Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός κατά της Covid-19 για τους πολίτες άνω των 60 και η επιβολή διοικητικού προστίμου 100 ευρώ τον μήνα προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, συζητήσεις και αμφισβητήσεις. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε συνταγματικό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για τους υγειονομικούς και την ΕΜΑΚ. Τι γίνεται όμως για την περίπτωση των άνω των 60; Οι τοποθετήσεις έγκριτων νομικών αναδεικνύουν αντικρουόμενες απόψεις αλλά και κοινές θέσεις.
Ο «πρωινός καφές» στο Μαξίμου ανήμερα του Αγίου Ανδρέα έμμεσα αποδείχθηκε πικρός για κάποιους συμπολίτες μας. Για μια ακόμη φορά εν μέσω πανδημίας, επιβεβαίωσε τη νέα διαιρετική τομή μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων.
Η σύσκεψη στο Μαξίμου έφερνε νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της Covid-19.
Στόχος τους οι ανεμβολίαστοι, αυτή τη φορά σε μια πληθυσμιακή ομάδα με ηλικιακό κριτήριο.
Οι αριθμοί που παρουσίασε ο πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο, μερικές ώρες αργότερα, ήταν αμείλικτοι.
Από τους 580.000 ανεμβολίαστους συμπολίτες μας άνω των 60 ετών, μόνο 60.000 έσπευσαν να εμβολιαστούν τον Νοέμβριο, επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και υπογράμμισε ότι οι άνω των 60 ετών είναι αυτοί που νοσηλεύονται και πολλοί από αυτούς χάνονται.
Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε άδικους αυτούς τους θανάτους κι έσπευσε να δηλώσει ότι για την προστασία αυτών των πολιτών, ο εμβολιασμός της ηλικιακής τους ομάδας γίνεται υποχρεωτικός.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός στο προσκήνιο
Υποχρεωτικός εμβολιασμός για τους άνω των 60, «διαφορετικά, κάθε μήνα θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο 100 ευρώ το οποίο θα βεβαιώνεται άμεσα από την ΑΑΔΕ. Και με νόμο τα χρήματα αυτά θα συγκεντρώνονται σε ένα ειδικό ταμείο το οποίο θα χρηματοδοτεί τα νοσοκομεία μας», είπε ο πρωθυπουργός προσθέτοντας ότι «δεν είναι ποινή. Θα έλεγα ότι είναι ένα αντίτιμο υγείας».
Η αποσαφήνιση αυτή, προφανώς, δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει έντονες αντιδράσεις, συζητήσεις και αμφισβητήσεις.
Και φυσικά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Στη Βουλή, την επομένη της ανακοίνωσης των νέων μέτρων, η απόφαση γίνεται νόμος.
Στη σχετική συζήτηση οι πολιτικοί αρχηγοί επισημοποιούν τις αντιθέσεις τους.
Την ίδια μέρα, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δηλώνει σε συνέντευξη Τύπου: «Είναι καιρός η Ευρωπαϊκή Ένωση να σκεφτεί το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού».
Άνοιξε λοιπόν μια μεγάλη συζήτηση, αυτή του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά της Covid-19. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την πρώτη εμβολιαστική εκστρατεία.
Ήταν 8 Δεκεμβρίου 2020. «Εμβολιαστείτε, εμβολιαστείτε, εμβολιαστείτε», ακούσαμε κι ακούμε έκτοτε, συνεχώς και συνεπώς.
Τα ποσοστά εμβολιασμού όμως παρέμειναν σε μη επιθυμητά επίπεδα.
Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολίου τέθηκε αρχικά με επαγγελματικά κριτήρια.
Το Άρθρο 206 του νόμου 4820/23.07.2021 καθιερώνει την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για την Covid-19 σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Αργότερα ακολούθησαν τα ηλικιακά κριτήρια, με την τροπολογία που πέρασε στο Σχέδιο Νόμου για την Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας, την 1η Δεκεμβρίου.
Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός προφανώς εγείρει ζητήματα ηθικά και νομικά.
Η ηθική διάσταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού
Ήδη από τον Ιούνιο του 2021, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής είχε συνοψίσει το ερώτημα που τίθεται από την άποψη της ηθικής στη Σύστασή της «για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες στον χώρο της υγείας»: «Eφόσον η πανδημία συνεχίζει να απειλεί και να κοστίζει ανθρώπινες ζωές και εφόσον υπάρχουν εγκεκριμένα εμβόλια τα οποία είναι ασφαλή και αποτελεσματικά, είναι ηθικά αποδεκτό να ληφθούν μέτρα υποχρεωτικότητας για τον εμβολιασμό των εργαζομένων στις δομές υγείας;»
Η Επιτροπή ξεχώρισε τους εμβολιασμούς ρουτίνας (π.χ. για γνωστές ασθένειες, παιδιατρικές και μη) από εμβολιασμούς σε επείγουσες καταστάσεις, όπως σε μια πανδημία.
«Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ενός πληθυσμού με εμβόλια των οποίων η ασφάλεια δεν έχει αποδειχθεί θα αποτελούσε σαφώς παράβαση της ηθικής υποχρέωσης προστασίας της δημόσιας υγείας, ακόμη και σε επείγουσες καταστάσεις πανδημίας», σημειώνει η Επιτροπή. Ωστόσο, επικαλείται τις επιστημονικές μελέτες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων που «έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος να αναπτύξει κάποιος σοβαρή νόσο COVID-19 στα μη εμβολιασμένα άτομα είναι μεγαλύτερος από τις πιθανές παρενέργειες που παρουσιάζουν τα εγκεκριμένα εμβόλια κατά της COVID-19. Αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα που αξιολογήθηκαν τεκμηριώνουν ότι τα πιθανά οφέλη υπερτερούν των τυχόν ανεπιθύμητων ενεργειών, τόσο σε επίπεδο ατόμου όσο και σε επίπεδο γενικού πληθυσμού».
«Ο ανθρώπινος φόβος καταπολεμάται με την ενημέρωση και όχι με τον εξαναγκασμό. η εκστρατεία ενημέρωσης υπέρ του εμβολιασμού δεν πέτυχε», Φερενικη Παναγόπουλου
Η Επιτροπή πρότεινε τότε μια προσέγγιση «κλιμακούμενης πρωτοβουλίας» από την πλευρά της Πολιτείας, με τρία στάδια:
1. Εκστρατείες στοχευμένης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για εκούσιο εμβολιασμό, προσαρμοσμένες σε κάθε επαγγελματική ομάδα (ιατροί, νοσηλευτές, εργαστηριακοί, προσωπικό μονάδων φροντίδας, κ.λπ.). Εκστρατείες βασισμένες σε επιστημονικά στοιχεία που επικαιροποιούνται συνεχώς, με προϋπόθεση την προηγούμενη κατανόηση των φόβων και των γενικότερων αντιλήψεων.
2. Μέτρα ενθάρρυνσης/αποθάρρυνσης που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν από την Πολιτεία σε συνεργασία με τη διοίκηση των μονάδων υγείας, όπως π.χ. διευκόλυνση του ραντεβού για τον εμβολιασμό, ελαστικότητα στο ωράριο εργασίας τις ημέρες του εμβολιασμού, προτεραιότητα στη επιλογή αδειών, ή υποχρεωτική χρήση διπλής μάσκας και εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
3. Πρόβλεψη υποχρεωτικότητας ως έσχατη λύση, η οποία πρέπει να έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και να εφαρμοσθεί μόνον εφόσον τα προηγούμενα μέτρα δεν αποφέρουν σημαντική αύξηση του ποσοστού εμβολιασμού.
Η νομική διάσταση της υποχρεωτικότητας: Η απόφαση του ΣτΕ και τα νέα ερωτήματα
Εκτός από ζητήματα ηθικής, η απόφαση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού εγείρει και νομικά ζητήματα. Δέκα σωματεία εργαζομένων σε υγειονομικές υπηρεσίες και πυροσβέστες της ΕΜΑΚ που υποχρεώθηκαν σε εμβολιασμό, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αιτήσεις ακυρώσεως. Το ΣτΕ μόλις την Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου δημοσιοποίησε την απόφασή του, με ανακοίνωση του Προέδρου του Δ. Σκαλτσούνη. Η ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός (άρθρο 206 ν. 4820/2021) δεν αντίκειται στις συνταγματικές ή υπερνομοθετικές διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση τόσο στην προσφυγή των απασχολούμενων σε δομές υγείας, όσο και στην προσφυγή της ΕΜΑΚ.
Η απόφαση αυτή του ΣτΕ δίνει τέλος στις αμφισβητήσεις της απόφασης για την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και ίσως αποτελέσει δικαστικό προηγούμενο για επέκταση του μέτρου και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων.
Τι γίνεται όμως με την απόφαση εφαρμογής του μέτρου σε πληθυσμιακές ομάδες με ηλικιακά κριτήρια; Η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού για πολίτες άνω των 60 ετών είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα;
Συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας;
Είναι πράγματι η έσχατη λύση, όπως είχε υποδείξει η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής;
Τι γίνεται με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος;
Οι απόψεις αντικρουόμενες.
«Θα μπορούσαν να υπάρχουν ηπιότερα μέσα για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, όπως και αποτελεσματικότερα μέσα», Ξενοφών Κοντιαδης
Επιχειρηματολογώντας υπέρ της συνταγματικότητας
Ο πρωθυπουργός, στην ομιλία του στη Βουλή απάντησε θετικά στα βασικά ερωτήματα. Επικαλέστηκε μάλιστα έγκριτους συνταγματολόγους, που με δημόσιες τοποθετήσεις τους έκριναν ότι η απόφαση είναι απολύτως συνταγματική. Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον ομότιμο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Αντώνη Μανιτάκη, επειδή δεν πρόσκειται πολιτικά στο χώρο της ΝΔ.
Μεταξύ αυτών που τοποθετήθηκαν υπέρ της συνταγματικότητας της υποχρέωσης εμβολιασμού και ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, ο οποίος επανειλημμένα έχει ταχθεί υπέρ της επέκτασης της υποχρεωτικότητας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με κίνητρα αλλά και κλιμακούμενες κυρώσεις.
Έχει αναφερθεί μάλιστα και στις εξαιρέσεις από την υποχρεωτικότητα, σύμφωνα με αποφάσεις των δικαστηρίων στην Ελλάδα και το Στρασβούργο:
Πρώτον, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ιατρικές αντενδείξεις και, δεύτερον, εφόσον υπάρχουν αποδεδειγμένα μακρόχρονες φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις που αντίκεινται σε αυτό.
Και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ και πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας επικαλούμενος «επιτακτικό δημόσιο συμφέρον».
Έκρινε ότι το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τους άνω των 60 «είναι αναγκαίο και πρόσφορο και, εν στενή εννοία, ανάλογο». Μάλιστα έκανε λόγο για την ανάγκη σταδιακής επέκτασης της υποχρεωτικότητας και σε άλλες ηλικίες, κάτι το οποίο θεωρεί ότι θα συμβεί.
«Δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρεωτικότητα εμβολιασμού με την απειλή κυρώσεων», Τάκης Βιδάλης
Είναι συνταγματική η απόφαση;
Θέτω ευθέως το ερώτημα αυτό στη Φερενίκη Παναγοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η μονογραφία της με τίτλο «Περί της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε περίοδο πανδημίας:
Μία ηθικο-συνταγματική θεώρηση» έχει εκδοθεί από το Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου - Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου σε μορφή e-book, με ελεύθερη πρόσβαση για κάθε ενδιαφερόμενο.
Θετική η απάντησή της, καθώς –όπως υποστηρίζει– η απόφαση συνάδει με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
«Ήγγικεν η ώρα η υποχρεωτικότητα να αποενοχοποιηθεί», δηλώνει χαρακτηριστικά, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν πράγματι βρισκόμαστε στη χρονική στιγμή που η υποχρεωτικότητα επιβάλλεται ως έσχατη λύση. Συμφωνεί ότι η υποχρεωτικότητα αποτελεί το ύστατο καταφύγιο και επισημαίνει ότι απαιτείται προηγούμενη εξάντληση της πειθούς.
