Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σιχτίρ στα χρόνια τα παλιά, σιχτίρ και στα καινούργια!
και όλο το έργο του είναι πιο επίκαιρο από ποτέ,
λες και δεν πέρασε ούτε μιά μέρα από τότε...
τι κρίμα...
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά' χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
νά' χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
τι κρίμα...
λες και ήταν χθες...
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
...ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
~~~~~~~~~~~~~~
Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
~~~~~~~~~~~~~~~
Οργανωταί μας έρχονται να μας διοργανώσουν
(Με άλλους λόγους δηλαδή παράδες να σουφρώσουν)
~~~~~~~~~~~~~~~~
Συλλήψεις καθημερινώς μεγάλων καταδίκων
(Εν τούτοις επισκέπτονται τους βουλευτές κατ’οίκον)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
δεν υπήρχαν τότε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και όμως ήταν ο πιο αναγνωρίσιμος ποιητής - καλλιτέχνης της εποχής του...
όταν περνούσε στο δρόμο όλοι τον αναγνώριζαν,
όμως μετά το θάνατό του ξεχάστηκε...
ο μέγιστος σατιρικός ποιητής του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους “Ο Νέος Αριστοφάνης” όπως πολύ δίκαια επονομάστηκε γεννήθηκε
στη Σύρο το 1853 και απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών το 1919 στο Φάληρο...
~~~~~~~~~~~~~~~~
στις 2 Απριλίου 1883 ξεκίνησε την έκδοση του "Ρωμιού"
μιά εφημερίδα που ήταν ολόκληρη έμμετρη, έως και οι μικρές τις αγγελίες...
~~~~~~~~~~~
ας θυμηθούμε πώς περιγράφει τον μέσο Έλληνα, τον Ρωμηό δηλαδή...
Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
~~~~~~~~~~~~~~
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
~~~~~~~~~~~~~~
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
~~~~~~~~~~~~~~~~
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
~~~~~~~~~~~~~~
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
~~~~~~~~~~~~~~~
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
~~~~~~~~~~~~~~~~
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.
ο "Ρωμιός ήταν μιά πρωτότυπη εφημερίδα, η οποία ήταν μοναδική στο είδος της και
μοναδική για την ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας...
ήταν εβδομαδιαία και γραφόταν αποκλειστικά σε στίχους που σατίριζαν τα κοινωνικά δρώμενα...
η αποδοχή του κοινού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό ήταν τεράστια, κάτι που συνετέλεσε στο να εκδίδεται η εφημερίδα για τριανταπέντε (35) ολόκληρα χρόνια μέχρι και
εννέα μήνες πριν το θάνατο του ποιητή...
μόνο τα στιχουργήματα της εφημερίδος χωρίς να υπολογίσουμε τα υπόλοιπα θέματα καταλαμβάνουν 35 τόμους...Γεώργιος Σουρής λοιπόν...
ο μεγαλύτερος σατιρικός ποιητής της Ελλάδας με την ανελέητη πένα του σατίριζε τα πάντα
~. τον εαυτό του...
Μπόι δυὸ πῆχες,
κόψη κακή,
γένια μὲ τρίχες
ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Κούτελο θεῖο,
λίγο πλατύ,
τρανὸ σημεῖο
τοῦ ποιητῆ.
Δυὸ μάτια μαῦρα
χωρὶς κακία
γεμάτα λαύρα
μὰ καὶ βλακεία.
Μακρὺ ρουθούνι
πολὺ σχιστό,
κι ἕνα πηγούνι
σὰν τὸ Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιὰ χυτὰ
γεμίζεις στρῶμα
μόνο μ᾿ αὐτά.
Μούρη ἀγρία
καὶ ζαρωμένη,
χλωμὴ καὶ κρύα
σὰν πεθαμένη.
Κανένα χρῶμα
δὲν τῆς ταιριάζει
καὶ τώρ᾿ ἀκόμα
βαφὲς ἀλλάζει.
Δόντια φαφούτη
ὅλο σχισμάδες,
ὕφος τσιφούτη
γιὰ μαστραπᾶδες.
~. τους Έλληνες...
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που'χει
Στο'να λουστρίνι, στ'άλλο τσαρούχι.
~. την Ελλάδα....Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
~. τους ταγούς και τους πρωθυπουργούς της...
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη ...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά' χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
νά' χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σιχτίρ στα χρόνια τα παλιά, σιχτίρ και στα καινούργια!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
και ένα του ποίημα που μου αρέσει πολύ-πολύ
Η παπαδιά
Η κυρά ενός παπά
ένα διάκο αγαπά
και πολύ μ' αυτόν τα έχει...
και ο άντρας της κοιτά
τα πολλά της χωρατά
και για τούτον πέρα βρέχει.
Επερνούσαν μια χαρά
έως ότου μια φορά
έγινε παπάς βαρβάτος
και ο διάκος, ο αφράτος.
Κι ο παπάς της ο φτωχός
διόλου δεν εφθόνησε,
και ο ίδιος μοναχός
τον εχειροτόνησε.
Τίγκι, τούγκ!... μεγάλη σχόλη.
"Άξιος!" φωνάζουν όλοι
νέοι, γέροι και παιδιά.
Μα με όλο της το νάζι
"Υπεράξιος!" φωνάζει
Τρεις φορές κι η παπαδιά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~