Η αισιοδοξία δεν είναι ούτε προσωπική ψυχολογική ψευδαίσθηση ούτε καταναγκαστική συλλογική συμπεριφορά,
μια προσποιητή δηλαδή φυγή από την πραγματικότητα, αλλά η έκφραση της διαρκούς ανάγκης του νου μας να αναζητά και να βρίσκει κάποιο νόημα
Το ότι η πολιτική συγκυρία μπορεί να επηρεάζει την ψυχολογική διάθεση των πολιτών είναι κάτι ευρύτατα αποδεκτό και επαληθεύσιμο καθημερινά. Λιγότερο σαφές είναι το αντίστροφο: πώς επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις η νευροψυχολογική μας διάθεση. Διότι αν κάτι απέδειξαν τα συγκλονιστικά αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της προηγούμενης Κυριακής είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αγνοεί (ατιμωρητί!) τις νευροψυχολογικές παραμέτρους της πολιτικής.
Εκτός από την παρατεταμένη αντιλαϊκή πολιτική, το μοιραίο λάθος του Αντώνη Σαμαρά και της Ν.Δ ήταν ότι, κατά την προεκλογική εκστρατεία, επένδυσαν αποκλειστικά σε αρνητικά συναισθήματα: καλλιέργησαν τον φόβο και την ανασφάλεια των ψηφοφόρων εισπράττοντας μια συντριπτική ήττα.
Αντίθετα, η φαινομενικά «ουτοπική» πολιτική του Αλέξη Τσίπρα αποδείχτηκε νικηφόρα επειδή στηρίχθηκε στη ζωτική ανάγκη των περισσότερων Ελλήνων για ανάταση και ελπίδα, επένδυσε δηλαδή στην αισιοδοξία. Για να κατανοήσουμε τις πολιτικές εξελίξεις πρέπει να εστιάσουμε όχι μόνο στα κοινωνικοοικονομικά αδιέξοδα αλλά και στους βιοψυχολογικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν την ανάδυση τέτοιων πολιτικά ανατρεπτικών συναισθημάτων.
Τι ακριβώς είναι η αισιοδοξία, ο οπτιμισμός, και γιατί στη δυτική –μεταφυσική, πολιτική, ηθική– σκέψη κυρίαρχο ρόλο έχουν η απαισιοδοξία και ο πεσιμισμός για τα γήινα πράγματα; Διόλου περίεργο που η αισιοδοξία εκλαμβάνεται συνήθως ως «χαζοχαρούμενη» συμπεριφορά: θεωρείται όχι ως μια βαθύτατη ανθρώπινη ανάγκη αλλά ως ψυχολογική ψευδαίσθηση, προϊόν ενός ολότελα απλοϊκού και επιφανειακού τρόπου σκέψης.
Αντίθετα, η κατήφεια, η απαισιοδοξία και η αρνητική ψυχική διάθεση εκλαμβάνονται συνήθως ως ενδείξεις ψυχικού βάθους, κριτικής σκέψης ή ορθολογικής στάσης. Ετσι, η αυστηρή και σχεδόν καταθλιπτική συμπεριφορά συγχέεται πολύ συχνά με τη σοβαρότητα. Το περίεργο είναι ότι αρκετές ψυχομετρικές και στατιστικές μελέτες υποδεικνύουν σαφώς το αντίθετο: οι αισιόδοξοι άνθρωποι όχι μόνο δεν «πετάνε στα σύννεφα» αλλά ούτε είναι λιγότερο πραγματιστές από τους πιο σοβαροφανείς συνανθρώπους τους. Μάλιστα, είναι συνήθως πιο υγιείς, πιο ισορροπημένοι και ζουν καλύτερα ή περισσότερο από τους απαισιόδοξους!
Η αισιοδοξία λοιπόν, όπως θα δούμε, δεν είναι ούτε προσωπική ψυχολογική ψευδαίσθηση ούτε καταναγκαστική συλλογική συμπεριφορά, μια προσποιητή δηλαδή φυγή από την πραγματικότητα, αλλά η έκφραση της διαρκούς ανάγκης του νου μας να αναζητά και να βρίσκει κάποιο νόημα τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ζωή.
Δεν υπάρχει «μαγική» συνταγή για την ευεξία
Πράγματι, όλο και περισσότερες έρευνες στον σχετικά νέο τομέα της θετικής ψυχολογίας (positive psychology) φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι τα αισιόδοξα άτομα είναι, κατά κανόνα, πιο εξωστρεφή και πιο ανοιχτά σε νέες κοινωνικές εμπειρίες, βρίσκονται σε καλύτερη φυσική κατάσταση και ξεπερνάνε πιο εύκολα τις αναπόφευκτες προσωπικές και κοινωνικές αναποδιές. Μάλιστα η λεγόμενη «θετική ψυχολογία» διαφοροποιείται από την παραδοσιακή επειδή διερευνά τους βιοψυχολογικούς μηχανισμούς που εξηγούν το πώς και το γιατί αναδύονται αυτές οι ανθρώπινες ικανότητες: η εγγενής αλλά άνισα κατανεμημένη στον πληθυσμό προδιάθεση να βιώνουμε ή/και να εκδηλώνουμε θετικά συναισθήματα και σκέψεις.
Το περίεργο είναι ότι η παραδοσιακή ψυχολογία, μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, έτεινε να υποβαθμίζει συστηματικά τη σημασία αυτών των φαινομένων, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στα αρνητικά ή προβληματικά ψυχολογικά φαινόμενα. Ετσι όμως παρέμεναν ανεξερεύνητες και, εν πολλοίς, ακατανόητες μια σειρά από σημαντικές ανθρώπινες δυνατότητες και συμπεριφορές: η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη, η χαρά, η ευγνωμοσύνη, η αισιοδοξία, η ελπίδα κ.ά.
Γιατί, όμως, η επιστήμη της ψυχολογίας επικεντρώθηκε κυρίως στις νοητικές διαταραχές ή στις παθολογίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Επειδή, επί σειρά ετών, επικρατούσε η ιδεοληπτική προκατάληψη ότι πίσω από όλες τις θετικές ψυχολογικές αντιδράσεις μας υποκρύπτονται πάντα κάποια αδιευκρίνιστα προσωπικά ή εγωιστικά κίνητρα. Με άλλα λόγια, «το αρνητικό είναι ισχυρότερο του θετικού», όπως εύστοχα το συνόψισε ο γνωστός Αμερικανός συμπεριφοριστής Ρόι Μπαουμάιστερ (Roy Baumeister).
Τα αρνητικά συμβάντα ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στα άτομα απ’ ό,τι τα θετικά επειδή οι αρνητικές πληροφορίες θέτουν ταχύτατα σε επιφυλακή τον οργανισμό και δυνητικά τον προστατεύουν από τους κινδύνους. Μια άποψη που συμφωνεί και με τις επικρατέστερες, μέχρι σήμερα, εξηγήσεις της εξελικτικής ψυχολογίας για τον πρωταρχικό ρόλο που έχουν τα αρνητικά σήματα στη γέννηση του φόβου, δηλαδή στο σύστημα άμυνας του οργανισμού που διασφαλίζει την επιβίωση.
Στις θεωρητικές προκαταλήψεις απέναντι στα «θετικά» συναισθήματα θα πρέπει βέβαια να προστεθεί και η πρακτική ανάγκη να βοηθηθούν άμεσα τα άτομα που υποφέρουν από κάποια ψυχολογική διαταραχή. Στην προσπάθειά τους, όμως, να «θεραπεύσουν» τα συμπτώματα οι ψυχολόγοι, συχνά, παρέλειψαν να διερευνήσουν τα αίτια και συνεπώς να επενδύσουν περισσότερο στα βιοψυχολογικά αποθέματα των ατόμων για την πρόληψη ή και τη θεραπεία των παθήσεων!
Αυτή η «αιρετική» προσέγγιση της θετικής ψυχολογίας μάς θέτει ενώπιον ενός θεμελιώδους βιοηθικού ερωτήματος: πρέπει ή όχι να ενισχύουμε στον μέγιστο βαθμό την επίγνωση του ανθρώπου για την πραγματικότητα που βιώνει; Πρέπει δηλαδή οι ειδικοί να του παρουσιάζουν μια πλήρη εικόνα του προβλήματος που αντιμετωπίζει μολονότι ενδέχεται να αποθαρρυνθεί και έτσι να καταστείλει την αποδεδειγμένα ευεργετική ή και θεραπευτική δράση της αισιοδοξίας;
Οι πολυετείς έρευνες της Σέλεϊ Τέιλορ (Shelley Taylor) και της ομάδας της στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Αντζελες (UCLA) έδειξαν την ευεργετική επίδραση των θετικών συναισθημάτων σε ασθενείς που υπέφεραν από AIDS. Τα άτομα που, παρά την ατυχία τους, διατηρούσαν μια θετική και αισιόδοξη στάση εμφάνιζαν σημαντική καθυστέρηση στην εκδήλωση των καταστροφικών συμπτωμάτων και ζούσαν πολύ περισσότερο από όσους είχαν πλήρη ιατρική ενημέρωση και άρα μια πιο πεσιμιστική στάση.
Οταν η πολιτική διαπλέκεται με τη νευροψυχολογία
Μολονότι δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί οι ακριβείς βιοψυχολογικοί μηχανισμοί που επεμβαίνουν ενισχυτικά στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και μας θωρακίζουν απέναντι στις σωματικές παθήσεις και τις ψυχολογικές διαταραχές (βλ. και ειδικό πλαίσιο), θεωρείται πλέον βέβαιο ότι η προσωπική ευτυχία και οι ικανοποιητικές κοινωνικές συνθήκες παρατείνουν το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων.
Συνήθως είμαστε πεπεισμένοι ότι ο γάμος ή η πολυετής σχέση μας θα κρατήσει «για πάντα», ότι οι άλλοι οδηγούν επικίνδυνα αλλά εμείς ποτέ. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν θανατηφόρες ασθένειες αλλά πιστεύουμε ότι αφορούν πάντα τους άλλους, ή ότι αν η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά οικονομικοπολιτική κρίση εμείς προσωπικά θα βρούμε κάποιο τρόπο να ξεφύγουμε. Γιατί ενώ η πραγματικότητα συχνά διαψεύδει αυτή την αλόγιστη αισιοδοξία, εμείς επιμένουμε να πιστεύουμε σε ένα καλύτερο αύριο;
Το να παραμένει κανείς αισιόδοξος, παρά τις αντίξοες συνθήκες, προσφέρει κάποια σαφή πλεονεκτήματα. Καταρχάς, οι πραγματικά αισιόδοξοι άνθρωποι είναι πιο ευτυχείς και ισορροπημένοι και συνεπώς διαθέτουν τα ψυχοσωματικά αποθέματα για την αντιμετώπιση των κρίσεων, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Για παράδειγμα, θεωρείται βέβαιο ότι οι πιο αισιόδοξες γυναίκες σπανίως υποφέρουν από επιλόχεια κατάθλιψη, μια παροδική μορφή κατάθλιψης που εμφανίζεται πολύ συχνά τις πρώτες τρεις εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Επίσης, ο οργανισμός των αισιόδοξων ατόμων αντιδρά πολύ καλύτερα στη θεραπεία μιας σοβαρής ασθένειας ή μετά από μια χειρουργική επέμβαση (π.χ. μετά από αφαίρεση μαστού ή άλλων οργάνων). Θεωρείται επίσης επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι η δικαιολογημένη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία συμβάλλουν αποφασιστικά τόσο στις πανεπιστημιακές σπουδές όσο και στη μετέπειτα εργασιακή επιτυχία. Προφανώς η θετική προδιάθεση και στάση καθιστά την εργασία πιο παραγωγική και δημιουργική.
Αυτές οι κοινότοπες διαπιστώσεις εξηγούνται ικανοποιητικά από το γεγονός ότι τα αισιόδοξα άτομα αντιμετωπίζουν συνήθως με επιτυχία τις δυσκολίες που συναντούν και καταφέρνουν συχνά να ξεπερνούν τις κρίσεις επειδή αναζητούν και υιοθετούν ασυνήθιστες στρατηγικές για την επίλυσή τους. Αντίθετα με ό,τι συνήθως λέγεται, οι πιο αισιόδοξοι δεν «δραπετεύουν» από την πραγματικότητα αλλά την αντιμετωπίζουν «κατά πρόσωπο», αποτελεσματικά και κυρίως χωρίς εμμονές.
Πάντως, η πραγματιστική ευελιξία και η δημιουργικότητα που πηγάζουν από μια θετική και αισιόδοξη στάση είναι η καλύτερη στρατηγική τόσο για την ιδιωτική όσο και για την κοινωνική μας πρακτική, για το σύνολο δηλαδή των κοινωνικών-πολιτικών μας σχέσεων.
Πώς επηρεάζει η αισιοδοξία την ψυχοσωματική μας υγεία;
Γιατί ασθενείς που πάσχουν από την ίδια ακριβώς ασθένεια αντιδρούν διαφορετικά σε μία δεδομένη θεραπευτική αγωγή; Οι περισσότεροι γιατροί μπορούν να το επιβεβαιώσουν: τόσο η εξέλιξη μιας σοβαρής ασθένειας όσο και η θετική ή η αρνητική ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπευτική αγωγή δεν εξαρτώνται μόνο από τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση ή από την κατάλληλη θεραπευτική επιλογή, αλλά και από την ψυχολογική ιδιοσυγκρασία του ασθενούς.
Στο πλαίσιο της μηχανιστικής και στατιστικής προσέγγισης των παθήσεων που κυριαρχεί, δυστυχώς, στη σημερινή Ιατρική, αυτή η βιο-ψυχολογική αλληλεξάρτηση αποτελεί ένα ενοχλητικό αίνιγμα: πώς η «άυλη» ψυχική διάθεση ή στάση ενός ασθενούς μπορεί να επηρεάζει την «υλικότατη» σωματική του υγεία και την πορεία της θεραπείας του;
Πολλοί από εμάς θα έχουν πιθανώς ακούσει ή διαπιστώσει από προσωπική εμπειρία ότι οι ασθενείς που αυτοπεριγράφονται ως «αισιόδοξοι» και οι οποίοι υιοθετούν μια μαχητική στάση απέναντι στην ασθένειά τους, κινδυνεύουν λιγότερο να πεθάνουν όταν πληγούν από μια θανατηφόρο νόσο απ’ ό,τι οι πιο «απαισιόδοξοι» και ψυχικά αδύναμοι ασθενείς, που υποφέρουν από την ίδια ακριβώς ασθένεια. Η κατανόηση αυτού του φαινομενικά «παράλογου» γεγονότος απασχολεί την ιατρική επιστήμη από πολύ παλιά αλλά δυστυχώς δεν έχει βρεθεί ακόμη μια ικανοποιητική εξήγηση.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί πλήθος συστηματικών ερευνών που, ενώ επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα αυτού του φαινομένου, δεν έχουν καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή ερμηνεία του. Γεγονός που, από μόνο του, αποκαλύπτει την εγγενή δυσκολία να αποκαλύψουμε τον περίπλοκο βιοψυχολογικό βρόχο που διαμορφώνει κάθε ανθρώπινη ζωή: τις στενές διασυνδέσεις μεταξύ της βιολογικής-σωματικής και της ψυχολογικής-νοητικής διάστασης της ζωής μας.
Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η όντως σκοτεινή ιδέα του «βιοψυχολογικού βρόχου» δεν υπονοεί καθόλου την ύπαρξη δύο διακριτών «ουσιών» (ψυχή-σώμα ή νοητικό-βιολογικό). Αντίθετα, αυτή η βαθιά εδραιωμένη -αλλά εντελώς εσφαλμένη- δυϊστική αντίληψη που επιμένει να διαχωρίζει το βιολογικό-σωματικό από το ψυχικό-νοητικό αποτέλεσε κατά το παρελθόν, και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα, το πρωταρχικό εμπόδιο για την επιστημονική διερεύνηση αυτού και πολλών άλλων σχετικών φαινομένων. Πόσο δε μάλλον όταν η ρήξη αυτού του στενού βιο-ψυχολογικού βρόχου εκδηλώνεται ως ασθένεια!
Υπάρχει λοιπόν σήμερα επιτακτική ανάγκη να αποσαφηνιστεί επιστημονικά το αν και κατά πόσο η σωστή ψυχολογική αντιμετώπιση από μέρους των ασθενών που πάσχουν από κάποια σοβαρή ασθένεια -π.χ. καρδιαγγειακή, εγκεφαλική, ή καρκίνο- μπορεί να επιβραδύνει ή και να ανακόψει την πορεία της νόσου.
Κι αν δεχτούμε ότι ισχύει κάτι τέτοιο, ισχύει άραγε και το αντίστροφο; Υπάρχουν δηλαδή ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά που διευκολύνουν την εμφάνιση ή επιταχύνουν την ανάπτυξη μιας θανατηφόρου ασθένειας, όπως π.χ. ο καρκίνος; Με άλλα λόγια, μεταξύ των ασθενών υπάρχουν αρκετές «ανθυγιεινές προσωπικότητες», οι οποίες έχουν την προδιάθεση να αρρωσταίνουν βαριά και να αντιμετωπίζουν ανεπαρκώς ή παθητικά τη σοβαρή ασθένεια που τους απειλεί;