Στα δύο προηγούμενα άρθρα επιχειρήσαμε να δείξουμε το πώς αλλά και το γιατί η εκρηκτική πρόοδος των Νευροεπιστημών έχει οδηγήσει στις μέρες μας σε μια άνευ προηγουμένου εμμονή με τον εγκέφαλο, που δικαίως αποκαλείται «νευρομανία».
Ως απάντηση σε αυτή την επιστημονική-πολιτισμική εμμονή με τον εγκέφαλο, όλο και περισσότεροι στοχαστές έγιναν «νευροφοβικοί»: αμφισβητούν ότι η ανθρώπινη ιδιαιτερότητα καθορίζεται ή, έστω, εξαρτάται από την κατανόηση της βιολογικής μηχανής του νου.
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα στην επιστημονική και κοινωνική ιδιοποίηση των Νευροεπιστημών, έχει ασφαλώς κάποιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς αυτές οι κατακτήσεις μετατρέπονται στην εποχή μας σε νευροπολιτικές πρακτικές.
Πράγματι, όπως θα δούμε, η «νευροπολιτική» είναι η πιο πρόσφατη και η πλέον φιλόδοξη βιοπολιτική στρατηγική αφού, βασιζόμενη στις κατακτήσεις των Νευροεπιστημών, επιχειρεί να αναδείξει τα δήθεν όρια που ενυπάρχουν στην έκφραση της όποιας ελευθερίας βουλήσεως ή επιλογής έχει απομείνει στους πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών.
Ετσι όμως, η τρέχουσα νευροπολιτική συμβάλλει -με ή παρά τη θέληση της- στην «επιστημονική» απαξίωση του νεωτερικού πολιτικού συστήματος.
Ποιον ρόλο έπαιξαν -και παίζουν- οι εξελίξεις στις επιστήμες της ζωής και του εγκεφάλου στη διαμόρφωση της πολιτικής στη Δύση;
Ανατρέχοντας κανείς στην παράλληλη ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής, διαπιστώνει εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοπολιτικής διαπλέκεται στενά με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία τελικά παρέχει την απαραίτητη θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα τεχνολογικά εργαλεία που απαιτούνται για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.
Για παράδειγμα, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται αμέσως στις κατασταλτικές τεχνικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.
Από τα τέλη του 19ου μέχρι σήμερα, οι εντυπωσιακές εξελίξεις στη γενετική, στην ατομική φυσική, στην πληροφορική και στις Νευροεπιστήμες διαμορφώνουν τις δυνατότητες και κυρίως τις εφαρμογές της νέας βιοπολιτικής.
Μολονότι η σύγχρονη βιοπολιτική εκδηλώνεται κυρίως με τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής, τον 21ο αιώνα, όπως όλα δείχνουν, θα κυριαρχήσει η νευροτεχνολογία. Επομένως, στο άμεσο μέλλον, η βιοπολιτική θα εκδηλώνεται κυρίως ως «νευροπολιτική».
Η «εγκεφαλική» βιοπολιτική
Το αποφασιστικό ερώτημα πριν από κάθε μεγάλη εκλογική αναμέτρηση είναι: από ποιους παράγοντες επηρεάζεται η εκάστοτε επιλογή των ψηφοφόρων;
Είναι, άραγε, εφικτό να προβλέψουμε εγκαίρως το πώς ακριβώς θα αντιδράσει ο εγκέφαλος π.χ. των περισσότερων Αμερικανών ψηφοφόρων όταν κληθεί να αποφασίσει ποιο κόμμα ή ποιον υποψήφιο πρόεδρο θα ψηφίσει στις επόμενες εκλογές;
Μέχρι σήμερα, σε τέτοια ερωτήματα επιχειρούν να απαντήσουν -με αδιαφανή κριτήρια και, εν πολλοίς, με αβέβαια αποτελέσματα- οι ποικίλες δημοσκοπικές, στατιστικές μετρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ολοένα και περισσότερα κόμματα και υποψήφιοι καταφεύγουν όχι μόνο στις γνωστές οικονομικές-κοινωνιολογικές αναλύσεις, αλλά και στη διερεύνηση του ψυχολογικού προφίλ και της εκλογικής συμπεριφοράς μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος.
Πράγματι, στις πιο ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, αλλά και οι πιο εύποροι υποψήφιοι προσλαμβάνουν ως συμβούλους κοινωνικούς ψυχολόγους και ειδικούς νευροεπιστήμονες προκειμένου να αναλύσουν όχι τις οικονομικοπολιτικές ανάγκες των ψηφοφόρων, αλλά τις νευροψυχολογικές αδυναμίες και τις νοητικές έξεις τους.
Χάρη στα νέα επιστημονικά μέσα που διαθέτουν, αυτοί οι ειδικοί αναλαμβάνουν -με το αζημίωτο!- να αποκαλύψουν τις βαθύτερες εκλογικές προτιμήσεις, τις εκλογικές συνήθειες ή τις φοβίες των ψηφοφόρων.
Οσο για τον επιστημονικό κλάδο που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τέτοιων καινοφανών πολιτικών ερευνών, περιγράφεται συνήθως ως «Νευροπολιτική».
Πρόκειται για ένα νέο, διεπιστημονικό πεδίο έρευνας, το οποίο επιδιώκει, προγραμματικά, να εφαρμόσει τις πιο πρόσφατες μεθόδους των Νευροεπιστημών, π.χ. τις τεχνικές λειτουργικής και δομικής απεικόνισης του εγκεφάλου ενός ή μιας ψηφοφόρου, για να προβλέψει εγκαίρως τις ψυχο-πολιτικές αντιδράσεις.
Για να επιτύχει, όμως, έναν τόσο φιλόδοξο στόχο, η νευροπολιτική θα πρέπει να είναι σε θέση να «μεταφράζει» τις περίπλοκες σχέσεις κάθε πολίτη με το κοινωνικό του περιβάλλον σε... εγκεφαλικές δραστηριότητες.
Κοντολογίς, όλες οι κοινωνικές μας σχέσεις και δράσεις θα πρέπει να καθορίζονται άμεσα ή, τουλάχιστον, να εξαρτώνται στενότατα από τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας.
Σε τελευταία ανάλυση, υποστηρίζουν οι πιο ακραίοι οπαδοί του νευροπολιτικού αναγωγισμού, οι κοινωνικές-πολιτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι τίποτα περισσότερο από σχέσεις μεταξύ των εγκεφάλων τους!
Ποιες είναι, όμως, οι συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές και οι επιμέρους νοητικές λειτουργίες που ενεργοποιούνται στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και οι οποίες, τελικά, ευθύνονται για τις «προσωπικές» πολιτικές επιλογές τους;
Κάποιες πολύ πρόωρες και μάλλον ασαφείς εντοπιστικές-ανατομικές απαντήσεις σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα τις αναζητούν οι ερευνητές της νευροπολιτικής στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου μας επειδή, ως γνωστόν, εκεί συντελούνται και ολοκληρώνονται οι πιο συνειδητές νοητικές διεργασίες μας, καθώς και σε βαθύτερες υποφλοιώδεις δομές, π.χ. στην αμυγδαλή, μια δομή στο βάθος του κροταφικού λοβού, η οποία πρωταγωνιστεί στις απαντήσεις του εγκεφάλου μας στα έντονα συγκινησιακά ερεθίσματα (φόβος, άγχος ή πανικός).
Η εμπλοκή της αμυγδαλής στις πολιτικές αντιδράσεις των ψηφοφόρων διαπιστώθηκε, πρώτη φορά, από νευροεπιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια το 2007, κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Υποβάλλοντας σε τεστ πολιτικού προσανατολισμού μια μεγάλη ομάδα αναποφάσιστων ψηφοφόρων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όποτε άκουγαν τη λέξη «Δημοκρατικός» ή «Ρεπουμπλικάνος», ο εγκέφαλός τους αντιδρούσε άμεσα και ειδικότερα η αμυγδαλή, αφού σε αυτήν καταγράφονταν τα πιο υψηλά επίπεδα δραστηριοποίησης. Γεγονός που, σύμφωνα με τους ερευνητές, μας αποκαλύπτει το άγχος ή τον φόβο που δημιουργούσε στους εθελοντές αυτό το πολιτικό δίλημμα.
Μολονότι οι σημερινές τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου δεν έχουν ακόμη τελειοποιηθεί αρκετά ώστε να διασφαλίζουν τη φερεγγυότητα που απαιτείται για κάνουμε ασφαλείς νευροπολιτικές και νευροοικονομικές προβλέψεις, θα ήταν εθελοτυφλία και πολιτική αφέλεια το να υποτιμώνται οι συνέπειες της μαζικής υιοθέτησης τέτοιων νευροπολιτικών πρακτικών.
Η απλοϊκή ιδέα που κρύβεται πίσω από κάθε αναγωγιστική νευροπολιτική προσέγγιση είναι ότι οι βασικές κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές μας καθορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από τη βιολογία μας. Και οι πολιτικές επιλογές μας ή οι πεποιθήσεις μας; Και αυτές, υποτίθεται, ότι διαμορφώνονται από την ιδιαίτερη δομή των εγκεφαλικών μικροκυκλωμάτων μας.
Προοδευτική ή αντιδραστική;
Πρόκειται εμφανώς για ένα μύθευμα που «επιβεβαιώνει» τις εγκεφαλοκεντρικές ιδεοληψίες της εποχής μας, από τις οποίες και προέκυψε. Πώς όμως αυτό το ιδεολόγημα κατάφερε τελικά να επικρατήσει στη σύγχρονη σκέψη;
Χάρη σε ένα πολύ επιτήδειο τέχνασμα το οποίο εκμεταλλεύεται τη ζωτική μας ανάγκη για βεβαιότητες στον ιδιαίτερα ρευστό χώρο των πολιτικών-οικονομικών ιδεών.
Ετσι, οι όποιες επιτυχείς προβλέψεις των νευροπολιτικών αναλύσεων εκλαμβάνονται και προβάλλονται από τα ΜΜΕ ως η επιβεβαίωση της βασικής -αλλά εντελώς αυθαίρετης!- νευροπολιτικής παραδοχής: ότι όλοι οι πολίτες, προοδευτικοί ή συντηρητικοί, αριστεροί ή δεξιοί, οφείλουν τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις τους στις ιδιαίτερες μικροδομές και λειτουργίες του εγκεφάλου τους. Μια σκοπίμως αόριστη «εξήγηση» που, επιπρόσθετα, οδηγεί σε ύποπτες κοινωνικοπολιτικές ατραπούς.
Αραγε, προοδευτικός γεννιέται κανείς ή γίνεται; Σύμφωνα με την επικρατούσα νευροπολιτική άποψη, προοδευτικοί και αντιδραστικοί είναι περίπου το ίδιο, αφού μοιράζονται από κοινού τα ίδια γονίδια και τις ίδιες τυπικά ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές.
Το εύλογο ερώτημα σε όσους αποδέχονται αυτή την ψευδοεπιστημονική εξήγηση είναι: Αν όντως οι πολιτικές επιλογές μας είναι αποκλειστικά εγκεφαλικές, τότε γιατί η πολιτική αποδεικνύεται συνήθως τόσο... ανεγκέφαλη;
Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε ο Αριστοτέλης στο περίφημο βιβλίο του «Περί ψυχής», δεν είναι πλέον δυνατό να διακρίνουμε τον πολιτικό «βίο» από την απλή υλική βιολογική «ζωή» των ανθρώπων.
Σήμερα, το βιολογικό, το σωματικό και το εγκεφαλικό διαπλέκονται στενότατα -σχεδόν ασφυκτικά- με κάθε πνευματικό, ψυχικό και νοητικό γνώρισμα των ανθρώπων. Εξού και η δυνατότητα να χαράξουμε μια διαφορετική βιοπολιτική και νευροπολιτική διαχείριση της ζωής των ανθρώπων.
Τα εργαλεία της νέας βιοεξουσίας
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν σταδιακά οι μεσαιωνικές «πειθαρχικές» και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νεωτερικών «βιορρυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε πληθυσμούς ολόκληρους και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κυρίαρχη νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές, όποτε το έκρινε απαραίτητο.
Ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε απολύτως σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.
Ακολουθώντας το σκεπτικό του Μισέλ Φουκό σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της βιοπολιτικής, θα μπορούσε κανείς εύλογα να ισχυριστεί ότι η σημερινή βιοεξουσία εκδηλώνεται κυρίως μέσω της νευροπολιτικής και της νευροοικονομίας.
Η νευροοικονομία είναι ένα ακόμη νευροεπιστημονικό εγχείρημα το οποίο εστιάζει στο πώς ο εγκέφαλος των οικονομικών δραστών μπορεί να διευκολύνει ή, εναλλακτικά, να παρεμποδίζει τον τρόπο που αποφασίζουν να δράσουν στη σφαίρα της οικονομίας.
Δεδομένου μάλιστα του πολύ ιδιαίτερου αντικειμένου της, η νευροοικονομία είναι ένα «αμάλγαμα» από διαφορετικές γνωστικές προσεγγίσεις: οι κατακτήσεις των νευροεπιστημών συνδυάζονται -συνήθως αυθαίρετα- με τη μικροοικονομία και τη γνωσιακή οικονομία και ταυτόχρονα με την κοινωνική και γνωσιακή ψυχολογία.
Αν και εντελώς διαφορετικές, αυτές οι προσεγγίσεις επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα γνωσιακό μοντέλο ικανό όχι μόνο να εξηγεί αλλά και να προβλέπει τις «αποφάσεις» κάθε ενσυνείδητου οικονομικού δράστη.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η νευροοικονομία όσο και η νευροπολιτική αποδέχονται άκριτα το κυρίαρχο σήμερα πολιτικό-οικονομικό μοντέλο του «Homo oeconomicus»: κάθε πολιτικό ή οικονομικό υποκείμενο δρα ώστε να εξυπηρετεί τα ιδιωτικά συμφέροντά του.
Νευροδιαχείριση των κρίσεων
Διόλου περίεργο λοιπόν ότι, σχεδόν καθημερινά, οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν το ερώτημα: Ποια είναι η «βέλτιστη» απόφαση ανάμεσα σε διαφορετικές και φαινομενικά ισοδύναμες επιλογές; Με άλλα λόγια, ποια είναι η πιο αποδοτική, οικονομικά, απόφαση όταν πρέπει να επιλέξουμε γρήγορα και σε συνθήκες αβεβαιότητας και μεγάλης πίεσης;
Ο απώτερος και δυσεπίτευκτος στόχος της νευροοικονομίας είναι να καταπολεμήσει την οικονομική αβεβαιότητα που δημιουργείται όχι μόνο από τα ανταγωνιστικά ιδιωτικά συμφέροντα αλλά και από τη θλιβερή άγνοιά μας για το πώς σκέπτεται και συμπεριφέρεται κάθε οικονομικός δράστης.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι το πρόγραμμα τόσο της νευροοικονομίας όσο και της νευροπολιτικής παρουσιάζει σοβαρά επιστημολογικά προβλήματα και ακόμη πιο εμφανείς επιστημονικές ελλείψεις.
Και η εξήγηση αυτών των ελλείψεων είναι απλή: τόσο η «νευροπολιτική» όσο και η «νευροοικονομία» επινοήθηκαν από τη μετανεωτερική βιοεξουσία ως επιστημονικά εργαλεία που είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν ή, ακριβέστερα, να διαχειρίζονται την πολιτική-οικονομική αβεβαιότητα που αναπόφευκτα δημιουργείται από την ίδια τη μετανεωτερική βιοπολιτική.
Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας για τη νέα βιοεξουσία να μπορεί να προσφεύγει σε όλα τα διαθέσιμα «νευροεργαλεία», τα οποία της επιτρέπουν όχι μόνο να προσχεδιάζει αλλά και να προβλέπει, με σχετική ασφάλεια, το πώς θα αντιδράσει ο εγκέφαλος των πολιτών απέναντι σε μια σοβαρή πολιτικο-οικονομική κρίση.
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
efsyn.gr
Ως απάντηση σε αυτή την επιστημονική-πολιτισμική εμμονή με τον εγκέφαλο, όλο και περισσότεροι στοχαστές έγιναν «νευροφοβικοί»: αμφισβητούν ότι η ανθρώπινη ιδιαιτερότητα καθορίζεται ή, έστω, εξαρτάται από την κατανόηση της βιολογικής μηχανής του νου.
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα στην επιστημονική και κοινωνική ιδιοποίηση των Νευροεπιστημών, έχει ασφαλώς κάποιο ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς αυτές οι κατακτήσεις μετατρέπονται στην εποχή μας σε νευροπολιτικές πρακτικές.
Πράγματι, όπως θα δούμε, η «νευροπολιτική» είναι η πιο πρόσφατη και η πλέον φιλόδοξη βιοπολιτική στρατηγική αφού, βασιζόμενη στις κατακτήσεις των Νευροεπιστημών, επιχειρεί να αναδείξει τα δήθεν όρια που ενυπάρχουν στην έκφραση της όποιας ελευθερίας βουλήσεως ή επιλογής έχει απομείνει στους πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών.
Ετσι όμως, η τρέχουσα νευροπολιτική συμβάλλει -με ή παρά τη θέληση της- στην «επιστημονική» απαξίωση του νεωτερικού πολιτικού συστήματος.
Ποιον ρόλο έπαιξαν -και παίζουν- οι εξελίξεις στις επιστήμες της ζωής και του εγκεφάλου στη διαμόρφωση της πολιτικής στη Δύση;
Ανατρέχοντας κανείς στην παράλληλη ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής, διαπιστώνει εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοπολιτικής διαπλέκεται στενά με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία τελικά παρέχει την απαραίτητη θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα τεχνολογικά εργαλεία που απαιτούνται για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.
Για παράδειγμα, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται αμέσως στις κατασταλτικές τεχνικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.
Από τα τέλη του 19ου μέχρι σήμερα, οι εντυπωσιακές εξελίξεις στη γενετική, στην ατομική φυσική, στην πληροφορική και στις Νευροεπιστήμες διαμορφώνουν τις δυνατότητες και κυρίως τις εφαρμογές της νέας βιοπολιτικής.
Μολονότι η σύγχρονη βιοπολιτική εκδηλώνεται κυρίως με τις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής, τον 21ο αιώνα, όπως όλα δείχνουν, θα κυριαρχήσει η νευροτεχνολογία. Επομένως, στο άμεσο μέλλον, η βιοπολιτική θα εκδηλώνεται κυρίως ως «νευροπολιτική».
Η «εγκεφαλική» βιοπολιτική
Το αποφασιστικό ερώτημα πριν από κάθε μεγάλη εκλογική αναμέτρηση είναι: από ποιους παράγοντες επηρεάζεται η εκάστοτε επιλογή των ψηφοφόρων;
Είναι, άραγε, εφικτό να προβλέψουμε εγκαίρως το πώς ακριβώς θα αντιδράσει ο εγκέφαλος π.χ. των περισσότερων Αμερικανών ψηφοφόρων όταν κληθεί να αποφασίσει ποιο κόμμα ή ποιον υποψήφιο πρόεδρο θα ψηφίσει στις επόμενες εκλογές;
Μέχρι σήμερα, σε τέτοια ερωτήματα επιχειρούν να απαντήσουν -με αδιαφανή κριτήρια και, εν πολλοίς, με αβέβαια αποτελέσματα- οι ποικίλες δημοσκοπικές, στατιστικές μετρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ολοένα και περισσότερα κόμματα και υποψήφιοι καταφεύγουν όχι μόνο στις γνωστές οικονομικές-κοινωνιολογικές αναλύσεις, αλλά και στη διερεύνηση του ψυχολογικού προφίλ και της εκλογικής συμπεριφοράς μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος.
Πράγματι, στις πιο ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, αλλά και οι πιο εύποροι υποψήφιοι προσλαμβάνουν ως συμβούλους κοινωνικούς ψυχολόγους και ειδικούς νευροεπιστήμονες προκειμένου να αναλύσουν όχι τις οικονομικοπολιτικές ανάγκες των ψηφοφόρων, αλλά τις νευροψυχολογικές αδυναμίες και τις νοητικές έξεις τους.
Χάρη στα νέα επιστημονικά μέσα που διαθέτουν, αυτοί οι ειδικοί αναλαμβάνουν -με το αζημίωτο!- να αποκαλύψουν τις βαθύτερες εκλογικές προτιμήσεις, τις εκλογικές συνήθειες ή τις φοβίες των ψηφοφόρων.
Οσο για τον επιστημονικό κλάδο που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τέτοιων καινοφανών πολιτικών ερευνών, περιγράφεται συνήθως ως «Νευροπολιτική».
Πρόκειται για ένα νέο, διεπιστημονικό πεδίο έρευνας, το οποίο επιδιώκει, προγραμματικά, να εφαρμόσει τις πιο πρόσφατες μεθόδους των Νευροεπιστημών, π.χ. τις τεχνικές λειτουργικής και δομικής απεικόνισης του εγκεφάλου ενός ή μιας ψηφοφόρου, για να προβλέψει εγκαίρως τις ψυχο-πολιτικές αντιδράσεις.
Για να επιτύχει, όμως, έναν τόσο φιλόδοξο στόχο, η νευροπολιτική θα πρέπει να είναι σε θέση να «μεταφράζει» τις περίπλοκες σχέσεις κάθε πολίτη με το κοινωνικό του περιβάλλον σε... εγκεφαλικές δραστηριότητες.
Κοντολογίς, όλες οι κοινωνικές μας σχέσεις και δράσεις θα πρέπει να καθορίζονται άμεσα ή, τουλάχιστον, να εξαρτώνται στενότατα από τις λειτουργίες του εγκεφάλου μας.
Σε τελευταία ανάλυση, υποστηρίζουν οι πιο ακραίοι οπαδοί του νευροπολιτικού αναγωγισμού, οι κοινωνικές-πολιτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι τίποτα περισσότερο από σχέσεις μεταξύ των εγκεφάλων τους!
Ποιες είναι, όμως, οι συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές και οι επιμέρους νοητικές λειτουργίες που ενεργοποιούνται στις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και οι οποίες, τελικά, ευθύνονται για τις «προσωπικές» πολιτικές επιλογές τους;
Κάποιες πολύ πρόωρες και μάλλον ασαφείς εντοπιστικές-ανατομικές απαντήσεις σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα τις αναζητούν οι ερευνητές της νευροπολιτικής στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου μας επειδή, ως γνωστόν, εκεί συντελούνται και ολοκληρώνονται οι πιο συνειδητές νοητικές διεργασίες μας, καθώς και σε βαθύτερες υποφλοιώδεις δομές, π.χ. στην αμυγδαλή, μια δομή στο βάθος του κροταφικού λοβού, η οποία πρωταγωνιστεί στις απαντήσεις του εγκεφάλου μας στα έντονα συγκινησιακά ερεθίσματα (φόβος, άγχος ή πανικός).
Η εμπλοκή της αμυγδαλής στις πολιτικές αντιδράσεις των ψηφοφόρων διαπιστώθηκε, πρώτη φορά, από νευροεπιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια το 2007, κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.
Υποβάλλοντας σε τεστ πολιτικού προσανατολισμού μια μεγάλη ομάδα αναποφάσιστων ψηφοφόρων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όποτε άκουγαν τη λέξη «Δημοκρατικός» ή «Ρεπουμπλικάνος», ο εγκέφαλός τους αντιδρούσε άμεσα και ειδικότερα η αμυγδαλή, αφού σε αυτήν καταγράφονταν τα πιο υψηλά επίπεδα δραστηριοποίησης. Γεγονός που, σύμφωνα με τους ερευνητές, μας αποκαλύπτει το άγχος ή τον φόβο που δημιουργούσε στους εθελοντές αυτό το πολιτικό δίλημμα.
Μολονότι οι σημερινές τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου δεν έχουν ακόμη τελειοποιηθεί αρκετά ώστε να διασφαλίζουν τη φερεγγυότητα που απαιτείται για κάνουμε ασφαλείς νευροπολιτικές και νευροοικονομικές προβλέψεις, θα ήταν εθελοτυφλία και πολιτική αφέλεια το να υποτιμώνται οι συνέπειες της μαζικής υιοθέτησης τέτοιων νευροπολιτικών πρακτικών.
Η απλοϊκή ιδέα που κρύβεται πίσω από κάθε αναγωγιστική νευροπολιτική προσέγγιση είναι ότι οι βασικές κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές μας καθορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από τη βιολογία μας. Και οι πολιτικές επιλογές μας ή οι πεποιθήσεις μας; Και αυτές, υποτίθεται, ότι διαμορφώνονται από την ιδιαίτερη δομή των εγκεφαλικών μικροκυκλωμάτων μας.
Προοδευτική ή αντιδραστική;
Πρόκειται εμφανώς για ένα μύθευμα που «επιβεβαιώνει» τις εγκεφαλοκεντρικές ιδεοληψίες της εποχής μας, από τις οποίες και προέκυψε. Πώς όμως αυτό το ιδεολόγημα κατάφερε τελικά να επικρατήσει στη σύγχρονη σκέψη;
Χάρη σε ένα πολύ επιτήδειο τέχνασμα το οποίο εκμεταλλεύεται τη ζωτική μας ανάγκη για βεβαιότητες στον ιδιαίτερα ρευστό χώρο των πολιτικών-οικονομικών ιδεών.
Ετσι, οι όποιες επιτυχείς προβλέψεις των νευροπολιτικών αναλύσεων εκλαμβάνονται και προβάλλονται από τα ΜΜΕ ως η επιβεβαίωση της βασικής -αλλά εντελώς αυθαίρετης!- νευροπολιτικής παραδοχής: ότι όλοι οι πολίτες, προοδευτικοί ή συντηρητικοί, αριστεροί ή δεξιοί, οφείλουν τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές πεποιθήσεις τους στις ιδιαίτερες μικροδομές και λειτουργίες του εγκεφάλου τους. Μια σκοπίμως αόριστη «εξήγηση» που, επιπρόσθετα, οδηγεί σε ύποπτες κοινωνικοπολιτικές ατραπούς.
Αραγε, προοδευτικός γεννιέται κανείς ή γίνεται; Σύμφωνα με την επικρατούσα νευροπολιτική άποψη, προοδευτικοί και αντιδραστικοί είναι περίπου το ίδιο, αφού μοιράζονται από κοινού τα ίδια γονίδια και τις ίδιες τυπικά ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές.
Το εύλογο ερώτημα σε όσους αποδέχονται αυτή την ψευδοεπιστημονική εξήγηση είναι: Αν όντως οι πολιτικές επιλογές μας είναι αποκλειστικά εγκεφαλικές, τότε γιατί η πολιτική αποδεικνύεται συνήθως τόσο... ανεγκέφαλη;
Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε ο Αριστοτέλης στο περίφημο βιβλίο του «Περί ψυχής», δεν είναι πλέον δυνατό να διακρίνουμε τον πολιτικό «βίο» από την απλή υλική βιολογική «ζωή» των ανθρώπων.
Σήμερα, το βιολογικό, το σωματικό και το εγκεφαλικό διαπλέκονται στενότατα -σχεδόν ασφυκτικά- με κάθε πνευματικό, ψυχικό και νοητικό γνώρισμα των ανθρώπων. Εξού και η δυνατότητα να χαράξουμε μια διαφορετική βιοπολιτική και νευροπολιτική διαχείριση της ζωής των ανθρώπων.
Τα εργαλεία της νέας βιοεξουσίας
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν σταδιακά οι μεσαιωνικές «πειθαρχικές» και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νεωτερικών «βιορρυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε πληθυσμούς ολόκληρους και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κυρίαρχη νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές, όποτε το έκρινε απαραίτητο.
Ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε απολύτως σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.
Ακολουθώντας το σκεπτικό του Μισέλ Φουκό σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της βιοπολιτικής, θα μπορούσε κανείς εύλογα να ισχυριστεί ότι η σημερινή βιοεξουσία εκδηλώνεται κυρίως μέσω της νευροπολιτικής και της νευροοικονομίας.
Η νευροοικονομία είναι ένα ακόμη νευροεπιστημονικό εγχείρημα το οποίο εστιάζει στο πώς ο εγκέφαλος των οικονομικών δραστών μπορεί να διευκολύνει ή, εναλλακτικά, να παρεμποδίζει τον τρόπο που αποφασίζουν να δράσουν στη σφαίρα της οικονομίας.
Δεδομένου μάλιστα του πολύ ιδιαίτερου αντικειμένου της, η νευροοικονομία είναι ένα «αμάλγαμα» από διαφορετικές γνωστικές προσεγγίσεις: οι κατακτήσεις των νευροεπιστημών συνδυάζονται -συνήθως αυθαίρετα- με τη μικροοικονομία και τη γνωσιακή οικονομία και ταυτόχρονα με την κοινωνική και γνωσιακή ψυχολογία.
Αν και εντελώς διαφορετικές, αυτές οι προσεγγίσεις επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα γνωσιακό μοντέλο ικανό όχι μόνο να εξηγεί αλλά και να προβλέπει τις «αποφάσεις» κάθε ενσυνείδητου οικονομικού δράστη.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η νευροοικονομία όσο και η νευροπολιτική αποδέχονται άκριτα το κυρίαρχο σήμερα πολιτικό-οικονομικό μοντέλο του «Homo oeconomicus»: κάθε πολιτικό ή οικονομικό υποκείμενο δρα ώστε να εξυπηρετεί τα ιδιωτικά συμφέροντά του.
Νευροδιαχείριση των κρίσεων
Διόλου περίεργο λοιπόν ότι, σχεδόν καθημερινά, οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν το ερώτημα: Ποια είναι η «βέλτιστη» απόφαση ανάμεσα σε διαφορετικές και φαινομενικά ισοδύναμες επιλογές; Με άλλα λόγια, ποια είναι η πιο αποδοτική, οικονομικά, απόφαση όταν πρέπει να επιλέξουμε γρήγορα και σε συνθήκες αβεβαιότητας και μεγάλης πίεσης;
Ο απώτερος και δυσεπίτευκτος στόχος της νευροοικονομίας είναι να καταπολεμήσει την οικονομική αβεβαιότητα που δημιουργείται όχι μόνο από τα ανταγωνιστικά ιδιωτικά συμφέροντα αλλά και από τη θλιβερή άγνοιά μας για το πώς σκέπτεται και συμπεριφέρεται κάθε οικονομικός δράστης.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι το πρόγραμμα τόσο της νευροοικονομίας όσο και της νευροπολιτικής παρουσιάζει σοβαρά επιστημολογικά προβλήματα και ακόμη πιο εμφανείς επιστημονικές ελλείψεις.
Και η εξήγηση αυτών των ελλείψεων είναι απλή: τόσο η «νευροπολιτική» όσο και η «νευροοικονομία» επινοήθηκαν από τη μετανεωτερική βιοεξουσία ως επιστημονικά εργαλεία που είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν ή, ακριβέστερα, να διαχειρίζονται την πολιτική-οικονομική αβεβαιότητα που αναπόφευκτα δημιουργείται από την ίδια τη μετανεωτερική βιοπολιτική.
Συνεπώς, είναι ζωτικής σημασίας για τη νέα βιοεξουσία να μπορεί να προσφεύγει σε όλα τα διαθέσιμα «νευροεργαλεία», τα οποία της επιτρέπουν όχι μόνο να προσχεδιάζει αλλά και να προβλέπει, με σχετική ασφάλεια, το πώς θα αντιδράσει ο εγκέφαλος των πολιτών απέναντι σε μια σοβαρή πολιτικο-οικονομική κρίση.
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
efsyn.gr