Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Τι τρώγαν οι αρχαίοι;

Τι τρώγαν οι Αρχαίοι; 
Εξαρτάται. 
Σε ποια εποχή, σε ποια πόλη, σε ποια κοινωνική τάξη και από ποιον συγγραφέα έχουμε τις πληροφορίες. 
Ο σίτος ήταν από τις κυριότερες τροφές. 
Όταν σπάνιζε το ψωμί ήταν διατιμημένο και μάλιστα η πολιτεία το μοίραζε με το δελτίο. 
Σημειωτέον ότι και οι δούλοι είχαν το ίδιο δικαίωμα συμμετοχής στην διανομή των δημητριακών στα οποία περιλαμβάνονταν και το κριθάρι. 
Άλλωστε το ψωμί ήταν βασικά από μείγμα σιταριού και κριθαριού.
Οι Ρωμαίοι που είχαν αναγάγει την διατροφή σε ύψιστη τέχνη τους Έλληνες του έλεγαν ”κριθαράνθρωπους”. 
Την εποχή του Ομήρου και στην ύστερη κλασική εποχή (4ος αιώνας π.Χ.) τα γεύματα ήταν λιτά στις περισσότερες οικογένειες. 
Στις υπόλοιπες -και ιδιαίτερα στα σπίτια των νεόπλουτων – τα γεύματα και τα συμπόσια ήταν πλούσια και συχνά βασιλικά. 
Στα δε σπίτια ισχυρών Ρωμαίων η λαιμαργία ήταν αφόρητη.
Ο βαθύπλουτος Ρωμαίος MarcusGaviousApikius που έζησε την εποχή του Χριστού – και που μας άφησε ένα σωρό πολύπλοκες συνταγές – είχε ξοδέψει γύρω στα 500 εκατομμύρια σημερινά Ευρώ για τα συμπόσια που οργάνωνε για τους φίλους του. 
Στο τέλος αυτοκτόνησε, από το φόβο ότι θα πεθάνει από πείνα! 
Ίσως το έλεγαν γιατί ξαφνικά είδε να κατάσχεται η περιουσία του, για ποιος ξέρει τι απάνθρωπες παρανομίες.
Τα γεύματα στα ελληνικά σπίτια, για όσες πόλεις έχουμε πληροφορίες – και γνωρίζουμε περισσότερα για την Αλεξανδρινή εποχή – ήταν χονδρικά όπως και σήμερα:
-Πρόγευμα (διανεστισμός ή ακράτισμα στην ελληνιστική εποχή) συνήθως με ψωμί βουτηγμένο σε άκρατον οίνο.
-Μεσημεριανό γεύμα (άριστον)
-Δείπνο (δείπνον!).
-Μερικοί, αλλά λίγοι, πρόσθεταν ένα τέταρτο γεύμα αργά το απόγευμα (το δειλινόν).
Οι βάσεις της διατροφής των αρχαίων ήταν τα σιτηρά, το έλαιον και ο οίνος. 
Όπως μαθαίνουμε από τους ”Δειπνοσοφιστές” του Αθήναιου [1 . Αθήναιος, 2ος με 3ο αι. μ.Χ. από την Ναυκράτιδα επί του Νείλου, βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος, γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός που έζησε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη. ], οι Έλληνες είχαν 12 είδη ψωμιού! 
Ανάλογα με το περιεχόμενο, με το ψήσιμο και με την καταγωγή της οικογένειας. 
Η αφρόκρεμα πάντως έτρωγε τον σεμιδαλίτη άρτον, από μείγμα σκληρού σίτου με σιμιγδάλι.
Στην υπόλοιπη διατροφή θα βρούμε το γάλα και το τυρί, το λάχανο, 
το κρεμμύδι, 
τις φακές, 
τα ρεβίθια και μερικά ακόμα λαχανικά. 
Τα κρέατα και τα ψάρια ήταν ακριβά και αρκετά περιορισμένα. 
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας.
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο «Έργα και Ημέραι» την ιδανική αγροτική γιορτή:
«...εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·»
«...θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα...» 
Ο επιστολογράφος Αλκίφρων [2 . Αλκίφρων, επιστολογράφος, από την Συρία (;) που έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές πιθανώς του 3ου αιώνα μ.Χ. ], που έγραφε αφηγήματα σε μορφή επιστολής, περιγράφει στις ”Αλιευτικές” ένα ψάρεμα στον Σαρωνικό. 
Επιστρέφοντας στο Φάληρο ο ψαράς έβρισκε να τον περιμένουν οι μικροπωλητές με τον σάκο και την ζυγαριά στον ώμο. 
Διάλεγαν μόνο τα μεγάλα ψάρια γιατί αυτά προτιμούσαν οι Αθηναίοι, κυρίως αυτοί που έμεναν στις αριστοκρατικότερες συνοικίες, όπως αυτές στον λόφο του Φιλοπάππου και στην Πλάκα, γύρω από την αρχαία Αγορά. 
Τα μικρά ψάρια (μαρίδες, σαρδέλες) παρέμεναν στους ψαράδες για οικογενειακή κατανάλωση.
Ο Αλκίφρων έχει και μια ενδιαφέρουσα κατηγορία επιστολών, των ”Παρασίτων”.Παράσιτοι ήταν αυτοί έφταναν απρόσκλητοι όπου ήταν γνωστό ότι ετοιμάζεται πλούσιο γεύμα. 
Για να συμμετάσχουν. Δηλαδή να ”παρασιτιστούν”. 
Ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για τα ραδιοφωνικά παράσιτα (που θέλουν κι′ αυτά να πάρουν μέρος στην εκπομπή!).
Το ”Συμπόσιο” του Πλάτωνα έχει έναν σχετικό και ενδιαφέροντα πρόλογο, που συχνά παραβλέπεται. Αρχίζει με τον Σωκράτη που ανεβαίνει στην Αθήνα ερχόμενος από το Φάληρο, για να πάει στο Συμπόσιο του Αγάθωνα. 
Περνάει μέσα από ένα πυκνό δάσος, έχοντας δεξιά του τον ποταμό Ιλισό. 
Ξαφνικά. τρέχει από πίσω του ένας νεαρός που θέλει να τον συνοδεύσει, ξέροντας για πού πάει ο δάσκαλος. 
Ο Σωκράτης καταλαβαίνει ότι πρόκειται για έναν συμπαθητικό Παράσιτο και τον εισαγάγει στο Συμπόσιο.
Στα Συμπόσια επικρατούσαν τα Ορεκτικά (Τραγύματα) κουκιά, 
στραγάλια και πασατέμπος, οι Δυναμωτικοί μεζέδες (τα Αφροδίσια), 
αυγά, 
χταπόδι, 
σαλιγκάρια και τα Επιδόρπια (Νώγαλα), χουρμάς, 
ρόδι, 
σταφύλι, 
κούμαρα,
σταφίδες.
Η δε Πυραμίς ήταν ένα ειδικό γλύκισμα, που είχε ψηθεί στην πυρά και αποτελούσε το βραβείο του συμπότη που θα έμενε ξύπνιος, πίνοντας μέχρι τις πρωινές ώρες. 
Κατά τον Ηρόδοτο πυραμίς ονομάστηκε και η Αιγυπτιακή Πυραμίδα από πνευματώδεις Έλληνες τουρίστες… Και οβελίσκος, δηλαδή ”σουβλάκι”, ο ιερός Οβελίσκος της Αιγύπτου! (Οβελίσκος = ο μικρός οβελίας).
Τι τρώγαν οι (φτωχότεροι) Αρχαίοι θα μας το πει και ο κωμικός ποιητής Άλεξις [3 Άλεξις, κωμικός ποιητής του 4ου αιώνα π.Χ. από τα Θούρια της Κάτω Ιταλίας, έζησε στην Αθήνα όπου έγραψε 245 κωμωδίες από τις οποίες σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα όπως το ”Πιάτο του Φτωχού”. ] σ′ ένα γλαφυρό και χιουμοριστικό απόσπασμα που μετέφρασα,, το μόνο που σώθηκε από άγνωστο έργο του.
Το πιάτο του φτωχού
Φτωχός ο άντρας μου φτωχιά κι′ εγώ,
γριά η κακομοίρα, με κόρη και με γιο
και με τη δούλα αυτήν εδώ την προκομμένη
πέντε είμαστε οι καημένοι.
Μονάχα τρεις από μας απόψε θα δειπνήσουν.
Οι άλλοι δυο μαζί μας θα καθίσουν,
θα μας κοιτούν και λίγο αλεύρι θα τσιμπήσουν.
Χωρίς μια λύρα, τη μοίρα μας θρηνούμε
που δεν έχουμε τίποτα να φάμε και να πιούμε.
Κοιτάξτε κάτωχροι πώς γίναμε, σ′ όλο μας το σώμα,
από την ασιτία κοιτάξτε πώς αλλάξαμε χρώμα.
Κι′ αν θέλετε να μάθετε πιο είναι το μενού
και ρωτάτε τι τρώμε και πώς ζούμε, ιδού :
Κουκιά και πασατέμπο, λούπινα και κρεμμύδια,
μπιζέλια και τζιτζίκια, ρίζες και βελανίδια,
φραγκόσυκα, ρεβίθια και χάρη στην Κυβέλη
της Παναγιάς τα σύκα που άλλος κανείς δε θέλει.-  [4 Κυβέλη, η Πανάγια Μητέρα των Θεών λατρεύονταν και σαν προστάτιδα της φτωχολογιάς.]
*Τι κοινωνιολογικά συμπεράσματα βγάζουμε από το αρχαίο αυτό μπλουζ;
Όλοι έπαιζαν μουσική αλλά λύρα δεν είχε όποιος-όποιος.
Ο φτωχός μπορεί να ήταν φτωχός αλλά δεν του έλειπαν οι δούλοι.
Οι φτωχότεροι από τους φτωχούς την βγάζαν με κατοχικό χυλό τα βράδια.
Το κρέας, τα ψάρια, το ψωμί, το τυρί, οι ελιές, οι φακές, το μέλι και το ταχίνι ήταν πανάκριβα. Και φορολογημένα σε πολλές πόλεις με τα επώνια, το ΦΠΑ της εποχής.
Φαίνεται ότι τα σύκα δεν τα έτρωγαν οι πολύ θρήσκοι γιατί οι συκιές, το κατεξοχήν δέντρο της Κυβέλης*, ήταν ιερές. (Ιδού μια μπηχτή αντικληρική του Άλεξι).
Η κυριότερη απασχόληση των πεινασμένων Αθηναίων ήταν να κοιτάζουν αυτούς που τρώνε (όπως έκαναν όλες οι γυναίκες, τα παιδιά και οι δούλοι που ήταν οι σερβιτόροι των γευμάτων)..
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Αθήναιος, 2ος με 3ο αι. μ.Χ. από την Ναυκράτιδα επί του Νείλου, βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος, γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός που έζησε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη.
2. Αλκίφρων, επιστολογράφος, από την Συρία (;) που έζησε στα τέλη του 2ου και στις αρχές πιθανώς του 3ου αιώνα μ.Χ.
3. Άλεξις, κωμικός ποιητής του 4ου αιώνα π.Χ. από τα Θούρια της Κάτω Ιταλίας, έζησε στην Αθήνα όπου έγραψε 245 κωμωδίες από τις οποίες σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα όπως το ”Πιάτο του Φτωχού”.
4. Κυβέλη, η Πανάγια Μητέρα των Θεών λατρεύονταν και σαν προστάτιδα της φτωχολογιάς.
          Η λέξη: λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳοσιραιοβαφητραγανοπτερύγων είναι γεύμα που αναφέρεται στην κωμωδία Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη.
Το πιάτο είναι φρικασέ, με τουλάχιστον 16 γλυκά και ξινά συστατικά.
Με τη λέξη αυτή ο Αριστοφάνης ήθελε να περιγράψει μονολεκτικά μια μαγειρική συνταγή.
theancientwebgreece.wordpress.com / Ροβήρος Μανθούλης – Σκηνοθέτης

Ζεϊμπέκικο , ο μοναχικός θρήνος

Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. 
Δεν έχει βήματα είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. 
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. 
Η απελπισία της ζωής . 
Το ανεκπλήρωτο όνειρο. 
Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». 
Το κακό που βλέπεις να έρχεται. 
Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη.
Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. 
Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής: 
          Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι, 
          ρίξε μια γλυκιά πενιά, 
         σαν γεμίσω το κεφάλι, 
         γύρνα το στη ζεϊμπεκιά/Τσέτσης
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. 
Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. 
Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. 
Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. 
Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». 
Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά: 
     Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου 
     η καμπάνα και για μένα/Τσιτσάνης
          Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου, 
          όλοι να θέλουν τη ζωή 
          κι εγώ το θάνατό μου/Βαμβακάρης
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. 
Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. 
Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα. 
Είναι χορός μοναχικός. 
Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. 
Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. 
Γι' αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». 
Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. 
Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός.
Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι' αυτόν που τη συνοδεύει. 
Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει. 
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. 
Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ' άλλα. 
Αυτό είναι το αρχέτυπο. 
Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη.
Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά.
- Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ' όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.
Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί.
Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. 
Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. 
Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. 
Γι' αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. 
Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.
Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. 
Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. 
Δεν απευθύνεται στους άλλους. 
Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. 
Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. 
Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. 
Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. 
Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν' ανοίξει η γη να μπει». 
Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει.
Πότε μ' ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο . 
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. 
Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. 
Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. 
Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει.
Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. 
Μπορεί και να γίνει έτσι. 
Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο. 
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. 
Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης.
Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».
Άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα, 14/9/2002.