«Μολονότι η σωματική διάσταση του θανάτου μάς καταστρέφει, η ιδέα (=όψη, θέαση) του θανάτου μάς σώζει», φαίνεται να είναι η βασική «φιλοσοφία» αυτού του βιβλίου του Γιάλομ.
Τον Επίκουρο προκειμένου να διερευνήσει το άγχος του θανάτου, ανατρέχει στην «ιατρική φιλοσοφία» του Επίκουρου, τον οποίο αναγνωρίζει ως τον πρώτο υπαρξιακό ψυχοθεραπευτή, θεωρώντας, όπως κι εκείνος, ότι η ρίζα του κακού στην ανθρώπινη δυστυχία είναι ο αδιάλειπτός μας φόβος για τον θάνατο.
Ο φόβος του θανάτου φυσιολογικά λειτουργεί από τα έξι περίπου χρόνια αλλά οπωσδήποτε, στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου έχει κορυφώσεις και υφέσεις, για να «εγκατασταθεί» στη σκέψη μας στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής μας.
Δεν είναι εύκολο να ζει κανείς κάθε στιγμή έχοντας ολοκληρωτική συνείδηση του θανάτου.
Είναι σα να προσπαθείς να γυρίσεις τα μάτια σου στον ήλιο: για πολύ λίγο μπορεί να τ’ αντέξεις.
Το «άγχος θανάτου» είναι πάντα παρόν, αλλά ο Γιάλομ πιστεύει ότι ο άνθρωπος μπορεί ν’ αναπτύξει δυνάμεις και να συγκροτήσει έτσι τη συνείδησή του ώστε να το αντιμετωπίσει· πιστεύει επίσης στη θεραπευτική βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία.
Πολλές φορές π.χ. ο φόβος είναι συγκαλυμμένος και παρουσιάζεται με διάφορες απροσδόκητες μορφές, τις οποίες μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε, ή υπάρχουν εμπειρίες «αφυπνιστικές», που ωθούν τον άνθρωπο σε μια ζωή πιο πλήρη:
Σελ. 45:
Ο Χάιντεγκερ πρότεινε δυο τρόπους ύπαρξης: τον καθημερινό τρόπο και τον οντολογικό τρόπο.
Στον καθημερινό μας τρόπο είμαστε εντελώς απορροφημένοι από το περιβάλλον μας και απορούμε για το π ώ ς είναι τα πράγματα στον κόσμο.
Στον οντολογικό τρόπο αντίθετα εστιάζουμε την προσοχή μας και αξιολογούμε το θαύμα της «ύπαρξης» αυτό καθεαυτό, και απορούμε που τα π ρ ά γ μ α τ α ε ί ν α ι, π ο υ ε μ ε ί ς ε ί μ α σ τ ε (…)
Στον οντολογικό τρόπο όχι μόνο έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης, της θνητότητας και των άλλων απαρασάλευτων χαρακτηριστικών της ζωής αλλά και μεγαλύτερο άγχος και είμαστε πιο έτοιμοι να προχωρήσουμε σε σημαντικές αλλαγές.
Παρακινούμαστε να αναλάβουμε τη θεμελιώδη ευθύνη μας να κατασκευάσουμε μια αυθεντική ζωή κλπ. κλπ.
…γιατί, όπως λέει σε άλλο σημείο του βιβλίου,
πεθαίνεις τόσο άσχημα επειδή έζησες τόσο άσχημα
Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, όπως κάποια από τα προηγούμενα έργα του Γιάλομ, αλλά ούτε για βιβλίο θεωρητικό.
Με βάση κάποιες γενικές διαπιστώσεις ή φιλοσοφικές στάσεις (εφόσον το θέμα του θανάτου είναι κατεξοχήν θέμα που απασχόλησε τη φιλοσοφία) ο συγγραφέας περιγράφει και σχολιάζει κλινικές περιπτώσεις που στηρίζουν το βασικό πυρήνα της θεωρίας.
Έτσι, συγκεκριμενοποιείται ο «πανικός του θανάτου», βλέπουμε μέσα από εξατομικευμένα περιστατικά πολλές διαφορετικές οπτικές και συναισθήματα.
Η δομή του βιβλίου είναι ξεκάθαρη, και μάλιστα μας προετοιμάζει ο ίδιος ο Γιάλομ για τις θεματικές ενότητες που θα ακολουθήσουν, ήδη από τις πρώτες σελίδες.
Άλλωστε οι τίτλοι των επί μέρους κεφαλαίων είναι οδηγοί για το περιεχόμενο, όπως «το άγχος για το τίποτα είναι στην πραγματικότητα άγχος για το θάνατο», «το πένθος/τα ορόσημα της ζωής/τα όνειρα/το τέλος της θεραπείας κ.α. ως αφυπνιστικές εμπειρίες», «το φαινόμενο των κυματισμών εν δράσει» κ.α.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ουσιαστική στήριξη προσφέρει το 3ο κεφάλαιο, «Η δύναμη των ιδεών», όπως το υποκεφάλαιο «Ο Επίκουρος και η άχρονη σοφία του».
Πέρα όμως από το γνωστό «τρίπτυχο» του Επίκουρου σχετικά με το θάνατο (η θνητότητα της ψυχής, το υπέρτατο τίποτα του θανάτου, το επιχείρημα της συμμετρίας/μετά το θάνατο-πριν τη γέννηση) παρατίθενται και στοχασμοί μεγάλων διανοητών, όπως του Νίτσε ή του Σοπενχάουερ.
Όπως γράφει και στο βιβλίο, «μερικές γραμμές γεμάτες ουσία ή ένα απόφθεγμα γραμμένο από έναν φιλόσοφο ή κάποιον άλλον στοχαστή μπορούν πολλές φορές να μας βοηθήσουν να κάνουμε ωφέλιμες σκέψεις γύρω από το δικό μας άγχος θανάτου και τον τρόπο με τον οποίο εμείς πραγματώνουμε τη ζωή μας».
Τέτοιες φράσεις:
«Οι επιλογές αποκλείουν», στο μυθιστόρημα του John Gardner Γκρέντελ (είναι ο αφανής λόγος για το οποίο πολλοί άνθρωποι αποδιοργανώνονται μπροστά στην αναγκαιότητα να πάρουν μιαν απόφαση/ για κάθε ναι πρέπει να ειπωθεί ένα όχι και κάθε θετική επιλογή σημαίνει ότι είσαι υποχρεωμένος να παραιτηθείς από άλλες).
Έτσι διστάζεις να «ζήσεις» προκειμένου να χάσεις οριστικά κάποιες άλλες ευκαιρίες.
«Όταν είμαστε κουρασμένοι μας επιτίθενται ιδέες τις οποίες είχαμε πριν από πολύ καιρό κατατροπώσει» (Νίτσε)
«Να ξαναζείς μια πανομοιότυπη ζωή πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων», στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε.
Πρόκειται για την ιδέα της «αιώνιας επανάληψης», ή της «αιώνιας επιστροφής», που ο Νίτσε θεωρεί την πιο «μεγαλόπνοη σκέψη του», κατά τον Γιάλομ. (Η ιδέα ότι θα ξαναζείς πανομοιότυπη τη ζωή σου πάλι και πάλι στους αιώνες των αιώνων μπορεί να είναι συνταρακτική, μπορεί να είναι και ένα είδος μικρής θεραπείας υπαρξιακού συγκλονισμού.
Λειτουργεί συχνά σαν ένα διανοητικό πείραμα που μπορεί να μας συνεφέρει, να μας οδηγήσει ν’ αναλογιστούμε σοβαρά πώς πραγματικά ζούμε).
Στο ίδιο πνεύμα της σκέψης του Νίτσε: Καμιά θετική αλλαγή δε μπορεί να επέλθει στη ζωή μας, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στη σκέψη ότι ο λόγος που δε ζούμε καλά βρίσκεται έξω από εμάς τους ίδιους.
«Γίνε αυτός που είσαι», φράση που αποδίδεται στο Νίτσε και προβληματισμός που έχει ήδη απασχολήσει τον Αριστοτέλη, τον Σπινόζα, τον Λάιμπνιτς, τον Γκαίτε, τον Ίψεν την Karen Horney κ.α. φτάνοντας στη σύγχρονη έννοια της αυτοπραγμάτωσης. «Ανάλωσε τη ζωή σου» και «πέθανε τη σωστή στιγμή», συναφείς φράσεις του Νίτσε.
«Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό» του Νίτσε και
«Ορισμένοι άνθρωποι αρνούνται το δάνειο της ζωής, για ν’ αποφύγουν το χρέος του θανάτου», φράση του Otto Rank, που αντικατοπτρίζει το ότι ορισμένοι άνθρωποι αποφεύγουν να ζήσουν, ν’ αγαπήσουν, να απολαύσουν επειδή τους τρομοκρατεί η ιδέα ότι θα χάσουν πάρα πολλά.
Τέλος, με βάση μια τριάδα δοκιμίων που έγραψε ο Σοπενάουερ, σημασία δεν έχει «αυτό που κατέχουμε», ούτε βέβαια «αυτό που αντιπροσωπεύουμε στα μάτια των άλλων» αλλά «αυτό που είμαστε».
Η ποιότητα της ζωής μας προσδιορίζεται από το πώς ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας, όχι από τις ίδιες τις εμπειρίες, ένα θεραπευτικό δόγμα που ανάγεται στην αρχαιότητα.
Όλες αυτές οι σκέψεις δεν παρατίθενται μόνο με διδακτικό και αποφθεγματικό χαρακτήρα (πράγμα που είναι ελαφρώς απωθητικό), αλλά με πολλά παραδείγματα από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία του Γιάλομ.
Άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο τέλος αυτού, του τρίτου κεφαλαίου, «η δύναμη όλων αυτών των ιδεών ενισχύεται από ένα άλλο στοιχείο, τη στενή σύνδεση με τους άλλους ανθρώπους.
Η ανθρώπινη μοναξιά μπορεί να είναι διαπροσωπική αλλά και υπαρξιακή.
Η δεύτερη μορφή μοναξιάς, η υπαρξιακή απομόνωση είναι πιο βαθιά και πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και τους άλλους ανθρώπους.
Το χάσμα αυτό είναι συνέπεια όχι μόνο του γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται πεταμένος μόνος του μέσα στην ύπαρξη κι είναι υποχρεωμένος να βγει απ’ αυτήν μόνος, αλλά προκύπτει από το γεγονός πως ο καθένας από μας κατοικεί έναν κόσμο, τον οποίο γνωρίζει πλήρως μόνο ο εαυτός μας.
Ο Γιάλομ, ως υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής αναγνωρίζει ως σημαντικό «εργαλείο» για ν’ αντέξει κανείς το «πιο μοναχικό γεγονός της ζωής, το θάνατο», την ενσυναίσθηση, αυτό που μας επιτρέπει να αισθανθούμε, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που αισθάνεται κάποιος άλλος.
Όπως γράφει στη σελ. 134, η προθυμία να βιώσουμε τη δική μας οδύνη σε συμφωνία με τον άλλον έχει αποτελέσει μέρος των ιαματικών παραδόσεων, κοσμικών, και θρησκευτικών, εδώ και αιώνες.
Ο Γιάλομ αναγνωρίζει ότι λίγα ψυχοθεραπευτικά συστήματα ασχολούνται με το αμήχανο θέμα του άγχους του θανάτου· η τρέχουσα αντίληψη είναι ότι θα πρέπει κανείς να ζει μια θλιβερή ζωή όταν ασχολείται τόσο πολύ με τόσο σκοτεινά ζητήματα (…και προσπαθώ να μεταδώσω ξανά το μήνυμα ότι το να κοιτάξεις κατάματα τον θάνατο, διαλύει κάθε τι μακάβριο).
Έτσι, αφού αφιερώνει ένα κεφάλαιο εξομολογούμενος τη δική του, προσωπική αναμέτρηση με το άγχος του θανάτου, απευθύνεται στους ψυχοθεραπευτές για να τονίσει ότι η ανθρώπινη απόγνωση δεν πηγάζει μόνο από απωθημένα ένστικτα, διαταραγμένους τρόπους σκέψης, τραυματικές μνήμες κλπ. αλλά και από μια κατά πρόσωπο συνάντηση με την ύπαρξή μας. ξεκαθαρίζει λοιπόν τις βασικές του θέσεις ότι «η υπαρξιακή του κοσμοθεωρία βασίζεται στον ορθολογισμό, απέχει από τις υπερφυσικές πίστεις (εδώ έχει ενδιαφέρον η διαλεκτική σύγκρουση του Γιάλομ με τον πολύ θρήσκο Τζέημς, που τον ρωτά «πώς μπορείς να ζεις δίχως νόημα; πώς βρίσκεις νόημα χωρίς τη θρησκεία»)και υποστηρίζει ότι η ζωή είναι αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων.
Ότι βρισκόμαστε πεταμένοι σ’ αυτήν την ύπαρξη μόνοι και ότι πρέπει ν’ αποφασίσει καθένας πώς να ζήσει όπως γίνεται πληρέστερα».
Στη ψυχοθεραπευτική του μέθοδο μεγάλη σημασία έχει το «εδώ και τώρα», και αναδεικνύεται αυτό με πολλά παραδείγματα.
Τον πόνο και τη μοναξιά του τελευταίου ταξιδιού μπορεί να τον απαλύνει και η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα από τις αξίες του, τις πράξεις του και τις συνέπειές τους ακόμα κι όταν έχει αποχωρήσει από τη ζωή (δεν μπορείς να πάρεις απ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα απ’ όσα σου δόθηκαν.
Μπορείς να πάρεις μαζί σου μόνο όσα έδωσες). Αυτή η θετική επίδραση στους άλλους, που διατηρείται και μετά θάνατον, ονομάζεται από τον Γιάλομ «κυματισμοί».
Έτσι, βλέπουμε ότι στην εποχή μας, όπου ατονεί η συλλογικότητα, η τελετουργικότητα, η άμεση αναφορά στο θάνατο, στους νεκρούς, το θρηκευτικό συναίσθημα κλπ. (στοιχεία που «λειτουργούσαν» στο παρελθόν μέσα από δημοτικά τραγούδια, αναπαραστάσεις, μοιρολόγια ή διάφορα έθιμα), το ρόλο της ενσυναίσθησης, το μόνο ίσως παρήγορο στήριγμα στην αμετάκλητη μοναξιά μπροστά στο θάνατο, τον παίζουν σιγά σιγά οι ομάδες, τα κέντρα θεραπείας, οι διαδικτυακές ομάδες και οι ειδικοί επαγγελματίες.
Τελειώνω την αναφορά μου στο πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο με μια μαρτυρία που με συγκίνησε, της Άλις (σελ 137) που, παρόλες τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, δε φαινόταν να μπορούσε να απαλύνει το παραλυτικό άγχος της ιδέας του θανάτου.
Ο πανικός της Άλις απροσδόκητα υποχώρησε μετά απ’ αυτήν την «εκτονωτική» συνεδρία γιατί τη βοήθησε η παρουσία και η ενσυναίσθηση του Γιάλομ.
Ωστόσο, οι κουβέντες της είναι χαρακτηριστικές της απόγνωσης και της αδυναμίας για παρηγοριά: (Θέλεις να μάθεις τι φοβάμαι; Είναι απλό: δεν είμαι πια εγώ!/Με κυκλώνει ο θάνατος, ο θάνατος είναι παντού/ μου έρχεται να ουρλιάξω/ το αίσθημα αυτό είναι πάρα πολύ δυνατό, Ίρβ, δε μπορούν να το λυγίσουν οι ιδέες. Δεν το αγγίζουν καν/ αυτός ο τρόμος με πνίγει/είναι μια απειλή που δεν μπορώ να την ονομάσω/απλώς δε θέλω ν’ αφήσω τη ζωή/ θέλω να είμαι εδώ )
Γιατί, όπως παραφράζει κι ο Γούντυ Άλεν τη θέση του Επίκουρου,
«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δε θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει»