Διότι με τη βραδύτητα σκέφτεσαι ενώ με την ταχύτητα απλώς καταναλώνεις/καταγράφεις και εν τέλει νιώθεις την κενότητα και την απώλεια των χρόνων που πέρασαν ανεπιστρεπτί…
[…] Η έννοια του χρόνου αποτελεί μια από τις πιο παράξενες παραμέτρους της φύσης, που μπορεί στη Φυσική να ποσοστοποιείται και μαθηματικοποιείται αλλά στην καθημερινότητα του ανθρώπου αποτελεί μια αίσθηση, κίνηση αλλά και άγχος, πειθάρχηση.Και εάν στη Φυσική ο χρόνος, που ορίζεται και στη θεωρία της Σχετικότητας, αποτελεί μία μετρήσιμη διάσταση που επιτρέπει σε δύο γεγονότα που συμβαίνουν στον ίδιο χώρο, να διακρίνονται μεταξύ τους.
Στο συμπαντικό χώρο η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας (σε ώρες) και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο (το έτος).
Στο «Ένας κόσμος δίχως χρόνο», ο Palle Yourgrau παρουσιάζει το διαισθητικό χρόνο, αυτόν που αισθανόμαστε, που βιώνουμε, που το παρελθόν έχει παρέλθει και το μέλλον δεν το γνωρίζουμε.
Ο χρόνος είναι άπειρα διαδοχικά «τώρα» ή αλλιώς ένα κινούμενο «τώρα».
Ίσως γι’ αυτό και οι μετρήσεις του χρόνου από τα αρχαία χρόνια γίνονταν με συσκευές που στηρίζονταν σε υλικά που ρέουν, όπως η άμμος και το νερό.
Όμως το βασικό χρονομετρικό όργανο έως τον 16ο αιώνα ήταν το ηλιακό ρολόι, που έδειχνε την ώρα με τη βοήθεια της σκιάς που δημιουργούσε ο ήλιος.
Σταθμό στην τεχνολογία της χρονομέτρησης αποτέλεσε η κατασκευή του αστρολάβου, με τον οποίο προσδιοριζόταν η ώρα με ακρίβεια λεπτού.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι για τις ανθρώπινες κοινωνίες που η τροφή αποτελούσε τον πυρήνα των δραστηριοτήτων τους, με τη σπορά, τη συλλογή και τις άλλες απαραίτητες γεωργικές εργασίες, ο χρόνος λαμβανόταν στη κυκλική του διάσταση, ενώ στην αστρονομική παρατήρηση και διάσταση, έτσι όπως αυτή βιωνόταν μέσα από τις εποχές, τα ηλιοστάσια και τη νέα σελήνη.
Αυτή η επαφή του ανθρώπου με τον χρόνο, δεν σχετίζεται καθόλου με την εξάρτηση του ανθρώπου από το ωρολόγιο πρόγραμμα ή με την ίδια την κατασκευή του ρολογιού.
Από το άυλο και το άπειρο κατασκευάστηκε το υλικό και πεπερασμένο. Φυλακίζοντας το χρόνο σε ένα ρολόι…
«Ο δυτικός άνθρωπος, αναφέρει ο George Woodcock, στο War Commentary – For Anarchism(1944) (The Tyranny of the Clock), ζει σε έναν κόσμο ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με τα μηχανικά και μαθηματικά σύμβολα της ώρας (του ωρολογίου χρόνου).
Το ρολόι υπαγορεύει τις κινήσεις του και αναστέλλει τις δράσεις του.
Το ρολόι γυρίζει το χρόνο από μια διαδικασία της φύσης σε εμπόρευμα που μπορεί να μετρηθεί και να αγοράζεται και να πωλείται όπως το σαπούνι ή τη σουλτανίνα (…) ο βιομηχανικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί και δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους, εάν το ρολόι δεν αντιπροσώπευε ένα στοιχείο μηχανικής τυραννίας στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου πιο ισχυρό από οποιοδήποτε άτομο– εκμεταλλευτή ή οποιοδήποτε άλλου μηχανήματος (…)
Πρόκειται για ένα συχνό γεγονός της ιστορίας ότι μια κουλτούρα ή πολιτισμός αναπτύσσει τη συσκευή εκείνη η οποία αργότερα θα χρησιμοποιηθεί για την καταστροφή του.
Οι αρχαίοι Κινέζοι, για παράδειγμα, ανακάλυψαν την πυρίτιδα, η οποία αναπτύχθηκε από τους στρατιωτικούς ειδικούς της Δύσης και τελικά οδήγησε στην καταστροφή του κινέζικου πολιτισμού από τις υψηλές εκρηκτικές ύλες του σύγχρονου πολέμου.
Ομοίως, η υπέρτατη εφευρετικότητα τεχνιτών στις μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης οδήγησε στην εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού, το οποίο, με την επαναστατική αλλαγή στην έννοια του χρόνου, βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη της εκμετάλλευσης του καπιταλισμού και την καταστροφή της μεσαιωνικής κουλτούρας.
Υπάρχει μια παράδοση ότι το ρολόι εμφανίστηκε στον ενδέκατο αιώνα, ως μια συσκευή παραγωγής ήχων καμπάνας ανά τακτά χρονικά διαστήματα στα μοναστήρια τα οποία, με την πειθαρχημένη ζωή των μοναχών τους, αποτελεί τη πιο κοντινή κοινωνική προσέγγιση του μεσαίωνα με το εργοστάσιο του σήμερα. Όμως, το πρώτο αναγνωρισμένο ρολόι, θεωρείται ότι εμφανίστηκε τον 13ο αι., και δεν ήταν μέχρι το 14ο αι. σε κοινή θέα στα δημόσια κτήρια των γερμανικών πόλεων».
Είναι αυτή η θέαση του ρολογιού σε κεντρικά σημεία της πόλης και χώρων της, που διαμορφώνει τη σχέση εξουσίας-χρόνου.
Η λειτουργία της πόλης βασιζόταν στην πειθαρχία που επέβαλλε το κεντρικό ρολόι, και που πολλές φορές ταυτιζόταν και με το εκκλησιαστικό σύμβολο των καμπανών, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα.
Παράλληλα, δέσποζε σε κεντρικές αίθουσες χώρων εγκλεισμού όπως του εργοστασίου, του σχολείου, της φυλακής.
Η κυριαρχία του κεντρικού ρολογιού συμβάδιζε με την κυριαρχία τόσο των κλειστών χώρων, όσο και των γκετοποιημένων πόλεων.
Σήμερα, ορισμένες χρήσεις του ρολογιού σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της παραγωγής, έχουν διαφοροποιηθεί πλήρως σε σχέση με πριν διακόσια και πλέον χρόνια, ουσιαστικά από την έναρξη της «βιομηχανικής επανάστασης».
Το παραγόμενο αποτέλεσμα δεν εντάσσεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αλλά του δίδεται η δυνατότητα της ευέλικτης και ελαστικής λειτουργίας.
Από το ακριβές ωρολόγιο πρόγραμμα του εργοστασίου του παρελθόντος βρισκόμαστε σήμερα στη χρήση «ελεύθερου ωραρίου», χρονική ελαστικότητα, εργασία από το σπίτι.
Έτσι, σχεδόν καμμία παραγωγική διαδικασία δεν οργανώνεται πια ως πεπερασμένη και βαφτίζεται ως «ελεύθερο» αυτό που σε σκλαβώνει ακόμη περισσότερο αλλά με άλλη μορφή.
Γιατί, μπορεί να έχουμε απομακρυνθεί από την ακριβή κανονικότητα του χρόνου, αλλά προσαρμόζουμε και εντάσσουμε τη ζωή μας βάσει του εργασιακού χρόνου, που καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χρόνο.
Όσο ο άνθρωπος δυσκολευόταν να αποδεχθεί τις βιομηχανικές συνθήκες προερχόμενος από μια περιρρέουσα ανεμελιά, η επιβολή του ρολογιού ήταν απαραίτητη, κάτι που σήμερα εργασιακά το έχει ξεπεράσει.
Σήμερα η δουλειά δεν τελειώνει όταν οι δείκτες σχηματίσουν το μαγικό νούμερο αλλά όταν η «δουλειά ολοκληρωθεί»…
Για να φτάσουμε όμως σε αυτή τη κατάσταση έχουν προηγηθεί αιώνες χειραγώγησης και όπως ο Lewis Mumford τονίζει, το ρολόι ήταν το πρώτο πραγματικά αυτόματο μηχάνημα που δεν επιτύγχανε καμία σημασία στη ζωή των ανθρώπων.
Αλλά προσέδωσε μια δημόσια σημασία και μια κοινωνική λειτουργία.
Σε κείμενο του, με τίτλο «Ο χρόνος και οι δυσφορίες του» (Time And its Discontents), ο J. Zerzan σημειώνει: «Ο χρόνος, όπως η τεχνολογία, δεν είναι ποτέ ουδέτερος, όπως ο Καστοριάδης (1991) ορθά έκρινε, είναι «πάντα προικισμένος με νόημα».
Ο,τιδήποτε έχουν πει αναλυτές όπως ο Ellul για την τεχνολογία, στην πραγματικότητα, ισχύει για το χρόνο και ακόμη πιο βαθιά.
Και οι δύο συνθήκες είναι διάχυτες, πανταχού παρούσες, βασικά, και σε γενικές γραμμές αυτονόητες, όπως η ίδια η αλλοτρίωση.
Ο χρόνος, όπως η τεχνολογία, δεν είναι μόνο καθοριστικό γεγονός, αλλά περισσότερο ως το περιβάλλον στοιχείο μέσα στο οποίο η διαιρεμένη κοινωνία εξελίσσεται.
Ομοίως, απαιτεί τα υποκείμενα του, να είναι προσεκτικά, «ρεαλιστικά», σοβαρά και πάνω απ όλα, αφιερωμένα στην εργασία (…)
Όμως, όπως και ο καταμερισμός εργασίας, βρίσκεται πίσω και θέτει σε κίνηση το χρόνο και την τεχνολογία, είναι, μετά από όλα, ένα γνωστό κοινωνικό φαινόμενο.
Οι άνθρωποι, και το υπόλοιπο του κόσμου, συγχρονίζονται με το χρόνο και την τεχνική υλοποίηση του, αντί για το αντίστροφο.
Κεντρικό ρόλο σε αυτή την διάσταση –όπως είναι η αποξένωση– είναι η αίσθηση ότι είσαι ένας ανήμπορος θεατής».
Εάν ο Διαφωτισμός ανέπτυξε την Λογική και την «ελευθερία της γνώμης», η βιομηχανική επανάσταση γέννησε τον «ελεύθερο χρόνο», μια μοντέρνα «εφεύρεση» που προβάλλεται σαν «κατάκτηση».
Χαρακτηρίζεται ως «ελεύθερος» ο χρόνος εκείνος που υπολείπεται από την εργασία και τις λοιπές υποχρεώσεις, και που δρα κυρίως αποσυμπιεστικά για το άτομο.
Ουσιαστικά είναι ο χρόνος αποφόρτισης της συσσωρευμένης καταπίεσης όπως αυτή προέρχεται από την εργασία και τις λοιπές κοινωνικές υποχρεώσεις και πειθαρχήσεις.
H έννοια του «ελεύθερου χρόνου», άγνωστη στις αρχαϊκές κοινωνίες μέχρι και τον 18ο αι., εμφανίστηκε στον δυτικό κόσμο παρ’ ότι η προτεσταντική ηθική κυρίως, χαρακτήριζε οκνηρία καθετί που δεν ήταν χειρονακτική εργασία.
Το ίδιο ισχύει και με την «κατάκτηση» των διακοπών, που ξεκίνησε θεσμοθετημένα από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία κατά τη δεκαετία του ’30 και αφού ο καπιταλισμός έβαζε τα θεμέλια και τις βάσεις για τα τριάντα χρόνια ευφορίας(1945-1975), για την «κοινωνία της αφθονίας».
Έτσι μπορεί ο εργασιακός χρόνος να μειώθηκε από τις 12 ώρες το 1848 σε 8 το 1919 ή από τις 4.000 ετήσιες ώρες εργασίας στα τέλη του 19ου αι. στις 2.000 ώρες στα τέλη του 20ου αι., το παραγόμενο προϊόν όμως αυξήθηκε και η κατανάλωση και ο χρόνος που αντιστοιχούσε γι’ αυτήν επίσης.
Όσο η σκέψη των ανθρώπων είναι εγκλωβισμένη μέσα σε συγκεκριμένα σχήματα και καταστάσεις, με πανταχού παρούσα την εξουσία, είτε φανερά είτε υποχθόνια είναι πιο εύκολο για το Κράτος και το Κεφάλαιο να εφαρμόζει πρακτικές μαστίγιου και καρότου ή να βάζει τη φάκα μαζί με το τυρί.
Έτσι, σήμερα, πολλές από τις «κατακτήσεις» που χάνονται με ταχύτατο και άγαρμπο τρόπο (εργασιακές σχέσεις, ελεύθερος χρόνος, αργίες) μπορεί να μας εξοργίζουν, αλλά μας φανερώνουν την υφαρπαγή του ποσοτικού.
Διότι το ποιοτικό το είχαμε απολέσει από τότε που αφήσαμε τα χωριά για τις πόλεις, τη φύση για τις μηχανές, τον ήλιο και το φεγγάρι για το ρολόι.
Και εάν οι πρώιμοι άγγλοι βιομηχανικοί εργάτες δεν ήξεραν, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για εμάς.
Γιατί ο δικός μας χρόνος δεν μπορεί να συνεχίζει να φυλακίζεται σε ρολόγια, κουδούνια και ταχύτητα αλλά να τον βιώσουμε μέσα από τον βιορυθμό, περιοδικά και βραδέως…
Διότι με τη βραδύτητα σκέφτεσαι ενώ με την ταχύτητα απλώς καταναλώνεις/καταγράφεις και εν τέλει νιώθεις την κενότητα και την απώλεια των χρόνων που πέρασαν ανεπιστρεπτί…
anarchypress.wordpress.com