πηγή του άρθρου: capital.gr
Γράφει η Linsey McGoey.
Το διαζύγιο των Γκέιτς ωθεί τους ανθρώπους να θέτουν σκληρά ερωτήματα για το Ίδρυμα. Ωραία.
Ο Μπιλ Γκέιτς δεν έχει αλλάξει. Η δημόσια εικόνα του, όμως, έχει. Η προσωπική συμπεριφορά του Γκέιτς και η προβληματική διαχείριση του Ιδρύματος Γκέιτς αναφέρονται ολοένα και συχνότερα. Το ερώτημα είναι γιατί χρειάστηκε τόσο πολύς χρόνος για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Για χρόνια, το Ίδρυμα Γκέιτς διευθυνόταν από ένα ασυνήθιστα μικρό σε μέγεθος διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Μπιλ, την εν διαστάσει -πλέον- σύζυγό του, Μελίντα και τον δισεκατομμυριούχο επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ.
Το ίδρυμα δημιουργήθηκε το 2000, συγχωνεύοντας δύο φιλανθρωπικούς οργανισμούς που ιδρύθηκαν το 1994, τη χρονιά που παντρεύτηκαν οι Μπιλ και Μελίντα. Το μέγεθος του ιδρύματος αυξήθηκε σημαντικά το 2006, όταν ο Μπάφετ ανακοίνωσε ότι θα δωρίσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που είχε αποκομίσει από την Berkshire Hathaway στον οργανισμό, αναφέροντας ότι εμπιστευόταν την πείρα του Μπιλ και της Μελίντα ώστε τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για καλό σκοπό.
Το παράδοξο είναι ότι, όσο μεγαλύτερο γινόταν το ίδρυμα, τόσο λιγότερο εμφανιζόταν οποιοσδήποτε πρόθυμος να θέσει σκληρά ερωτήματα σχετικά με τη μυστική δομή διαχείρισής του ή την τάση του να παρέχει χρήματα σε φαρμακευτικούς κολοσσούς και "γίγαντες" των πιστωτικών καρτών όπως η Mastercard, παρά το γεγονός ότι η δωρεά δισεκατομμυρίων σε εύρωστες εταιρείες έθετε ένα ασυνήθιστο και ανησυχητικό προηγούμενο για τον τομέα της φιλανθρωπίας.
Όπως έχω τονίσει και στο παρελθόν, οι δισεκατομμυριούχοι που δημιουργούν την περιουσία τους μέσω εταιρικών πρακτικών που υποτιμούν τους εργαζομένους και εμβαθύνουν τις ανισότητες - όπως η φοροαποφυγή των εταιρειών, η ανεπαρκής αμοιβή των εργαζόμενων και το ανήθικο χάσμα στις αμοιβές μεταξύ στελεχών και χαμηλόμισθων εργαζομένων- δεν αποτελούν τη λύση για τα προβλήματα που οι ίδιοι δημιουργούν.
Το να ζητάς από τον Μπιλ Γκέιτς να διορθώσει την ανισότητα είναι σαν να ζητάς από έναν εμπρηστή να κινδυνέψει για να σώσει το σπίτι σου, λίγο αφότου ο ίδιος τού έχει βάλει φωτιά. Οι φιλάνθρωποι μπορεί να έχουν βαθιές τσέπες ώστε να χρηματοδοτούν την πυρόσβεση, ωστόσο τα χρήματα προέρχονται από το να έχουν κάνει το δικό μας βίο "αβίωτο" νωρίτερα.
Τα μεγάλα MME δείχνουν πλέον μεγάλη διάθεση κριτικής κατά του Ιδρύματος Γκέιτς, η οποία πυροδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από εμβληματικό ρεπορτάζ του ερευνητικού δημοσιογράφου Tim Schwab σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων εντός του.
Μέχρι τότε κυριαρχούσε κυρίως σιωπή. Εάν οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες θεωρούνταν "πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν" μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, τα μεγάλα ιδρύματα ήταν πολύ μεγάλα για να ερευνηθούν. Ειδικά κατά την ύφεση μετά το 2008, η ανάγκη για φιλανθρωπική δράση ήταν πιο έντονη από ποτέ και έτσι φάνταζε πολυτέλεια να αναρωτιέται κανείς αν οι Γκέιτς γνώριζαν πραγματικά το πώς να λύνουν τα προβλήματα του κόσμου, όπως ισχυρίζονταν.
Το βιβλίο του Anand Giridharadas, του 2018, "Winners Take All", έφερε στο προσκήνιο έναν νέο όρο για την φιλανθρωπική προσέγγιση: "marketworld". Πρόκειται για τη λανθασμένη, κατά τον συγγραφέα, πίστη στην ικανότητα των αγορών να επιλύουν το ζήτημα της φτώχειας.
Και οι δύο Γκέιτς ζουν στον "κόσμο των αγορών". Στην κάλυψη των ΜΜΕ μετά την ανακοίνωση του διαζυγίου τους, η Μελίντα εμφανίζεται ως το "ανθρώπινο" φρένο στην τεχνοκρατική οπτική του Μπιλ για την παγκόσμια υγεία και ανάπτυξη. Ωστόσο δεν νομίζω ότι υπάρχουν ενδείξεις για κάποιον βαθύ "διχασμό" μεταξύ τους όταν πρόκειται για την οπτική περί μιας αγοράς-"πανάκειας".
Η καλύτερη απόδειξη είναι το ιστορικό του ιδρύματος. Η διοίκηση κάθε οργανισμού είναι υπεύθυνη για τις δραστηριότητές του- και αυτή περιλαμβάνει τη Μελίντα. Έτσι, όταν το ίδρυμα αποδίδει μη επιστρεπτέες, φορολογικά προνομιακές επιχορηγήσεις στις πλουσιότερες φαρμακευτικές εταιρείες του κόσμου ή όταν υπερασπίζεται ένα παγκόσμιο σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που καθιστά φάρμακα που σώζουν ζωές αχρείαστα ακριβά για φτωχές, αλλά και για πλούσιες χώρες, η ευθύνη δεν σταματά στον Μπιλ, αλλά επεκτείνεται και στη Μελίντα.
Τον Απρίλιο του περασμένου έτους, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης φερόταν να εξέταζε το ενδεχόμενο να προσφέρει ένα εμβόλιο κατά του κορονοϊού που αναπτύχθηκε από τους επιστήμονες του σε μη αποκλειστική βάση, κάτι που θα επέτρεπε στις κατασκευάστριες εταιρείες σε όλο τον κόσμο να το παράγουν φθηνότερα και ευρύτερα. Όμως, όπως αναφέρθηκε στο Kaiser Health News, "η Οξφόρδη -με προτροπή του ιδρύματος Γκέιτς- άλλαξε ρότα. Υπέγραψε αποκλειστική συμφωνία με την AstraZeneca και έδωσε στον φαρμακευτικό κολοσσό αποκλειστικά δικαιώματα χωρίς καμία εγγύηση για χαμηλές τιμές".
Αυτή η συμφωνία άφησε πολλούς ανθρώπους ενεούς. Φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με τη δηλωμένη αποστολή του Ιδρύματος Γκέιτς για βελτίωση της παγκόσμιας πρόσβασης σε φάρμακα, ωστόσο δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους έχουν παρακολουθήσει εδώ και καιρό την προθυμία του ιδρύματος να προσφέρει βοήθεια στις μεγάλες φαρμακευτικές. Πρόσφατα, η Μελίντα δήλωσε ότι οι κατασκευαστές εμβολίων όπως οι Pfizer και AstraZeneca "πρέπει να έχουν ένα μικρό κέρδος, γιατί θέλουμε να παραμείνουν στον κλάδο του φαρμάκου".
Πώς ορίζεται το μικρό; Η AstraZeneca δεν πλήρωσε τίποτε για τη βασική έρευνα της Οξφόρδης σχετικά με το εμβόλιο, ωστόσο έχει πλέον αποκλειστικά δικαιώματα διανομής και μπορεί να κερδίσει δισεκατομμύρια.
Και οι δύο Γκέιτς φαίνεται να γλεντούν στο ίδιο τραπέζι με τις μεγάλες φαρμακευτικές, καταπίνοντας μια βασική πλάνη που διαιωνίζεται για χρόνια. Αυτή είναι ότι οι εταιρείες πρέπει να "χρεώνουν αστρονομικές τιμές για να πληρώνουν για έρευνα και ανάπτυξη", όπως το έθεσε η Αμερικανίδα βουλευτής Katie Porter πρόσφατα, παρόλο που "τα ποσά που ξοδεύουν για τη χειραγώγηση της αγοράς προκειμένου να πλουτίζουν τους μετόχους τους είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο εκείνων που δαπανώνται για R&D".
Το καλύτερο που μπορεί να βγει από ένα θλιβερό συμβάν όπως το συγκεκριμένο διαζύγιο είναι η αναγνώριση ότι τα παγκόσμια προβλήματα είναι υπόθεση ημών των απλών ανθρώπων. Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτά παραχωρώντας τη λύση τους σε μη λογοδοτούντες φιλάνθρωπους. Η εποχή αυτή έχει τελειώσει.
* H Linsey McGoey είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας και διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας στην Οικονομική Κοινωνιολογία και Καινοτομία του Πανεπιστημίου του Essex. Εχει γράψει το βιβλίο: "No Such Thing as a Free Gift: The Gates Foundation and the Price of Philanthropy.”
© 2021 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου