Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη "Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοεληνικού κράτους" - σελ.171-172
Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας.
Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά.
Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο.
Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.
Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο.
Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς.
Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους.
Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής.
Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα.
Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες.
Και τα πλήθη ουρλιάζουν “ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας”!
Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ.
Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς.
Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί.
Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο.
Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Το Φολκσβάγκεν ( το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ.
Αλλά υπάρχει ακόμα.
Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληχτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει.
Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός.
Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ.
Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά.
Κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμό συνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ’ τον καταχτητή, που βέβαια δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.
Όχι όμως και τους Γερμανούς.
Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ’ αυτή των μεσογειακών λαών.
Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή.
Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας.
Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά.
Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο.
Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.
Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο.
Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς.
Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους.
Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής.
Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα.
Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες.
Και τα πλήθη ουρλιάζουν “ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας”!
Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ.
Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς.
Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί.
Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο.
Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
Το Φολκσβάγκεν ( το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ.
Αλλά υπάρχει ακόμα.
Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληχτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει.
Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός.
Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ.
Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά.
Κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμό συνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ’ τον καταχτητή, που βέβαια δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.
Όχι όμως και τους Γερμανούς.
Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ’ αυτή των μεσογειακών λαών.
Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή.
Στο βιβλίο του αυτό ο Βασίλης Ραφαηλίδης καταγράφει την ιστορία της Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 έως και την πτώση της χούντας το 1974.
Ο συγγραφέας δίνει έμφαση περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά γεγονότα.
Δεν εξιστορεί κατορθώματα ηρώων, αλλά επικεντρώνεται σε ανθρώπους που θεωρεί πατριδοκάπηλους και δωσίλογους.
Παράλληλα προσεγγίζει με χιουμοριστική διάθεση τα γεγονότα, διακωμωδώντας καταστάσεις και πρόσωπα.
Η προσέγγιση αυτή δεν έχει ως σκοπό την μεμψιμοιρία ή την απαξίωση, μα την έκθεση γεγονότων που ο συγγραφέας θεωρεί ότι δεν αναφέρονται στα σχολικά ιστορικά βιβλία.
Σκοπό έχει να μας διδάξει να περιορίσουμε τον εθνικισμό μας ως έθνος.
Σύμφωνα με το σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα - "Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα.
Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. (...)
Το ανάγνωσμα αυτό δίνει μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δωσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ' αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. (...)
Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα.
Και γι αυτό δεν την κολακεύει.
Λέει τα σύκα, σύκα και τους προδότες, προδότες και όχι εθνικούς ήρωες.
Θα μπορούσε να έχει τίτλο "Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας" , αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση".