Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

Πέρα από τη νευρομανία και τη νευροφοβία 2

Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, χάρη στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των Νευροεπιστημών, ο εγκέφαλός μας, έδρα των πιο ανομολόγητων συναισθημάτων μας και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει καταστεί διαφανής στην επιστημονική γνώση και άρα πολύ πιο εύκολα χειραγωγήσιμος από τη σύγχρονη βιοεξουσία.
Στην κοινωνική ιδιοποίηση και διαχείριση αυτής της γνώσης υπεισέρχονται αφενός η «νευρομανία» και αφετέρου η «νευροφοβία».
Δύο επιστημονικοφανή μυθεύματα που επιβλήθηκαν στην ανθρώπινη σκέψη χάρη στις πρόσφατες, ιδιαίτερα εντυπωσιακές, νευροεπιστημονικές εξελίξεις.
Πράγματι, τόσο η «νευρομανία» όσο και η δήθεν εναλλακτική «νευροφοβία» θα πρέπει να αποδοθούν στην κυρίαρχη σήμερα μόδα να εξηγούνται σχεδόν τα πάντα από τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Οπως θα δούμε, δυστυχώς, έχει επικρατήσει ένα ιδιαιτέρως παραπλανητικό είδος «επιστημονικής» ενημέρωσης, που σκοπίμως δημιουργεί ψευδαισθήσεις και μυθεύματα σχετικά με τις εφαρμογές των Νευροεπιστημών.
Γεγονός που εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους, δεδομένου ότι αυτές οι επιστήμες μπορούν ήδη να επεμβαίνουν άμεσα στη λειτουργία και στην υγεία της ανθρώπινης εγκεφαλικής μηχανής.
Δύσκολα βρίσκει κανείς σε εφημερίδες ή σε εκλαϊκευτικά επιστημονικά περιοδικά ειδικές ενημερωτικές στήλες που να μην παρουσιάζουν, με απίστευτη ευκολία και ελαφρότητα, τις πιο πρόσφατες και συχνά ασήμαντες εξελίξεις στην επιστήμη ή στη τεχνολογία ως δήθεν «αποφασιστικά βήματα» ή ως «μεγάλες επαναστάσεις», οι οποίες υποτίθεται ότι ανατρέπουν τα όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα για τη λειτουργία της φύσης ή για το ανθρώπινο σώμα.
Γιατί, βέβαια, τι νόημα ή αξία θα είχε η επιστημονική ενημέρωση των πολιτών αν δεν πρόκειται για ανακαλύψεις με... κοσμοϊστορικές συνέπειες!
Μολονότι αυτό το είδος ενημέρωσης χρησιμοποιείται συχνά για να δημιουργούνται εφήμερες και αμφίβολης αξίας επιστημονικές «διασημότητες» ή για την εξασφάλιση πόρων για συγκεκριμένες έρευνες, ασκεί τελικά μια άκρως παραπλανητική και, εντέλει, βλαπτική επιρροή στους μη ειδικούς αναγνώστες, πείθοντάς τους π.χ. ότι επιτέλους βρέθηκε η τελική αλήθεια για κάποιο πολύπλοκο φυσικό φαινόμενο ή η μαγική θεραπεία για μια θανατηφόρο ασθένεια.
Κάτι που, δυστυχώς, συμβαίνει όλο και πιο συχνά στην ενημέρωση για τις νέες κατακτήσεις και τις εφαρμογές των ερευνών που εστιάζουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Η μανία με το «Νευρο-»
Σε ό,τι αφορά την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, η δυτική σκέψη πέρασε, κατά τον εικοστό αιώνα, από το ένα άκρο στο άλλο: μέχρι τη δεκαετία του 1960 επικρατούσαν κυρίως οι αποκλειστικά οικονομικο-πολιτικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες, ενώ κατόπιν άρχισε, σταδιακά, να αναζητά πιο επιστημονικές εξηγήσεις, όπως αυτές της Γενετικής, της Ψυχολογίας και σήμερα των Νευροεπιστημών.
Κάθε μία από αυτές τις επιστήμες, βασιζόμενη στις δικές της ιδιαίτερες έννοιες και μεθόδους, κατάφερε να διαφωτίσει με σχετική επιτυχία κάποιες πτυχές του αινίγματος της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας μέσα στο ζωικό βασίλειο.
Από αυτή τη μεγάλη διανοητική μεταστροφή προέκυψαν, πιο πρόσφατα, ορισμένοι νέοι επιστημονικοί κλάδοι, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το πρόθημα «νευρο-» που συνοδεύει και προσδιορίζει αυτά τα πρωτόγνωρα διεπιστημονικά πεδία: νευρο-ψυχολογία, νευρο-ανθρωπολογία, νευρο-πληροφορική, νευρο-οικονομία, ακόμη και νευρο-θεολογία!
Μήπως, χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει, περάσαμε από το ένα άκρο των αμιγώς κοινωνικο-οικονομικών εξηγήσεων στο άλλο άκρο των αποκλειστικά επιστημονικών βιολογικών εξηγήσεων; 
Οχι αναγκαστικά.
Αρκεί βέβαια να δεχτούμε ότι η ανθρώπινη ιδιαιτερότητα δεν είναι ούτε ένα ιστορικό «θαύμα» ούτε το προϊόν θεϊκής δημιουργίας, αλλά ένα ιδιαίτερο εξελικτικό-βιολογικό φαινόμενο: η επιβίωσή μας ως βιολογικού είδους βασίστηκε και εξακολουθεί να βασίζεται κυρίως στην εξέλιξη της νοητικής μας μηχανής, δηλαδή του εγκεφάλου μας και των μοναδικών βιο-κοινωνικών ικανοτήτων του (ανθρώπινη γλώσσα, συναισθήματα, έλλογη σκέψη και συνείδηση).
Μολονότι όλοι αποδεχόμαστε ευκολότερα τις «μονο-αιτιακές» εξηγήσεις, στην περίπτωση της εμφάνισης και της ιστορικής εξέλιξης του είδους μας, τέτοιες απλοϊκές και γραμμικές εξηγήσεις είναι ολοφάνερα ανεπαρκείς.
Ισως γι’ αυτό χρειάστηκαν χιλιάδες χρόνια έρευνας μέχρι να αποκαλυφθούν ορισμένα από τα πραγματικά βιολογικά αίτια της ιδιαιτερότητας μας ως βιολογικού είδους.
Παρ’ όλα αυτά, η κακή εκλαΐκευση της επιστημονικής σκέψης επιμένει -ακόμη και σήμερα!- να προβάλλει μόνο τις πιο απλές, γραμμικές «εξηγήσεις».
Αναζητά λοιπόν, πάση θυσία, κάποια επιμέρους γονίδια ή κάποια μεμονωμένα εγκεφαλικά «κέντρα», τα οποία υποτίθεται ότι «ευθύνονται» για τις μοναδικές βιολογικές μας ικανότητες.
Ενώ όμως η επιμονή στην «αναγωγιστική σκέψη και μέθοδο», το να προσπαθούν δηλαδή να εξηγήσουν το πολύπλοκο με το πιο απλό, αποτελεί ένα πανίσχυρο εργαλείο επιστημονικής γνώσης, στην περίπτωση της επιστημονικής εκλαΐκευσης δημιουργεί μόνο μια παραπλανητική εικόνα της επιστήμης.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη νευροεπιστημονική έρευνα, η κακή εκλαΐκευση επιχειρεί με κάθε τρόπο να αναγάγει το σύνολο των νοητικών μας ικανοτήτων σε ορισμένα επιμέρους -και κάθε φορά διαφορετικά- εγκεφαλικά «κέντρα».
Ομως, η εγγενής πολυπλοκότητα της εγκεφαλικής μας μηχανής διαψεύδει, κατά κανόνα, τέτοιες απλοϊκές αναγωγές των πολύπλοκων νοητικών φαινομένων σε επιμέρους και δήθεν «απομονωμένα» εγκεφαλικά κέντρα.
Οι απλοϊκές ιδέες που επικρατούσαν μέχρι πολύ πρόσφατα για τις σχέσεις εγκεφάλου-νου διαψεύδονται σχεδόν καθημερινά από τις έρευνες των Νευροεπιστημών.
Και η εκπληκτική πρόοδος των γνώσεών μας οφείλεται κυρίως στις πρωτοφανείς δυνατότητες ανάλυσης και απεικόνισης της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας των ζωντανών εγκεφάλων.
Εκτός από τις νέες μεθόδους κατανόησης της βιοχημικής δομής και της κυτταρολογικής αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου, αποφασιστικής σημασίας είναι και η συνεισφορά των λεγόμενων «μη επεμβατικών» τεχνικών απεικόνισης και χαρτογράφησης των λειτουργιών του (Brain Imaging).
Για παράδειγμα, οι πρόσφατες τεχνικές παρακολούθησης του εγκεφάλου, είτε με απεικόνιση λειτουργικού μαγνητικού συντονισμού (fMRI) είτε με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ), επέτρεψαν πρώτη φορά στους νευροεπιστήμονες να εντοπίζουν επακριβώς και κυρίως να παρακολουθούν ζωντανά τις μέχρι χθες αόρατες λειτουργίες ενός εγκεφάλου, χωρίς να χρειάζεται μάλιστα να ανοίξουν... κρανίο!
Πράγματι, μέσα στη ζούγκλα των νευρωνικών μικροκυκλωμάτων οι ειδικοί μπορούν να εντοπίζουν ποιοι μεμονωμένοι νευρώνες ή ποιες συγκεκριμένες χημικές ουσίες εμπλέκονται στην πραγμάτωση ακόμη και των πιο «αιθέριων» νοητικών διεργασιών: αισθήματα ηδονής ή μίσους, κατανόηση και εκφορά της γλώσσας, εκτέλεση μαθηματικών πράξεων κ.λπ.
Ετσι, πρώτη φορά στην ιστορία του, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα όχι απλώς να γνωρίζει αλλά και να επεμβαίνει ποικιλοτρόπως στη λεπτοφυή δομή και λειτουργία του εγκεφάλου του, τροποποιώντας την κατά βούληση για θεραπευτικούς ή άλλους σκοπούς.
Το καίριο ερώτημα είναι: οι πρόσφατες κατακτήσεις των Νευροεπιστημών μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση του ανθρώπινου νου και στην αντιμετώπιση των σοβαρών νευροεκφυλιστικών παθήσεων;
Αυτές οι δικαιολογημένες ελπίδες έχουν οδηγήσει, στις μέρες μας, σε μια άνευ προηγουμένου εμμονή με τον εγκέφαλο, κυριολεκτικά σε μια «νευρομανία».
Σε αυτή τη νέα εγκεφαλοκεντρική μόδα, οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν «νευρο-φοβικά»: ανησυχούν και τρομάζουν με την προοπτική ότι, στο άμεσο μέλλον, οι Νευροεπιστήμες θα είναι σε θέση, μέσω π.χ. των τεχνικών εγκεφαλικής απεικόνισης, να «διαβάζουν» τις πιο μύχιες σκέψεις και τα πιο κρυφά συναισθήματά τους. 
Πόσο δικαιολογημένοι είναι αυτοί οι φόβοι;
Τι γεννά τις νευρο-φοβίες;
Η διάκριση σε «νευρο-μανιακούς» και «νευρο-φοβικούς» περιγράφει δύο ακραίες αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στις πρόσφατες εξελίξεις και τις νέες επεμβατικές δυνατότητες των επιστημών του εγκεφάλου.
Στο ένα άκρο βρίσκουμε όσους υποστηρίζουν ότι κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται αποκλειστικά από τη λειτουργία του εγκεφάλου μας (νευρομανιακοί), στο άλλο άκρο υπάρχουν όσοι αμφισβητούν αυτόν τον «αναγωγιστικό τρόπο σκέψης» και δεν αποδέχονται ότι η ανθρώπινη κατάσταση εξαρτάται ή, έστω, επηρεάζεται σημαντικά από τη βιολογική μας ιστορία (νευροφοβικοί).
Οι τελευταίοι εξηγούν -εξίσου αναγωγιστικά!- την ανθρώπινη κατάσταση καταφεύγοντας αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες: κοινωνικούς, οικονομικο-πολιτικούς και ανθρωπολογικούς.
Περιττό βέβαια να αναφέρουμε ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες θέσεις, καθώς και όσοι επιχειρούν κάποια σύνθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες νοητικές στάσεις.
Οσοι υποστηρίζουν, όπως ο γράφων, την ανάγκη για αμοιβαία γονιμοποίηση και πιθανά σύνθεση αυτών των δύο άκρων αποδέχονται την αποφασιστική -αλλά επ’ ουδενί αποκλειστική!- επιρροή του εγκεφάλου σε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά.
Συνεπώς, απορρίπτουν εξίσου τόσο τις υπεραισιόδοξες νευρομανιακές όσο και τις σκοταδιστικές νευροφοβικές αντιδράσεις και, με κάθε τρόπο, επιχειρούν να αναδείξουν τα εγγενή όρια ή τα προβλήματα που δημιουργούν στην επιστημονική περιπέτεια και στην ανθρώπινη αυτογνωσία αυτές οι δυο ακραίες θέσεις.
Αν λοιπόν αναγνωρίσουμε τα εγγενή επιστημολογικά όρια της κάθε μιας από αυτές τις θέσεις, τότε οφείλουμε να καταδικάσουμε τις καταχρήσεις των νευρομανιακών όταν επιχειρούν (μάταια!) να αναγάγουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μεμονωμένα «κέντρα» του εγκεφάλου μας.
Εξίσου, όμως, απορριπτέα πρέπει να θεωρούμε και κάθε νευροφοβική προσπάθεια να υποβαθμιστούν ή και να απορριφθούν τα όσα έχουν ανακαλύψει -μετά από πολλή προσπάθεια- οι Νευροεπιστήμες σχετικά με τον αποφασιστικό ρόλο του εγκεφάλου σε κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση.
Τα πραγματικά μεταφυσικά αίτια τέτοιων νευροφοβικών αντιδράσεων παραμένουν συνήθως αδιαφανή, ακόμη και στους ίδιους τους νευροφοβικούς, οι οποίοι εντελώς ανορθολογικά επιμένουν να μη λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις πολύ σημαντικές κατακτήσεις των Νευροεπιστημών.
Ομως, εξίσου ανορθολογική είναι και η επιμονή των νευρομανιακών όταν αμφισβητούν ή υποβαθμίζουν τον αποφασιστικό ρόλο των εξωγενών παραγόντων, είτε αυτοί είναι κοινωνικοί, ιστορικοί, είτε καθαρά ανθρωπολογικοί, ψυχολογικοί.
Λες και ο εγκέφαλός μας δεν διαμορφώθηκε εξελικτικά από τη φυσική επιλογή ως μέσο επιβίωσης και προσαρμογής σε ένα αέναα μεταβαλλόμενο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Λες και δεν οφείλει -από τη φύση του- να αλληλεπιδρά με τους άλλους εγκεφάλους και να είναι διαρκώς «ανοικτός» στο περιβάλλον του!
Η λυσσαλέα σύγκρουση μεταξύ νευρομανιακών και νευροφοβικών έχει διχάσει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. 
Μάταια οι πιο ισορροπημένες θέσεις επισημαίνουν ότι αυτή η σύγκρουση οφείλεται στην αδυναμία κατανόησης από τους μη ειδικούς τόσο των βασικών αρχών όσο και των μεθοδολογικών ορίων των Νευροεπιστημών (βλ. σχετικό Πλαίσιο).
Γεγονός που, με τη σειρά του, οδηγεί αναπόφευκτα στη συστηματική παρανόηση των όσων γνωρίζουμε σχετικά με το πώς ή σε ποιον βαθμό ο εγκέφαλός μας μπορεί να επηρεάζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας.
Και όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, αυτός ο επιστημονικός αναλφαβητισμός είναι η προϋπόθεση για την επιβολή και την άκριτη αποδοχή της σύγχρονης μετανεωτερικής νευροπολιτικής, η οποία, ανάλογα με τις ανάγκες της, καταφεύγει στα νευρομανιακά ή νευροφοβικά ιδεολογήματα.
Οι βασικές αρχές και τα όρια των Νευροεπιστημών
Η εκρηκτική πρόοδος των Νευροεπιστημών έχει οδηγήσει, όπως είδαμε, σε μια άνευ προηγουμένου εμμονή με τον εγκέφαλο, που ορθά περιγράφεται ως «νευρομανία».
Ως απάντηση σε αυτή την εμμονή με τον εγκέφαλο, όλο και περισσότεροι στοχαστές αμφισβητούν ότι η ανθρώπινη ιδιαιτερότητα καθορίζεται ή, έστω, εξαρτάται από τη βιολογική μηχανή του νου (νευροφοβία).
Πέρα όμως από τη σύγκρουση αυτών των δύο ακραίων ιδεολογημάτων, υπάρχουν και οι βασικές επιστημολογικές αρχές και οι μέθοδοι των Νευροεπιστημών.
Αρχές και μέθοδοι που όταν υποβαθμίζονται ή όταν σκοπίμως αγνοούνται οδηγούν στις παραπάνω ακραίες ιδεολογίες. Πολύ σχηματικά, θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τουλάχιστον 5 βασικές επιστημολογικές και μεθοδολογικές αρχές, κοινά αποδεκτές από όλους τους νευροεπιστήμονες.
1. Η πρώτη αρχή δέχεται ότι όλες οι νοητικές διεργασίες, ακόμη και οι πιο πολύπλοκες και αφηρημένες, προκύπτουν από αντίστοιχες διεργασίες στον εγκέφαλο.
Μια αρχή που επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την ανακάλυψη του νευρολογικού, δηλαδή του εγκεφαλικού υποστρώματος πολλών νοητικών και ψυχιατρικών διαταραχών, αλλά και από την πολλαπλά διαπιστωμένη εξάρτηση των βασικών νοητικών μας λειτουργιών από τον εγκέφαλό μας.
2. Η δεύτερη αρχή υποστηρίζει ότι τα γονίδιά μας επηρεάζουν σημαντικά τη γενική δομή και τα ιδιαίτερα εγκεφαλικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους.
3. Η τρίτη αρχή επιβάλλει να εξετάζονται πάντα, εκτός από τα γονίδια, και οι ιδιαίτεροι σε κάθε βιολογικό είδος εξελικτικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες που, μαζί με τα γονίδια, συνδιαμορφώνουν τη δομή του εγκεφάλου και επηρεάζουν σημαντικά τις λειτουργίες του.
4. Η τέταρτη αρχή καθορίζει ότι όλες οι τροποποιήσεις στην έκφραση των γονιδίων των νευρώνων του εγκεφάλου που προκαλούνται από «εξωγενείς» περιβαλλοντικούς παράγοντες (π.χ. εκπαίδευση, αντίξοες ή ευνοϊκές κοινωνικές συνθήκες) επηρεάζουν σημαντικά τα πρότυπα της νευρωνικής συνδεσμολογίας και, εμμέσως, την εγκεφαλική λειτουργία.
5. Η πέμπτη αρχή είναι συνέπεια της προηγούμενης και αναγνωρίζει ότι οι μαθησιακές διεργασίες επιδρούν συνήθως άμεσα στην αποτελεσματικότερη λειτουργία και την οργάνωση του εγκεφάλου.
Στο αποφασιστικό ερώτημα «πόσος χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να κατανοήσουμε πώς ακριβώς η υλικότατη εγκεφαλική μηχανή, που αποτελείται από δισεκατομμύρια νευρώνες και τρισεκατομμύρια συνάψεις, καταφέρνει να παράγει τις άυλες νοητικές μας λειτουργίες;» δεν υπάρχει ούτε οριστική απάντηση ούτε καμιά βέβαιη πρόβλεψη.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για τεράστια πρόκληση: ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ενώ διερευνά τον εαυτό του, να γνωρίσει σταδιακά τις ίδιες τις προϋποθέσεις αυτής της γνώσης του.
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου