Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Ο φανταστικός και μυστηριώδης πλανήτης ΓΗ: Οι πιο όμορφες λίμνες του πλανήτη

 

Λίμνες – Ως λίμνη νοείται ο υγροβιότοπος που αποτελείται από μάζες νερού, γλυκού ή αλμυρού, αλλά και γενικότερα μάζες υγρού ,πχ. μεθάνιο , συγκεντρωμένες σε κοιλότητες της επιφάνειας της γης , φαινομενικά στάσιμες και χωρίς άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα.
Τα βάθη των λιμνών είναι σχετικά μικρά σε σχέση με των Ωκεανών και των Θαλασσών.
Γεωγραφικά περιοχές χωρίς λίμνες παρατηρούνται οι έρημοι, ενώ αντίθετα παρατηρούνται και συστάδες λιμνών σε ορισμένες περιοχές π.χ. Φινλανδία, η Χώρα των 1000 λιμνών.
Μεγαλύτερη σε έκταση λίμνη του κόσμου είναι η Κασπία θάλασσα (371.000 τ.χλμ), και σε βάθος η Βαϊκάλη (1.637 μ.).
Αν και δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια πόσο νερό χρειάζεται για να χαρακτηριστεί λίμνη, ωστόσο πρέπει ν’ αποκλειστούν οι πολύ περιορισμένες ποσότητες νερού καθώς και οι εκτεταμένες ποσότητες νερού μικρού βάθους όπως π.χ τα έλη.
Στα υγρά κλίματα οι λίμνες έχουν σχεδόν πάντα γλυκό νερό ενώ στα ξηρά κλίματα η ισχυρή εξάτμιση κάνει ώστε τα νερά των λιμνών να εμπλουτίζονται σε χλωριούχο νάτριο (ΝaCl), θειικό νάτριο (Νa2SΟ4), ανθρακικό νάτριο (Νa2CΟ3) και άλλα άλατα οπότε προκύπτουν οι αλμυρές λίμνες.
Οι πολύ μεγάλες λίμνες, όπως π.χ η Κασπία, αποκαλούνται και θάλασσες.
Στις λίμνες περιλαμβάνονται και αυτές που δημιουργούνται τεχνητά με την κατασκευή φραγμάτων.
Τα νερά των λιμνών προέρχονται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα αλλά κι από τις πηγές που αναβλύζουν μέσα σ’ αυτές και από τα υδάτινα ρεύματα που εκβάλλουν σε αυτές.
Η μελέτη των λιμνών, δηλαδή των νερών και των κοιλοτήτων του εδάφους που τα περιέχουν, αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της Φυσικής Γεωγραφίας, τη Λιμνολογία.

Και ξεκινάμε μια πρώτη περιπλάνηση στις λίμνες του κόσμου με πρώτη στάση την πανέμορφη και χιλιοτραγουδισμένη λίμνη Παμβώτιδα ή λίμνη των Ιωαννίνων

1) Η λίμνη Παμβώτιδα (αρχαίο όνομα Παμβῶτις), γνωστή και ως λίμνη των Ιωαννίνων, βρίσκεται σε υψόμετρο 483 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.
Έχει μήκος 7,9 περίπου χιλιόμετρα, πλάτος 1,5 ως 5,4 χιλιόμετρα, μέσο βάθος 4 – 5 μέτρα, μέγιστο βάθος 11 μέτρα και επιφάνεια 19,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Περιβάλλεται από τα όρη Μιτσικέλι και των ανατολικών αντερεισμάτων του Τομάρου (ή της Ολύτσικας) και σχηματίζεται από τα ύδατα τριών κυρίως πηγών (Ντραμπάντοβας, Σεντενίκου και Κρύας), που αναβλύζουν στους πρόποδες του Μιτσικελίου. Συνδέεται με τους θρύλους της Κυρά – Φροσύνης και του Ντουραχάν.

2) Η λίμνη Bled – η λίμνη bled βρίσκεται μεταξύ Βαλκανίων, Κεντρικής Ευρώπης και Αδριατικής.
Βρίσκετε  55 χλµ. βορειοδυτικά της πρωτεύουσας Λουμπλιάνα και σε μόλις 32 χλµ. από τα σύνορα µε την Αυστρία.
Χαρακτηρίζεται – δικαίως – το κόσμημα των Ιουλιανών Άλπεων χαμένη σεμια κατάφυτη περιοχή.
Μέσα στην λίμνη Bled υπάρχει ένα χαριτωμένο νησάκι,το οποίο φιλοξενεί μία εκκλησία γοτθικής αρχιτεκτονικής, την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Στην εκκλησία υπάρχουν πανέμορφες τοιχογραφίες του 17ο αιώνα, εποχή που χτίστηκε και η εκκλησία. 
Στον εξωτερικό χώρο δεσπόζει το καμπαναριό της, το οποίο είναι 52 μέτρα!

3) Η Λίμνη της Γενεύης ή Λίμνη Λεμάν ,γαλλικά: Lac Leman ή Lac de Genève, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού στην κεντρική Ευρώπη ,μετά από τη λίμνη Balaton
Το 60% της επιφάνειάς της ανήκει στην Ελβετία ,και στα καντόνια της Γενεύης, Βω και του Βαλαί, και το 40% στη Γαλλία ,στο νομό της  Άνω Σαβοΐας.
Η ακτή μεταξύ Νυόν και της Λωζάνης αποκαλείται Λα Κοτ -La Côte, και μεταξύ της Λωζάνης και Βεβέ καλείται Λαβώ -Lavaux.
Η συνολική επιφάνειά της είναι περίπου 582 τ.χλμ., μετρώντας 73 χλμ. στο μήκος.
Λόγω της ημισεληνοειδούς μορφής γύρω από την Yvoire , στη νότια ακτή, μπορούμε να πούμε πως έχουμε μια μεγάλη λίμνη στην ανατολή και μια μικρή λίμνη στη δύση πλευρά.
Η μοναδική επίγεια οδός απορροής των υδάτων της λίμνης είναι ο ποταμός Ροδανός – Rhône – ο οποίος είναι και ο βασικός τροφοδότης της λίμνης σε νερό και ο οποίος δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της σταδιακής απόσυρσης του παγετώνα του Rhône  μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων, σχεδόν 16.000 χρόνια πριν. 
Εισέρχεται στη λίμνη από την πόλη Villeneuve

4) Η λίμνη Pichola – Η λίμνη Pichola είναι μιά τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε το 1362 .
Διαθέτει νησάκια, καθένα με το δικό του παλάτι, και ονειρικό σκηνικό κοντά στην πόλη Udaipur, στην ομόσπονδη πολιτεία του Ρατζαστάν γνωστή και ως “η χώρα των βασιλιάδων”.
Δεν είναι τυχαίο το ότι ο μαχαραγιάς Udai Singh μαγεμένος από την ομορφιά του τοπίου, έχτισε εκεί τα παλάτια του το Taj Lake Palace, το 1559.
Το Lake Palace , τυπικά γνωστό ως Jag Niwas ,  είναι ένα παλιό καλοκαιρινό ανάκτορο της βασιλικής δυναστείας του Mewar , που έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο .
Το Lake Palace βρίσκεται στο νησί Jag Niwas στη λίμνη Pichola , και το φυσικό του υπόβαθρο εκτείνεται σε 4 στρέμματα (16.000 m 2 ).
Η λίμνη και το ρομαντικό σκηνικό της αποτελεί αγαπημένο προορισμό για τις γαμήλιες τελετές της ινδικής ελίτ: στολισμένοι ελέφαντες, ζωγραφισμένες βάρκες, πυροτεχνήματα, αστέρες του Bollywood, στενά δρομάκια, κανάλια και μπόλικη χλιδή συμπληρώνουν την εμπειρία στην “Βενετία της Ινδίας”.

