Το ζην ηδέως, κατά τον Επίκουρο, σημαίνει φιλία, απουσία του πόνου και φόβου.
Για να είναι κανείς ευτυχισμένος και να αποφύγει το άγχος, πρέπει να δεχθεί τέσσερις αλήθειες.
Αυτή είναι η περίφημη Επικούρεια Τετραφάρμακος:
Ἄφοβον ὁ θεός,ἀνύποπτον ὁ θάνατος,καὶ τἀγαθόν μὲν εὔκτητον τὸ δὲ δεινόν εὐεκκαρτέρητον/Ο θεός δεν εμπνέει φόβο, ο θάνατος δε φέρνει ταραχή, το αγαθό αποκτιέται εύκολα και το κακό υποφέρεται εύκολα
Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο.
Είναι ευρέως γνωστό πως η σχολή του είχε για διευθυντή του έναν δούλο, ενώ στη διαθήκη του απελευθέρωνε και τυπικά τους δούλους του.
Η σχολή του υπήρξε φτωχή, σε αντίθεση με άλλες, όπως η ακαδημία του Πλάτωνα, οι οποίες διέθεταν άφθονα οικονομικά μέσα και την υποστήριξη ισχυρών αντρών.
Όσο γνωρίζουμε, ο Επίκουρος δεν εισέπραττε τακτικά δίδακτρα από τους μαθητές του.
Φίλοι και οπαδοί πρόσφεραν κάποια ποσά στον Κήπο και ο ίδιος ο δάσκαλος διέθεσε την περιουσία του για την αγορά και τη συντήρηση του.
Ο Κήπος διαφέρει από τις άλλες φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών (Ακαδημία, Λύκειο και Στοά), γιατί δεν αποτελεί κέντρο διεξαγωγής επιστημονικών ερευνών, αλλά πόλο έλξης προσώπων σχεδόν κάθε ηλικίας και προέλευσης που ζουν μια αυστηρά οργανωμένη ζωή ως μέλη μιας κοινότητας.
Για πέντε περίπου αιώνες, οι Επικούρειοι φιλόσοφοι ασχολούνται με τη λογική, τη φυσική και, ιδιαίτερα, με την ηθική και θέτουν ως σκοπό της φιλοσοφίας την αταραξία, που οδηγεί τον άνθρωπο σε ηρεμία και ψυχική γαλήνη, δηλαδή στην απελευθέρωση της ψυχής από τις κάθε είδους φροντίδες, τους φόβους και τα πάθη.
Η αξία της γνώσης στους Επικούρειους μετριέται με κριτήριο τη χρησιμότητά της για την ευδαιμονία των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος θεωρεί ότι την ευτυχία, τη μακαριότητα, την έχει μέσα του ο άνθρωπος, φτάνει να παραμερίσει όσα τον ενοχλούν και του κάνουν κόλαση τη ζωή.
Όταν λείψει κάθε φροντίδα, λύπη ή χαρά, κάθε ταραχή, στην ουδέτερη κατάσταση της αταραξίας, η ευτυχία αναβλύζει από μέσα του.
Από το έργο του σώζονται μόνο τρεις επιστολές και μια συλλογή με σαράντα γνωμικά ή αξιώματα με τίτλο «Κύριαι δόξαι», που μας παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος, καθώς και μια συλλογή 81 ηθικών αφορισμών με τίτλο «Eπικούρου προσφώνησις».
Από τις επιστολές του η πρώτη (Πρὸς Ηρόδοτον) συνοψίζει τη φυσική του φιλοσοφία, η δεύτερη (Πρὸς Πυθοκλέα) παρουσιάζει τις σχετικές με αστρονομικά και "μετεωρολογικά" θέματα απόψεις του, ενώ η τρίτη, η οποία απευθύνεται σ᾽ έναν άγνωστο φίλο του που ονομάζεται Μενοικεύς, συνοψίζει την ηθική του φιλοσοφία που είναι πολύ σημαντική.
Ως ύψιστο αγαθό θεωρεί ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα την "ηδονή", με την οποία δεν εννοεί όμως τις επιμέρους απολαύσεις, αλλά την κατάσταση της ευδαιμονίας που πηγάζει από την ἀταραξία της ψυχής, όταν αυτή έχει απελευθερωθεί από κάθε πόνο και κάθε φόβο:
"Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι ο τελικός σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων κι αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως ορισμένοι νομίζουν [...], αλλά εννοούμε το να μην έχει κανείς σωματικό πόνο και ταραχή ψυχική".
Για να το επιτύχει αυτό κανείς, πρέπει να αρκείται στις αναγκαίες απολαύσεις, που ικανοποιούνται εύκολα (οι μη αναγκαίες, λέει ο Επίκουρος, δεν αυξάνουν την ηδονή), και να απέχει από τη δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή.
Ο άνθρωπος που θέλει να έχει ψυχική γαλήνη δεν πρέπει να κάνει πολλά, ούτε στην ιδιωτική του ούτε στη δημόσια ζωή, ούτε να επιδιώκει πράγματα που ξεπερνούν τις φυσικές του δυνάμεις.
Στην Επιστολή προς Μενοικέα, γράφει επίσης ότι «Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας.
Γιατί κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό μόνο με τις αισθήσεις, και ο θάνατος είναι η στέρηση της αίσθησης.
Έτσι, το να γνωρίζουμε ότι ο θάνατος δε σημαίνει τίποτα, μας δίνει τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρα χρόνια σ’ αυτήν, αλλά επειδή μας απελευθερώνει από τον πόθο της αθανασίας.
Γιατί τίποτα κατά τη διάρκεια της ζωής δεν είναι φοβερό, για όποιον έχει πραγματικά συνειδητοποιήσει ότι τίποτα το φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζεις.
Είναι, επομένως, ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει.
Γιατί κάτι που δε μας ενοχλεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να μας βασανίζει όσο το περιμένουμε.
Το πιο φρικτό λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή, όταν εμείς υπάρχουμε, δεν υπάρχει ο θάνατος, κι όταν έρθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς.
Ούτε για τους ζωντανούς, λοιπόν, έχει σημασία ο θάνατος ούτε για τους πεθαμένους, αφού για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι πεθαμένοι δεν αποτελούν πια οντότητες.
Παρ’ όλα αυτά, οι πολλοί άλλοτε κάνουν τα πάντα για να αποφύγουν το θάνατο, σαν να είναι το μεγαλύτερο κακό, και άλλοτε τον επιθυμούν για να απαλλαγούν από τα βάσανα της ζωής.
Ο σοφός, όμως, ούτε το να ζει αρνείται ούτε το να μη ζει φοβάται».
Ο Επίκουρος πιστεύει πως οι θεοί δεν φροντίζουν για τον κόσμο, ούτε ανακατεύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων:
"Ούτε επιτρέπεται να φορτώνουμε στους θεούς τέτοιες φροντίδες, αν δεν θέλουμε να χαλάσουμε την μακαριότητά τους... Ανενόχλητοι κι αμέριμνοι μακριά από τη γη κι από τα δικά μας τα μαλλιοτραβήγματα χαίρονται την απόλυτη γαλήνη και ευτυχία.
Αν οι θεοί πρόσεχαν και εκτελούσαν όσα ζητούν οι άνθρωποι στις προσευχές τους, οι κάτοικοι της γης θα χάνονταν... επειδή όλοι παρακαλούν για το κακό των άλλων".
Επειδή όμως ζουν σε πλήρη μακαριότητα, ο Επίκουρος πιστεύει πως οι άνθρωποι πρέπει να τους μιμούνται.
Πρέπει να μιμούνται την θεϊκή μακαριότητά τους.
Από αυτή την οπτική οι θεοί λειτουργούν ως μια κανονιστική αρχή, σχεδόν καντιανού τύπου.
Η σύγκρουση του Επίκουρου με την εξουσία συμπυκνώνεται στο "Λάθε Βιώσας" .
Αυτό το "Λάθε Βιώσας" που σημαίνει να ζεις στην αφάνεια, ή να περνάς την ζωή σου απαρατήρητος.
Δεν έχουμε να κάνουμε ωστόσο με μία αδιαφορία προς τα κοινά.
Δηλώνει τη στάση του να ζεις παράμερα και απαρατήρητα από την βουή του εκφυλισμένου πλήθους μιας πολιτείας-μιας πόλης/κράτος σε παρακμή.
Οδηγείται στην εξεγερμένη υποκειμενικότητα, όπως τον παρουσίασε ο Μαρξ στην διδακτορική του διατριβή, και μας το αναλύει ο Αλέξανδρος Χρύσης στο βιβλίο του «Ο Μαρξ της εξέγερσης στον κήπο του Επίκουρου»:
«το εξεγερμένο υποκείμενο ακολουθεί τα βήματα του Προμηθέα, στοχεύοντας στην Επικούρεια αταραξία».
Ο Επίκουρος για τον νεαρό Κ. Μαρξ είναι έκφραση της αυτοσύνειδης πορείας άρνησης και χειραφέτησης στο επίπεδο της ατομικότητας από τα δεσμά της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η Επικούρεια φιλοσοφία ήταν ένας δρόμος συλλογικής εξόδου από τα δεσμά των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και των φόβων που προκαλούσε η θρησκεία και η εξουσία της εποχής του.
Από αυτή την οπτική ήταν μια διαρκής και αδιάκοπη επαναστατική διαδικασία.
Ο Επίκουρος ξεκινά από το επίπεδο ενός ατόμου απελευθερωμένου από τους πάσης φύσεως φόβους, ενός ατόμου που παρεκκλίνει από τις νόρμες, τις εξουσίες, ενός ατόμου ελευθέρου και αυτόνομου από τις αναγκαιότητες.
Δεν μένει εκεί όμως.
Αυτό το απελευθερωμένο άτομο βρίσκει τους όμοιούς του, κτίζοντας κοινότητες φιλίας, μια στρατευμένη κοινότητα φίλων και συντρόφων που αλλάζουν τον εαυτό τους, τον μικρόκοσμο τους, για να αλλάξουν στην συνέχεια άρδην τον κόσμο.
Είναι κοινότητες αντίστασης στο εκφυλισμό, την παρακμή και τον φόβο.
πηγή:artinews.gr
Γιατί τίποτα κατά τη διάρκεια της ζωής δεν είναι φοβερό, για όποιον έχει πραγματικά συνειδητοποιήσει ότι τίποτα το φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζεις.
Είναι, επομένως, ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει όταν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή υποφέρει με το δεδομένο ότι θα έρθει.
Γιατί κάτι που δε μας ενοχλεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να μας βασανίζει όσο το περιμένουμε.
Το πιο φρικτό λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή, όταν εμείς υπάρχουμε, δεν υπάρχει ο θάνατος, κι όταν έρθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς.
Ούτε για τους ζωντανούς, λοιπόν, έχει σημασία ο θάνατος ούτε για τους πεθαμένους, αφού για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι πεθαμένοι δεν αποτελούν πια οντότητες.
Παρ’ όλα αυτά, οι πολλοί άλλοτε κάνουν τα πάντα για να αποφύγουν το θάνατο, σαν να είναι το μεγαλύτερο κακό, και άλλοτε τον επιθυμούν για να απαλλαγούν από τα βάσανα της ζωής.
Ο σοφός, όμως, ούτε το να ζει αρνείται ούτε το να μη ζει φοβάται».
Ο Επίκουρος πιστεύει πως οι θεοί δεν φροντίζουν για τον κόσμο, ούτε ανακατεύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων:
"Ούτε επιτρέπεται να φορτώνουμε στους θεούς τέτοιες φροντίδες, αν δεν θέλουμε να χαλάσουμε την μακαριότητά τους... Ανενόχλητοι κι αμέριμνοι μακριά από τη γη κι από τα δικά μας τα μαλλιοτραβήγματα χαίρονται την απόλυτη γαλήνη και ευτυχία.
Αν οι θεοί πρόσεχαν και εκτελούσαν όσα ζητούν οι άνθρωποι στις προσευχές τους, οι κάτοικοι της γης θα χάνονταν... επειδή όλοι παρακαλούν για το κακό των άλλων".
Επειδή όμως ζουν σε πλήρη μακαριότητα, ο Επίκουρος πιστεύει πως οι άνθρωποι πρέπει να τους μιμούνται.
Πρέπει να μιμούνται την θεϊκή μακαριότητά τους.
Από αυτή την οπτική οι θεοί λειτουργούν ως μια κανονιστική αρχή, σχεδόν καντιανού τύπου.
Η σύγκρουση του Επίκουρου με την εξουσία συμπυκνώνεται στο "Λάθε Βιώσας" .
Αυτό το "Λάθε Βιώσας" που σημαίνει να ζεις στην αφάνεια, ή να περνάς την ζωή σου απαρατήρητος.
Δεν έχουμε να κάνουμε ωστόσο με μία αδιαφορία προς τα κοινά.
Δηλώνει τη στάση του να ζεις παράμερα και απαρατήρητα από την βουή του εκφυλισμένου πλήθους μιας πολιτείας-μιας πόλης/κράτος σε παρακμή.
Οδηγείται στην εξεγερμένη υποκειμενικότητα, όπως τον παρουσίασε ο Μαρξ στην διδακτορική του διατριβή, και μας το αναλύει ο Αλέξανδρος Χρύσης στο βιβλίο του «Ο Μαρξ της εξέγερσης στον κήπο του Επίκουρου»:
«το εξεγερμένο υποκείμενο ακολουθεί τα βήματα του Προμηθέα, στοχεύοντας στην Επικούρεια αταραξία».
Ο Επίκουρος για τον νεαρό Κ. Μαρξ είναι έκφραση της αυτοσύνειδης πορείας άρνησης και χειραφέτησης στο επίπεδο της ατομικότητας από τα δεσμά της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η Επικούρεια φιλοσοφία ήταν ένας δρόμος συλλογικής εξόδου από τα δεσμά των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και των φόβων που προκαλούσε η θρησκεία και η εξουσία της εποχής του.
Από αυτή την οπτική ήταν μια διαρκής και αδιάκοπη επαναστατική διαδικασία.
Ο Επίκουρος ξεκινά από το επίπεδο ενός ατόμου απελευθερωμένου από τους πάσης φύσεως φόβους, ενός ατόμου που παρεκκλίνει από τις νόρμες, τις εξουσίες, ενός ατόμου ελευθέρου και αυτόνομου από τις αναγκαιότητες.
Δεν μένει εκεί όμως.
Αυτό το απελευθερωμένο άτομο βρίσκει τους όμοιούς του, κτίζοντας κοινότητες φιλίας, μια στρατευμένη κοινότητα φίλων και συντρόφων που αλλάζουν τον εαυτό τους, τον μικρόκοσμο τους, για να αλλάξουν στην συνέχεια άρδην τον κόσμο.
Είναι κοινότητες αντίστασης στο εκφυλισμό, την παρακμή και τον φόβο.
πηγή:artinews.gr