κωπηλατώντας, ταξιδεύω μαζί με τη γαλέρα μου σε αχαρτογράφητα νερά, προσαράζω σε ξεχασμένα λιμάνια και συλλέγω θησαυρούς...
βλέπω πολλά, διαβάζω άλλα τόσα, καταγράφω ότι μου κεντρίζει το ενδιαφέρον και έχω μότο μου πως - το μονοπάτι της ζωής σ’ ένα γκρεμό τελειώνει
Κι οπού ‘χει στην ψυχή φτερά, τ’ ανοίγει και γλιτώνει!!!
τα νέα της γαλέρας λοιπόν...
Άδειοι οι δρόµοι. Των ανθρώπων. Η αγορά κλειστή. Καύσωνα έχει σήµερα. Όλοι κλεισµένοι. Σε καβούκια. Για προφύλαξη. Κάποιοι. Σε παραλίες συνωστισµένοι. Αύριο, στη δουλειά Θα ανακαλύψουνε τους άλλους. Για να επιδείξουν τα εγκαύµατα απ’ τον ήλιο. Σαν τρόπαιο θάρρους. Καύσωνας σήµερα. Ευτυχώς, όλοι έχουν φύγει. Χρήστος Κ. Λορέντζος
μην με διαβάσετε λέει ο Καρούζο όταν... Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
και το Πάσχα?
Και το Πάσχα τι ήταν για τον κορυφαίο Έλληνα ποιητή?
Ας τον αφήσουμε να μας πει... με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς εφέτος Προς την Ανάσταση... Παραμερίζει πανέρια τεράστια γιομάτα βιολέτες σπρώχνει τους αέναους παπάδες τινάζει νευρικά προς τα πίσω τη μαλλούρα του το γεγονός είν' ολοφάνερο: βαρέθηκε! Πάσχα 1955
-. ύστερα από εντατική μελέτη των πατερικών κειμένων και της "Φιλοκαλίας", ο Καρούζος συνθέτει και εντάσσει στη συλλογή "Σημείο" το ποίημα "Πάσχα των πιστών": Κύριε, λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής. Άστρα και χώμα σε βαστάζουν. Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις, ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν, άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο. Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου. Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος, αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση. Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου, της αιωνιότητας ο κάματος, έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις, είναι πολύ σ' εμένα το μερίδιο της ανομίας. Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ: Πού έκρυψαν τον ήλιο; Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω: Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση. Λυτρώνεται ο άνθρωπος; Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε» κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται. Πάσχα 1981
- ο Καρούζος συνθέτει και πάλι ένα ποίημα με τη λέξη "Πάσχα" στον τίτλο, δεν το εντάσσει σε ποιητική συλλογή, αλλά το δωρίζει γενναιόψυχα, με χειρόγραφη αφιέρωση, στην τότε τριών ετών Μαρία Γιαγιάννου, νυν ποιήτρια και συγγραφέα: Ν' ακούς αμέριμνη τον αγέρα να ταιριάζεις καημούς αδράχνοντας την αντικειμενικότητα. Όταν θα απολαμβάνεις από ελικόπτερο τον Επιτάφιο να βλέπεις λιγάκι και για μένα. Σε μια κοινωνία βλαστημένου σοσιαλισμού με όλη πια την ομορφιά σαν Θεοτόκο σου εύχομαι εκατομμύρια χρώματα. Πάσχα 1987
-. Σε ένα φύλλο χαρτί Α4, με μολύβι, ο Καρούζος συνθέτει για μια ακόμα φορά ένα ποίημα με το "Πάσχα" στον τίτλο. Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι στην ολότητα· η λάμψη όμως εκπηγάζει από κείνη των ψυχών τη σύναξη που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο. Αποφεύγω τα μηνύματα κι αποφεύγω τ' αυτοκίνητα. Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι στην κίνηση.
Βαρβαρικά 1). Στο ημίφως κι οι σοφές, είχαν ύφος ...ασαφές. 2). Τώρα που γίναμε παρανάπλωμα του πυρός, τη προστασία του πρασίνου έχει αναλάβει η Χλωροφυλακή! 3). Όλα έχουν ένα τέλος κι η Πεντέλη πέντε τέλη! 4). Ποιός τη βρύση θα τη βρίσει αν νερό δεν αναβρύσει; 5). Με μπικουτί και ρόλεϊ θα μπει κουτί στο τρόλεϊ 6). Ιαπωνίς μήπως πονείς; Νο, νο εν κιμονώ εγκυμονώ 7). Και εργατιά κι έργα γατιά 8). ΠαπαΔαρείου και Παπαρισάχτιδος γεννώνται παίδες, δύο-δύο 9). Τ' όνομά μου είναι Βαρβάρα βάρα, βάρβαρέ μου βάρα... 10). Επιμείνας επί μήνας Μίνα βρήκε ο Μηνάς. Που ήταν μόνος και μονάς. 11). Ζει μόνη και ζυμώνει...
γρίφος; (αναρωτιέται ο Νίκος Εγγονόπουλος) μα κι η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος
αίνιγμα;
τι δυστυχία οι τεχνοκράτες μέσα στην τύφλα απ' ολούθε που τους περιζώνει να παραμένουνε στις κούφες πεποιθήσεις(;) τους ισχυρογνώνονες πεισματωμένοι γινατζήδες
του ποιητή πια μόνη -θεόθεν- σωτηρία λύσις παρηγόρηση μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές ό εστι μεθερμηνευόμενο η κοιλάδα των ροδώνων
- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
- Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
- Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορόνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί. τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
- Γιατί οι δυο μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
- Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
- Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
~~~~~~~~~~
Επεξηγήσεις:
Αγορά: το Forum των Ρωμαίων, ο τόπος, όπου στα αρχαία χρόνια μαζευόταν ο λαός. Εκεί γίνονταν συζητήσεις, μεταδίδονταν ειδήσεις και μιλούσαν οι ρήτορες.
Σύγκλητος: συλλογικό σώμα διαφόρων αρχαίων και νεότερων πολιτειών με ύψιστα καθήκοντα (νομοθετικά, διοικητικά κτλ.).
τον: του (ιδιωμ. τύπος).
ύπατος: τίτλος ανώτατου άρχοντα με ευρύτατες δικαιοδοσίες.
πραίτορες: ανώτεροι άρχοντες στην αρχαία Ρώμη και το Βυζάντιο.
τόγα ή ταγκά:επίσημη περιβολή ανώτατων αξιωματούχων.
αμέθυστος: πολύτιμος λίθος.
~~~~~~~~~~~~~~
To χειρόγραφο του ποιήματος Περιμένοντας τους βαρβάρους
από τα «Αυτόγραφα Ποιήματα 1896-1910» (Αρχείο Καβάφη)
Η συντομία του ονείρου Τρέχει μέσ΄ στα χαράματα το ελάφι που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος εδώ που κατοικώ ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα. Ιδού ὁ Τρέχων έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων. Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ὁ Τρέχων και το σύρουν άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά. Μέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω προς τον άγνωστο προορισμό μου.
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω κάνω πως γελάω δεν επιθυμώ το αδύνατο ούτε το δυνατό τα απαγορευμένα για μένα σώματα δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά κοιτάω με λαχτάρα την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή στο στροβίλισμα του κόσμου είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη παράξενη συμμετοχή∙ αγωνία με πιάνει ξαφνικά για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο που μουσκεμένο στο αίμα σκεπάζει μύθους και θεούς αιώνια αναγεννιέται και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή. (2011) Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - "Κάτι χειρότερα από τα γερατειά, η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα"
Mπόι δυο πήχες, κόψη κακή, γένια με τρίχες εδώ κι εκεί….Έτσι ξεκινούσε την εικονογράφιση του εαυτού του ο μεγάλος σατυρικός ποιητής.
Μελαγχολικός,πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του,κλειστός χαρακτήρας Οι χαρακτηρισμοί αφορούν τον μεγάλο Έλληνα σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή. Αντίφαση; Δεν νομίζω. Όλη αυτή η σοφία και η περιεκτικότητα νοημάτων παραπέμπει σε ένα άτομο χαμένο στις σκέψεις,μπροστά από ένα φλιτζάνι βαρύ καφέ,και στις ιδέες του,οι οποίες είναι εκεί,περιτριγυρίζουν το νου του έτοιμες να αποτυπωθούν στο χαρτί.
Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου και σαν είμαι με παρέα και σαν έχω μοναξιά κάθε μία ρουφηξιά είναι μια ψηλή ιδέα.
Σατίριζε,την επικαιρότητα μέσα από τους διαλόγους δύο χαρακτήρων, του Φασουλή και του Περίκλετου. Οι θαυμαστές του πολλοί αλλά και πολλοί οι πολέμιοι,διότι από τη σάτιρά του δεν ξέφευγε κανείς . Ο Γεώργιος Σουρής -2 Φεβρουαρίου 1853 – 26 Αυγούστου 1919- ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, και έχει χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Ήταν πολυγραφότατος χρονικογράφος, εξαιρετικά ταλαντούχος και ευφυής. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1906 είχε προταθεί για Νόμπελ Λογοτεχνίας με πρωτοβουλία της Βουλής. Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία. Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους τουστα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε. Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίομετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε. Ο θάνατός του στις 26 Αυγούστου 1919 προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει, ίσως, το πιο εύστοχο και διαχρονικό ποίημα για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αντικατοπτρίζει όλα τα ελαττώματα της φυλής με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ. Συγκαταλέγεται στην ανθολογία της οικονομίας και έχει μείνει γνωστό ως «Δυστυχία σου Ελλάς»….
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε; Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή. Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει. Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού. Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο. Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι. Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο. Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ». Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς. Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς! Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Και ένα ακόμα από τα Επιγράμματά του: «Ο Έλλην δύο δίκαια ασκεί φιλελευθέρως: Ουρείν τε και συνέρχεσθαι, εις όποιο θέλει μέρος»
Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει το βήμα του,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλάει σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορα του
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί τη δίνη της συγκίνησης
αυτήν ακριβώς που δίνει την λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να κτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν "αναποδογυρίζει το τραπέζι" όταν δεν είναι ευτυχισμένος
στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του, για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω
απο ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του, να
ξεγλιστρήσει απ' τις πάνσοφες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει το μεγαλείο μέσα του
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη κακή του τύχη
ή για τη βροχή την ασταμάτητη
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει την ιδέα του πριν καν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για όσα ξέρει
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής.
Μονάχα με μιά φλογερή υπομονή
θα κατακτήσουμε την θαυμάσια ευτυχία.
Το ποίημα είναι της Βραζιλιάνας Martha Medeiros, συγγραφέως και δημοσιογράφου
Το 2004 ο Sean Connery και ο Βαγγέλη Παπαθανασίου, με τον οποίο υπήρξαν πολύ καλοί φίλοι, μάς χάρισε μια συγκλονιστική απαγγελία της Ιθάκης με μουσική υπόκρουση του συνθέτη.
Η απαγγελία του ηθοποιού περιέχεται στο cd με τίτλο «Ithaca» το οποίο συνόδευε το βιβλίο της συζύγου του, «A journey in colour» με ζωγραφικά έργα της.
Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων αποκλειστικά στην Αθήνα και για το συλλόγου "Οι φίλοι του παιδιού".
Νέοι της Σιδῶνος Κανονικά δὲν πρέπει νάχουμε παράπονο Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα, Κορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και γιά τη δράση. Καλά με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα, Γιά τα παιδάκια που πεθαίνουν σ᾿ άλλην Ήπειρο Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ᾿ άλλα χρόνια, Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς, Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου. Ἰδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου Νομίζω δικαιούσθε μὲ το παραπάνω Δυό δυό, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε, Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση. (Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;) μη μου πείτε ότι δε γνωρίσαμε τον ποιητή;.... Μανώλης Αναγνωστάκης