Γεώργιος Σουρής
Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί….Έτσι ξεκινούσε την εικονογράφιση του εαυτού του ο μεγάλος σατυρικός ποιητής.
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί….Έτσι ξεκινούσε την εικονογράφιση του εαυτού του ο μεγάλος σατυρικός ποιητής.
Μελαγχολικός,πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του,κλειστός χαρακτήρας
Οι χαρακτηρισμοί αφορούν τον μεγάλο Έλληνα σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή.
Αντίφαση; Δεν νομίζω.
Όλη αυτή η σοφία και η περιεκτικότητα νοημάτων παραπέμπει σε ένα άτομο χαμένο στις σκέψεις,μπροστά από ένα φλιτζάνι βαρύ καφέ,και στις ιδέες του,οι οποίες είναι εκεί,περιτριγυρίζουν το νου του έτοιμες να αποτυπωθούν στο χαρτί.
Οι χαρακτηρισμοί αφορούν τον μεγάλο Έλληνα σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή.
Αντίφαση; Δεν νομίζω.
Όλη αυτή η σοφία και η περιεκτικότητα νοημάτων παραπέμπει σε ένα άτομο χαμένο στις σκέψεις,μπροστά από ένα φλιτζάνι βαρύ καφέ,και στις ιδέες του,οι οποίες είναι εκεί,περιτριγυρίζουν το νου του έτοιμες να αποτυπωθούν στο χαρτί.
Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου
και σαν είμαι με παρέα
και σαν έχω μοναξιά
κάθε μία ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.
και σαν είμαι με παρέα
και σαν έχω μοναξιά
κάθε μία ρουφηξιά
είναι μια ψηλή ιδέα.
Σατίριζε,την επικαιρότητα μέσα από τους διαλόγους δύο χαρακτήρων, του Φασουλή και του Περίκλετου.
Οι θαυμαστές του πολλοί αλλά και πολλοί οι πολέμιοι,διότι από τη σάτιρά του δεν ξέφευγε κανείς .
Ο Γεώργιος Σουρής -2 Φεβρουαρίου 1853 – 26 Αυγούστου 1919- ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, και έχει χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».
Ήταν πολυγραφότατος χρονικογράφος, εξαιρετικά ταλαντούχος και ευφυής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 1906 είχε προταθεί για Νόμπελ Λογοτεχνίας με πρωτοβουλία της Βουλής.
Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά.
Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία.
Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε.
Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους.
Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.
Ο θάνατός του στις 26 Αυγούστου 1919 προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει, ίσως, το πιο εύστοχο και διαχρονικό ποίημα για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αντικατοπτρίζει όλα τα ελαττώματα της φυλής με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ.
Συγκαταλέγεται στην ανθολογία της οικονομίας και έχει μείνει γνωστό ως «Δυστυχία σου Ελλάς»….
Οι θαυμαστές του πολλοί αλλά και πολλοί οι πολέμιοι,διότι από τη σάτιρά του δεν ξέφευγε κανείς .
Ο Γεώργιος Σουρής -2 Φεβρουαρίου 1853 – 26 Αυγούστου 1919- ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, και έχει χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης».
Ήταν πολυγραφότατος χρονικογράφος, εξαιρετικά ταλαντούχος και ευφυής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το 1906 είχε προταθεί για Νόμπελ Λογοτεχνίας με πρωτοβουλία της Βουλής.
Γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά.
Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία.
Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε.
Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σιμτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους.
Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.
Ο θάνατός του στις 26 Αυγούστου 1919 προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Ο Γιώργος Σουρής έχει γράψει, ίσως, το πιο εύστοχο και διαχρονικό ποίημα για την κακοδαιμονία της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αντικατοπτρίζει όλα τα ελαττώματα της φυλής με απαράμιλλο σαρκασμό, αυτογνωσία και γλυκόπικρο χιούμορ.
Συγκαταλέγεται στην ανθολογία της οικονομίας και έχει μείνει γνωστό ως «Δυστυχία σου Ελλάς»….
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι. Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει, στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι. Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Και ένα ακόμα από τα Επιγράμματά του:
«Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος»
«Ο Έλλην δύο δίκαια
ασκεί φιλελευθέρως:
Ουρείν τε και συνέρχεσθαι,
εις όποιο θέλει μέρος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου