Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες,
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες,
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι,
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες),
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες”,
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι,
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Είστε αθέοι».
Γερβάσιος ο… θεοεμβαίκτης
(διά το γνήσιον κ. Βαρναλης)