Ψυχραιμία απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού, ώστε να μην εξελιχθεί σε επιδημία της απελπισίας, των fake news και της θυσίας θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών συνιστά ο Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί.
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Σε άρθρο γνώμης στη γαλλική επιθεώρηση Le Point, ο Λεβί, ένας από τους διασημότερους διανοούμενους της Ευρώπης, μας καλεί να αντλήσουμε βασικά διδάγματα από δύο ανάλογες πανδημίες, που σάρωσαν την υφήλιο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 με εκατομμύρια θυμάτων και ανάλογες σκηνές χωρίς, τότε, να επιβληθούν δρακόντεια περιοριστικά μέτρα.
Ακολουθεί το άρθρο του μεταφρασμένο:
«Δύο πανδημίες, το 1957 και το 1968, συγκρίσιμες στο μέγεθος τουλάχιστον με την Covid19, που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, έχουν διαγραφεί από τη μνήμη. Και τώρα ξανατροφοδοτούν τις στήλες.
Τι μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς;
Καλοκαίρι 1968. Ένας άγνωστος ιός σαρώνει την υφήλιο.
Ξεκίνησε από την Κίνα για να προκαλέσει τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νεκρούς, εκ των οποίων 50.000 στις ΗΠΑ και τουλάχιστον 30.000 στη Γαλλία.
Από τον ιό θα μολυνθεί κι ένας αρχηγός κράτους, ο (Δυτικογερμανός) Βίλι Μπραντ. Ελλείψει μασκών σιδηροδρομικοί υπάλληλοι τραβούν χειρόφρενο.
Εμβολιασμοί γίνονταν εντατικά στα «πεζοδρόμια», αφηγούνται γιατροί, που ζουν μέχρι σήμερα.
Τα θύματα πέθαιναν με «κυανωμένα χείλη» από πνευμονική αιμορραγία ή ασφυξία.
Και το κακό εξαπλωνόταν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχε χρόνος για να απομακρυνθούν τα πτώματα, που συσσωρεύονταν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Ας είναι ειλικρινείς όσοι είχαν βιώσει αυτήν την πανδημία: Με εξαίρεση τους νοσηλευτές, δεν έχουν κρατήσει καμία ανάμνηση απ’ αυτή. Κι οι ζαλισμένοι με τον κορωνοϊό νεότεροι να σκεφτούν ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στα κανάλια γι’ αυτή την πανδημία, που είχε βαφτιστεί «γρίπη του Χονγκ Κόνγκ».
Κι οι αρχειοθέτες ας το ελέγξουν: ο Τύπος της εποχής μιλούσε επί 18 μήνες γι’ αυτό το θέμα, αλλά χωρίς να θίξει το ενδεχόμενο περιοριστικών μέτρων και χωρίς να φανταστεί κανείς να βάλει τη ζωή στον πάγο.
1957-1958. Άλλη ανάμνηση. Η επιδημία, που εκείνη τη φορά είχε βαπτιστεί «ασιατική γρίπη», ξεκίνησε από τις επαρχίες Γκουϊζού και Γιουνάν, δηλαδή και πάλι από την Κίνα. Πέρασε από το Ιράν, την Ιταλία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ. Και δεν χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες για να κάνει το γύρο του κόσμου. Δύο εκατομμύρια νεκροί συνολικά, ιδιαιτέρως δε διαβητικοί και καρδιοπαθείς. 100.000 στις ΗΠΑ, μεταξύ 25.000 και 100.000 στη Γαλλία. Σκηνές τρόμου σε πενιχρά εξοπλισμένα, «γονατισμένα» νοσοκομεία. Όμως, παρά τη φρίκη, παρά το πένθος, παρά τη συζήτηση στο Συμβούλιο του Παρισιού, όπου σχεδίαζαν, χωρίς τελικά να καταλήξουν, στο κλείσιμο ορισμένων σχολείων, δεν ελήφθησαν ούτε τότε περιοριστικά μέτρα. Το θέμα απασχολούσε τις εφημερίδες, χωρίς να επισκιάζει όμως τον πόλεμο της Αλγερίας, ούτε την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης ούτε την επιστροφή του Ντε Γκολ στην εξουσία. Και ένα πολύ περίεργο φαινόμενο μ’ αυτή την πανδημία ήταν ότι και αυτή διαγράφηκε από τη μνήμη μας.
Αυτά τα δύο προηγούμενα, με την ανησυχητική ομοιότητα με την παρούσα κατάσταση, μας υπενθυμίζουν κάτι προφανές: το θέαμα κυριαρχεί. Κι ένα γεγονός δεν είναι «ιστορικό», δεν «αλλάζει τον κόσμο» και δεν διαχωρίζει το «πριν» από το «μετά» παρά μόνον στο βαθμό που θα το αποφασίσουν τα ΜΜΕ μέσα στην αυτοεκπληρούμενη μέθη τους.
Αλλά θα αντλήσουμε, πάνω απ’ όλα, δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι ο πλανήτης έχει προοδεύσει. Θεωρεί ανυπόφορες τις εκατόμβες θυμάτων, που εμφανίστηκαν χθες στη φυσική τάξη πραγμάτων. Η ανησυχία για τη Δημόσια Υγεία έχει γίνει κυρίαρχη αποστολή για τα κράτη στον ίδιο βαθμό με την ασφάλεια ή τα ζητήματα ειρήνης και πολέμου μεταξύ εθνών. Κινητοποιούνται τεράστιοι πόροι, όπως και στην περίπτωση του AIDS – το οποίο παρεμπιπτόντως προκάλεσε συνολικά 25 εκατομμύρια θανάτους – για την ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων. Κι η ανθρωπότητα, ως ένας άνθρωπος, προτάσσει τη ζωή από την οικονομία. Αυτό είναι θαυμάσιο.
Αλλά, από την άλλη πλευρά, το παρατραβάμε λίγο με το θέμα της «άνευ προηγουμένου πανδημίας». Απατώμεθα όταν μας λένε ότι μ’ αυτήν την Covid-19 αντιμετωπίζουμε «τη χειρότερη υγειονομική καταστροφή εδώ και έναν αιώνα». Εκτός και υπάρξει κάποια επιτάχυνση [στην εξάπλωσή της επιδημίας], που δεν αναμένουν προς το παρόν οι ειδικοί, απέχουμε ακόμη πόρρω, σε μια χώρα όπως η Γαλλία, από τα νούμερα του 1958 και του 1968. Και το έτερο συμπέρασμα είναι – κι αυτή η παρατήρηση είναι λιγότερο ευχάριστη – ότι υπάρχει κάποια υπεραντίδραση και πανικός στη στάση μας σήμερα.
Σχετίζεται λοιπόν μ’ αυτό;
Είναι η έμμονη ιδέα ή αναπόφευκτη άλλη όψη του νομίσματος της προόδου;
Ή είναι ακόμη δυνατόν να έχουμε τη μία (τη νέα ιδέα, όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και στις πιο φτωχές ηπείρους ότι τίποτε δεν είναι υπέρτερο μιας ζωής) χωρίς κατ’ ανάγκη να ενδίδουμε στην άλλη (μια ανθρωπότητα τρομοκρατημένη, η οποία με το ρυθμό που προχωρά η μόλυνση των απόψεων, θα αποδεχθεί μια μέρα ως προφανές το κλείσιμο των συνόρων, τη δυσπιστία έναντι των άλλων ή την ψηφιακή «ιχνηλάτηση»;
Για να γίνει το δεύτερο θα πρέπει να μάθουμε να τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας από τα αντι-κοινωνικά δίκτυα και τον πυρετό των fake news.
Θα πρέπει να ξανασκεφτούν οι ιθύνοντες των ΜΜΕ τη σκηνοθεσία, που προκαλεί άσκοπα άγχος, ενός παγκόσμιου και ημερήσιου απολογισμού νεκρών, στον οποίο ουδέποτε έχουμε υποβληθεί επί παραδείγματι αναφορικά με τα θύματα του καρκίνου.
Θα πρέπει όλοι μαζί να αναρωτηθούμε αν η δίκαιη μάχη κατά της επιδημίας απαιτεί πραγματικά το μπλακ-άουτ στα μυαλά μας για την επιστροφή του ISIS στη Μέση Ανατολή, την πρόοδο της ρωσικής και κινεζικής αυτοκρατορίας ή την ολέθρια αποδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι βασικό, χωρίς να αμφισβητούμε τις θυσίες των νοσηλευτών μας και του υπόλοιπου προσωπικού των νοσοκομείων, να βάλουμε στην ατζέντα των μελλοντικών μας συζητήσεων το θέμα ποια προνόμια, αλλά και ποια δικαιώματα και ελευθερίες είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε στον βωμό του ονείρου μας για ένα υγειονομικό Κράτος, που θα μας θεραπεύει απ’ όλα μέχρι τον θάνατο.
Κι έπειτα, αν αληθεύει ότι το να κυβερνάς δεν σημαίνει μόνον να προβλέπεις, αλλά και να επιλέγεις, δεν θα ήταν ανώφελο, τελικά, οι ιθύνοντες στα κέντρα αποφάσεων να έχουν το θάρρος να πουν ποιο θα είναι το κόστος της διακοπής της παραγωγής, αν γενικευθεί, όσον αφορά την καταστροφή του πλούτου με τη συνεπαγόμενη μαζική ανεργία, την εξαθλίωση, τα δεινά για την κοινωνία, τις ανθρώπινες ζωές.
Είναι ερωτήματα δύσκολα. Και υπό πολλές απόψεις, τρομερά.
Αλλά, είναι εκείνα που οφείλει να θέσει μια υπεύθυνη και άξια του ονόματός της δημοκρατία, εκτός κι αν ενδώσει στη μέθη του πολέμου κατά του ιού με τις αμέτρητες παράπλευρες απώλειες…».
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Πηγή: iefimerida.gr
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Σε άρθρο γνώμης στη γαλλική επιθεώρηση Le Point, ο Λεβί, ένας από τους διασημότερους διανοούμενους της Ευρώπης, μας καλεί να αντλήσουμε βασικά διδάγματα από δύο ανάλογες πανδημίες, που σάρωσαν την υφήλιο τις δεκαετίες του 1950 και 1960 με εκατομμύρια θυμάτων και ανάλογες σκηνές χωρίς, τότε, να επιβληθούν δρακόντεια περιοριστικά μέτρα.
Ακολουθεί το άρθρο του μεταφρασμένο:
«Δύο πανδημίες, το 1957 και το 1968, συγκρίσιμες στο μέγεθος τουλάχιστον με την Covid19, που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, έχουν διαγραφεί από τη μνήμη. Και τώρα ξανατροφοδοτούν τις στήλες.
Τι μαθήματα μπορεί να αντλήσει κανείς;
Καλοκαίρι 1968. Ένας άγνωστος ιός σαρώνει την υφήλιο.
Ξεκίνησε από την Κίνα για να προκαλέσει τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νεκρούς, εκ των οποίων 50.000 στις ΗΠΑ και τουλάχιστον 30.000 στη Γαλλία.
Από τον ιό θα μολυνθεί κι ένας αρχηγός κράτους, ο (Δυτικογερμανός) Βίλι Μπραντ. Ελλείψει μασκών σιδηροδρομικοί υπάλληλοι τραβούν χειρόφρενο.
Εμβολιασμοί γίνονταν εντατικά στα «πεζοδρόμια», αφηγούνται γιατροί, που ζουν μέχρι σήμερα.
Τα θύματα πέθαιναν με «κυανωμένα χείλη» από πνευμονική αιμορραγία ή ασφυξία.
Και το κακό εξαπλωνόταν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχε χρόνος για να απομακρυνθούν τα πτώματα, που συσσωρεύονταν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Ας είναι ειλικρινείς όσοι είχαν βιώσει αυτήν την πανδημία: Με εξαίρεση τους νοσηλευτές, δεν έχουν κρατήσει καμία ανάμνηση απ’ αυτή. Κι οι ζαλισμένοι με τον κορωνοϊό νεότεροι να σκεφτούν ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στα κανάλια γι’ αυτή την πανδημία, που είχε βαφτιστεί «γρίπη του Χονγκ Κόνγκ».
Κι οι αρχειοθέτες ας το ελέγξουν: ο Τύπος της εποχής μιλούσε επί 18 μήνες γι’ αυτό το θέμα, αλλά χωρίς να θίξει το ενδεχόμενο περιοριστικών μέτρων και χωρίς να φανταστεί κανείς να βάλει τη ζωή στον πάγο.
1957-1958. Άλλη ανάμνηση. Η επιδημία, που εκείνη τη φορά είχε βαπτιστεί «ασιατική γρίπη», ξεκίνησε από τις επαρχίες Γκουϊζού και Γιουνάν, δηλαδή και πάλι από την Κίνα. Πέρασε από το Ιράν, την Ιταλία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ. Και δεν χρειάστηκε πάνω από έξι μήνες για να κάνει το γύρο του κόσμου. Δύο εκατομμύρια νεκροί συνολικά, ιδιαιτέρως δε διαβητικοί και καρδιοπαθείς. 100.000 στις ΗΠΑ, μεταξύ 25.000 και 100.000 στη Γαλλία. Σκηνές τρόμου σε πενιχρά εξοπλισμένα, «γονατισμένα» νοσοκομεία. Όμως, παρά τη φρίκη, παρά το πένθος, παρά τη συζήτηση στο Συμβούλιο του Παρισιού, όπου σχεδίαζαν, χωρίς τελικά να καταλήξουν, στο κλείσιμο ορισμένων σχολείων, δεν ελήφθησαν ούτε τότε περιοριστικά μέτρα. Το θέμα απασχολούσε τις εφημερίδες, χωρίς να επισκιάζει όμως τον πόλεμο της Αλγερίας, ούτε την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης ούτε την επιστροφή του Ντε Γκολ στην εξουσία. Και ένα πολύ περίεργο φαινόμενο μ’ αυτή την πανδημία ήταν ότι και αυτή διαγράφηκε από τη μνήμη μας.
Αυτά τα δύο προηγούμενα, με την ανησυχητική ομοιότητα με την παρούσα κατάσταση, μας υπενθυμίζουν κάτι προφανές: το θέαμα κυριαρχεί. Κι ένα γεγονός δεν είναι «ιστορικό», δεν «αλλάζει τον κόσμο» και δεν διαχωρίζει το «πριν» από το «μετά» παρά μόνον στο βαθμό που θα το αποφασίσουν τα ΜΜΕ μέσα στην αυτοεκπληρούμενη μέθη τους.
Αλλά θα αντλήσουμε, πάνω απ’ όλα, δύο συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι ότι ο πλανήτης έχει προοδεύσει. Θεωρεί ανυπόφορες τις εκατόμβες θυμάτων, που εμφανίστηκαν χθες στη φυσική τάξη πραγμάτων. Η ανησυχία για τη Δημόσια Υγεία έχει γίνει κυρίαρχη αποστολή για τα κράτη στον ίδιο βαθμό με την ασφάλεια ή τα ζητήματα ειρήνης και πολέμου μεταξύ εθνών. Κινητοποιούνται τεράστιοι πόροι, όπως και στην περίπτωση του AIDS – το οποίο παρεμπιπτόντως προκάλεσε συνολικά 25 εκατομμύρια θανάτους – για την ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων. Κι η ανθρωπότητα, ως ένας άνθρωπος, προτάσσει τη ζωή από την οικονομία. Αυτό είναι θαυμάσιο.
Αλλά, από την άλλη πλευρά, το παρατραβάμε λίγο με το θέμα της «άνευ προηγουμένου πανδημίας». Απατώμεθα όταν μας λένε ότι μ’ αυτήν την Covid-19 αντιμετωπίζουμε «τη χειρότερη υγειονομική καταστροφή εδώ και έναν αιώνα». Εκτός και υπάρξει κάποια επιτάχυνση [στην εξάπλωσή της επιδημίας], που δεν αναμένουν προς το παρόν οι ειδικοί, απέχουμε ακόμη πόρρω, σε μια χώρα όπως η Γαλλία, από τα νούμερα του 1958 και του 1968. Και το έτερο συμπέρασμα είναι – κι αυτή η παρατήρηση είναι λιγότερο ευχάριστη – ότι υπάρχει κάποια υπεραντίδραση και πανικός στη στάση μας σήμερα.
Σχετίζεται λοιπόν μ’ αυτό;
Είναι η έμμονη ιδέα ή αναπόφευκτη άλλη όψη του νομίσματος της προόδου;
Ή είναι ακόμη δυνατόν να έχουμε τη μία (τη νέα ιδέα, όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και στις πιο φτωχές ηπείρους ότι τίποτε δεν είναι υπέρτερο μιας ζωής) χωρίς κατ’ ανάγκη να ενδίδουμε στην άλλη (μια ανθρωπότητα τρομοκρατημένη, η οποία με το ρυθμό που προχωρά η μόλυνση των απόψεων, θα αποδεχθεί μια μέρα ως προφανές το κλείσιμο των συνόρων, τη δυσπιστία έναντι των άλλων ή την ψηφιακή «ιχνηλάτηση»;
Για να γίνει το δεύτερο θα πρέπει να μάθουμε να τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας από τα αντι-κοινωνικά δίκτυα και τον πυρετό των fake news.
Θα πρέπει να ξανασκεφτούν οι ιθύνοντες των ΜΜΕ τη σκηνοθεσία, που προκαλεί άσκοπα άγχος, ενός παγκόσμιου και ημερήσιου απολογισμού νεκρών, στον οποίο ουδέποτε έχουμε υποβληθεί επί παραδείγματι αναφορικά με τα θύματα του καρκίνου.
Θα πρέπει όλοι μαζί να αναρωτηθούμε αν η δίκαιη μάχη κατά της επιδημίας απαιτεί πραγματικά το μπλακ-άουτ στα μυαλά μας για την επιστροφή του ISIS στη Μέση Ανατολή, την πρόοδο της ρωσικής και κινεζικής αυτοκρατορίας ή την ολέθρια αποδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι βασικό, χωρίς να αμφισβητούμε τις θυσίες των νοσηλευτών μας και του υπόλοιπου προσωπικού των νοσοκομείων, να βάλουμε στην ατζέντα των μελλοντικών μας συζητήσεων το θέμα ποια προνόμια, αλλά και ποια δικαιώματα και ελευθερίες είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε στον βωμό του ονείρου μας για ένα υγειονομικό Κράτος, που θα μας θεραπεύει απ’ όλα μέχρι τον θάνατο.
Κι έπειτα, αν αληθεύει ότι το να κυβερνάς δεν σημαίνει μόνον να προβλέπεις, αλλά και να επιλέγεις, δεν θα ήταν ανώφελο, τελικά, οι ιθύνοντες στα κέντρα αποφάσεων να έχουν το θάρρος να πουν ποιο θα είναι το κόστος της διακοπής της παραγωγής, αν γενικευθεί, όσον αφορά την καταστροφή του πλούτου με τη συνεπαγόμενη μαζική ανεργία, την εξαθλίωση, τα δεινά για την κοινωνία, τις ανθρώπινες ζωές.
Είναι ερωτήματα δύσκολα. Και υπό πολλές απόψεις, τρομερά.
Αλλά, είναι εκείνα που οφείλει να θέσει μια υπεύθυνη και άξια του ονόματός της δημοκρατία, εκτός κι αν ενδώσει στη μέθη του πολέμου κατά του ιού με τις αμέτρητες παράπλευρες απώλειες…».
Επιμέλεια μετάφρασης Τρύφωνας Καϊσερλίδης
Πηγή: iefimerida.gr