«Από την πλευρά της κρατικής εξουσίας, το κέντρο βάρους θα πρέπει να είναι η εκστρατεία ενημέρωσης υπέρ του εμβολιασμού, καθώς ο ανθρώπινος φόβος καταπολεμάται με την ενημέρωση και όχι με τον εξαναγκασμό. Η ενημέρωση έλαβε χώρα, αλλά δεν πέτυχε. Παράλληλα, τα κρούσματα εκτοξεύονται και οι θανόντες πολλαπλασιάζονται», σημειώνει η κ. Παναγοπούλου. Η ίδια θεωρεί ότι η ηλικιακή διάκριση περί επιβολής της υποχρεωτικότητας σε συμπολίτες μας άνω των εξήντα ετών δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς βασίζεται σε ιατρικά δεδομένα. Άτομα ηλικίας άνω των εξήντα ετών έχουν στατιστικά μεγαλύτερη πιθανότητα βαριάς νόσησης από νεώτερα άτομα, υπενθυμίζει.
Κι όμως, υπάρχει θέμα!
Αντιθέτως, ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου - Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, θεωρεί ότι ακριβώς αυτή η ηλικιακή διάκριση, η οποία μάλιστα αφορά εκείνους οι οποίοι είναι πιο ευάλωτοι, τους άνω των 60, παρουσιάζει ζητήματα συνταγματικότητας.
«Εμφανίζεται να κάνει μια διάκριση ηλικιακή, θεμελιώνοντάς την όχι στο πρόβλημα της μεταδοτικότητας ή σε κάτι άλλο, αλλά στο πρόβλημα της ευαλωτότητας. Δηλαδή, είσαι πιο ευάλωτος, επιβαρύνεσαι και με πρόστιμο». Αυτό, κατά τη γνώμη του κ. Κοντιάδη, «έχει ένα πρόβλημα σε σχέση με την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης εισαγωγής διακρίσεων, έχει ένα πρόβλημα σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας. Πρόκειται λοιπόν για ένα μέτρο το οποίο ούτε πρόσφορο είναι, ούτε αναγκαίο. Θα μπορούσαν να υπάρχουν ηπιότερα μέσα για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, όπως θα μπορούσαν να υπάρχουν και αποτελεσματικότερα μέσα».
Ο Τάκης Βιδάλης, δρ. Συνταγματικού Δικαίου, Επιστημονικός Συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, θεωρεί αντισυνταγματική την απόφαση, χωρίς περιστροφές, χωρίς επιφυλάξεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Βασική του θέση είναι ότι «δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρεωτικότητα εμβολιασμού σύμφωνα με το Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία έχουμε εντάξει στην έννομη τάξη μας.
Δεν μπορεί να επιβληθεί υποχρεωτικότητα εμβολιασμού, καταναγκαστικού ουσιαστικά εμβολιασμού, με την απειλή κυρώσεων».
«Δεν νοούνται κυρώσεις, δηλαδή η επιβολή κάποιου κακού σε όποιον πολίτη δεν συμμορφωθεί – είτε αυτό είναι η κύρωση του προστίμου, είτε είναι η στέρηση του μισθού, που σημαίνει στέρηση μέσων, είτε κάτι που ακούστηκε, νομίζω από την αντιπολίτευση [σ.σ. τον κ. Γρηγόρη Γεροτζιάφα], να μην εκδίδεται φορολογική ενημερότητα. Όλα αυτά είναι ευθέως αντισυνταγματικά», τονίζει ο κ. Βιδάλης με πάθος.
Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα καθένας από εμάς να ελέγχει το σώμα του, ειδικά όταν πρόκειται για ιατρικές επεμβάσεις, είναι και ο λόγος της αντισυνταγματικότητας, για τον κ. Βιδάλη.
«Μιλάω τόσο ξεκάθαρα για την αντισυνταγματικότητα ακριβώς επειδή εδώ πρόκειται για τον έλεγχο του σώματος. Και ο έλεγχος του σώματος από το ίδιο το πρόσωπο, ο άμεσος έλεγχος του σώματος είναι κάτι που αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης αξίας, είναι η βασική αξία του Συντάγματός μας. Εάν δεν ελέγχουμε το σώμα μας, εάν δεν έχουμε λόγο για το ποιος μας αγγίζει, τι ιατρικές πράξεις θα δεχτούμε και εν πάση περιπτώσει για το πώς μεταχειρίζονται οι άλλοι το σώμα μας, τότε ετεροκαθοριζόμαστε, μετατρεπόμαστε σε μέσα για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών. Δεν πρέπει ένας άνθρωπος να γίνεται αντικείμενο, μέσο, για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, όσο σημαντικοί και αν είναι αυτοί οι σκοποί».
Όμως, βιώνουμε μια κατάσταση σχεδόν έκτακτης ανάγκης, υπό το πρίσμα τού ότι η πανδημία εξαπλώνεται και ο τρόπος με τον οποίο αμυνόμαστε είναι αυτή η δημιουργία του τείχους ανοσίας μέσω του εμβολιασμού. Μήπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός μας υποχωρεί έναντι της προστασίας της υγείας του συνολικού κοινού; Ο κ. Βιδάλης θεωρεί το ερώτημα εύλογο, αλλά επιμένει πως, όταν μιλάμε για κοινωνίες δημοκρατικές, για ελεύθερες κοινωνίες, η προϋπόθεση για την ύπαρξή τους είναι το να ξεκινούν όλα από τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξία, άρα στον σεβασμό στο σώμα.
Η κ. Παναγοπούλου, ωστόσο, θεωρεί ότι «υπό κανονικές περιστάσεις, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ατόμου. Ο κανόνας είναι ότι ο εμβολιασμός συνιστάται αλλά δεν επιβάλλεται και, ως εκ τούτου, ο μη εμβολιασμός δεν μπορεί να συνδέεται με δυσμενείς συνέπειες. Εάν, όμως, ο εμβολιασμός κριθεί με τεκμηριωμένες μελέτες από την ιατρική κοινότητα ιατρικώς επιβεβλημένος για την άμεση προστασία της δημόσιας υγείας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να κριθεί υποχρεωτικός, ιδίως σε στοχευμένες πληθυσμιακές ομάδες και όχι σε όλον ανεξαιρέτως τον πληθυσμό. Στοχευμένη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι συμπολίτες μας άνω των εξήντα ετών. Και αυτό, καθώς επί τη βάσει επιστημονικών δεδομένων, η ομάδα αυτή είναι ευάλωτη και απασχολεί σε μεγάλο βαθμό το σύστημα υγείας».
Το εργαλείο της ενημέρωσης
Παρά τις, υπό όρους, διαφωνίες της κ. Παναγοπούλου με τον κ. Βιδάλη για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, οι δυο τους συμφωνούν ότι το ζήτημα της ενημέρωσης είναι «πολύ σημαντικό για να πειστούν οι πολίτες».
Ο κ. Βιδάλης υποστηρίζει ότι η ενημέρωση λείπει και ότι «ο όλος χειρισμός αγνοεί μια βασική αρχή για την Προστασία της Δημόσιας Υγείας: η επικοινωνία πρέπει να είναι σύμμαχος της πολιτείας. Να μη δημιουργούνται αντιπαραθέσεις, να μη δημιουργούνται εντάσεις. Χρειάζεται εμπιστοσύνη και από τις δύο πλευρές. Τα αναγκαστικά μέτρα διαλύουν την εμπιστοσύνη. Η υποχρεωτικότητα μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ».
«Η ενημέρωση δεν πέτυχε», υποστηρίζει η κ. Παναγοπούλου, ενώ ο κ. Κοντιάδης εκτιμά ότι δεν έγιναν σωστά οι καμπάνιες για τον εμβολιασμό.
Η οριζόντια υποχρεωτικότητα
Ο Ξενοφών Κοντιάδης βάζει μια διαφορετική διάσταση στο θέμα της υποχρεωτικότητας: Κρίνει ότι το κυριότερο πρόβλημα ως προς τη συνταγματικότητα «είναι αυτός ο ηλικιακός περιορισμός, ο οποίος είναι ανεπαρκώς θεμελιωμένος. Μια οριζόντια υποχρεωτικότητα για όλους –που θα εισήγαγε, βέβαια, κάποιες εξαιρέσεις, για λόγους υγείας ή άλλους– θα μπορούσε να θεμελιωθεί πιο εύκολα, με το σκεπτικό ότι επιχειρείται να πετύχουμε ένα τείχος ανοσίας, το οποίο θα αποτρέψει τις εκατόμβες νεκρών και διασωληνομένων, την τεράστια δαπάνη για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που εξαντλεί τις αντοχές του, τις συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Όλα αυτά τα οποία γνωρίζουν προφανώς και όσοι δεν εμβολιάζονται.
Όμως, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία το πώς θα επιβληθεί κάτι τέτοιο».
Αντίστοιχο επιχείρημα έχει η Αλκμήνη Φωτιάδου, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου και δικηγόρος.
Όπως επισημαίνει, «όταν επιβάλλεις έναν περιορισμό, είναι πολύ πιο εύκολο συνταγματικά να το επιβάλλεις σε όλους, παρά σε μια κατηγορία, και μάλιστα με διάκριση την ηλικία, ή την ευαλωτότητα».
Το διοικητικό πρόστιμο των 100 ευρώ
Η επιβολή προστίμου για όσους δεν συμμορφωθούν με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό είναι το μέτρο στο οποίο συγκλίνουν οι επιφυλάξεις των ειδικών, ακόμη και αυτών που βλέπουν συνταγματικό το μέτρο.
Μάλιστα, ο Κώστας Χρυσόγονος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ και πρώην ευρωβουλευτής, βλέπει στο πρόστιμο πρόβλημα συνταγματικότητας, το οποίο –όπως λέει– θα κληθούν να κρίνουν τα δικαστήρια.
«Το να επιβάλεις περιορισμούς στις κινήσεις των ανεμβολίαστων δεν συνιστά υποχρεωτικότητα», λέει. «Είναι απλώς αντικίνητρο σε όσους αρνούνται να εμβολιαστούν. Άρα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την υποχρεωτικότητα με τη νομική έννοια, η οποία μπορεί να συνίσταται είτε σε φυσικό καταναγκασμό, δηλαδή να σε συλλαμβάνει η αστυνομία και να σε εμβολιάζει παρά τη θέλησή σου, είτε έστω στην απειλή ποινικών κυρώσεων. Εδώ συμβαίνει το παράδοξο ότι έχουμε την επιβολή ενός διοικητικού προστίμου ενιαίου για όλους. Για κάποιους, δηλαδή για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα, μπορεί να είναι ισχυρότερο κι από ποινική κύρωση. Για κάποιους άλλους είναι αμελητέο».
«Αν είσαι ένας συνταξιούχος του ΟΓΑ κι έχεις εισόδημα 350-400 ευρώ τον μήνα, το να σου αφαιρέσουν τα 100 ευρώ σημαίνει ότι στερείσαι τα απαραίτητα για την επιβίωσή σου. Αν όμως είσαι, για παράδειγμα, εισοδηματίας, ελεύθερος επαγγελματίας ή υψηλόμισθος και κερδίζεις 5-10 χιλιάδες ευρώ τον μήνα, τότε 100 ευρώ ουσιαστικά δεν είναι τίποτα. Άρα, έχω την άποψη ότι υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας του μέτρου αυτού, ενώ δεν θα υπήρχε πρόβλημα συνταγματικότητας στην επιβολή περιορισμού στις κινήσεις των ανεμβολίαστων, στην αναστολή εργασιακών σχέσεων κ.λπ., μέτρα δηλαδή που είχαμε δει το προηγούμενο διάστημα».
Η κ. Παναγοπούλου, η οποία θεωρεί συνταγματικό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, επισημαίνει επίσης ότι η οριζοντίωση του προστίμου εγείρει προβληματισμό. «Τα εκατό ευρώ μηνιαίως έχουν διαφορετική αξία βάσει της οικονομικής κατάστασης του καθενός. Για έναν άνεργο το πρόστιμο είναι δυσβάστακτο, ενώ για έναν ευκατάστατο άμοιρο προβληματισμού. Ωστόσο, τα διοικητικά πρόστιμα δεν μπορεί να είναι αναλογικά», ξεκαθαρίζει.
Πρόστιμο, προσωπικά δεδομένα και κοινωνική διάκριση
Η κ. Φωτιάδου σημειώνει ότι «το πρόστιμο από μόνο του δεν είναι αντισυνταγματικό. Είναι ένας κλασικός τρόπος, όταν έχεις μία παράβαση νόμου, να βάζεις ένα πρόστιμο. Αυτό που πρέπει να δούμε, και δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα, είναι η διασταύρωση που θα γίνει ανάμεσα στα προσωπικά δεδομένα –που είναι προσωπικά δεδομένα υγείας– και στην ΑΑΔΕ. Ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί πώς θα γίνει αυτός ο συντονισμός. Είναι κάτι που θέλει πολλή προσοχή. Νομίζω ότι ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικών Δεδομένων επιτρέπει να γίνει χρήση των δεδομένων αυτών υγείας για σοβαρούς λόγους απειλής της δημόσιας υγείας. Όμως, από το να γίνει μια τέτοια χρήση μέχρι το να σου βάζουν πρόστιμο σε διασταύρωση με την ΑΑΔΕ, με την ηλικία σου και με το αν έχεις ή δεν έχεις εμβολιαστεί, είναι ένας συνδυασμός αρκετά προβληματικός. Πρέπει να δούμε πώς θα ξεκαθαρίσει. Και σίγουρα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο μέλλον από ό,τι τελικά θα λύσει».
Ο κ. Κοντιάδης επισημαίνει ότι «ο έχων, ο οποίος δεν υπολογίζει τα 100 ευρώ, θα υπολόγιζε πολύ περισσότερο κάποιους άλλους περιορισμούς. Θα τα πληρώνει και θα επαίρεται ότι δεν έχει εμβολιαστεί, διότι αυτό του επιβάλει η δική του συνείδηση, ή οι δικοί του φόβοι από ενδεχόμενες παρενέργειες. Και θα κυκλοφορεί ελεύθερα. Ο μη έχων θα υποχωρεί σε σχέση με αυτό που έχει ακολουθήσει όλο αυτό το διάστημα για λόγους συνειδησιακούς, για λόγους φόβου ή για λόγους ανορθολογισμού, και με τον φόβο του κατοστάρικου θα οδηγείται σε μια τέτοια υποχρεωτική επέμβαση στο σώμα του. Οπότε, βλέπουμε και μία κοινωνική διάκριση του συγκεκριμένου μέτρου».
Πολλά επιχειρήματα, εν κατακλείδι όμως...
Πολλά επιχειρήματα, αντικρουόμενες απόψεις, συμφωνίες, διαφωνίες. Ένας ανοικτός διάλογος, που μέρος του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στην πλατφόρμα Syntagma Watch (πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου), που φιλοξενεί περιεχόμενο επικεντρωμένο σε ζητήματα Συντάγματος και Δημοκρατίας.
Μια συζήτηση μεγάλη και δύσκολη, για την οποία η Βούλα Τσινόρεμα, Καθηγήτρια Σύγχρονης, Νεότερης Φιλοσοφίας και Βιοηθικής, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής, υπογραμμίζει ότι δεν θα τελειώσει εδώ. Μάλιστα, η ίδια εκτιμά ότι τώρα αρχίζει η μεγάλη συζήτηση καθώς έκανε την εμφάνισή της η νέα μετάλλαξη Όμικρον.
Υπόσχεται να συμμετάσχει εκτενώς στη συζήτηση, αλλά προσωρινά κρατώ τη «σταράτη» κουβέντα που είπε και η οποία θεωρώ ότι βρίσκεται στον πυρήνα του προβληματισμού σήμερα, εν μέσω πανδημίας και μεταλλάξεων: «Για να μπορείς να έχεις σώμα και αυτοδιάθεση, πρέπει να είσαι ζωντανός».
Η Μαρίνα Ρήγου είναι Επ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Δημοσιογράφος.