5) Η λίμνη Maligne –  Η λίμνη maligne που βρίσκεται στην επαρχία Αλμπέρτα του Καναδά και είναι ένα δημοφιλές σημείο για αθλητικό ψάρεμα, καγιάκ και κανό.
Το Parks Canada διατηρεί τρία κάμπινγκ, που είναι προσβάσιμοι μόνο με κανό, το Hidden Cove, το Fisherman’s Bay και το Coronet Creek.
Η άγρια ​​φύση είναι εκπληκτικά άφθονη κατά μήκος αυτής της ολιγοτροφικής λίμνης υψηλού υψομέτρου.
Στο οικοσύστημά της βρίσκουν καταφύγιο πολλά είδη ζώων, από αγριοκάτσικα και caribou μέχρι αρκούδες γκρίζλι και είναι διάσημη για το γαλάζιο χρώμα του νερού της, τις βουνοκορφές που την περιβάλλουν, το νησάκι Spirit και τα τρία παγόβουνα που είναι ορατά από τη λίμνη.

6) Πανέμορφες λίμνες της Πολωνίας – Oι περισσότερες λίμνες της Πολωνίας βρίσκονται στην επαρχία Mazury διάσημη για τις 2.000 λίμνες της.
Η μεγαλύτερη πόλη της Mazury που θεωρείται και πρωτεύουσα της, είναι η Ełk .
Η περιοχή καλύπτει έκταση περίπου 10.000

ntina

Τι είναι το Φυσικό Δίκαιο

Το λεγόμενο Φυσικό Δίκαιο, (ius naturale ή jus naturale), αποτελεί διάκριση του Διεθνούς Δικαίου που πρώτος την εισήγαγε στη σύγχρονη αντίληψη ο Hugo Grotius (ο μετέπειτα χαρακτηρισθείς πατέρας του Διεθνούς Δικαίου).
Το Φυσικό Δίκαιο, που συνηθίζεται να λέγεται περισσότερο φιλοσοφικά και "Δίκαιο της Φύσης" είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο Δίκαιο που βασίζεται στην ανθρώπινη φύση και στη λογική. 
Έμμεσες πηγές του Δικαίου αυτού θεωρούνται τόσο η βούληση του Θεού, όπως αυτή αποκαλύπτεται από ιερά κείμενα, όσο βεβαίως και η ανθρώπινη φύση.
Το Φυσικό Δίκαιο, όπως προσδιορίστηκε "κοινό" για όλη την ανθρωπότητα, στην αρχή της σύγχρονης αντίληψης περί Δικαίου, αποτελεί ένα είδος φραγμού στη κρατική βούληση τόσο ως προς την άσκηση του δικαιώματος του πολέμου(¹) (δίκαιος μόνο ο αμυντικός, και ο επί τιμωρία), καθώς και για τον τρόπο διεξαγωγής του, όσο επίσης και επί της ιδέας της διεθνούς ευθύνης των κρατών.
Ως σύνολο κανόνων αναγνωρισμένων αρχών ορθής συμπεριφοράς, το φυσικό δίκαιο αντιπαρατίθεται από την έτερη διάκριση του Διεθνούς Δικαίου, (κατά τον Γκρότιους), που ονομάζεται 'εκούσιο δίκαιο ή Θετικό Δίκαιο(²) και που διακρίνεται σε θείο και ανθρώπινο ανάλογα με τη πηγή προέλευσής του.
Αρχαιότητα
Η πρώτη σύλληψη της ιδέας του Φυσικού Δικαίου ανάγεται στους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα στους Σοφιστές του 6ου - 5ου αιώνα π.Χ. στη προσπάθειά τους μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις, να προσδιορίσουν τη φύση της τάξης που θα πρέπει να διέπει τις σχέσεις των τότε πόλεων-κρατών. 
Τότε αναπτύχθηκε η διάκριση μεταξύ φύσης, ως έννοια δικαίου σοφή και αιώνια, και νόμου, ως έννοια αυθαίρετη, προϊόν σκοπιμότητας. 
Έτσι την εποχή εκείνη ο νόμος θεωρείτο περισσότερο ωφέλιμος, κατ΄ άλλους ως ισχύ των δυνατών, κατ΄ άλλους ως ισχύ των αδυνάτων. 
Πολλοί επίσης Σοφιστές επικαλούνταν το φυσικό δίκαιο ως δύναμη που διέπει την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων. 
Σύμφωνα με την τελευταία αυτή προσέγγιση, θεωρούσαν πως ο άνθρωπος μπορούσε με τη λογική και τη βούλησή του να διακρίνει πλέον το αγαθό και το κακό, (σχετικός ο μύθος Αρετής και Κακίας του Ηρακλή) και ν΄ αποφασίσει τη κατεύθυνσή του.
Ο Σωκράτης, ο Πλάτων αλλά και ο Αριστοτέλης προχώρησαν την ιδέα αυτή στο ότι ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να βρει τους μηχανισμούς εκείνους που θα αξιολογεί τη δράση του ανάλογα με την πραγματικότητα, δίνοντας έτσι μια πρώτη ιδέα του Θετικού Δικαίου.
Ο δε Σωκράτης, στην αναζήτηση αυτών των μηχανισμών, πρόβαλε την έννοια της γνώσης, (του "γνωρίζω"), των απαραίτητων εννοιών π.χ. της δικαιοσύνης, της τόλμης κ.λπ. 
Ο Πλάτων χαρακτήρισε τις αναζητούμενες ιδέες του Σωκράτη ως αιώνιες (αΐδιες), και αμετάβλητες οντότητες που υφίστανται ανεξάρτητα των ανθρωπίνων πράξεων, επιβάλλοντας έτσι την ιδέα της φρόνησης επ΄ αυτών δηλαδή της φιλοσοφίας. 
Συνεπώς, η λογική είναι εκείνη που ως πυξίδα θα πρέπει να κατευθύνει τις πράξεις, συμπεραίνοντας ότι οι πόλεις θα πρέπει να κυβερνώνται από φιλοσόφους. 
Στην "Πολιτεία" του όμως και ειδικά στους "Νόμους" εγκατέλειψε τη θεωρία αυτή, της βασιλείας των φιλοσόφων, προτείνοντας ένα σύνθετο πολίτευμα που να συνδυάζει Βασιλεία και Δημοκρατία (Βασιλευόμενη Δημοκρατία).
Ο Αριστοτέλης συμφωνεί ότι το φυσικό δίκαιο (η Δικαιοσύνη) έχει το αυτό κύρος παντού και ανευρίσκεται με τη λογική, αποκλείοντας τους βαρβάρους, κάνοντας έτσι λόγο όπως και ο Πλάτων για δικαίωμα μόνο εκείνων που είχαν ευγενή καταγωγή και πλούσια παιδεία.
