Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Πως ξεχωρίζουμε το καλό ελαιόλαδο

Κάποιοι παράγοντες κάνουν ένα ελαιόλαδο να διαφέρει από κάποιο άλλο σε χρώμα, άρωμα και γεύση. 
Το ελαιόλαδο είναι συνώνυμο της ποιοτικής μαγειρικής σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο δεν έχει πάντα υψηλή ποιοτική αξία. 
Επίσης, ο τρόπος αποθήκευσης επηρεάζει την ποιότητά του. 
Κάποιες φορές η γεύση είναι θέμα προσωπικής προτίμησης. 
Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες όπως η περιοχή καλλιέργειας, η ποικιλία ελιάς, η εποχή και ο τρόπος συγκομιδής και ελαιοποίησης που συμβάλουν στο γευστικό προφίλ κάθε ελαιολάδου. 
Ο καλύτερος τρόπος για να βεβαιωθούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ποιοτικό ελαιόλαδο είναι να εντοπίσουμε την ένδειξη IOC/International Olive Council, στην ετικέτα του προϊόντος. Αυτή η ένδειξη δηλώνει πως το λάδι έχει υποστεί σχολαστικούς ελέγχους. 
Αυτό μεταφράζεται σε 20 εργαστηριακούς ελέγχους και γευστικές δοκιμές που επιβεβαιώνουν την ποιότητά του.
Η ημερομηνία λήξης συνήθως μας δείχνει πως το ελαιόλαδο παραμένει ασφαλές προς κατανάλωση για περίπου δύο έτη μετά την παραγωγή του. 
Οι περισσότερες ετικέτες αναγράφουν την ημερομηνία παραγωγής ή την ημερομηνία λήξης. Όταν το ανοίξουμε, καλό θα ήταν να καταναλώσουμε το λάδι εντός τριών μηνών. 
Η έκθεση του ελαιολάδου σε ήλιο, ζέστη και οξυγόνο οδηγούν στην σταδιακή του αλλοίωση.
Καταρχήν η ποιότητα του ελαιολάδου φαίνεται με την όσφρηση και τη γεύση, και όχι με το χρώμα όπως πολλοί πιστεύουν. 
Αν είναι φρέσκο, θα μυρίζει σαν ώριμη ελιά με αίσθηση πικρού ή αψάδας σαν φρέσκο γρασίδι. Βάζουμε λίγη ποσότητα ελαιόλαδου σε ένα γυάλινο ποτήρι λευκού κρασιού κοίλο - που να κλείνει προς το πάνω - για να αιχμαλωτιστούν τα αρώματα του. 
Αγκαλιάζουμε το ποτήρι με τη χούφτα μας για περίπου 20 δευτερόλεπτα, προκειμένου να ζεσταθεί λίγο το λάδι και το “γυρνάμε” λιγάκι, ώστε να λαδωθούν τα τοιχώματα του και ν’ απελευθερώσει τα αρώματα του. 
Τα αρώματα ενός καλού ελαιολάδου παραπέμπουν σε φρέσκια ελιά και σε αρώματα χορταριών και φύλλων, στα αρώματα δηλαδή της φύσης που περικλείονται στο χυμό της ελιάς.
Αν όμως το λάδι είναι κακής ποιότητας, η μυρωδιά είναι βαριά και όχι ευχάριστη.
Βάζουμε ένα κουταλάκι του γλυκού ελαιόλαδο στο στόμα μας, χωρίς όμως να το καταπιούμε, και το κρατάμε αρχικά στο μπροστινό και μετά στο πίσω μέρος του στόματος μας. 
Το αφήνουμε να φτάσει σε όλα τα σημεία της γλώσσας μας μέχρι τον ουρανίσκο μας. Παίρνουμε μία ανάσα από το στόμα, νιώθουμε τη γεύση του ελαιολάδου και μετά το καταπίνουμε. 
Το καλής ποιότητας λάδι αφήνει μια ελαφρά πικράδα στο στόμα και μια αίσθηση ελαφρού καψίματος στο λαιμό, σαν να είναι πικάντικο. 

Η αίσθηση της πίκρας και του καψίματος οφείλονται στην ελαιοκανθάλη, μια ισχυρή αντιφλεγμονώδη ουσία του ελαιολάδου. 
Θετικές ιδιότητες του ελαιολάδου - κριτήρια οργανοληπτικής αξιολόγησης - είναι το “φρουτώδες”, το “πικρό” και το “πικάντικο”.
Το ταγγισμένο λάδι έχει χαρακτηριστική μυρωδιά κραγιόν, στόκου, κόλλας, σάπιου φρούτου ή ακόμη και μπαγιάτικης ψαρίλας. 
Αυτές οι οσμές έρχονται από τις αλλοιωμένες λιπαρές ουσίες.
Ο πιο ακριβής τρόπος για να μετρήσουμε την ποιότητα του ελαιόλαδου είναι μέσω του υπολογισμού της οξύτητάς του. 
Όσο πιο υψηλή είναι, τόσο μειώνεται η ποιότητά του ελαιολάδου. 
Επειδή το εν λόγω λάδι δεν είναι ένα διάλυμα με βάση το νερό, η μέτρηση της οξύτητάς του δε μπορεί να γίνει στο σπίτι.

Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο είναι η καλύτερη ποιότητα ελαιολάδου. 
Οι περισσότεροι καταναλωτές το προτιμούν για την εξαιρετική του γεύση, τις θρεπτικές του αξίες και τη διάρκεια «ζωής» του. 
Ένα ελαιόλαδο, για να είναι όντως έξτρα παρθένο θα πρέπει να έχει το πολύ 0,8 γραμμάρια οξύτητας ανά 100 γραμμάρια, δηλαδή 0,8%.
Το παρθένο ελαιόλαδο έχει επίσης πολλή καλή γεύση και οσμή αλλά η οξύτητά του είναι το πολύ 2 γραμμάρια ανά 100, οπότε 2%, δηλαδή αρκετά υψηλότερη από το έξτρα παρθένο.
Το απλό ελαιόλαδο έχει το πολύ 3,3 γραμμάρια οξύτητας ανά 100 δηλαδή 3,3% και χαμηλότερες προδιαγραφές γεύσης και οσμής. 
Το εν λόγω λάδι δεν επιτρέπεται να συσκευαστεί σε μπουκάλια ή να πωληθεί σε κάποιες χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης. 
Ας δούμε μερικά κοινά λάθη που κάνουμε όλοι στην αποθήκευση του ελαιολάδου. 
Αν τα αποφύγουμε, οι γευστικοί μας κάλυκες και το πορτοφόλι μας θα μας ευγνωμονούν.
Η θερμότητα, το φως και το οξυγόνο είναι οι εχθροί του ελαιολάδου. 
Για παράδειγμα, δεν είναι πολύ καλή ιδέα να αποθηκεύσουμε το λάδι μας πάνω από την εστία. Φυσικά ένα αδιαφανές, μπουκάλι είναι απαραίτητο για την αποθήκευση του λαδιού. 
Ο καλύτερος τρόπος αποθήκευσης του υγρού χρυσού μας είναι σε ένα υγρό, ξηρό μέρος μακριά από το φως.  
Αν δεν ανοίξουμε το μπουκάλι, το περιεχόμενο μπορεί να διατηρηθεί για περίπου δύο χρόνια, ωστόσο η ημερομηνία λήξης μπορεί να διαφέρει να είναι δηλαδή πιο σύντομη. 
Αν έχουμε αγοράσει χύμα λάδι, σε καλά σφραγισμένο ντενεκέ, ο χρόνος ζωής κυμαίνεται μεταξύ ενός και ενάμισι έτους.
Φυσικά, το χρονικό πλαίσιο αλλάζει όταν ανοίξουμε το καπάκι, καλό θα ήταν να καταναλωθεί μεταξύ τριών το πολύ έξι μηνών. 
Το ελαιόλαδο είναι στην κυριολεξία ο χυμός του ελαιόκαρπου, έτσι όπως άλλοι χυμοί, μπορεί να ταγγίσει αν δεν συντηρηθεί σωστά. 
Ποιος θέλει γεύση ταγγισμένου λαδιού στο φαγητό του; 
Καταλαβαίνουμε πως το ταγγισμένο λάδι θα καταστρέψει το άρωμα και τη γεύση οποιουδήποτε φαγητού κι αν ετοιμάσουμε. 
Μπορούμε να μυρίσουμε το λάδι πριν το χρησιμοποιήσουμε για να βεβαιωθούμε πως δεν έχει δυσάρεστη οσμή τύπου κραγιόν. 
Οι πολυφαινόλες και τα μονοακόρεστα λίπη που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα θρεπτικά συστατικά του ελαιολάδου, όταν δεν αποθηκεύουμε το λάδι με το σωστό τρόπο αρχίζουν να διασπώνται κι απελευθερώνουν ελεύθερες ρίζες όταν αλληλεπιδρούν με το οξυγόνο και το φυσικό φως με αποτέλεσμα να χάνουμε την πολύτιμη διατροφική αξία αυτής της τόσο σημαντικής πρώτης ύλης για τη διατροφή μας.