρόνια, αναλαμβάνει δράση στη Μεσόγειο μια ισχυρή δύναμη από πολεμικά πλοία της Ολλανδίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, δηλαδή κάτι παρόμοιο με την πολυεθνική δύναμη που περιόρισε τη σύγχρονη πειρατεία στη Σομαλία.
Οι δυνάμεις εκείνες εξόρμησαν πάνω από 20 φορές με επιτυχία εναντίον πειρατικών άντρων καταφέρνοντας να περιορίσουν την πειρατεία αλλά όχι και να την εξαλείψουν.
Ετσι, το 1807 εμφανίστηκε η περίφημη «Μαύρη Μοίρα», ένας στολίσκος πειρατικών σκαφών που ήταν βαμμένα μαύρα και τα πανιά τους είχαν σκούρο χρώμα.
Ο στολίσκος συγκροτήθηκε από αρματολούς της περιοχής του Ολύμπου και ορισμένους Μακεδόνες και Θεσσαλούς, μεταξύ των οποίων οι πρώτοι καπετάνιοι Γιάννης Σταθάς και Νικοτσάρας.
Σε αυτούς προστέθηκαν Υδραίοι, Σπετσιώτες και άλλοι νησιώτες, που με ορμητήριο τις Σποράδες λεηλατούσαν μόνο πλοία με τουρκική σημαία.
Ο περιηγητής Couzineri (Voyage dans le Macedoine, I, σελ. 74) γράφει ότι η «Μαύρη Μοίρα» αποτελούνταν από εβδομήντα πλοία διαιρεμένα σε δέκα μοίρες που αποκαλούνταν ταϊφέδες.
Κάθε μοίρα έφερε το όνομα της περιοχής των αρματολών που επέβαιναν σ' αυτήν (Μοριάς, Ρούμελη, Βάλτος, Ολυμπος, Σκιάθος, Νάουσα, Κασσάνδρα κ.λπ.).
Τον Νοέμβριο του 1808 ο τουρκικός στόλος έκανε επίθεση στη βάση της «Μαύρης Μοίρας» αλλά υπέστη συντριπτική ήττα.
Ετσι, οι Τούρκοι άλλαξαν τακτική και έδωσαν αμνηστία στους πειρατές. Τότε, οι νησιώτες γύρισαν στα νησιά τους, οι αρματολοί στα αρματολίκια τους και η «Μαύρη Μοίρα» διαλύθηκε.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, η πειρατεία εντείνεται, αφού στη συνείδηση του υπόδουλου Ελληνα ήταν μια πράξη «νομιμοποιημένη», καθώς ήταν συνυφασμένη με την «αντάρτικη επίθεση» ή την «αυτοάμυνα» απέναντι σε εχθρικά πλοία.
Οι πειρατές είχαν τα ορμητήριά τους σε αθέατους βραχώδεις όρμους.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα ένα τέτοιο ορμητήριο ήταν η Κέρος, ένα μικρό νησάκι κοντά στα Κουφονήσια, τα οποία είχε καταλάβει ένας από τους μεγαλύτερους πειρατές των Κυκλάδων, ο Τουρκοδημήτρης, ένας Ελληνας από την Αργολίδα που είχε σχέσεις με τους Μανιάτες πειρατές και είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό.
Από τότε και για πολλά χρόνια, η Κέρος αποτέλεσε το ορμητήριο του Τουρκοδημήτρη. Από εκεί ξεκινούσε με το πλοίο του για να ληστέψει τα γειτονικά νησιά και εκεί έκρυβε τα λάφυρά του.
Ενα άλλο ορμητήριο πειρατών ήταν η Γραμβούσα, το πρώτο κομμάτι της Κρήτης που απελευθερώθηκε, το 1825, από τους Τούρκους.
Εξαιτίας όμως των πολύ δύσκολων συνθηκών διαβίωσης, οι Γραμβουσιανοί επιδόθηκαν συστηματικά στην πειρατεία, κουρσεύοντας αδιακρίτως όλα τα περαστικά πλοία μεταξύ Γραμβούσας και Αντικυθήρων, γεγονός που ξεσήκωσε την κοινή γνώμη της Ευρώπης κατά των πειρατών.
Μόνο το καλοκαίρι του 1827 είναι καταγεγραμμένες περισσότερες από 27 ελληνικές πειρατείες!
Ετσι, στις 8 Οκτωβρίου 1827, ημέρα έναρξης της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οι τρεις ναύαρχοι, Κόδρινγκτον, Δεριγνύ και Εϊδεν, με έγγραφό τους προς την Ελληνική Διοίκηση, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για την πειρατική δράση ελληνικών καταδρομικών και ζητούν να ληφθούν μέτρα «διά να εμποδίσωμεν την κλεψιάν της θαλάσσης» [Πηγή: ΓΑΚ/Αρχεία Ν. Σάμου/Φάκελος Γ3. Διάφορα έγγραφα περιόδου Επανάστασης (1821-1834)/ Φάκελος 001, Τεκμήριο 030].
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αποφασίστηκε να συνοδεύονται στη Μεσόγειο εμπορικά πλοία από πολεμικά της Αγγλίας και άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένων και ναυτικών αποσπασμάτων των ΗΠΑ! Κάτι σαν τον… πρόγονο του 6ου στόλου… [Πηγή: P. M. Swartz, U.S. Greek Naval Relations Begin: Antipiracy Operations in the Aegean Sea, Virginia 2003].
Αυτό οδήγησε σε αθρόες συλλήψεις αλλά χωρίς καταδίκες, κυρίως λόγω της βρετανικής νομοθεσίας την οποία ακολουθούσε η Μάλτα.
Σύμφωνα με αρχεία της Μάλτας, το 1827 κρατούνταν στις φυλακές αυτού του νησιού 126 Ελληνες ύποπτοι για πειρατεία, χωρίς να υπάρχει ούτε μια καταδίκη! [Πηγή: G.J. Pitcairn Jones, Piracy in the Levant, The Navy Records Society, σελ. 111-113].
Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι ο Ελληνας πειρατής είχε συγκεκριμένη φορεσιά.
Ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, Αγγλος πολιτικός, που διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, περηφανευόταν ότι είχε φορέσει, το 1831, στη Μάλτα, τη φορεσιά Ελληνα πειρατή.
«Θα έπρεπε να με δείτε με το κοστούμι ενός Ελληνα πειρατή: ένα κόκκινο πουκάμισο με ασημένια καρφιά τόσο μεγάλα όσο τα σελίνια (σ.σ. αγγλικό νόμισμα), ένα τεράστιο κασκόλ για ζώνη, γεμάτη από πιστόλια και μαχαίρια, κόκκινες παντόφλες, σακάκι και παντελόνι» [D. Sultana, Benjamin Disraeli in Spain, Malta and Albania, Tamesis 1976, σελ. 42].
Η φήμη των Ελλήνων πειρατών είχε φτάσει ακόμα και στη μακρινή Αυστραλία, με τον αποικιακό Τύπο να δημοσιεύει πολλά ρεπορτάζ για τα ελληνικά πειρατικά πλοία.
Σε ένα απ’ αυτά, η εφημερίδα «The Sydney Gazette and New South Wales Advertiser» (24/2/1827, σελ. 4) δημοσίευε ρεπορτάζ για τους Ελληνες πειρατές, δυόμισι ολόκληρα χρόνια πριν φτάσουν εκεί οι πρώτοι Ελληνες.
Την παραπάνω μέρα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα έγγραφο του μαρκησίου Ντε Παουλούτσι, διοικητή του αυστριακού στόλου, προς τους προύχοντες της Υδρας, με το οποίο τους διαβεβαίωνε ότι πρόθεση των Αυστριακών «δεν είναι να παρενοχλούν ελληνικά σκάφη που ασχολούνται με το εμπόριο ούτε εκείνα που είναι οπλισμένα για πόλεμο, εφόσον δεν επιδιώκουν τη λεηλασία εμπορευμάτων ή την αφαίρεση πυρομαχικών».
Γι’ αυτό, ζητούσε τα σκάφη να επιδεικνύουν τα χαρτιά τους, ώστε να αποσαφηνίζονται οι προθέσεις τους.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, οι Υδραίοι απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το αίτημα των Αυστριακών (!) και παρέπεμψαν το θέμα στην ελληνική κυβέρνηση.
Το φαινόμενο της πειρατείας εξαλείφθηκε οριστικά από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης της Ελλάδας, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας πήρε μέτρα οικονομικής στήριξης των νησιωτών ώστε να μην καταφεύγουν στην πειρατεία και ανέθεσε την αντιμετώπισή της στον Υδραίο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη.
Ο Μιαούλης πραγματοποίησε σε μικρό χρονικό διάστημα πολλές επιχειρήσεις εναντίον των πειρατών του Αιγαίου, σε κάποιες περιπτώσεις σε συνεργασία με τους στόλους της Αγγλίας και της Γαλλίας, και βύθισε δεκάδες πειρατικά πλοία.
Σε μια από τις επιθέσεις του κανονιοβόλησε και το πειρατικό πλοίο του Τουρκοδημήτρη στην Κέρο.
Το ίδιο διάστημα (1828) με συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης, οι στόλοι Αγγλίας και Γαλλίας κατέλαβαν το κάστρο της Γραμβούσας και εξεδίωξαν τους πειρατές. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, η Κρήτη παρέμεινε στους Τούρκους.
Το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο ελληνικής πειρατείας που είναι καταγεγραμμένο στα αρχεία της Μάλτας αφορούσε τη διπλή επίθεση σε μια σκούνα και ένα εμπορικό, τον Δεκέμβριο του 1828, στον κόλπο της Κασσάνδρας, από την ομάδα των Θοδωρή Πορταρίνου, Δημήτρη Πέτικα, Γιάννη Γιωργή και Γιάννη Μαριανόπουλου ή Μαριανόπολο.
Δύο χρόνια αργότερα (1830), οι Γάλλοι κατέλαβαν την Αλγερία, βάζοντας τέλος στη μακραίωνη δράση των Μπαρμπαρέζων πειρατών.
Από τους τελευταίους μεγάλους πειρατές που έδρασαν στις Σποράδες ήταν ο Ολύμπιος Καραμήτσος, με 12μελή συμμορία.
Πηγές
1) Giovanni Bonello «Pirates in the early British era: The Malta Connections», The Malta Historical Society, 2010, σελ. 295-321.
2) New South Wales. State Archives & Records/ Background to Greek migration
3) Γενικά Αρχεία του Κράτους
efsyn.gr