Τέλος περί τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Στωικοί φιλόσοφοι εισήγαγαν στην έννοια του φυσικού δικαίου την έννοια της ισότητας και λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της λογικής, όπως είχε αναπτυχθεί από τους προγηγούμενους, ως κτήμα όλων κατέληξαν στην άποψη ότι ο φυσικός νόμος (η φυσική κατάσταση) είναι κατάσταση αρμονίας που διέπεται από τη λογική. 
Και συμπλήρωναν ότι: επειδή όμως η αρμονική αυτή κατάσταση έχει διαφθαρεί από τον ανθρώπινο εγωισμό οφείλει η ανθρωπότητα να επαναπροσεγγίσει το αρχαίο ιδανικό, (σημερινή περίπτωση αναφοράς του Ολυμπιακού Ύμνου), διαμορφώνοντας ανάλογη νομοθεσία. 
Την εποχή αυτή, η έννοια του φυσικού νόμου και της ηθικής θεωρούνταν ταυτόσημοι. 
Στο σημείο αυτό λήγει και η πρώιμη ιδέα του φυσικού νόμου όπως διαμορφώθηκε εξελικτικά στην ελληνική αρχαιότητα, (φύση - νόμος, γνώση - λογική, ισότητα - αρμονία - ηθική).
Ρωμαϊκή περίοδος
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, καμία ανάπτυξη δεν σημειώθηκε επί της ιδέας του φυσικού νόμου. Αν και στο Ρωμαϊκό δίκαιο κάνει την εμφάνισή του το Δίκαιο Εθνών (jus gentium), τούτο αφορούσε μόνο τους ελεύθερους Ρωμαίους πολίτες, άνδρες και γυναίκες, και τους εξισωμένους μ΄ αυτούς. 
Σημαντική επίσης ήταν με την επικράτηση του Χριστιανισμού το έργο πολλών Πατέρων της Εκκλησίας και ειδικότερα του Αγίου Αυγουστίνου που υποστήριζε πως ο άνθρωπος πριν τη πτώση του ζoύσε ελεύθερος με τους κανόνες του "φυσικού δικαίου" αλλά αργότερα έγινε δούλος της αμαρτίας, (αρχέγονος δικαιοσύνη).
Καθίσταται καταφανής η προσέγγιση του Αγίου Αυγουστίνου στη διδασκαλία των Ελλήνων Στωικών του 3ου π.Χ. αιώνα.
Μεσαίωνας
Κατά τον Μεσαίωνα, η Εκκλησία αποτελούσε το κέντρο μάθησης έτσι οι κληρικοί ανέλαβαν να προσαρμόσουν την έννοια του δικαίου στη φιλοσοφική διδασκαλία. 
Αυτό το πέτυχαν ταυτίζοντας το φυσικό νόμο των αρχαίων στο πλαίσιο του θείου νόμου. 
Τον τρόπο αυτό ακολούθησε ιδιαίτερα ο Γρατιανός που έχει αποκληθεί "πατέρας του Κανονικού Δικαίου" (Εκκλησιαστικού Δικαίου) στηριζόμενος στη θεία ρήση: "ό σύ μισείς ετέρω μη ποιήσεις".
Ακολούθως, τον 13ο αιώνα, o Άγιος Θωμάς Ακινάτης επαναλαμβάνοντας την έννοια της λογικής στο φυσικό νόμο των αρχαίων Ελλήνων αρχίζει να διδάσκει ότι ο Θείος νόμος - αιώνιος νόμος, (ο αΐδιος των αρχαίων Ελλήνων) προέρχεται από τον θείο λόγο ( "θεία" λογική) που επειδή βρίσκεται στο Πνεύμα του Θεού δεν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο παρά ελάχιστα, μέσα από την Θεία Αποκάλυψη και μέσα από την ανθρώπινη λογική καταλήγοντας ότι "Το φυσικό δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συμμετοχή του αιώνιου δικαίου στο λογικό δημιούργημα", συμπληρώνοντας ότι "ο θείος νόμος είναι η λογική της θείας σοφίας".
Παράλληλα, άλλοι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, όπως ο Τζων Ντανς Σκότους, ο Γουλιέλμος του Όκαμ και ο Φρανθίσκο Σουάρεθ, τόνιζαν περισσότερο τη σημασία της "θείας βούλησης" (βουλησιαρχία) ως πηγή φυσικού δικαίου και όχι της "θείας λογικής". 
Μάλιστα ο πρώτος ο Σκότους διακρίνει ότι ο θεός έχει δύο εξουσίες την απόλυτη (της δημιουργίας) και τη ρυθμιστική (λειτουργική) μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται συσχέτιση. Έτσι ο θείος αιώνιος νόμος (απόλυτη εξουσία) μπορεί να μην ανακλάται επακριβώς στις εντολές του, (ρυθμιστική εξουσία), υπό το στοιχείο της αυθαιρεσίας της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου.
Έτσι κατα τον Μεσαίωνα η έννοια του φυσικού δικαίου έχει απόλυτα περιβληθεί με ηθικοθρησκευτική αντίληψη.
Αναγέννηση
Περί το τέλος του Μεσαίωνα εμφανίζονται οι λεγόμενοι "πρόδρομοι του Διεθνούς Δικαίου", ο Βιτόρια και ο Τζεντίλι. 
Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση όμως που σημειώθηκε, που επέφερε την πτώση της εκκλησιαστικής αυθεντίας, παράλληλα με τη πτώση της Φεουδαρχίας με τον κατακερματισμό του Ευρωπαϊκού χώρου σε ανεξάρτητες Ηγεμονίες, καθώς και η ανάπτυξη της Επιστήμης, άνοιξαν νέους ορίζοντες στη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού δικαίου, κύριος θεμελιωτής της οποίας ήταν ο Ολλανδός νομομαθής Ούγκο Γκρότιους, το έργο του οποίου υπήρξε σε επιστημονική βάση σπουδαίο.
Ο Hugo Grotius, απηχώντας τους αρχαίους Έλληνες Στωικούς, αφού απάλλαξε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου από την ηθικοθρησκευτική τους βάση, τις προσάρμοσε στις κοινωνικές ανάγκες της κοινωνίας των Ηγεμονιών - κρατών, θεωρώντας το σύμπαν να κυριαρχείται από ένα λογικά (αρμονικά) δομημένο φυσικό δίκαιο. 
Επομένως για τον άνθρωπο το φυσικό δίκαιο είναι η συγκέντρωση όλων των κανόνων εκείνων που απορρέουν από την ίδια του τη φύση, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα ζώα από την "όρεξη", (βούληση), για ειρήνη (λογική).
Σχολή Φυσικού Δικαίου
Η Σχολή (σύνολο γνωμών και απόψεων) περί του φυσικού δικαίου στη σύγχρονη αντίληψη άρχισε να εμφανίζεται μετά τον Hugo Grotius. 
Οι οπαδοί της Σχολής αυτής απέκλεισαν κάθε προσέγγιση στο Θετικό Δίκαιο, αποδεχόμενοι μόνο το φυσικό. 
Κύριοι εκπρόσωποι αυτής της Σχολής ήταν οι Barbeyrac, Thomasius, Cocceji και ειδικότερα ο Pufendorf ο οποίος στο έργο του "De iure naturae et gentium"(1672), υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει θετικό διεθνές Δίκαιο, επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει νομοθετική βούληση υπεράνω των κρατών. 
Επειδή όμως τέτοια βούληση δεν υφίσταται, κατά συνέπεια δεν υφίσταται και ο παραπάνω όρος.
Άλλος επίσης εκπρόσωπος της ίδιας σχολής είναι ο Vettel που συμβούλευε του Ηγεμόνες της εποχής του να εφαρμόζουν κάθε φορά εκείνο που επιτάσσει ο φυσικός νόμος στα έθνη. Μάλιστα στο έργο του "Το Διεθνές Δίκαιο στη συμπεριφορά των Ηγεμόνων" κηρύσσει ότι όλα τα κράτη θα πρέπει να εμφορούνται από την "αρχή της αλληλεγγύης" και της "αλληλοβοήθειας".
Σημειώνεται ότι το σοβαρό μειονέκτημα της σχολής του φυσικού δικαίου είναι ότι επειδή βασίζεται κυρίως σε αφηρημένες έννοιες (όπως ακριβώς τις αντιμετώπιζαν οι Έλληνες Σοφιστές στην αρχαιότητα), παραγνωρίζει την διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα (σύγχρονα γεγονότα) με συνέπεια ν΄ απέχει πολύ, κάθε φορά, στη πράξη.
Σημειώσεις
(¹) Δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση η τακτική αναφορά σε πολέμους δεδομένου ότι η απαρχή της σύγχρονης αντίληψης περί διεθνών σχέσεων είχαν δύο μόνο αντικείμενά: τον πόλεμο και τη συμμαχία, (μεταξύ των Ηγεμονιών), και επ΄ αυτών αναπτύχθηκαν. 
Η εμπλοκή του εμπορίου, των μεταφορών κ.λπ. στις διεθνείς σχέσεις, ανήκει σε πολύ μετέπειτα εξελικτικό στάδιο.
(²) Το προερχόμενο από την ανθρώπινη βούληση θετικό Δίκαιο διακρίνεται με τη σειρά του σε "Εσωτερικό" και σε "Διεθνές Δίκαιο.
Πηγές
"Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα" τ.21ος, σ.62
"Διεθνές Δίκαιο" Α. Ζιμπουλάκη - Αθήνα 1979, σ.23-24.
Βιβλιογραφία
Τσαφάρας, Κ.: «Το φυσικό και το θετικό δίκαιο ως αλληλοσυμπληρούμενα είδη δικαίου». Ελληνική Φιλοσοφική επιθεώρηση 6 (1989), 167-171.