Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι' αυτόν, τον Μαυροκορδάτο, ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ' όλους τούς Φαναριώτες, πού ήρθανε στήν Ελλάδα.Η δίκη τού Γεώργιου Καραϊσκάκη στις αρχές Απριλίου 1824
Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά "τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε".
Στο επαναστατημένο Μεσολόγγι κουμάντο έκανε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αρχηγός του αγγλικού κόμματος.
“Τεσσαρομάτη” τον έλεγε ο Καραϊσκάκης, επειδή φορούσε γυαλιά.
Ο Καραϊσκάκη, ήταν μεγάλο εμπόδιο για τα προδοτικά σχέδια του Μαυροκορδάτου!
Γι’ αυτό του έκανε τη ζωή δύσκολη με τις διαταγές του.
Όταν είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτα, αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά τήν διάρκεια τού φθινοπώρου τού 1823, υπέφερε από τό χτικιό καί είχε αποσυρθεί από τήν ενεργό δράση.
Προκειμένου νά αποθεραπευθεί πλήρως, εγκατέλειψε τό μοναστήρι τού Προυσσού καί πήγε στήν Κεφαλλονιά όπου διέμεινε μερικούς μήνες.
Στά Επτάνησα εκείνη τήν περίοδο είχαν συρρεύσει χιλιάδες πρόσφυγες από τήν Δυτική Στερεά, κυρίως γυναικόπαιδα, πού ζούσαν στά όρια τής ανέχειας.
Ο "Γιός τής Καλόγριας" είχε αφήσει στή θέση του στον Αντώνη Ζαραλή για να συντηρεί τά στρατιωτικά του τμήματα μέχρι νά επανέλθει ο ίδιος στήν ενεργό δράση.
Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από τό Αργοστόλι γιά τήν Ιθάκη προκειμένου νά συναντήσει τήν οικογένειά του.
Στό πλοίο είχε συνταξιδιώτη του τόν Άγγλο γιατρό Julius Millingen, ο οποίος ταξίδευε γιά τό Μεσολόγγι.
Ο Καραϊσκάκης ποτέ δεν έκρυψε τήν περιφρόνησή του πρός τήν κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου πού στήριζε όλους αυτούς τούς καπετάνιους, στήν προσπάθειά του νά επιβληθεί σάν πολιτικός αρχηγός στήν Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης, μόλις συνήλθε από τήν αρρώστεια του, εγκατέλειψε τήν Ιθάκη καί πήγε στό Μεσολόγγι όπου ζήτησε από τόν Μαυροκορδάτο νά διορισθεί αρχηγός τών ελληνικών όπλων τής επαρχίας των Αγράφων, ενώ τού κατήγγειλε και τη δολοφονία στρατιωτών του από τούς αντίπαλους οπλαρχηγούς πού είχαν καταπατήσει το βιλαέτι του.
Ο Μαυροκορδάτος, πού ευνοούσε τον Ράγκο, όχι μόνο δεν δέχθηκε, αλλά κρυφά καί υποχθόνια οργάνωσε σχέδιο γιά νά μπορέσει νά απαλλαγεί από τον ενοχλητικό και απρόβλεπτο Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, όπως είχε απαλλαγεί καί από τόν Βαρνακιώτη.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετωπίστηκε από τον Μαυροκορδάτο υποτιμητικά καί έτσι αυτός πικραμένος αναχώρησε γιά τό Αιτωλικό, όπου συνάντησε τον Κίτσο Τζαβέλα, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος μέ τόν Φαναριώτη πολιτικό.
Ενώ ο Κωνσταντίνος Μεταξάς είχε προσπαθήσει νά συμφιλιώσει τούς οπλαρχηγούς μεταξύ τους, ο Μαυροκορδάτος πού τον αντικατέστησε, έκανε το πάν για να τούς διασπείρει το φθόνο και τη διχόνοια.
Οι ραδιουργίες του είχαν προκαλέσει τό μίσος ανάμεσα στούς σημαντικότερους οπλαρχηγούς τής Δυτικής Στερεάς.
Σέ μία περίπτωση, ο οξύθυμος Καραϊσκάκης, σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη, εξύβρισε άσχημα τόν Νότη Μπότσαρη καί τόν Νικολό Στουρνάρη, όταν τόν συνάντησαν στό Αιτωλικό, επειδή δέχονταν εντολές από "τό τσογλάνι τού Ρεΐζ εφέντη, τόν τεσσαρομάτη Μαυροκορδάτο".
Εκείνη τήν περίοδο έγιναν ταυτόχρονα στή Ρούμελη δύο πολεμικά γεγονότα.
Ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε από τά Ιωάννινα στήν Άρτα μέ 3000 άνδρες, ενώ 300 Τούρκοι ιππείς επιχείρησαν νά επιτεθούν από τή Ναύπακτο στό Μεσολόγγι.
Οι Έλληνες όμως πού φύλαγαν τήν Κακιά Σκάλα στήν Κλόκοβα/Παληοβούνα τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν.
Η αφορμή δόθηκε στόν Μαυροκορδάτο γιά νά στήσει τό κατηγορητήριο κατά τού Καραϊσκάκη, ο οποίος γινόταν όλο καί περισσότερο ενοχλητικός, αφού πρίν από μερικές ημέρες, ο ορεσίβιος αρματολός είχε περάσει στό Μεσολόγγι μέ μερικούς άνδρες του, είχε καταλάβει τή νησίδα Βασιλάδι καί είχε συλλάβει τρείς Μεσολογγίτες προκρίτους.
Αιτία τής συμπεριφοράς του αυτής ήταν ο άγριος ξυλοδαρμός τού ανηψιού του Ψαρογιαννόπουλου από Μεσολογγίτες κατοίκους.
Ο Μαυροκορδάτος αντέδρασε ταχύτατα.
Κάλεσε τούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη,
Νικόλαο Στουρνάρη,
Γεώργιο Τσόγκα καί Δημήτριο Μακρή, οι οποίοι μέ 1500 άνδρες έδιωξαν τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη από τό Μεσολόγγι.
Μέ αυτή τήν πολυάριθμη δύναμη παρά τώ πλευρώ του, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε τόν Καραϊσκάκη κατηγορώντας τόν γιά εσχάτη προδοσία.
Ο "εκλαμπρότατος πρίγκηψ" στήριξε τό κατηγορητήριο στήν κατάθεση τού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καραϊσκάκης τόν έστειλε στά Ιωάννινα γιά νά ειδοποιήσει τόν Ομέρ Βρυώνη νά σπεύσει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό.
Η δίκη στό Αιτωλικό
Η δίκη παρωδία τού Καραϊσκάκη έγινε στήν εκκλησία τής Παναγίας στό Αιτωλικό, τήν 1η Απριλίου 1824 καί κύριο στοιχείο τής κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Ομέρ Βρυώνη, προκειμένου νά τόν διευκολύνει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό!
Σέ αντάλλαγμα ο Έλληνας οπλαρχηγός θά ελάμβανε τό αρματολίκι τών Αγράφων.
Η αλληλογραφία μεταξύ τού Ομέρ Βρυώνη καί τών Ελλήνων καπεταναίων ήταν ένα συχνό γιά τήν εποχή φαινόμενο, καθώς οι Έλληνες ήλπιζαν σέ πιθανή συνεργασία μέ τόν Αλβανό πασά, ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες καί βρισκόταν σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο.
Ένα ελληνοαλβανικό κράτος πού θά προέκυπτε μέ τήν αποτίναξη τής οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα σχέδιο πού τό συζητούσαν οι Έλληνες από τήν εποχή τού Αλή πασά.
Ο Μαυροκορδάτος όμως ήθελε από ότι φαίνεται νεκρό τόν Καραϊσκάκη καί μάλιστα πηγές τής εποχής τόν φέρνουν νά έχει πεί:"Μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος.
Η φθίσις του έφθασεν ως τόν τρίτον βαθμόν. Ίσως ο Θεός μάς απαλλάξει από αυτόν."
Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι' αυτόν, τον Μαυροκορδάτο, ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ' όλους τούς Φαναριώτες, πού ήρθανε στήν Ελλάδα.
Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά "τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε".
Στίς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε τό στρατοδικείο.
Το κατηγορητήριο δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", η οποία ήταν όργανο τού Μαυροκορδάτου.
Ο Μαυροκορδάτος όρισε σάν δημόσιο κατήγορο και πρόεδρο τον Δεσπότη Άρτας Πορφύριο, ο οποίος και κάθεται επί θρόνου - και ναι, είναι αυτός που δέκα περίπου μήνες πριν προκάλεσε την οργή του Κολοκοτρώνη και άκουσε από τον θρυλικό Γέρο, μεταξύ άλλων, και τα εξής: "...και μη μου βροντάς εμένα, παπά, το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι..."
Και σε ‘κείνη την περίπτωση ο Πορφύριος λειτουργούσε ως τσιράκι του Μαυροκορδάτου ρίχνοντας τη νόμιμη κυβέρνηση, για να ξαναφέρει τον Φαναριώτη στην εξουσία.
Όταν είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτα, αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά τήν διάρκεια τού φθινοπώρου τού 1823, υπέφερε από τό χτικιό καί είχε αποσυρθεί από τήν ενεργό δράση.
Προκειμένου νά αποθεραπευθεί πλήρως, εγκατέλειψε τό μοναστήρι τού Προυσσού καί πήγε στήν Κεφαλλονιά όπου διέμεινε μερικούς μήνες.
Στά Επτάνησα εκείνη τήν περίοδο είχαν συρρεύσει χιλιάδες πρόσφυγες από τήν Δυτική Στερεά, κυρίως γυναικόπαιδα, πού ζούσαν στά όρια τής ανέχειας.
Ο "Γιός τής Καλόγριας" είχε αφήσει στή θέση του στον Αντώνη Ζαραλή για να συντηρεί τά στρατιωτικά του τμήματα μέχρι νά επανέλθει ο ίδιος στήν ενεργό δράση.
Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από τό Αργοστόλι γιά τήν Ιθάκη προκειμένου νά συναντήσει τήν οικογένειά του.
Στό πλοίο είχε συνταξιδιώτη του τόν Άγγλο γιατρό Julius Millingen, ο οποίος ταξίδευε γιά τό Μεσολόγγι.
Ο Καραϊσκάκης ποτέ δεν έκρυψε τήν περιφρόνησή του πρός τήν κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου πού στήριζε όλους αυτούς τούς καπετάνιους, στήν προσπάθειά του νά επιβληθεί σάν πολιτικός αρχηγός στήν Ελλάδα.
Ο Καραϊσκάκης, μόλις συνήλθε από τήν αρρώστεια του, εγκατέλειψε τήν Ιθάκη καί πήγε στό Μεσολόγγι όπου ζήτησε από τόν Μαυροκορδάτο νά διορισθεί αρχηγός τών ελληνικών όπλων τής επαρχίας των Αγράφων, ενώ τού κατήγγειλε και τη δολοφονία στρατιωτών του από τούς αντίπαλους οπλαρχηγούς πού είχαν καταπατήσει το βιλαέτι του.
Ο Μαυροκορδάτος, πού ευνοούσε τον Ράγκο, όχι μόνο δεν δέχθηκε, αλλά κρυφά καί υποχθόνια οργάνωσε σχέδιο γιά νά μπορέσει νά απαλλαγεί από τον ενοχλητικό και απρόβλεπτο Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, όπως είχε απαλλαγεί καί από τόν Βαρνακιώτη.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετωπίστηκε από τον Μαυροκορδάτο υποτιμητικά καί έτσι αυτός πικραμένος αναχώρησε γιά τό Αιτωλικό, όπου συνάντησε τον Κίτσο Τζαβέλα, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος μέ τόν Φαναριώτη πολιτικό.
Ενώ ο Κωνσταντίνος Μεταξάς είχε προσπαθήσει νά συμφιλιώσει τούς οπλαρχηγούς μεταξύ τους, ο Μαυροκορδάτος πού τον αντικατέστησε, έκανε το πάν για να τούς διασπείρει το φθόνο και τη διχόνοια.
Οι ραδιουργίες του είχαν προκαλέσει τό μίσος ανάμεσα στούς σημαντικότερους οπλαρχηγούς τής Δυτικής Στερεάς.
Σέ μία περίπτωση, ο οξύθυμος Καραϊσκάκης, σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη, εξύβρισε άσχημα τόν Νότη Μπότσαρη καί τόν Νικολό Στουρνάρη, όταν τόν συνάντησαν στό Αιτωλικό, επειδή δέχονταν εντολές από "τό τσογλάνι τού Ρεΐζ εφέντη, τόν τεσσαρομάτη Μαυροκορδάτο".
Εκείνη τήν περίοδο έγιναν ταυτόχρονα στή Ρούμελη δύο πολεμικά γεγονότα.
Ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε από τά Ιωάννινα στήν Άρτα μέ 3000 άνδρες, ενώ 300 Τούρκοι ιππείς επιχείρησαν νά επιτεθούν από τή Ναύπακτο στό Μεσολόγγι.
Οι Έλληνες όμως πού φύλαγαν τήν Κακιά Σκάλα στήν Κλόκοβα/Παληοβούνα τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν.
Η αφορμή δόθηκε στόν Μαυροκορδάτο γιά νά στήσει τό κατηγορητήριο κατά τού Καραϊσκάκη, ο οποίος γινόταν όλο καί περισσότερο ενοχλητικός, αφού πρίν από μερικές ημέρες, ο ορεσίβιος αρματολός είχε περάσει στό Μεσολόγγι μέ μερικούς άνδρες του, είχε καταλάβει τή νησίδα Βασιλάδι καί είχε συλλάβει τρείς Μεσολογγίτες προκρίτους.
Αιτία τής συμπεριφοράς του αυτής ήταν ο άγριος ξυλοδαρμός τού ανηψιού του Ψαρογιαννόπουλου από Μεσολογγίτες κατοίκους.
Ο Μαυροκορδάτος αντέδρασε ταχύτατα.
Κάλεσε τούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη,
Νικόλαο Στουρνάρη,
Γεώργιο Τσόγκα καί Δημήτριο Μακρή, οι οποίοι μέ 1500 άνδρες έδιωξαν τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη από τό Μεσολόγγι.
Μέ αυτή τήν πολυάριθμη δύναμη παρά τώ πλευρώ του, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε τόν Καραϊσκάκη κατηγορώντας τόν γιά εσχάτη προδοσία.
Ο "εκλαμπρότατος πρίγκηψ" στήριξε τό κατηγορητήριο στήν κατάθεση τού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καραϊσκάκης τόν έστειλε στά Ιωάννινα γιά νά ειδοποιήσει τόν Ομέρ Βρυώνη νά σπεύσει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό.
Η δίκη στό Αιτωλικό
Η δίκη παρωδία τού Καραϊσκάκη έγινε στήν εκκλησία τής Παναγίας στό Αιτωλικό, τήν 1η Απριλίου 1824 καί κύριο στοιχείο τής κατηγορίας ήταν ότι ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Ομέρ Βρυώνη, προκειμένου νά τόν διευκολύνει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό!
Σέ αντάλλαγμα ο Έλληνας οπλαρχηγός θά ελάμβανε τό αρματολίκι τών Αγράφων.
Η αλληλογραφία μεταξύ τού Ομέρ Βρυώνη καί τών Ελλήνων καπεταναίων ήταν ένα συχνό γιά τήν εποχή φαινόμενο, καθώς οι Έλληνες ήλπιζαν σέ πιθανή συνεργασία μέ τόν Αλβανό πασά, ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες καί βρισκόταν σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο.
Ένα ελληνοαλβανικό κράτος πού θά προέκυπτε μέ τήν αποτίναξη τής οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα σχέδιο πού τό συζητούσαν οι Έλληνες από τήν εποχή τού Αλή πασά.
Ο Μαυροκορδάτος όμως ήθελε από ότι φαίνεται νεκρό τόν Καραϊσκάκη καί μάλιστα πηγές τής εποχής τόν φέρνουν νά έχει πεί:"Μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος.
Η φθίσις του έφθασεν ως τόν τρίτον βαθμόν. Ίσως ο Θεός μάς απαλλάξει από αυτόν."
Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι' αυτόν, τον Μαυροκορδάτο, ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ' όλους τούς Φαναριώτες, πού ήρθανε στήν Ελλάδα.
Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά "τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε".
Στίς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε τό στρατοδικείο.
Το κατηγορητήριο δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", η οποία ήταν όργανο τού Μαυροκορδάτου.
Ο Μαυροκορδάτος όρισε σάν δημόσιο κατήγορο και πρόεδρο τον Δεσπότη Άρτας Πορφύριο, ο οποίος και κάθεται επί θρόνου - και ναι, είναι αυτός που δέκα περίπου μήνες πριν προκάλεσε την οργή του Κολοκοτρώνη και άκουσε από τον θρυλικό Γέρο, μεταξύ άλλων, και τα εξής: "...και μη μου βροντάς εμένα, παπά, το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι..."
Και σε ‘κείνη την περίπτωση ο Πορφύριος λειτουργούσε ως τσιράκι του Μαυροκορδάτου ρίχνοντας τη νόμιμη κυβέρνηση, για να ξαναφέρει τον Φαναριώτη στην εξουσία.
Και να που τον έφερε... -
Γύρω από τον Δεσπότη οι "Κριτές".,
κάποιοι αγράμματοι,
άξεστοι και αδαείς "στρατηγοί", "χιλίαρχοι" και καπεταναίοι, όλοι τους υποτακτικοί του Μαυροκορδάτου.
Παρόντες οι Νότης Μπότσαρης,
Νικόλαος Στουρνάρης,
Γεώργιος Τσόγκας,
Δήμος Σκαλτσάς,
Αλέξιος Βλαχόπουλος,
Δημήτριος Μακρής,
Γιαννάκης Γιολδάσης,
Γρηγόριος Λιακατάς,
Αναγνώστης Καραγιάννης,
Γιαννάκης Σουλτάνης,
Τάτσης Μαγγίνας,
Πάνος Γαλάνης καί Στάθης Κατσαρός.και οι απαραίτητοι ψευδομάρτυρες, με κυριότερο τον Κώστα Βουλπιώτη,
Έπιασαν τα στασίδια και περίμεναν.
Τα πάντα έχουν συντονιστεί από καιρό.
Κι ο Μαυροκορδάτος έχει επενδύσει πάνω σε μια τέτοια σύνθεση.
Οι κατηγορίες πολλές και δεινές.
"Ο Καραϊσκάκης πήγε με τους Τούρκους, πρόδωσε το Έθνος", και ναι, θα φέρουν ατράνταχτες αποδείξεις οι μάρτυρες και ειδικά ο Βουλπιώτης!
Τι διάολο, δε θα μπορέσουν να τον καταδικάσουν;
Τόση προετοιμασία έχουν κάνει.
Εξάλλου ήλπιζαν ότι η δίκη θα γίνει ερήμην του Καραϊσκάκη, διότι δεν πίστευαν ότι θα παρουσιαστεί ύστερα από τέτοιες κατηγορίες...
Γύρω από τον Δεσπότη οι "Κριτές".,
κάποιοι αγράμματοι,
άξεστοι και αδαείς "στρατηγοί", "χιλίαρχοι" και καπεταναίοι, όλοι τους υποτακτικοί του Μαυροκορδάτου.
Παρόντες οι Νότης Μπότσαρης,
Νικόλαος Στουρνάρης,
Γεώργιος Τσόγκας,
Δήμος Σκαλτσάς,
Αλέξιος Βλαχόπουλος,
Δημήτριος Μακρής,
Γιαννάκης Γιολδάσης,
Γρηγόριος Λιακατάς,
Αναγνώστης Καραγιάννης,
Γιαννάκης Σουλτάνης,
Τάτσης Μαγγίνας,
Πάνος Γαλάνης καί Στάθης Κατσαρός.και οι απαραίτητοι ψευδομάρτυρες, με κυριότερο τον Κώστα Βουλπιώτη,
Έπιασαν τα στασίδια και περίμεναν.
Τα πάντα έχουν συντονιστεί από καιρό.
Κι ο Μαυροκορδάτος έχει επενδύσει πάνω σε μια τέτοια σύνθεση.
Οι κατηγορίες πολλές και δεινές.
"Ο Καραϊσκάκης πήγε με τους Τούρκους, πρόδωσε το Έθνος", και ναι, θα φέρουν ατράνταχτες αποδείξεις οι μάρτυρες και ειδικά ο Βουλπιώτης!
Τι διάολο, δε θα μπορέσουν να τον καταδικάσουν;
Τόση προετοιμασία έχουν κάνει.
Εξάλλου ήλπιζαν ότι η δίκη θα γίνει ερήμην του Καραϊσκάκη, διότι δεν πίστευαν ότι θα παρουσιαστεί ύστερα από τέτοιες κατηγορίες...
Τους απογοήτευσε όμως και τους ξάφνιασε.
Ήρθε, παρά το ότι τον έκαιγε η αρρώστια του, και μάλιστα οπλισμένος σαν αστακός.
Γνώριζε ο Καραϊσκάκης, δεν ήταν κάποιος ανίδεος και ανόητος, έτσι πρώτα έζωσε το Μεσολόγγι με τους πολεμιστές του και μετά φρόντισε πάνω από το μισό ακροατήριο να αποτελείται από τα πρωτοπαλίκαρά του, μαζί τους και ο Κίτσος Τζαβέλας, που περίμεναν ένα νεύμα του καπετάνιου τους για να βγάλουν την κουμπούρα που είχαν κάτω από τη φουστανέλα τους.
Ήρθε, παρά το ότι τον έκαιγε η αρρώστια του, και μάλιστα οπλισμένος σαν αστακός.
Γνώριζε ο Καραϊσκάκης, δεν ήταν κάποιος ανίδεος και ανόητος, έτσι πρώτα έζωσε το Μεσολόγγι με τους πολεμιστές του και μετά φρόντισε πάνω από το μισό ακροατήριο να αποτελείται από τα πρωτοπαλίκαρά του, μαζί τους και ο Κίτσος Τζαβέλας, που περίμεναν ένα νεύμα του καπετάνιου τους για να βγάλουν την κουμπούρα που είχαν κάτω από τη φουστανέλα τους.
Γνώριζε ο Καραϊσκάκης, πως αν φυγοδικούσε, θα φαινόταν στα μάτια των συμπατριωτών του ότι ομολογεί την κατηγορία.
Δεν ήταν ανόητος.
Ήξερε τι τον περίμενε.
Γνώριζε πως η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν πιασμένη από τον Μαυροκορδάτο που τη διόρισε και την είχε έτοιμη την απόφαση.
Ποια απόφαση;
Μα, κατηγορία για εσχάτη προδοσία σε περίοδο πολέμου!
Κι άρχισε το πανηγύρι.
Οι δικαστές κατάλαβαν.
Έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, έτρεμε η φωνή τους, τους έπεφταν τα χαρτιά από τα χέρια και κυρίως ρωτούσαν άσχετα.
Ο Καραϊσκάκης σα να μη συνέβαινε τίποτα απαντούσε ακόμα πιο άσχετα.
Πέρασαν ώρες πολλές και η δίκη είχε βαλτώσει.
Αφού είδαν κι απόειδαν οι μαυροκορδατικοί έδωσαν το λόγο στον Μεγαπάνου.
Ούτε σ’ αυτόν απέδωσε σεβασμό ο Καραϊσκάκης.
Αντί με το κανονικό του όνομα τον αποκαλούσε “κύρ - Πάνο”.
Ο Κασομούλης που ήταν παρών μάς διέσωσε τα όσα ακολούθησαν.
Ο Καραϊσκάκης προσκύνησε τις εικόνες και όπως στάθηκε στη μέση της εκκλησίας τους ρώτησε:
- Πέστε μου, ορθός να σταθώ ή να κάτσω;
- Κάτσε, γιατί είσαι άρρωστος...Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης.
Του έδωσαν μάλιστα και προσκέφαλο και κάθισε κατάχαμα πάνω σ’ αυτό.
Αμέσως ο Πορφύριος άρχισε να εξαπολύει τις κατηγορίες και τέλειωσε ως εξής: ...οι λόγοι σου και όλες οι πράξεις σου σε έφεραν ως το κριτήριο τούτο.
Λοιπόν, τι απολογίαν έχεις εις όλας αυτάς τας κατηγορίας;
Καραϊσκάκης : Απ’ όλα αυτά που με κατηγοράνε είδηση δεν έχω... Το κριτήριο ας εξετάσει τον Βουλπιώτη, κι εγώ ό,τι και να πάθω απ’ τις μαρτυρίες του – και θάνατο και παλούκι – το δέχομαι μετά χαράς.
Πετάγεται ο έπαρχος Σούτσος και βεβαιώνει και προφορικά έχει ψεύτικο χαρτί που έγραφε ότι ο Καραϊσκάκης τούς είχε πει ότι ήρθε σε συνεννόηση με κάποιους πασάδες, ακούστηκαν και τα ονόματά τους και ότι το Μεσολόγγι θα χαθεί.
Ο Καραϊσκάκης γυρνάει τότε και ρωτάει τον Σούτσο:
Ο Καραϊσκάκης: Εγώ, μωρέ, σου τα είπα αυτά;
Σούτσος: Μάλιστα.
Εν συνεχεία πήρε τον λόγο ο Στουρνάρας δείχνοντας μάλλον ευνοϊκή διάθεση προς τον Καραϊσκάκη, αν και ήταν πολέμιός του.
Ο Καραϊσκάκης τον κοίταξε με συμπάθεια.
Ακολούθησε όμως έτερος "στρατοδίκης", ο Γρηγόρης Λιακατάς που με τα λόγια του εξόργισε τον κατηγορούμενο, που άφησε την πίκρα του να ξεχειλίσει!
Κρατήθηκε όμως και είπε:
Καραϊσκάκης : Αν βάλετε θεμέλιο στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω, δεν γλιτώνω...
Αυτή του η τοποθέτηση έδωσε αφορμή, για να πάρει τον λόγο άλλος "στρατοδίκης", ο μεγαλοκοτζάμπασης της Ρούμελης Πάνος Γαλάνης/Μεγαπάνος.
Γενικά ο Καραϊσκάκης αντιμετώπισε ειρωνικά καί μέ αστειολογία τίς κατηγορίες τού Μεγαπάνου.
Γαλάνης Μεγαπάνου: "Βρέ ηξεύρομεν Καραϊσκάκη, όπου λέγεις όλο λόγια, μά διατί τά λέγης έτζι;"
Καραϊσκάκης: "Τό έχω χούι κύρ - Πάνο."
Γαλάνης Μεγαπάνου: "Μά γιατί νά τό έχης αυτό τό χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;" - ήταν 42 -
Καραϊσκάκης: "Άμ δέν ημπορώ νά τό κόψω τώρα, κύρ Πάνο.
Καί σύ, κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μά τό χούι δέν τ' αφήνεις νά γαμής - και δε με ακούς" - και ήταν αλήθεια καθώς οι φήμες έλεγαν ότι ο Μεγαπάνου συνέχιζε και σ’ αυτή την ηλικία να είναι μπερμπάντης.
Η στάση του Καραϊσκάκη πείραξε και τον στρατοδίκη καπετάν Γρηγόρη Λιακατά και όπως γράφει στην ιστορική Ανθολογία του ο Βλαχογιάννης ο διάλογος συνεχίζεται:
Λιακατάς: τι κουνιέσαι έτσι καπετά Γιώργη? δεν ξέρεις πως εμείς μπορούμε να σου κόψουμε το κεφάλι?
Καραϊσκάκης: και συ δε μαζώνεις τη γυναίκα σου καπετάν Γρηγόρη!
...και επεμβαίνει πάλι στο διάλογο ο γέρο-Μεγαπάνου που το χούι του τον "υποχρέωνε" να έχει ευκολόλυτη τη βρακοζώνα του
Μεγαπάνου: αϊ καπετάν Γιώργη, δεν δένεις λίγο τη γλώσσα σου...
Καραϊσκάκης: δέσε και του λόγου σου τη βρακοζώνα σου και γω δένω τη γλώσσα μου!
Η συμπεριφορά τού υπόδικου χαλάρωσε τήν ένταση καί έφερε πολλούς δικαστές μέ τό μέρος του.
Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε ως ψευδομάρτυρας.
Δεν ήταν ανόητος.
Ήξερε τι τον περίμενε.
Γνώριζε πως η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν πιασμένη από τον Μαυροκορδάτο που τη διόρισε και την είχε έτοιμη την απόφαση.
Ποια απόφαση;
Μα, κατηγορία για εσχάτη προδοσία σε περίοδο πολέμου!
Κι άρχισε το πανηγύρι.
Οι δικαστές κατάλαβαν.
Έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, έτρεμε η φωνή τους, τους έπεφταν τα χαρτιά από τα χέρια και κυρίως ρωτούσαν άσχετα.
Ο Καραϊσκάκης σα να μη συνέβαινε τίποτα απαντούσε ακόμα πιο άσχετα.
Πέρασαν ώρες πολλές και η δίκη είχε βαλτώσει.
Αφού είδαν κι απόειδαν οι μαυροκορδατικοί έδωσαν το λόγο στον Μεγαπάνου.
Ούτε σ’ αυτόν απέδωσε σεβασμό ο Καραϊσκάκης.
Αντί με το κανονικό του όνομα τον αποκαλούσε “κύρ - Πάνο”.
Ο Κασομούλης που ήταν παρών μάς διέσωσε τα όσα ακολούθησαν.
Ο Καραϊσκάκης προσκύνησε τις εικόνες και όπως στάθηκε στη μέση της εκκλησίας τους ρώτησε:
- Πέστε μου, ορθός να σταθώ ή να κάτσω;
- Κάτσε, γιατί είσαι άρρωστος...Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης.
Του έδωσαν μάλιστα και προσκέφαλο και κάθισε κατάχαμα πάνω σ’ αυτό.
Αμέσως ο Πορφύριος άρχισε να εξαπολύει τις κατηγορίες και τέλειωσε ως εξής: ...οι λόγοι σου και όλες οι πράξεις σου σε έφεραν ως το κριτήριο τούτο.
Λοιπόν, τι απολογίαν έχεις εις όλας αυτάς τας κατηγορίας;
Καραϊσκάκης : Απ’ όλα αυτά που με κατηγοράνε είδηση δεν έχω... Το κριτήριο ας εξετάσει τον Βουλπιώτη, κι εγώ ό,τι και να πάθω απ’ τις μαρτυρίες του – και θάνατο και παλούκι – το δέχομαι μετά χαράς.
Πετάγεται ο έπαρχος Σούτσος και βεβαιώνει και προφορικά έχει ψεύτικο χαρτί που έγραφε ότι ο Καραϊσκάκης τούς είχε πει ότι ήρθε σε συνεννόηση με κάποιους πασάδες, ακούστηκαν και τα ονόματά τους και ότι το Μεσολόγγι θα χαθεί.
Ο Καραϊσκάκης γυρνάει τότε και ρωτάει τον Σούτσο:
Ο Καραϊσκάκης: Εγώ, μωρέ, σου τα είπα αυτά;
Σούτσος: Μάλιστα.
Εν συνεχεία πήρε τον λόγο ο Στουρνάρας δείχνοντας μάλλον ευνοϊκή διάθεση προς τον Καραϊσκάκη, αν και ήταν πολέμιός του.
Ο Καραϊσκάκης τον κοίταξε με συμπάθεια.
Ακολούθησε όμως έτερος "στρατοδίκης", ο Γρηγόρης Λιακατάς που με τα λόγια του εξόργισε τον κατηγορούμενο, που άφησε την πίκρα του να ξεχειλίσει!
Κρατήθηκε όμως και είπε:
Καραϊσκάκης : Αν βάλετε θεμέλιο στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω, δεν γλιτώνω...
Αυτή του η τοποθέτηση έδωσε αφορμή, για να πάρει τον λόγο άλλος "στρατοδίκης", ο μεγαλοκοτζάμπασης της Ρούμελης Πάνος Γαλάνης/Μεγαπάνος.
Γενικά ο Καραϊσκάκης αντιμετώπισε ειρωνικά καί μέ αστειολογία τίς κατηγορίες τού Μεγαπάνου.
Γαλάνης Μεγαπάνου: "Βρέ ηξεύρομεν Καραϊσκάκη, όπου λέγεις όλο λόγια, μά διατί τά λέγης έτζι;"
Καραϊσκάκης: "Τό έχω χούι κύρ - Πάνο."
Γαλάνης Μεγαπάνου: "Μά γιατί νά τό έχης αυτό τό χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;" - ήταν 42 -
Καραϊσκάκης: "Άμ δέν ημπορώ νά τό κόψω τώρα, κύρ Πάνο.
Καί σύ, κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μά τό χούι δέν τ' αφήνεις νά γαμής - και δε με ακούς" - και ήταν αλήθεια καθώς οι φήμες έλεγαν ότι ο Μεγαπάνου συνέχιζε και σ’ αυτή την ηλικία να είναι μπερμπάντης.
Η στάση του Καραϊσκάκη πείραξε και τον στρατοδίκη καπετάν Γρηγόρη Λιακατά και όπως γράφει στην ιστορική Ανθολογία του ο Βλαχογιάννης ο διάλογος συνεχίζεται:
Λιακατάς: τι κουνιέσαι έτσι καπετά Γιώργη? δεν ξέρεις πως εμείς μπορούμε να σου κόψουμε το κεφάλι?
Καραϊσκάκης: και συ δε μαζώνεις τη γυναίκα σου καπετάν Γρηγόρη!
...και επεμβαίνει πάλι στο διάλογο ο γέρο-Μεγαπάνου που το χούι του τον "υποχρέωνε" να έχει ευκολόλυτη τη βρακοζώνα του
Μεγαπάνου: αϊ καπετάν Γιώργη, δεν δένεις λίγο τη γλώσσα σου...
Καραϊσκάκης: δέσε και του λόγου σου τη βρακοζώνα σου και γω δένω τη γλώσσα μου!
Η συμπεριφορά τού υπόδικου χαλάρωσε τήν ένταση καί έφερε πολλούς δικαστές μέ τό μέρος του.
Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε ως ψευδομάρτυρας.
Και ο Κίτσος Τζαβέλας, σηκώθηκε οργισμένος καί φώναξε:
- "Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε να βάψωμεν τά χέρια μας εις τό αίμα τού αθώου Καραϊσκάκη μέ τίς ψευδείς εξομολογήσεις τού ψευτοβουλπιώτη.
Εγώ δέν είμαι σύμφωνος, καί άν εσείς αποφασίσετε τόν θάνατόν του, τό αθώον αίμα του νά πέση εις τά κεφαλάς τών πρωταιτίων καί εις τά τέκνα των."
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η συμπεριφορά του Καραϊσκάκη και οι απαντήσεις του στους κριτές του, σκοπό είχαν να εξευτελίσει το σιχαμερό εκείνο δικαστήριο και να δώσουν θάρρος στα παλικάρια του, όπως βέβαια και έγινε.
Και όπως χαρακτηριστικά γράφει Κασομούλης: "Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτόπισαν τα γέλια όλοι και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος...".
Εν τέλει εκείνη τη μέρα το Κριτήριον διελύθη, διότι ο δημόσιος κατήγορος αναγκάστηκε να διακόψει τη δίκη και όλο το Μεσολόγγι αναρωτιόταν “που βρέθηκε τέτοιος πουτσαράς”.
Ο Μαυροκορδάτος που ύπουλα μεθόδευσε την εξορία του "προδότου και ανθέλληνος Καραϊσκάκη" - όπως χαρακτηριστικά έλεγε, φοβήθηκε τα παλικάρια του ήρωα και δεν τον καταδίκασε σε θάνατο περιμένοντας να πεθάνει απ’ την αρρώστια του.
Κι όταν ο Καραϊσκάκης κίνησε να φύγει με τους δικούς του και περνούσε έξω απ’ το σπίτι που έμενε ο Μαυροκορδάτος, σταμάτησε εκεί, και, παρά το ότι τον έκαιγε ο πυρετός, κρατήθηκε στα πόδια του και μπήκε μέσα.
Ο Μαυροκορδάτος έκανε το τραπέζι στον Βολπιώτη και στους Κριτές.
Τους είχε υποχρέωση τεράστια άλλωστε.
Ο πολέμαρχος στάθηκε μπροστά τους αηδιασμένος και με πολλή οργή είπε στον Βολπιώτη:
- Φάγε, ωρέ Βολπιώτη, φάγε κι εσύ με τον πρίντζιπα και τους καπεταναίους, για να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη.
Κι αμέσως φώναξε στον Μαυροκορδάτο:
- Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μού την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ ελπίζω γρήγορα να σου τη γράψω στο κούτελο, για να φανεί ποιος είσαι...
Έχετε γεια καπεταναίοι...
- Στο καλό, ώρα σου καλή..., του αποκρίθηκαν.
Τελικώς η απόφαση ήταν καταδικαστική για τον Καραϊσκάκη, κηρύσσοντάς τον επίβουλο κατά τής πατρίδος καί ένοχο προδοσίας, αλλά λόγω τής παρουσίας πολλών αρματωμένων οπαδών του έξω από τό δικαστήριο, η ποινή δέν ήταν η θανατική όπως ήλπιζε ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτος, αλλά εξορία από τίς πόλεις τής Αιτωλοακαρνανίας, αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών του αξιωμάτων καί υποχρεωτική παραμονή του στά βουνά τών Αγράφων.
Ο ήρωας διατάχθηκε να αποχωρήσει αμέσως από τό Αιτωλικό, αφού ήδη πλησίαζε καί ο στρατηγός Ανδρέας Ίσκος από τό Βάλτο, ο οποίος υποστήριζε ανοικτά τόν Καραϊσκάκη.
Δίνουν διορία στον ήρωα να εγκαταλείψει το Αιτωλικό μέσα σε 48 ώρες παρόλο που τους ζήτησε 5-6 μέρες να ετοιμαστεί γιατί ήταν άρρωστος.
Στίς 3 Απριλίου 1824, ο Καραϊσκάκης μέ 80 στρατιώτες του αναχώρησε από τό Αιτωλικό πάνω σέ φορείο πού τό μετέφεραν τέσσερα παλληκάρια του, διότι υπέφερε από τήν φυματίωση καί δέν μπορούσε νά βαδίσει.
Περνώντας από τό διευθυντήριο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι στρατηγοί μέ τόν "τεσσαρομάτη" τούς είπε:
- "Αδελφοί καπεταναίοι.
Άν μέ καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός νά μού τό στείλει τό βόλι εις τό κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω.
Kαί άν αδίκως, νά σάς τό πέμψη εις τό ιδικό σας κεφάλι"
Το εκπληκτικό με τον Καραϊσκάκη που έφυγε κυνηγημένος μόνο με 80 άντρες, είναι ότι παρόλο που τον κυνηγούσαν και Έλληνες και Τούρκοι, από όπου περνούσε χωρικοί έτρεχαν να μπουν στο στρατιωτικό του σώμα και έτσι έφτασε να διαθέτει 1500 ένοπλους όταν συναντήθηκε με άλλους οπλαρχηγούς στο Καρπενήσι που τον δέχτηκαν σαν συμπολεμιστή τους, μετά από 2 μήνες πορεία κυνηγητό και πορεία με το ξυλοκρέβατο στα Άγραφα, μέχρι το μοναστήρι του Προυσού οπού και ανάρρωσε.
Αυτό που ήλπιζε ο Μαυροκορδάτος, να δει τον Καραϊσκάκη να ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους, όπως είχε αναγκάσει να κάνει έναν άλλο ήρωα μας τον Βαρνακιώτη, δεν το κατάφερε και έτσι ο Καραϊσκάκης συνέχισε τα κατορθώματα του, που έσωσαν την Ρούμελη και την Επανάσταση.
