Η Πάτρα είναι στις νέες περιοχές που στρέφονται οι λεγόμενοι "τζογαδόροι" της αγοράς ακινήτων, που στοχεύουν στη δυνατότητα αποκόμισης υψηλών βραχυπρόθεσμων κερδών για επενδυτές με "επιθετική" διάθεση.
Μετά την Αττική οι "επιθετικοί" επενδυτές της αγοράς εμπορικών και οικιστικών ακινήτων, έχουν στραφεί
σε πόλεις της Ελληνικής περιφέρειας, όπου οι τιμές αρχίζουν να "τρέχουν" αφήνοντας μεγάλα περιθώρια αποδόσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η Πάτρα είναι στις νέες περιοχές που στρέφονται οι λεγόμενοι "τζογαδόροι" της αγοράς ακινήτων, που στοχεύουν στη δυνατότητα αποκόμισης υψηλών βραχυπρόθεσμων κερδών για επενδυτές με "επιθετική" διάθεση.
Με ετήσιες αποδόσεις που συχνά ξεπερνούν άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, όπως τις μετοχές στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η αγορά ακινήτων έχει προσελκύσει πολλούς ευκαιριακούς επενδυτές τα τελευταία χρόνια, με την είσοδο μεγάλου αριθμό και ξένων αγοραστών, λόγω των δυνατοτήτων που προσφέρει η Golden Visa.
Έμπειρο στέλεχος της αγοράς
real estate ανέφερε στο pelop.gr ότι στην Πάτρα αυτή τη στιγμή οι επτά στους δέκα που ψάχνουν για αγορά ακινήτου είναι ευκαιριακοί.
Δεν τους ενδιαφέρει να κρατήσουν το διαμέρισμα για πολύ καιρό και κινούνται επιθετικά. Όπως ήταν τα πράγματα στην Αθήνα πριν από λίγα χρόνια.
Και οι λόγοι είναι πολλοί.
Μια σειρά από έργα που δρομολογούνται στην αχαϊκή πρωτεύουσα υπόσχονται νέες υπεραξίες στο στεγαστικό τοπίο.
Εκτεταμένα έργα ανάπλασης έχουν προγραμματιστεί για το ιστορικό κέντρο μαζί με νέους πεζόδρομους, ενώ το λιμάνι είναι ένα από τα επόμενα που ετοιμάζει το ΤΑΙΠΕΔ προς αξιοποίηση.
Η πόλη φιλοξενεί τρία πανεπιστήμια και πάνω από 30.000 φοιτητές όπου η ζήτηση για διαμερίσματα είναι ισχυρή.
Η αμείωτη άνοδος των τιμών των διαμερισμάτων προσφέρει κέρδη που δύσκολα βρίσκουν αλλού.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες ημέρες από την Τράπεζα της Ελλάδας, οι τιμές το δ’ τρίμηνο του 2023 συνέχισαν την ξέφρενη τους πορεία αυξάνοντας κατά 11,8%.
Για το 2023 η άνοδος διαμορφώθηκε στο 13,8% μετά από αύξηση της τάξεως του 11,9% το 2022.
Την εκτίναξη των ενοικίων και των τιμών πώλησης των ακινήτων αποτύπωσε και η γνωστή πλατφόρμα Spitogatos, που δημοσίευσε στοιχεία για το α’ τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Στην Πάτρα αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμα προς πώληση εκατοντάδες ακίνητα με εύρος τιμών που κυμαίνεται από 1.083 ευρώ/τ.μ εως 1.207 ευρώ/τ.μ. καταγράφοντας αύξηση 11,40%, δηλ. μια από τις καλύτερες αποδόσεις πανελλαδικά. Ακόμα καλύτερες είναι οι αποδόσεις στις τιμές ενοικίων στην Πάτρα, που κυμαίνονται από 6,40 ευρώ/τ.μ. έως 7,26 ευρώ/τ.μ. δηλ. αύξηση 13,40%.
Το θέμα όμως, έχει και κοινωνικές διαστάσεις.
Ο επικεφαλής του κτηματομεσιτικού δικτύου E-Real Estates Θέμης Μπάκας δήλωσε στο pelop.gr ότι η ραγδαία αύξηση των ενοικίων αποτελεί "μείζον" θέμα συζήτησης και προβληματισμού στο σύνολο των συμπολιτών, ιδιαίτερα όσων σκέφτονται είτε να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους, δημιουργώντας οικογένεια και έχουν ξεκινήσει το "σαφάρι" αναζήτησης κατοικίας, είτε για όσους έχει λήξει ή λήγει το μισθωτήριο συμβόλαιο τους επόμενους μήνες και αναμένουν να ενημερωθούν για τις νέες "απαιτήσεις" του ιδιοκτήτη.
Το 2023, όσον αφορά την αχαϊκή πρωτεύουσα, "έκλεισε" με νέα μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 6%-10% σε ακίνητα κατάλληλα για οικογένειες και άνω του 10%-12% σε ακίνητα κατάλληλα για νέους ή και φοιτητές.
"Το μείζον κοινωνικό πρόβλημα του κόστους στέγασης μάς έχει απασχολήσει και θα μας απασχολήσει και το 2024" λέει ο κ. Μπάκας.
H Πάτρα είναι η 2η πόλη των μεγάλων αυξήσεων, με συσσωρευτική αύξηση της τάξεως του 49,3% την τελευταία 5ετια.
Πλέον, το κόστος στέγασης έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει σχεδόν το σύνολο ενός μισθού, αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία και το 60%-70% του εισοδήματος για κατοικία κατάλληλη για νέους ή/και φοιτητές.
Ο Θέμης Μπάκας τόνισε ακόμα ότι οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας, βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με διεύρυνση των δικαιούχων, με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και την προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.