Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Τα υαλοπωλεία -ένα χρονογράφημα του Εμμανουήλ Ροΐδη

Το χρονογράφημα του Ροΐδη ‘Τα υαλοπωλεία‘ γράφτηκε το 1898 και αναφέρεται, με ειρωνικό και χιουμοριστικό πνεύμα, σε δύο καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν όσοι κινούνταν στο κέντρο της παλιάς Αθήνας: την καταπάτηση των πεζοδρομίων από τους καταστηματάρχες και τα αδέσποτα σκυλιά. -Δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο από τότε, το αντίθετο θα έλεγα…
Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς και λογοτέχνες,που στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό μας.
Ο Ροΐδης θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνεία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών.
Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της ‘κολοκυνθοπληγίας‘.
Με τη μέθοδο της ‘κολοκυνθοπληγίας‘, μεταφορικά αναφερόμενος, ο Ροΐδης φρόντιζε να χτυπά στο κεφάλι τον αναγνώστη του με μια ξερή κολοκύθα ως ‘ανθυπνωτικόν φάρμακον‘,διότι ήταν ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε εγρήγορση τους απαίδευτους Έλληνες της εποχής.
Ο Ροϊδης θεωρείται στυλίστας της καθαρεύουσας και η  γλώσσα του παρακάτω κειμένου είναι καθαρεύουσα,με λίγη προσπάθεια θα το διαβάσετε εύκολα και ευχάριστα και στο τέλος θα νιώσετε την ικανοποίηση,αν πιστεύετε σήμερα,όπως ο Ροΐδης τότε ,ότι η μεταβολή των πεζοδρομίων εις εδωδιμοπωλεία φαίνεται επανάστασις κατά των βουλών της πανσόφου Θείας Προνοίας, ήτις προώρισεν αυτά διά τους πόδας των ανθρώπων, όπως και ετοποθέτησε την μύτην υποκάτω των οφθαλμών προς στήριξιν των ομματοϋαλίων.
Ακολουθεί το χρονογράφημα του Ροϊδη  
Τα υαλοπωλεία
Οι σκύλοι, εννοούμεν τους αρσενικούς, με την συνήθειαν αυτών να σηκώνωσι το σκέλος και να ποτίζωσι τα επί του πεζοδρομίου εκτεθειμένα εμπορεύματα, υπήρξαν πάντοτε οι εφιάλται των Αθηναίων μεταπρατών και ιδίως των λαχανοπωλείων.
          Αι τεράστιαι κολοκύνθαι αι λεγόμεναι ταμπουράδες και τα ροδόχροια καρπούζια τα κοσμούντα τας γωνίας των μανάβικων, φαίνονται προ πάντων ελκύοντα αυτούς διά της μεγαλοπρεπείας των, δεν απαξιούσιν όμως να δροσίζωσι και τας δεσμίδας σελίνων, πράσων και δαυκίων.
Πολλάκις είδομεν αυτούς ραντίζοντας βαρέλια ελαιών εις τας προθήκας των βακάλικων και άλλοτε προσθέτοντας ζωμόν εις τας κεφαλάς μοσχαρίων και προβάτων τας εκτεθειμένας εντός κάδων ύδατος προ των κρεοπωλείων.
         Ενίοτε, αλλά σπανίως, συμβαίνει να δεχθή ο αναίσχυντος σκύλος σκουπόξυλον εις την ράχιν ή σπασμένον σταμνίον επί της κεφαλής.
Το πάθημα όμως είναι εξαιρετικόν, διότι πάντες οι πλανόδιοι κύνες έχουσιν εκ γενετής ευκινησίαν σχοινοβάτου, προς αποφυγήν των κατ’ αυτών εξακοντιζομένων βλημάτων.
Πολύ συνεχέστερον εκ τούτου συμβαίνει να παρασταθή τις εις θέαμα μανάβη ή μπακάλη με την ποδιάν τρέχοντος καθίδρου και πνευστιώντος κατόπιν σκύλου, του οποίου μόλις διακρίνεται στον ορίζοντα ως λοφίον στρατιωτικού πίλου η ουρά.
          Μάταιοι λοιπόν φαίνονται οι αγώνες των εκθετών προς προφύλαξιν των επί των πεζοδρομίων φαγωσίμων από την ποτιστικήν μανίαν των σκύλων.
Αλλά και τι ζητούσιν εκεί τα εκθέματα εκείνα;
Η μεταβολή των πεζοδρομίων εις εδωδιμοπωλεία φαίνεται επανάστασις κατά των βουλών της πανσόφου Θείας Προνοίας, ήτις προώρισεν αυτά διά τους πόδας των ανθρώπων, όπως και ετοποθέτησε την μύτην υποκάτω των οφθαλμών προς στήριξιν των ομματοϋαλίων.
         Ποσάκις έτυχεν αφηρημένος ποιητής, θαυμάζων τα χρώματα ανεφέλου δύσεως ή ζητών εις τα σύννεφα ομοιοκαταληξίας, μόλις να προφθάση ν’ αποσύρη τον πόδα, καθ’ ην ακριβώς στιγμήν ήτον έτοιμος να βυθίση αυτόν εις πανέριον πλήρες ωών, και ποσάκις βιαστικός διαβάτης να διασείσει την ισορροπίαν πυραμίδος πορτοκαλίων, προκαλών βομβαρδισμόν ου μόνον χρυσών σφαιρών, αλλά και την οργήν δυστρόπου οπωροπώλου, επιψαλιδεύοντος εις αυτόν ενώπιον πλήθους κόσμου τα επίθετα: “Στραβέ, μπούφο, βλάκα, ζεβζέκη και μαγκούφη”
         Αλλά το υπέρ παν άλλο ερεθίζον τα νεύρα είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος πέραν της μακαρίτιδος ‘Ωραίας Ελλάδος‘, βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων.
Αδύνατόν μοι είναι να κατανοήσω εκ τίνος υπερβολικής τόλμης και τίνος παραλόγου απαιτήσεως προσόντων ισορροπιστού, παρά των διαβατών, επιμένουσιν οι Αθηναίοι υαλοπώλαι να υψώσιν επί του μάλλον συχναζομένου των πεζοδρομίων πυραμίδας αντικειμένων, τα οποία αρκεί φύσημα ανέμου να κρημνίση και η ελαχίστη ώθησις να μεταβάλη εις σωρόν συντριμμάτων, φιάλας, πινάκια, ποτήρια, σφαίρας λαμπτήρων, παντός είδους αγγεία, ολόκληρα οικοδομήματα εξ αργίλου και κρυστάλλου.
          Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω  ως ημίονος προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου.
          Τον φλογερόν εκείνον πόθον ανεχαίτισε πάντοτε η Αθηνά, λαβούσα με εκ της κόμης, ως τον Αχιλλέα, και υποδείξασα ως πιθανήν συνέπειαν του τολμήματος την υποχρέωσιν αποζημιώσεως, την περί εμέ συνάθροισιν αγυιοπαίδων και την υπό συνοδείαν μετάβασιν εις το Τμήμα, του οποίου ο αστυνόμος πιθανόν ήτο να μη συμμερίζεται την γνώμην μου, ότι τα πεζοδρόμια είναι προωρισμένα προς ελευθέραν κυκλοφορίαν των πεζοδρόμων.
           Τον ακοίμητον τούτον πόθον μου ανέλαβεν άλλος τις, αντί εμού, να πληρώση και χάρις εις αυτόν ηδυνήθην να παρασταθώ ως απλούς θεατής εις την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου.
            Oύτος είχε τέσσαρας πόδας, δι’ ων ηδυνήθη ν’ αποφύγη του πραξικοπήματος τας συνεπείας.
            Πλην των λαχάνων, των ελαιών, και των κεφαλών μόσχων και αρνίων, έχουσιν οι σκύλοι ιδιάζουσαν κλίσιν και προς τα υαλικά.
Αξιόπιστοι φυσιοδίφαι διηγούνται ότι έτυχε να ίδωσι τοιούτους να μεταχειρίζωνται ως εξηυγενισμένοι άνθρωποι τα προ των υαλοπωλείων κατάλληλα προς τούτο αγγεία.
Αλλ’ οι σκύλοι των Αθηνών, ο ήρως τουλάχιστον της παρούσης ιστορίας, δεν είχε φθάσει ακόμη εις τοιούτον ύψος πολιτισμού.
Την περιέργειαν αυτού είχεν ελκύσει γιγάντιον εν υπαιθρίω εκθέσει κρυστάλλινον δοχείον, εξ εκείνων τα οποία πληρούμενα ύδατος χρησιμεύουσι προς συντήρησιν κοκκινοχρύσων οψαρίων.
Το αντικείμενον όμως εις το οποίον απέβλεπεν ήτο κάπως δυσπρόσιτον, ευρισκόμενον εις το κέντρον διπλής ζώνης παντοίων ευθραύστων σκευών και έτι πλείονα φέρον επί της κορυφής αυτού.
Τούτο όμως δεν ήρκεσε ν’ αποθαρρύνη τον επίμονα σκύλον.
Συστέλλων τα μέλη, διά να κατέχη όσον το δυνατόν ολιγώτερον τόπον, οσφραινόμενος περί αυτόν προς δεξιάν και αριστεράν και υποκρινόμενος τον αδιάφορον διαβάτην, κατώρθωσεν επί τέλους, μετ’ επιτηδειότητος Ισπανής σχοινοβάτιδος χορευούσης μεταξύ ωών, να εισδύση διά των ευθραύστων εκείνων πραγμάτων, χωρίς ουδέν αυτών να συντρίψη ή καν να διασείση, μέχρι του ψαροδοχείου, του οποίου αι ακτίνες είχον θαμβώσει τους οφθαλμούς του.
Το εμυρίσθη τότε και, ευρών αυτό της αρεσκείας του, ύψωσε το σκέλος.
               Αλλά κατ’ εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αγρία κραυγή και ενεφανίσθη προ της εισόδου του καταστήματος χονδρή γυνή, επισείουσα φοβεράν σκούπαν.
              Το δυστυχές ζώον, το οποίον είχε επιδείξει προ μικρού τόσον θαυμαστήν επιδεξιότητα και φροντίδα ν’ αποφύγη πάσαν ζημίαν, τα έχασε και, περί ουδενός άλλου φροντίζον ή πώς τάχιστα να σωθή, εξώρμησεν εκ του υαλίνου λαβυρίνθου, απωθών διά των οπισθίων ποδών το μεγάλον ιχθυοδοχείον, το οποίον κατέπεσε και εθραύσθη μετά πατάγου.
Η καταστροφή τότε επήλθε γενική, διότι εις τας εκθέσεις εκείνας, προς οικονομίαν τόπου, τα πάντα συνέχονται και συμπλέκονται ως κλάδοι παρθένου δάσους.
Φιάλαι, πινάκια, φλυζάνια, ποτήρια του ύδατος, του οίνου και της μαστίχης, επάργυροι σφαίραι διά τους κήπους, ανθοδόχαι, πυξίδες, αθύρματα και κομψοτεχνήματα παντοία κατεκυλίσθησαν ως καταρράκτης επί του λιθοστρώτου και, εκ της πρώην στιλπνής εκθέσεως, ουδέν άλλο απέμεινεν ή άμορφον και ανίδεον χάος συντριμμάτων.
               Φωναί ηκούσθησαν τότε εις το βάθος του εργαστηρίου.
Η υαλοπώλις έδειρε το δεκαετές τέκνον της, διότι δεν ηγρύπνησεν επί των εκθεμάτων, αλλά μετ’ ολίγον έφθασεν ο πατήρ, όστις, βλέπων την καταστροφήν, ήρχισε να δέρη την γυναίκα.
Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι.
Το κατ’ εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον.‘
Δεν νομίζω πως υπάρχει ακριβέστερη και ευφυέστερη περιγραφή για την κατάντια των τότε και των τώρα-δυστυχώς- πεζοδρομίων από τούτη του Ροίδη,αλλά και τι ικανοποίηση από ‘την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου‘ όπως χαρακτηριστικά λέει,παρατηρώντας ως απλός  θεατής τον σκύλο να κατακρημνίζει,άθελά του, την τεράστια πυραμίδα των υαλικών που έκλεινε το πεζοδρόμιο!

ntina

ebooks.edu.gr

Οι Γκέιτς είναι μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης

πηγή του άρθρου: capital.gr
      Γράφει η Linsey McGoey.
Το διαζύγιο των Γκέιτς ωθεί τους ανθρώπους να θέτουν σκληρά ερωτήματα για το Ίδρυμα. Ωραία. 
Ο Μπιλ Γκέιτς δεν έχει αλλάξει. Η δημόσια εικόνα του, όμως, έχει. Η προσωπική συμπεριφορά του Γκέιτς και η προβληματική διαχείριση του Ιδρύματος Γκέιτς αναφέρονται ολοένα και συχνότερα. Το ερώτημα είναι γιατί χρειάστηκε τόσο πολύς χρόνος για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Για χρόνια, το Ίδρυμα Γκέιτς διευθυνόταν από ένα ασυνήθιστα μικρό σε μέγεθος διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Μπιλ, την εν διαστάσει -πλέον- σύζυγό του, Μελίντα και τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ.
Το ίδρυμα δημιουργήθηκε το 2000, συγχωνεύοντας δύο φιλανθρωπικούς οργανισμούς που ιδρύθηκαν το 1994, τη χρονιά που παντρεύτηκαν οι Μπιλ και Μελίντα. Το μέγεθος του ιδρύματος αυξήθηκε σημαντικά το 2006, όταν ο Μπάφετ ανακοίνωσε ότι θα δωρίσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που είχε αποκομίσει από την Berkshire Hathaway στον οργανισμό, αναφέροντας ότι εμπιστευόταν την πείρα του Μπιλ και της Μελίντα ώστε τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για καλό σκοπό.
Το παράδοξο είναι ότι, όσο μεγαλύτερο γινόταν το ίδρυμα, τόσο λιγότερο εμφανιζόταν οποιοσδήποτε πρόθυμος να θέσει σκληρά ερωτήματα σχετικά με τη μυστική δομή διαχείρισής του ή την τάση του να παρέχει χρήματα σε φαρμακευτικούς κολοσσούς και "γίγαντες" των πιστωτικών καρτών όπως η Mastercard, παρά το γεγονός ότι η δωρεά δισεκατομμυρίων σε εύρωστες εταιρείες έθετε ένα ασυνήθιστο και ανησυχητικό προηγούμενο για τον τομέα της φιλανθρωπίας.
Όπως έχω τονίσει και στο παρελθόν, οι δισεκατομμυριούχοι που δημιουργούν την περιουσία τους μέσω εταιρικών πρακτικών που υποτιμούν τους εργαζομένους και εμβαθύνουν τις ανισότητες - όπως η φοροαποφυγή των εταιρειών, η ανεπαρκής αμοιβή των εργαζόμενων και το ανήθικο χάσμα στις αμοιβές μεταξύ στελεχών και χαμηλόμισθων εργαζομένων- δεν αποτελούν τη λύση για τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιουργούν.
Το να ζητάς από τον Μπιλ Γκέιτς να διορθώσει την ανισότητα είναι σαν να ζητάς από έναν εμπρηστή να κινδυνέψει για να σώσει το σπίτι σου, λίγο αφότου ο ίδιος τού έχει βάλει φωτιά. Οι φιλάνθρωποι μπορεί να έχουν βαθιές τσέπες ώστε να χρηματοδοτούν την πυρόσβεση, ωστόσο τα χρήματα προέρχονται από το να έχουν κάνει το δικό μας βίο "αβίωτο" νωρίτερα.
Τα μεγάλα MME δείχνουν πλέον μεγάλη διάθεση κριτικής κατά του Ιδρύματος Γκέιτς, η οποία πυροδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από εμβληματικό ρεπορτάζ του ερευνητικού δημοσιογράφου Tim Schwab σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων εντός του.
Μέχρι τότε κυριαρχούσε κυρίως σιωπή. Εάν οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες θεωρούνταν "πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν" μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, τα μεγάλα ιδρύματα ήταν πολύ μεγάλα για να ερευνηθούν. Ειδικά κατά την ύφεση μετά το 2008, η ανάγκη για φιλανθρωπική δράση ήταν πιο έντονη από ποτέ και έτσι φάνταζε πολυτέλεια να αναρωτιέται κανείς αν οι Γκέιτς γνώριζαν πραγματικά το πώς να λύνουν τα προβλήματα του κόσμου, όπως ισχυρίζονταν.
Το βιβλίο του Anand Giridharadas, του 2018, "Winners Take All", έφερε στο προσκήνιο έναν νέο όρο για την φιλανθρωπική προσέγγιση: "marketworld". Πρόκειται για τη λανθασμένη, κατά τον συγγραφέα, πίστη στην ικανότητα των αγορών να επιλύουν το ζήτημα της φτώχειας.
Και οι δύο Γκέιτς ζουν στον "κόσμο των αγορών". Στην κάλυψη των ΜΜΕ μετά την ανακοίνωση του διαζυγίου τους, η Μελίντα εμφανίζεται ως το "ανθρώπινο" φρένο στην τεχνοκρατική οπτική του Μπιλ για την παγκόσμια υγεία και ανάπτυξη. Ωστόσο δεν νομίζω ότι υπάρχουν ενδείξεις για κάποιον βαθύ "διχασμό" μεταξύ τους όταν πρόκειται για την οπτική περί μιας αγοράς-"πανάκειας".
Η καλύτερη απόδειξη είναι το ιστορικό του ιδρύματος. Η διοίκηση κάθε οργανισμού είναι υπεύθυνη για τις δραστηριότητές του- και αυτή περιλαμβάνει τη Μελίντα. Έτσι, όταν το ίδρυμα αποδίδει μη επιστρεπτέες, φορολογικά προνομιακές επιχορηγήσεις στις πλουσιότερες φαρμακευτικές εταιρείες του κόσμου ή όταν υπερασπίζεται ένα παγκόσμιο σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που καθιστά φάρμακα που σώζουν ζωές αχρείαστα ακριβά για φτωχές, αλλά και για πλούσιες χώρες, η ευθύνη δεν σταματά στον Μπιλ, αλλά επεκτείνεται και στη Μελίντα.
Τον Απρίλιο του περασμένου έτους, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης φερόταν να εξέταζε το ενδεχόμενο να προσφέρει ένα εμβόλιο κατά του κορονοϊού που αναπτύχθηκε από τους επιστήμονες του σε μη αποκλειστική βάση, κάτι που θα επέτρεπε στις κατασκευάστριες εταιρείες σε όλο τον κόσμο να το παράγουν φθηνότερα και ευρύτερα. Όμως, όπως αναφέρθηκε στο Kaiser Health News, "η Οξφόρδη -με προτροπή του ιδρύματος Γκέιτς- άλλαξε ρότα. Υπέγραψε αποκλειστική συμφωνία με την AstraZeneca και έδωσε στον φαρμακευτικό κολοσσό αποκλειστικά δικαιώματα χωρίς καμία εγγύηση για χαμηλές τιμές".
Αυτή η συμφωνία άφησε πολλούς ανθρώπους ενεούς. Φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με τη δηλωμένη αποστολή του Ιδρύματος Γκέιτς για βελτίωση της παγκόσμιας πρόσβασης σε φάρμακα, ωστόσο δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους έχουν παρακολουθήσει εδώ και καιρό την προθυμία του ιδρύματος να προσφέρει βοήθεια στις μεγάλες φαρμακευτικές. Πρόσφατα, η Μελίντα δήλωσε ότι οι κατασκευαστές εμβολίων όπως οι Pfizer και AstraZeneca "πρέπει να έχουν ένα μικρό κέρδος, γιατί θέλουμε να παραμείνουν στον κλάδο του φαρμάκου".
Πώς ορίζεται το μικρό; Η AstraZeneca δεν πλήρωσε τίποτε για τη βασική έρευνα της Οξφόρδης σχετικά με το εμβόλιο, ωστόσο έχει πλέον αποκλειστικά δικαιώματα διανομής και μπορεί να κερδίσει δισεκατομμύρια.
Και οι δύο Γκέιτς φαίνεται να γλεντούν στο ίδιο τραπέζι με τις μεγάλες φαρμακευτικές, καταπίνοντας μια βασική πλάνη που διαιωνίζεται για χρόνια. Αυτή είναι ότι οι εταιρείες πρέπει να "χρεώνουν αστρονομικές τιμές για να πληρώνουν για έρευνα και ανάπτυξη", όπως το έθεσε η Αμερικανίδα βουλευτής Katie Porter πρόσφατα, παρόλο που "τα ποσά που ξοδεύουν για τη χειραγώγηση της αγοράς προκειμένου να πλουτίζουν τους μετόχους τους είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο εκείνων που δαπανώνται για R&D".
Το καλύτερο που μπορεί να βγει από ένα θλιβερό συμβάν όπως το συγκεκριμένο διαζύγιο είναι η αναγνώριση ότι τα παγκόσμια προβλήματα είναι υπόθεση ημών των απλών ανθρώπων. Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτά παραχωρώντας τη λύση τους σε μη λογοδοτούντες φιλάνθρωπους. Η εποχή αυτή έχει τελειώσει.
* H Linsey McGoey είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας και διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας στην Οικονομική Κοινωνιολογία και Καινοτομία του Πανεπιστημίου του Essex. Εχει γράψει το βιβλίο: "No Such Thing as a Free Gift: The Gates Foundation and the Price of Philanthropy.”
© 2021 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"