Ο θρυλικός ουαλός κουρσάρος Sir Henry Morgan που κατατρομοκράτησε την ισπανική Καραϊβική |
Από Νίκος Αγαμέμνων Καραβέλος Νοέμβριος 27, 2013
Κατά το 17ο αιώνα, στις θάλασσες της Καραϊβικής, έδρασε ο διαβόητος πειρατής Μόργκαν, στον οποίο απονεμήθηκε ο τίτλος του «σερ», όταν προσέφερε τις υπηρεσίες του στο αγγλικό στέμμα.
Είχε έδρα την Τζαμάικα, στην περιοχή της οποίας ανήκουν τα γνωστά μέχρι σήμερα ως φορολογικοί παράδεισοι νησιά Καϊμάν. Εκεί, στην Τζαμάικα, ο Μόργκαν τοποθετούσε τον πλούτο του και από κει ξεκινούσε η αξιοποίησή του με τη μορφή των τότε επενδύσεων. Οι απόγονοί του εκδιώχθηκαν ύστερα από εξέγερση των ιθαγενών και εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσαν τράπεζα, η οποία δάνειζε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να δανείζει τα κράτη. Είναι η γνωστή «JP MORGAN».
Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα νησιά Καϊμάν και τότε, αλλά και τώρα επί των επιγόνων του, τραπεζιτών, αποτελούν λημέρια της σύγχρονης πειρατείας και ασυδοσίας του χρηματιστηριακού και διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου. Σε τέτοιους μάλιστα «παραδείσους» διατηρείται το 1/3 του παγκόσμιου πλούτου, εκεί γίνεται το 80% των διεθνών συναλλαγών και περισσότερα από τα μισά χρηματιστηριακά κεφάλαια σταθμεύουν εκεί.
Τα ασύλληπτα αυτά κεφάλαια, αποτέλεσμα λεηλασίας και λαφυραγώγησης κρατών και ανθρώπων, για να αποτελούν κεφάλαιο, πρέπει να «επενδύονται» μέσα σε εργασιακό περιβάλλον χειρότερο και από εκείνο της εποχής των φαραώ ή των ηγεμόνων της Μεσοποταμίας.
Αυτό επιχειρείται σήμερα στη χώρα μας. Οι γνήσιοι απόγονοι του Μόργκαν, οι σύγχρονοι πειρατές, με τη συναυτουργία ή τη φοβική σύμπραξη των εγχώριων εντολοδόχων τους πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, επιχειρούν να επιβάλουν ένα ανάλογο καθεστώς τυραννίας. Με πρόσχημα τα κακώς κείμενα και την «εξυγίανση» του κράτους. Γιατί οι «Μόργκαν», για να υπάρχουν, πρέπει να αρπάζουν και η λεία τους να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Η γη να γίνεται κεφάλαιο, το ίδιο και η δημόσια περιουσία. Η εργασία να είναι απλώς ένα μέσον αύξησης του κεφαλαίου και ο ίδιος ο λαός να αποτελεί μια απλή μεταβλητή.
Ελέγχοντας την οικονομία, την παιδεία, τον πολιτισμό, την ιδιαιτερότητα, ακόμα και τη θρησκεία μιας χώρας, ελέγχουν τους λαούς. Απλώνουν οικονομικές θεωρίες θρησκευτικού τύπου, όπως: «Αν δεν πάρουμε αυτά τα μέτρα, θα πτωχεύσουμε». Με τον ίδιο τρόπο που οι εργολάβοι της θρησκείας κηρύσσουν ότι αν δεν μετανοήσουμε, θα καούμε στην κόλαση. Ετσι θολά και αόριστα, όπως εκφέρονται πάντα οι απατηλές αρχές που συγκροτούν, όπως έλεγε ο Ε. Π. Παπανούτσος, την ηθική του συμφέροντος.
Κάποιοι από αυτούς είναι άκρως αποκαλυπτικοί. Ο πρώτος, επικεφαλής μεγάλου επενδυτικού ομίλου, ο Αμιτ Σαρκάρ. Είπε ο κύριος αυτός: «Δουλειά μας είναι να βγάζουμε λεφτά, όχι να σκεφτόμαστε τι θα συμβεί στους Ελληνες πολίτες. Δεν υπάρχει, άλλωστε, νόμος που να απαγορεύει να εκμεταλλεύεσαι το μαλάκα». Ο δεύτερος, είναι ο γνωστός Τζορτζ Σόρος. Σε άρθρο του στο περιοδικό «Atlantic Review» έγραψε: «Με τον τρόπο που κερδίζουμε τα χρήματά μας, κινδυνεύει πλέον η δημοκρατία και ο κόσμος. Αισθάνομαι άσχημα που κερδίζω τόσα δισεκατομμύρια εύκολα σε μια βραδιά». Ηταν τότε που ο κύριος αυτός, σε μία νύχτα, παίζοντας με την αγγλική λίρα, κέρδισε 1,6 δισ. δολάρια (βλ. Ν. Μπογιόπουλος: «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», εκδ. Λιβάνη). Εδώ ισχύει αυτό που έγραψε ο Σέξπιρ στον «Εμπορο της Βενετίας»: «Για τους σκοπούς του ο διάολος μπορεί να απαγγείλει ακόμα και την Αγία Γραφή».
Απάντηση δίνει διαχρονικά ο Οσκαρ Ουάιλντ: «Μ' ένα βραδινό κοστούμι και μια άσπρη γραβάτα, μπορεί ο καθένας να κερδίσει τη φήμη του πολιτισμένου, ακόμα κι αν είναι χρηματιστής».
Τι ορίζει, λοιπόν, την αλήθεια; Μάλλον την ορίζει η οπτική. Και αυτήν την ορίζει η θέση καθενός απέναντι στα πράγματα. Και τη θέση αυτή την καθορίζει η ανάγκη. Αυτή επιβάλλει τις επιλογές. Και όταν λέμε ανάγκη, εννοούμε τη δυναμική της επιβίωσης και της επιβολής σε έναν κόσμο αντιθέσεων. Σ' αυτή τη δυναμική στηρίζεται η πορεία της εξέλιξης, αλλά και οι νόμοι που τη διέπουν.
Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη περιπέτεια καθορίζεται από τη μάχη ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα. Από τον ανειρήνευτο πόλεμο ανάμεσα στον πλούτο και την εργασία. Είναι αυτό που έλεγε ο Αγγλος πολιτικός Ντισραέλι, ότι «δύο έθνη μόνο είναι προορισμένα να πολεμούν μεταξύ τους και να μην ειρηνεύσουν ποτέ: το έθνος των πλουσίων και το έθνος των φτωχών».
Κατά το 17ο αιώνα, στις θάλασσες της Καραϊβικής, έδρασε ο διαβόητος πειρατής Μόργκαν, στον οποίο απονεμήθηκε ο τίτλος του «σερ», όταν προσέφερε τις υπηρεσίες του στο αγγλικό στέμμα.
Είχε έδρα την Τζαμάικα, στην περιοχή της οποίας ανήκουν τα γνωστά μέχρι σήμερα ως φορολογικοί παράδεισοι νησιά Καϊμάν. Εκεί, στην Τζαμάικα, ο Μόργκαν τοποθετούσε τον πλούτο του και από κει ξεκινούσε η αξιοποίησή του με τη μορφή των τότε επενδύσεων. Οι απόγονοί του εκδιώχθηκαν ύστερα από εξέγερση των ιθαγενών και εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσαν τράπεζα, η οποία δάνειζε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να δανείζει τα κράτη. Είναι η γνωστή «JP MORGAN».
Το αξιοσημείωτο είναι ότι τα νησιά Καϊμάν και τότε, αλλά και τώρα επί των επιγόνων του, τραπεζιτών, αποτελούν λημέρια της σύγχρονης πειρατείας και ασυδοσίας του χρηματιστηριακού και διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου. Σε τέτοιους μάλιστα «παραδείσους» διατηρείται το 1/3 του παγκόσμιου πλούτου, εκεί γίνεται το 80% των διεθνών συναλλαγών και περισσότερα από τα μισά χρηματιστηριακά κεφάλαια σταθμεύουν εκεί.
Τα ασύλληπτα αυτά κεφάλαια, αποτέλεσμα λεηλασίας και λαφυραγώγησης κρατών και ανθρώπων, για να αποτελούν κεφάλαιο, πρέπει να «επενδύονται» μέσα σε εργασιακό περιβάλλον χειρότερο και από εκείνο της εποχής των φαραώ ή των ηγεμόνων της Μεσοποταμίας.
Αυτό επιχειρείται σήμερα στη χώρα μας. Οι γνήσιοι απόγονοι του Μόργκαν, οι σύγχρονοι πειρατές, με τη συναυτουργία ή τη φοβική σύμπραξη των εγχώριων εντολοδόχων τους πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, επιχειρούν να επιβάλουν ένα ανάλογο καθεστώς τυραννίας. Με πρόσχημα τα κακώς κείμενα και την «εξυγίανση» του κράτους. Γιατί οι «Μόργκαν», για να υπάρχουν, πρέπει να αρπάζουν και η λεία τους να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. Η γη να γίνεται κεφάλαιο, το ίδιο και η δημόσια περιουσία. Η εργασία να είναι απλώς ένα μέσον αύξησης του κεφαλαίου και ο ίδιος ο λαός να αποτελεί μια απλή μεταβλητή.
Ελέγχοντας την οικονομία, την παιδεία, τον πολιτισμό, την ιδιαιτερότητα, ακόμα και τη θρησκεία μιας χώρας, ελέγχουν τους λαούς. Απλώνουν οικονομικές θεωρίες θρησκευτικού τύπου, όπως: «Αν δεν πάρουμε αυτά τα μέτρα, θα πτωχεύσουμε». Με τον ίδιο τρόπο που οι εργολάβοι της θρησκείας κηρύσσουν ότι αν δεν μετανοήσουμε, θα καούμε στην κόλαση. Ετσι θολά και αόριστα, όπως εκφέρονται πάντα οι απατηλές αρχές που συγκροτούν, όπως έλεγε ο Ε. Π. Παπανούτσος, την ηθική του συμφέροντος.
Κάποιοι από αυτούς είναι άκρως αποκαλυπτικοί. Ο πρώτος, επικεφαλής μεγάλου επενδυτικού ομίλου, ο Αμιτ Σαρκάρ. Είπε ο κύριος αυτός: «Δουλειά μας είναι να βγάζουμε λεφτά, όχι να σκεφτόμαστε τι θα συμβεί στους Ελληνες πολίτες. Δεν υπάρχει, άλλωστε, νόμος που να απαγορεύει να εκμεταλλεύεσαι το μαλάκα». Ο δεύτερος, είναι ο γνωστός Τζορτζ Σόρος. Σε άρθρο του στο περιοδικό «Atlantic Review» έγραψε: «Με τον τρόπο που κερδίζουμε τα χρήματά μας, κινδυνεύει πλέον η δημοκρατία και ο κόσμος. Αισθάνομαι άσχημα που κερδίζω τόσα δισεκατομμύρια εύκολα σε μια βραδιά». Ηταν τότε που ο κύριος αυτός, σε μία νύχτα, παίζοντας με την αγγλική λίρα, κέρδισε 1,6 δισ. δολάρια (βλ. Ν. Μπογιόπουλος: «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», εκδ. Λιβάνη). Εδώ ισχύει αυτό που έγραψε ο Σέξπιρ στον «Εμπορο της Βενετίας»: «Για τους σκοπούς του ο διάολος μπορεί να απαγγείλει ακόμα και την Αγία Γραφή».
Απάντηση δίνει διαχρονικά ο Οσκαρ Ουάιλντ: «Μ' ένα βραδινό κοστούμι και μια άσπρη γραβάτα, μπορεί ο καθένας να κερδίσει τη φήμη του πολιτισμένου, ακόμα κι αν είναι χρηματιστής».
Τι ορίζει, λοιπόν, την αλήθεια; Μάλλον την ορίζει η οπτική. Και αυτήν την ορίζει η θέση καθενός απέναντι στα πράγματα. Και τη θέση αυτή την καθορίζει η ανάγκη. Αυτή επιβάλλει τις επιλογές. Και όταν λέμε ανάγκη, εννοούμε τη δυναμική της επιβίωσης και της επιβολής σε έναν κόσμο αντιθέσεων. Σ' αυτή τη δυναμική στηρίζεται η πορεία της εξέλιξης, αλλά και οι νόμοι που τη διέπουν.
Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη περιπέτεια καθορίζεται από τη μάχη ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα. Από τον ανειρήνευτο πόλεμο ανάμεσα στον πλούτο και την εργασία. Είναι αυτό που έλεγε ο Αγγλος πολιτικός Ντισραέλι, ότι «δύο έθνη μόνο είναι προορισμένα να πολεμούν μεταξύ τους και να μην ειρηνεύσουν ποτέ: το έθνος των πλουσίων και το έθνος των φτωχών».
Ο Νίκος Ι. Καραβέλος γεννήθηκε στην Αθήνα.
Κατάγεται από το Μοναστηράκι Μυκηνών.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1982 ασκεί το επάγγελμα του μαχόμενου δικηγόρου.
Ως δικηγόρος υπερασπίστηκε την ακίνητη περιουσία του δημοσίου εντός και εκτός των δικαστικών αιθουσών και συνεχίζει να την υπερασπίζεται.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Οι μυγδαλιές του χειμώνα (Μαυρίδης, 1979)
Τόπος Καταγωγής (Αθήνα, 2000)
Αμίρ Αγιάντ (Γαβριηλίδης, 2005)
Καθώς μικραίνει ο ύπνος (Γαβριηλίδης, 2009)
Μικρά ονόματα (Γαβριηλίδης, 2012)
Εν καιρώ πολέμου (Γαβριηλίδης, 2017)
Χάλκινη Βροχή (Γκοβόστης, 2020)
Έχει εκδώσει επίσης το πεζογράφημα "Χωρίς γραβάτα (από το αρχείο ενός δικηγόρου)" (Γαβριηλίδης, 2014)
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ισπανικά και σερβικά.
Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στην Ελευθεροτυπία και συνεχίζουν να δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Τιμήθηκε με Πανελλήνιο έπαινο στο Β' Τσόγκειο Ποιητικό Διαγωνισμό το έτος 1978, με κριτική επιτροπή τους λογοτέχνες και κριτικούς Μανώλη Γιαλουράκη (Πρόεδρο), Ανδρέα Καραντώνη, Δημήτρη Γιάκο και Χρήστο Πύρπασο.
Κατάγεται από το Μοναστηράκι Μυκηνών.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1982 ασκεί το επάγγελμα του μαχόμενου δικηγόρου.
Ως δικηγόρος υπερασπίστηκε την ακίνητη περιουσία του δημοσίου εντός και εκτός των δικαστικών αιθουσών και συνεχίζει να την υπερασπίζεται.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Οι μυγδαλιές του χειμώνα (Μαυρίδης, 1979)
Τόπος Καταγωγής (Αθήνα, 2000)
Αμίρ Αγιάντ (Γαβριηλίδης, 2005)
Καθώς μικραίνει ο ύπνος (Γαβριηλίδης, 2009)
Μικρά ονόματα (Γαβριηλίδης, 2012)
Εν καιρώ πολέμου (Γαβριηλίδης, 2017)
Χάλκινη Βροχή (Γκοβόστης, 2020)
Έχει εκδώσει επίσης το πεζογράφημα "Χωρίς γραβάτα (από το αρχείο ενός δικηγόρου)" (Γαβριηλίδης, 2014)
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, ισπανικά και σερβικά.
Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί στην Ελευθεροτυπία και συνεχίζουν να δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Τιμήθηκε με Πανελλήνιο έπαινο στο Β' Τσόγκειο Ποιητικό Διαγωνισμό το έτος 1978, με κριτική επιτροπή τους λογοτέχνες και κριτικούς Μανώλη Γιαλουράκη (Πρόεδρο), Ανδρέα Καραντώνη, Δημήτρη Γιάκο και Χρήστο Πύρπασο.