Nικηφόρος Βρεττάκος – Ό,τι μπόρεσα να διασώσω το διέσωσα, θάλασσα.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1911 στις Κροκεές -Λεβέτσοβα- Λακωνίας.
Tα παιδικά του χρόνια τα περνά στο πατρικό του κτήμα στην περιοχή Πλουμίτσα, όπου υπάρχουν μόνο τα δύο μεγάλα σπίτια του πατέρα του, του θείου του και το εκκλησάκι του Αη Γιώργη.
Το απέριττο φυσικό κάλλος του τόπου του θα είναι για πάντα κοντά του και εδώ θα γυρίσει κάποια μέρα,μετά το μεγάλο ταξίδι της ζωής του για να ξεκουραστεί.
Από τα ποιήματά του – Nικηφόρος Βρεττάκος
Ό,τι μπόρεσα να διασώσω
(στον κόσμο που πήγα)
το διέσωσα, θάλασσα.
Η ψυχή μου ένα σμήνος
μυριάδων πουλιών
που τ’ αλώνιζε η θύελλα.
Όσα διασώθηκαν
βρήκαν το δέντρο τους.
Φτερούγισαν κι έμειναν
μέσα στις λέξεις…
«…Πάντοτε πίστευα πως η ‘αξία’ βρίσκεται πολύ βαθιά μέσα στον άνθρωπο, στην απόρρητη κρύπτη της καρδιάς, όπως το μαργαριτάρι στο βάθος του ερμητικά κλεισμένου στρειδιού και πώς η μεγαλωσύνη του έθνους φυλάσσεται μέσα στα βάθη των λασπωμένων ξωμάχων,
των ρακένδυτων εργατών, κι όλων γενικά των ταπεινών αγνοημένων που η πνοή τους συνενώνεται κάποτε, γίνεται εθνικός αγέρας και συγκλονίζει.
Γράφοντας το ταχτικό αυτό χρονογράφημα, νομίζω πως συνομίλησα μαζί τους, έζησα μαζί τους, μοίρασα μαζί τους τη λύπη, το φόβο, τη χαρά, την ελπίδα.
Κι είναι μεγάλη η τιμή να ζεις ανάμεσα σ’ αυτό το κλίμα της απλότητας και της υγείας, που αγωνίζεται να ξεσκλαβωθεί και να πάρει την ανιούσα, αποκαθηλώνοντας την ελληνική μοίρα, μια μοίρα που ανατέλλει από τις αλλεπάλληλες σκλαβιές όπως ο ήλιος από τα αλλεπάλληλα σκοτεινά σύννεφα…».
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο πιο ανθρώπινος νεοέλληνας ποιητής.
Ένας μεγάλος Ουμανιστής που ανάλωσε τα ογδόντα του χρόνια στην υπηρεσία της πατρίδας του,του λαού της, του πολιτισμού, και της γλώσσας της.
Στάθηκε πάντα όρθιος και παρών σε κάθε σημαντική στιγμή της πνευματικής ,της πολιτικής, και της κοινωνικής ζωής της.
Και τον Αύγουστο του 1991, στην Πλουμίτσα, ο Νικηφόρος Βρεττάκος αφήνει την τελευταία του πνοή. Αποχαιρετά τον κόσμο που του ενέπνευσε το τεράστιο λογοτεχνικό έργο, ένα έργο όπου το Θείο και το Ανθρώπινο συνυπάρχουν.
...άλλο ένα από τα συγκλονιστικά του ποιήματα – Nικηφόρος Βρεττάκος...στόν Ρόμπερτ Ὀπενχάϊμερ, [Από το “ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ”, 1954]
Τ’ ἀνάλαφρο σάν ἀστέρι ὄνομά σας
ἔγινε στάχτη στή Χιροσίμα…[6 Αυγούστου 1945]
Στόν Ρόμπερτ Ὀπενχάϊμερ
Φίλε Ὀπενχάϊμερ,
λάβαμε
τίς τελευταῖες εἰδήσεις σας.
Φορτωμένα τίς μέρες αὐτές, τά ἑρτζιανὰ και οἱ ἀσύρματοι
πᾶνε καί φέρνουν, σ’ ὅλο τόν κόσμο, τή σιωπή καί τή θλίψη σας.
Καί μεῖς, ἄνθρωποι ἁπλοί, ὅπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πώς ὁ πόνος κατοικεῖται ἀπό τό Θεό,
σηκωθήκαμε ὀρθοί καί κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτῶν μπρός στή θλίψη σας
μέ σκυμμένα τά πρόσωπα
καί σταυρωμένα τά χέρια μας.
Ἀλλά, φίλε Ὀπενχάϊμερ, ὄχι·
δέν προσθέσατε τίποτα στήν καρδιά μας. Ἡ πράξη σας
ἔμεινε πράξη. Ἡ σελίδα σας ἔκλεισε.
Τ’ ἀνάλαφρο σάν ἀστέρι ὄνομά σας
ἔγινε στάχτη στή Χιροσίμα.
Σέ τί θά ὠφελοῦσε ν’ ἀφήσουμε τώρα
τήν καρδιά μας ἀδέσποτη κάτω ἀπ’ τά δάκρυά σας;
Σέ τί θά ὠφελοῦσε νά κάτσουμε δίπλα σας
ἀντίκρυ στό σύμπαν; Σᾶς παραδίνουμε στή
μακροθυμία τῶν αἰώνων κι εὐχόμαστε
ν’ ἀξιωθεῖτε τή χάρη της.
Τί νά σᾶς κάνουμε; Ποῦ
νά σᾶς κρύψουμε; Ὅπου
κι ἄν σᾶς βάλει κανεις
σάν πύργος πανύψηλος
θά κρύβετε πάντοτε
ἕνα μέρος τοῦ ἥλιου.
Δέν εἶναι στό χέρι μας.
Δέν ὑπάρχει πιά δέντρο νά καθίστε στή ρίζα του.
Ἡ στέγη τοῦ σύμπαντος δέν θά σᾶς ἤθελε.
Ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἁπλοί, πού ὁ Θεος μᾶς γυρίζει τὰ φύλλα
τῶν ἡμερῶν,
πού λογαριάζουμε τή ζωή μας μέ τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου,
πού ὑπογράφουμε στήν καθαρή μας καρδιὰ τά πεπραγ-
μένα μας μέ τή δύση του,
πού ἀγαπᾶμε τό χῶμα καί τό σύννεφο τοῦ οὐρανοῦ,
γιατί μαζί μέ τόν ἄνεμο καί τήν παρεμβολή τοῦ φωτός,
μεγαλώνουν τά στάχυα στό μικρό μας ὁρίζοντα,
σᾶς ἐγκαλοῦμε: Ἀκοῦστε μας!
Δέν ἔτυχε, φίλε Ὀπενχάϊμερ, ποτέ, νά σκεφθεῖτε μέ πόσα
δάκρυα φτιαχτῆκαν οἱ κῆποι τοῦ κόσμου;
Δεν εἴχατε δάχτυλα νά μετρήσετε;
Δέν σᾶς φτάναν οἱ ἀριθμοὶ γιά τήν ἐξίσωση τῆς ἀλήθειας;
Ποτέ δέν σταθήκατε, μόνος πρός μόνον, ἀντίκρυ στά μάτια μας
κι ἀντίκρυ στό θαῦμα τοῦ χεριοῦ τ’ ἀδερφοῦ σας;
Πῶς σᾶς διέφυγε,
φίλε Ὀπενχάϊμερ,
– ἕνα σύνολο ἀπό
μικρά καί μεγάλα
θαύματα – ὁ ἄνθρωπος;
…
[Από το “ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ”, 1954]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου