Ετυμολογία - βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρικό: βόλομαι
Ρήμα: βούλομαι/επιθυμώ/θέλω
Συγγενικές λέξεις: βούληση,
βουλιτικός και πως κλίνεται το βούλομαι;
Ας δούμε
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος "βούλομαι"Ρήμα: βούλομαι/επιθυμώ/θέλω
Συγγενικές λέξεις: βούληση,
βουλιτικός και πως κλίνεται το βούλομαι;
Ας δούμε
Ενεστώτας
Οριστική
βούλομαι,
βούλῃ/βούλει,
βούλεται,
βουλόμεθα,
βούλεσθε,
βούλονται
Υποτακτική
βούλωμαι,
Υποτακτική
βούλωμαι,
βούλῃ,
βούληται,
βουλώμεθα,
βούλησθε,
βούλωνται
Ευκτική
βουλοίμην,
Ευκτική
βουλοίμην,
βούλοιο,
βούλοιτο,
βουλοίμεθα,
βούλοισθε,
βούλοιντο
Προστακτική
βούλου,
Προστακτική
βούλου,
βουλέσθω,
βούλεσθε,
βουλέσθων ή βουλέσθωσαν
Απαρέμφατο
βούλεσθαι
Μετοχή
βουλόμενος
βουλομένη
βουλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβουλόμην,
Απαρέμφατο
βούλεσθαι
Μετοχή
βουλόμενος
βουλομένη
βουλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβουλόμην,
ἐβούλου,
ἐβούλετο,
ἐβουλόμεθα,
ἐβούλεσθε,
ἐβούλοντο
& ἠβουλόμην,
& ἠβουλόμην,
ἠβούλου,
ἠβούλετο,
ἠβουλόμεθα,
ἠβούλεσθε,
ἠβούλοντο
Μέλλοντας
Οριστική
βουλήσομαι,
Μέλλοντας
Οριστική
βουλήσομαι,
βουλήσῃ/βουλήσει,
βουλήσεται,
βουλησόμεθα,
βουλήσεσθε,
βουλήσονται
Ευκτική
βουλησοίμην,
Ευκτική
βουλησοίμην,
βουλήσοιο,
βουλήσοιτο,
βουλησοίμεθα,
βουλήσοισθε,
βουλήσοιντο
Απαρέμφατο
βουλήσεσθαι
Μετοχή
βουλησόμενος
βουλησομένη
βουλησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐβουλήθην,
Απαρέμφατο
βουλήσεσθαι
Μετοχή
βουλησόμενος
βουλησομένη
βουλησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐβουλήθην,
ἐβουλήθης,
ἐβουλήθη,
ἐβουλήθημεν,
ἐβουλήθητε,
ἐβουλήθησαν
& ἠβουλήθην,
& ἠβουλήθην,
ἠβουλήθης,
ἠβουλήθη,
ἠβουλήθημεν,
ἠβουλήθητε,
ἠβουλήθησαν
Υποτακτική
βουληθῶ,
Υποτακτική
βουληθῶ,
βουληθῇς,
βουληθῇ,
βουληθῶμεν,
βουληθῆτε,
βουληθῶσι(ν)
Ευκτική
βουληθείην,
Ευκτική
βουληθείην,
βουληθείης,
βουληθείη,
βουληθείημεν ή βουληθεῖμεν,
βουληθείητε ή βουληθεῖτε,
βουληθείησαν ή βουληθεῖεν
Προστακτική
βουλήθητι, βουληθήτω,
Προστακτική
βουλήθητι, βουληθήτω,
βουλήθητε,
βουληθέντων ή βουληθήτωσαν
Απαρέμφατο
βουληθῆναι
Μετοχή
βουληθείς
βουληθεῖσα
βουληθέν
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλημαι, βεβούλησαι, βεβούληται, βεβουλήμεθα, βεβούλησθε, βεβούληνται
Υποτακτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ὦ
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖς
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖ
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦμεν
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ἦτε
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦσι
Ευκτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴην
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴης
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴη
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εἴημεν (εἶμεν)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα (εἶτε)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
βεβούλησο,
Απαρέμφατο
βουληθῆναι
Μετοχή
βουληθείς
βουληθεῖσα
βουληθέν
Παρακείμενος
Οριστική
βεβούλημαι, βεβούλησαι, βεβούληται, βεβουλήμεθα, βεβούλησθε, βεβούληνται
Υποτακτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ὦ
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖς
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον ᾖ
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦμεν
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ἦτε
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα ὦσι
Ευκτική
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴην
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴης
βεβουλημένος- βεβουλημένη-βεβουλημένον εἴη
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εἴημεν (εἶμεν)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα (εἶτε)
βεβουλημένοι- βεβουλημέναι-βεβουλημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
βεβούλησο,
βεβουλήσθω,
βεβούλησθε,
βεβουλήσθων ή βεβουλήσθωσαν
Απαρέμφατο
βεβουλῆσθαι
Μετοχή
βεβουλημένος,
βεβουλημένη,
βεβουλημένον
Απαρέμφατο
βεβουλῆσθαι
Μετοχή
βεβουλημένος,
βεβουλημένη,
βεβουλημένον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου