Για το μέλλον του ανθρώπινου είδους έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς πολλά ιδιαιτέρως ζοφερά ή, εναλλακτικά, υπεραισιόδοξα σενάρια.
Θα εξετάσουμε μερικά από τα πιο πρόσφατα σενάρια και αν αυτά δικαιολογούνται επιστημονικά.
Πάντως, το κρίσιμο ερώτημα είναι:
Με δεδομένες τις πολύ πρόσφατες βιοτεχνολογικές μας δυνατότητες, θα επιλέξουμε ή, ενδεχομένως, θα αναγκαστούμε να υπερβούμε τεχνολογικά τη μέχρι σήμερα απαραβίαστη βιολογική φύση μας, δηλαδή την αυτόνομη πραγμάτωση της ιδιαίτερης ταυτότητά μας;
Αν δηλαδή τελικά θα επιλέξουμε, ως είδος, την ήδη ορατή προοπτική της δημιουργίας -βάσει σχεδίου και συνειδητά- μετανθρώπινων πληθυσμών από υπερανθρώπους και υπανθρώπους.
Πρόκειται για ένα επίκαιρο και ιδιαίτερα καυτό βιοπολιτικό πρόβλημα, αφού ό,τι μέχρι πρόσφατα διαφοροποιούσε την ανθρώπινη ιστορία από τη βιολογική μας εξέλιξη ανήκει ήδη στο παρελθόν:
ο εργαστηριακός επανασχεδιασμός του γονιδιώματος, η τεχνητή επέκταση του προσδόκιμου ζωής και η «αναβάθμιση» του ανθρώπινου σώματος αποτελούν πλέον καθημερινές βιοϊατρικές πρακτικές.
Οπότε, η ανάπλαση της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελεί πια δυνατότητα αλλά μια εφικτή, αν και όχι ευκταία, βιοπολιτική επιλογή.
... ή αναπλάθοντας βιοτεχνολογικά την ανθρώπινη φύση
Σε πιο «αθώες» ιστορικές εποχές, οι άνθρωποι εναπόθεταν τις αγωνίες και τις ελπίδες τους για το μέλλον στη θεϊκή πρόνοια και βούληση και στις υπερφυσικές ικανότητες των «πεφωτισμένων» ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημεία.
Προφήτες και μάντεις διέθεταν υποτίθεται το χάρισμα να διαβάζουν και να μεταφράζουν «τα εσόμενα»: μπορούσαν δηλαδή να γνωρίζουν εκ των προτέρων, να προβλέπουν και, ενίοτε, να επηρεάζουν «μαγικά» τα ανθρώπινα πράγματα.
Στις μέρες μας, την πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων έχει αναλάβει ένα νέο επιστημονικό «ιερατείο» το οποίο ανακοινώνει τις βαρυσήμαντες επιστημονικές του προβλέψεις για το μέλλον σε συνέδρια, σε ειδικές επιτροπές και φυσικά στα ΜΜΕ.
Οι προβλεπτικές ικανότητες, όμως, της επιστήμης είναι περιορισμένες και συχνότατα αμφισβητήσιμες από τους εκπροσώπους άλλων επιστημονικών «ιερατείων».
Εξάλλου, όπως και κατά το μακρινό παρελθόν, οι σύγχρονοι επιστημονικοί «χρησμοί» είναι συνήθως διατυπωμένοι σε μια τόσο σκοτεινή γλώσσα, ώστε οι περισσότεροι κοινοί θνητοί είναι αδύνατον να την κατανοήσουν ή, ακόμη χειρότερα, κατανοούν ό,τι θέλουν.
Ομως, εδώ τελειώνουν και οι όποιες αναλογίες σχετικά με την κοινωνική λειτουργία των προβλέψεων στη Μαντική και την Επιστήμη.
Διότι, αντίθετα με τις προφητείες ή τις μαντικές προγνώσεις, οι επιστημονικές προβλέψεις δεν είναι συνήθως αυθαίρετες, ούτε και στηρίζονται σε θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά στη συλλογική έρευνα, τα πορίσματα τις οποίας δεν είναι θέσφατα αλλά μπορούν κάλλιστα να διαψευστούν ή να επαληθευτούν από άλλους επιστήμονες.
Προβλέποντας επιστημονικά
Με αλλά λόγια, οι όποιες προβλεπτικές ικανότητες της επιστήμης προκύπτουν από την επιστημονική μέθοδο και αποτελούν εμπειρικά ελέγξιμη γνώση.
Ετσι, όσο περισσότερα γνωρίζουμε για τα αίτια που διαμορφώνουν τη δομή ενός συστήματος και τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη δυναμική του τόσο πιο ακριβείς θα είναι και οι προβλεπτικές μας ικανότητες.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιστημονικές προβλέψεις σχετικά με τη δυναμική ή τη μελλοντική εξέλιξη των περισσότερων φυσικών φαινομένων δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται απόλυτες, επειδή δεν γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους και, επιπλέον, αγνοούμε τις αρχικές συνθήκες που δημιούργησαν τα παρατηρούμενα φαινόμενα.
Γι’ αυτό μας είναι τόσο δύσκολο ή και αδύνατον να προβλέπουμε κάποιους σεισμούς, τις πλανητικές κλιματικές ή οικολογικές αλλαγές που επιφέρουν οι δραστηριότητές μας, ή τη μελλοντική εξέλιξη ενός ζωικού είδους.
Από τις απαρχές της νεωτερικής εποχής μέχρι σήμερα, στο συλλογικό φαντασιακό των δυτικών κοινωνιών η επιστημονική έρευνα της πραγματικότητας έχει αξία και νόημα μόνο στο μέτρο που μας αποκαλύπτει τους «αιώνιους» και «αμετάβλητους» νόμους της φύσης, η γνώση των οποίων υποτίθεται ότι μας επιτρέπει να προβλέπουμε με ακρίβεια τα... μελλούμενα.
Δυστυχώς, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμη και η πλήρης γνώση των βασικών φυσικών νόμων δεν οδηγεί αυτομάτως -ούτε και κατ’ ανάγκην- σε ακριβείς προβλέψεις για το μέλλον!
Γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ιστορία όλων των επιστημών: από την κβαντική Φυσική μέχρι την Αστρονομία και από την Ιατρική μέχρι την εξελικτική Βιολογία.
Για να μη μιλήσουμε για την Κοινωνιολογία, την Οικονομία και την Ανθρωπολογία, για τις οποίες η δυνατότητα ακριβούς πρόβλεψης της μελλοντικής δυναμικής των φαινομένων που μελετούν παραμένει... ευσεβής πόθος.
Συνεπώς, όσο πολυπλοκότερο είναι ένα σύστημα τόσο πιο ανεπαρκής είναι η προβλεπτική μας ικανότητα, κάτι που οφείλουμε να το θυμόμαστε όταν μιλάμε για τη μελλοντική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης.
Δεν μπορούμε όμως και να αγνοήσουμε το γεγονός ότι, από τα μέσα του 20ού αιώνα, για την ανθρώπινη σκέψη αλλά κυρίως στην πράξη ο άνθρωπος όπως τον γνωρίζαμε είναι... υπό αίρεση. Ενώ παράλληλα, οι εντυπωσιακές εξελίξεις στην τεχνοεπιστήμη που στοχεύουν στην αναβάθμιση της ζωής των ανθρώπων καταλήγουν τελικά να επιταχύνουν την έλευση της μετανθρώπινης κατάστασης!
Για παράδειγμα, η αποκωδίκευση του DNA και η ταυτοποίηση των γονιδίων μας οδηγούν σχεδόν γραμμικά στη δυνατότητα επιλεκτικής τροποποίησης της γενετικής μας ταυτότητας, ενώ η βαθύτερη κατανόηση της δομής και της λειτουργίας του εγκεφάλου μας ανοίγει τον δρόμο όχι μόνο για τη θεραπεία πολλών νευροψυχολογικών παθήσεων αλλά και στην τεχνολογική χειραγώγηση του ανθρώπινου νου.
Σενάρια απανθρωποποίησης
Κατά το παρελθόν, οι πιο αισιόδοξοι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας προέβλεπαν τη μετεξέλιξή μας σε υπεράνθρωπους: οι άνθρωποι στο μέλλον θα γίνουν ψηλότεροι, δυνατότεροι, υγιέστεροι, εξυπνότεροι, πρακτικά τέλειοι.
Κάποιοι άλλοι, πιο απαισιόδοξοι, περιέγραφαν τον άνθρωπο του μέλλοντος ως βιοκυβερνητικό τερατάκι (Cyborg): με τεράστιο κεφάλι και ραχιτικό σώμα, γεμάτο με προθετικές ηλεκτρονικές συσκευές και τεχνητά μέλη.
Σήμερα, αυτές οι προβλέψεις φαντάζουν πολύ λιγότερο διασκεδαστικές ή φανταστικές απ’ ό,τι στο παρελθόν, αφού επαληθεύονται από τις πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις.
Καμία ανησυχία, υποστηρίζει ο Steve Jones, επιφανής Βρετανός γενετιστής στο University College του Λονδίνου: «Η εξέλιξη του ανθρώπου έχει ολοκληρωθεί, , έχει σταματήσει. Υστερα από ένα εκατομμύριο χρόνια ή και περισσότερο, θα έχουμε την ίδια εμφάνιση και τα ίδια χαρακτηριστικά που έχουμε σήμερα»!
Ο βασικός συλλογισμός του είναι αρκετά απλός, κάποιος θα έλεγε απλοϊκός: οι δυνάμεις που προάγουν και διαμορφώνουν την εξέλιξη κάθε ζωικού είδους, δηλαδή
(α) οι τυχαίες μεταλλάξεις στα γονίδια ενός πληθυσμού και
(β) η φυσική επιλογή για τις πιο κατάλληλες από αυτές, ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή προσαρμογή του πληθυσμού, οδηγούν αναπότρεπτα σε
(γ) σημαντικές εξελικτικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά ενός είδους.
Οπως όμως ισχυρίζεται ο Jones, αυτές ακριβώς οι δυνάμεις της εξέλιξης δεν παίζουν πια κάποιο σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή μας ως είδους και, ακριβέστερα, έχουν πλέον εκλείψει παντελώς.
Αν δεχτούμε ότι αυτό ισχύει -και απ’ όσα γνωρίζουμε δεν ισχύει- μια πιθανή επιβράδυνση της ανθρώπινης εξέλιξης θα έπρεπε, άραγε, να μας ευχαριστεί ή να μας καταθλίβει;
Προφανώς, η ιδέα μιας δήθεν παγιωμένης βιολογικά ανθρώπινης φύσης λειτουργεί καθησυχαστικά και παρηγορεί όσους δεν θα ήθελαν τα παιδιά τους ή τα παιδιά των παιδιών τους να μοιάζουν με τα απάνθρωπα φουτουριστικά τερατάκια που βλέπουμε στις ταινίες, ταυτόχρονα όμως θα ήταν εξαιρετικά απογοητευτικό το να γνωρίζουμε, εκ των προτέρων, ότι οι εξελικτικές δυνατότητες του είδους μας έχουν εξαντληθεί και πως καμία σημαντική αλλαγή δεν θα επέλθει στο μέλλον.
Δυστυχώς, το πρόβλημα δεν είναι ότι η βιολογική μας εξέλιξη προχωρά υπερβολικά αργά για τις ανάγκες μας, αλλά το ότι πλέον διαθέτουμε την απαραίτητη τεχνογνωσία για να την επιταχύνουμε και να την κατευθύνουμε προς νέες και εντελώς άγνωστες εξελικτικές διακλαδώσεις που μας φέρνουν πιο κοντά στην έλευση των... μετανθρώπων.
Γιατί όμως αυτή η προοπτική είναι ένα πρόβλημα;
Επειδή αυτό που διακυβεύεται με αυτές τις καινοφανείς βιοπολιτικές πρακτικές είναι η εγγενώς αυθόρμητη, η τυχαία και άρα η ελεύθερη από μικρόνοα ή ευτελή ιδιοτελή συμφέροντα εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης.
«Με τις επεμβάσεις στον ανθρώπινο γενετικό κώδικα η κυριάρχηση της φύσης μετατρέπεται σε μια πράξη αυτοκυρίευσης...», όπως γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας (J. Habermas) στο βιβλίο του «Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Scripta.
Με τον όρο «μετανθρώπινο» (Post-Human) προπαγανδίζεται η προοπτική της ανθρώπινης αυτομετεξέλιξης μέσω της νέας τεχνολογίας, οι εφαρμογές της οποίας φαίνεται να αμφισβητούν την ύπαρξη ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους και τις νέες «ευφυείς» μηχανές.
Κοινός παρονομαστής όλων των αναλύσεων σχετικά με «το μετανθρώπινο» είναι η κάθε άλλο παρά προφανής διαπίστωση ότι δεν υπάρχει (πλέον) καμία διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό ή στο βιολογικό και το μηχανικό.
Επομένως το ανθρώπινο είδος μπορεί και οφείλει να αποτολμήσει τη στοχευμένη τεχνολογικά αυτο-υπέρβαση των δήθεν ασφυκτικών βιολογικών του προδιαγραφών και επιτέλους να εισέλθει σε μια μεταδαρβινική εξελικτική πορεία, στην οποία υποτίθεται ότι ο ίδιος ο άνθρωπος θα καθορίζει «ελεύθερα» και «ορθολογικά» την ύπαρξή του.
Λησμονώντας ή παραβλέποντας σκοπίμως ότι η τεχνολογία, το βασικό μέσο απελευθέρωσης και δημιουργίας της μετανθρώπινης κατάστασης, είναι η ίδια το προϊόν της ανθρώπινης δημιουργικότητας και συνεπώς αντανακλά τους ιστορικούς περιορισμούς και τις νοητικές αδυναμίες του είδους μας. Και με αυτή την έννοια είναι «ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη»!
Από τη βιοπληροφορική μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και από την επεμβατική γενετική μέχρι τη βιοϊατρική, το διακύβευμα είναι η αυτονομία της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή η σχεδόν καθολική και συστηματική υποβάθμιση των βιολογικών, κοινωνικών και προσωπικών προϋποθέσεών της.
Η υπεράσπιση των κάθε άλλο παρά προφανών, σήμερα, «νεωτερικών» ιδεών της ισότητας και της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπινης ζωής τίθεται συστηματικά υπό αμφισβήτηση από τις μετανεωτερικές τεχνολογικές φαντασιώσεις περί «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης» των δυνατοτήτων του ανθρώπινου είδους.
Περί αυτο-μετεξέλιξης
Εξάλλου, η χρήση της τεχνολογίας δεν υπήρξε ποτέ κοινωνικά ουδέτερη ή αθώα, αντίθετα, υπήρξε ανέκαθεν ένα εργαλείο εξουσίας και κυριαρχίας πάνω στη φύση και τους ανθρώπους.
Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι, σήμερα, βρισκόμαστε απέναντι σε πρωτόγνωρη κατάσταση, σε μια ποιοτική μετάλλαξη ως προς τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της τεχνολογίας.
Από τη βιοπληροφορική μέχρι την
τεχνητή νοημοσύνη και από την επεμβατική γενετική μέχρι τη
βιοϊατρική, το διακύβευμα είναι η αυτονομία της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή η σχεδόν καθολική και συστηματική υποβάθμιση των βιολογικών, κοινωνικών και προσωπικών προϋποθέσεών της.
Η υπεράσπιση των κάθε άλλο παρά προφανών, σήμερα, «νεωτερικών» ιδεών της ισότητας και της αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπινης ζωής τίθεται συστηματικά υπό αμφισβήτηση από τις μετανεωτερικές τεχνολογικές φαντασιώσεις περί «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης» των δυνατοτήτων του ανθρώπινου είδους.
Οι τεχνολογικές φαντασιώσεις περί μετανθρώπινων τεχνολογικών παραδείσων, σε συνδυασμό με τη συστηματική απαξίωση των αξιών της ανθρώπινης ισότητας και ισονομίας, που θεωρούνται πλέον νεωτερικές «αυταπάτες», χρησιμεύουν ως δικαιολογίες για τη βιοτεχνολογική χειραγώγηση της ανθρώπινης φύσης.
Ο αυθαίρετα επιβεβλημένος διαχωρισμός της βιολογικής από την κοινωνική μας ζωή συνεπάγεται για μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού την αμφισβήτηση του δικαιώματός του στη ζωή.
Σε αυτή την αποφασιστική καμπή της ανθρώπινης περιπέτειας θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να ομολογήσουμε ότι δεν διαθέτουμε προφανείς και εύκολες πολιτικές-κοινωνικές λύσεις ούτε βέβαια «μαγικές» τεχνολογικές ή επιστημονικές συνταγές για την έξοδο από την πλανητική κρίση που οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει.
Ωστόσο, μπορούμε ακόμη να αποφασίσουμε τι είδους βιοπολιτική μπορεί να εγγυηθεί όχι μόνο ένα «βιώσιμο», αλλά και ένα «ανθρώπινο» μέλλον.
efsyn.gr