επιμέλεια κειμένου:ntina
- "Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε να βάψωμεν τά χέρια μας εις τό αίμα τού αθώου Καραϊσκάκη μέ τίς ψευδείς εξομολογήσεις τού ψευτοβουλπιώτη.
Εγώ δέν είμαι σύμφωνος, καί άν εσείς αποφασίσετε τόν θάνατόν του, τό αθώον αίμα του νά πέση εις τά κεφαλάς τών πρωταιτίων καί εις τά τέκνα των."
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η συμπεριφορά του Καραϊσκάκη και οι απαντήσεις του στους κριτές του, σκοπό είχαν να εξευτελίσει το σιχαμερό εκείνο δικαστήριο και να δώσουν θάρρος στα παλικάρια του, όπως βέβαια και έγινε.
Και όπως χαρακτηριστικά γράφει Κασομούλης: "Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτόπισαν τα γέλια όλοι και κριταί και λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος...".
Εν τέλει εκείνη τη μέρα το Κριτήριον διελύθη, διότι ο δημόσιος κατήγορος αναγκάστηκε να διακόψει τη δίκη και όλο το Μεσολόγγι αναρωτιόταν “που βρέθηκε τέτοιος πουτσαράς”.
Ο Μαυροκορδάτος που ύπουλα μεθόδευσε την εξορία του "προδότου και ανθέλληνος Καραϊσκάκη" - όπως χαρακτηριστικά έλεγε, φοβήθηκε τα παλικάρια του ήρωα και δεν τον καταδίκασε σε θάνατο περιμένοντας να πεθάνει απ’ την αρρώστια του.
Κι όταν ο Καραϊσκάκης κίνησε να φύγει με τους δικούς του και περνούσε έξω απ’ το σπίτι που έμενε ο Μαυροκορδάτος, σταμάτησε εκεί, και, παρά το ότι τον έκαιγε ο πυρετός, κρατήθηκε στα πόδια του και μπήκε μέσα.
Ο Μαυροκορδάτος έκανε το τραπέζι στον Βολπιώτη και στους Κριτές.
Τους είχε υποχρέωση τεράστια άλλωστε.
Ο πολέμαρχος στάθηκε μπροστά τους αηδιασμένος και με πολλή οργή είπε στον Βολπιώτη:
- Φάγε, ωρέ Βολπιώτη, φάγε κι εσύ με τον πρίντζιπα και τους καπεταναίους, για να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη.
Κι αμέσως φώναξε στον Μαυροκορδάτο:
- Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσία μού την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ ελπίζω γρήγορα να σου τη γράψω στο κούτελο, για να φανεί ποιος είσαι...
Έχετε γεια καπεταναίοι...
- Στο καλό, ώρα σου καλή..., του αποκρίθηκαν.
Τελικώς η απόφαση ήταν καταδικαστική για τον Καραϊσκάκη, κηρύσσοντάς τον επίβουλο κατά τής πατρίδος καί ένοχο προδοσίας, αλλά λόγω τής παρουσίας πολλών αρματωμένων οπαδών του έξω από τό δικαστήριο, η ποινή δέν ήταν η θανατική όπως ήλπιζε ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτος, αλλά εξορία από τίς πόλεις τής Αιτωλοακαρνανίας, αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών του αξιωμάτων καί υποχρεωτική παραμονή του στά βουνά τών Αγράφων.
Ο ήρωας διατάχθηκε να αποχωρήσει αμέσως από τό Αιτωλικό, αφού ήδη πλησίαζε καί ο στρατηγός Ανδρέας Ίσκος από τό Βάλτο, ο οποίος υποστήριζε ανοικτά τόν Καραϊσκάκη.
Δίνουν διορία στον ήρωα να εγκαταλείψει το Αιτωλικό μέσα σε 48 ώρες παρόλο που τους ζήτησε 5-6 μέρες να ετοιμαστεί γιατί ήταν άρρωστος.
Στίς 3 Απριλίου 1824, ο Καραϊσκάκης μέ 80 στρατιώτες του αναχώρησε από τό Αιτωλικό πάνω σέ φορείο πού τό μετέφεραν τέσσερα παλληκάρια του, διότι υπέφερε από τήν φυματίωση καί δέν μπορούσε νά βαδίσει.
Περνώντας από τό διευθυντήριο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι στρατηγοί μέ τόν "τεσσαρομάτη" τούς είπε:
- "Αδελφοί καπεταναίοι.
Άν μέ καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός νά μού τό στείλει τό βόλι εις τό κεφάλι ευθύς, αυτού οπού εβγαίνω.
Kαί άν αδίκως, νά σάς τό πέμψη εις τό ιδικό σας κεφάλι"
Το εκπληκτικό με τον Καραϊσκάκη που έφυγε κυνηγημένος μόνο με 80 άντρες, είναι ότι παρόλο που τον κυνηγούσαν και Έλληνες και Τούρκοι, από όπου περνούσε χωρικοί έτρεχαν να μπουν στο στρατιωτικό του σώμα και έτσι έφτασε να διαθέτει 1500 ένοπλους όταν συναντήθηκε με άλλους οπλαρχηγούς στο Καρπενήσι που τον δέχτηκαν σαν συμπολεμιστή τους, μετά από 2 μήνες πορεία κυνηγητό και πορεία με το ξυλοκρέβατο στα Άγραφα, μέχρι το μοναστήρι του Προυσού οπού και ανάρρωσε.
Αυτό που ήλπιζε ο Μαυροκορδάτος, να δει τον Καραϊσκάκη να ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους, όπως είχε αναγκάσει να κάνει έναν άλλο ήρωα μας τον Βαρνακιώτη, δεν το κατάφερε και έτσι ο Καραϊσκάκης συνέχισε τα κατορθώματα του, που έσωσαν την Ρούμελη και την Επανάσταση.
επιμέλεια κειμένου:ntina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου