Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος "ἰάομαι / ἰῶμαι"
ἰῶμαι: γιατρεύω
Ενεστώτας
Οριστική
ἰῶμαι, ἰᾷ, ἰᾶται, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶνται
Υποτακτική
ἰῶμαι, ἰᾷ, ἰᾶται, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶνται
Ευκτική
ἰῴμην, ἰῷο, ἰῷτο, ἰῴμεθα, ἰῷσθε, ἰῷντο
Προστακτική
--- ἰῶ, ἰάσθω, --- ἰᾶσθε, ἰάσθων ή ἰάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἰᾶσθαι
Μετοχή
ἰώμενος, ἰωμένη, ἰώμενον
Παρατατικός
ἰώμην, ἰῶ, ἰᾶτο, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἰάσομαι, ἰάσῃ ή ἰάσει, ἰάσεται, ἰασόμεθα, ἰάσεσθε, ἰάσονται
Ευκτική
ἰασοίμην, ἰάσοιο, ἰάσοιτο, ἰασοίμεθα, ἰάσοισθε, ἰάσοιντο
Απαρέμφατο
ἰάσεσθαι
Μετοχή
ἰασόμενος
ἰασομένη
ἰασόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἰασάμην, ἰάσω, ἰάσατο, ἰασάμεθα, ἰάσασθε, ἰάσαντο
Υποτακτική
ἰάσωμαι, ἰάσῃ, ἰάσηται, ἰασώμεθα, ἰάσησθε, ἰάσωνται
Ευκτική
ἰασαίμην, ἰάσαιο, ἰάσαιτο, ἰασαίμεθα, ἰάσαισθε, ἰάσαιντο
Προστακτική
---, ἰάσαι, ἰασάσθω, ---, ἰάσασθε, ἰασάσθων ή ἰσάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἰάσασθαι
Μετοχή
ἰασάμενος
ἰασαμένη
ἰασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἰάθην, ἰάθης, ἰάθη, ἰάθημεν, ἰάθητε, ἰάθησαν
Υποτακτική
ἰαθῶ, ἰαθῇς, ἰαθῇ, ἰαθῶμεν, ἰαθῆτε, ἰαθῶσι(ν)
Ευκτική
ἰαθείην, ἰαθείης, ἰαθείη, ἰαθείημεν ή ἰαθεῖμεν, ἰαθείητε ή ἰαθεῖτε, ἰαθείησαν ή ἰαθεῖεν
Προστακτική
---, ἰάθητι, ἰαθήτω, ---, ἰάθητε, ἰαθέντων ή ἰαθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἰαθῆναι
Μετοχή
ἰαθείς
ἰαθεῖσα
ἰαθέν
ἰῶμαι: γιατρεύω
Ενεστώτας
Οριστική
ἰῶμαι, ἰᾷ, ἰᾶται, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶνται
Υποτακτική
ἰῶμαι, ἰᾷ, ἰᾶται, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶνται
Ευκτική
ἰῴμην, ἰῷο, ἰῷτο, ἰῴμεθα, ἰῷσθε, ἰῷντο
Προστακτική
--- ἰῶ, ἰάσθω, --- ἰᾶσθε, ἰάσθων ή ἰάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἰᾶσθαι
Μετοχή
ἰώμενος, ἰωμένη, ἰώμενον
Παρατατικός
ἰώμην, ἰῶ, ἰᾶτο, ἰώμεθα, ἰᾶσθε, ἰῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἰάσομαι, ἰάσῃ ή ἰάσει, ἰάσεται, ἰασόμεθα, ἰάσεσθε, ἰάσονται
Ευκτική
ἰασοίμην, ἰάσοιο, ἰάσοιτο, ἰασοίμεθα, ἰάσοισθε, ἰάσοιντο
Απαρέμφατο
ἰάσεσθαι
Μετοχή
ἰασόμενος
ἰασομένη
ἰασόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἰασάμην, ἰάσω, ἰάσατο, ἰασάμεθα, ἰάσασθε, ἰάσαντο
Υποτακτική
ἰάσωμαι, ἰάσῃ, ἰάσηται, ἰασώμεθα, ἰάσησθε, ἰάσωνται
Ευκτική
ἰασαίμην, ἰάσαιο, ἰάσαιτο, ἰασαίμεθα, ἰάσαισθε, ἰάσαιντο
Προστακτική
---, ἰάσαι, ἰασάσθω, ---, ἰάσασθε, ἰασάσθων ή ἰσάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἰάσασθαι
Μετοχή
ἰασάμενος
ἰασαμένη
ἰασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἰάθην, ἰάθης, ἰάθη, ἰάθημεν, ἰάθητε, ἰάθησαν
Υποτακτική
ἰαθῶ, ἰαθῇς, ἰαθῇ, ἰαθῶμεν, ἰαθῆτε, ἰαθῶσι(ν)
Ευκτική
ἰαθείην, ἰαθείης, ἰαθείη, ἰαθείημεν ή ἰαθεῖμεν, ἰαθείητε ή ἰαθεῖτε, ἰαθείησαν ή ἰαθεῖεν
Προστακτική
---, ἰάθητι, ἰαθήτω, ---, ἰάθητε, ἰαθέντων ή ἰαθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἰαθῆναι
Μετοχή
ἰαθείς
ἰαθεῖσα
ἰαθέν