Είχε φίλη μιά αλεπού και έκανε παρέα μαζί της.
Λέει τότε στη φίλη του την αλεπού: το πιο μεγάλο ελάφι που κατοικεί στο δάσος, κατάφερέ το με τα γλυκά σου τα λόγια να έρθει να πέσει στα χέρια μου.
Γιατί θέλω να φάω του ελαφιού τα σπλάχνα και την καρδιά.
– Καλά, θα δώ τι μπορώ να κάνω, είπε η αλεπού, και πήγε στο ελάφι.
Το βρήκε να σκιρτά, να χοροπηδά μέσα στα δάση, σκουντήθηκε επάνω του, όπως όταν τυχαία στο δρόμο πέφτει κανείς πάνω σε κάποιον, το χαιρέτησε.
Άρχισε να λέει «πού να σου λέω! έχω καλά νέα για σένα!
Ξέρεις, ο βασιλιάς μας, το λιοντάρι, είναι γείτονάς μου, και κοντεύει να ξεψυχήσει.
Σκεφτότανε λοιπόν ποιο από τα ζώα να ανακηρύξει διάδοχό του, να βασιλεύσει ύστερα από τον ίδιο.
Εσύ όμως, είπε, είσαι ιδεώδης για βασιλιάς, γιατί είσαι ζώο ψηλό, μεγαλοπρεπές, ζείς πολλά χρόνια, τα κέρατά σου είναι φοβερά για τα φίδια.
Και τί να πολυλογώ; εσένα αποφάσισε να κάνει βασιλέα των ζώων, διάδοχό του.
Τί θα μου δώσεις που σου έφερα πρώτη εγώ τα καλά νέα;
Αλλά τώρα, ευχήσου μου να γυρίσω γρήγορα κοντά του, μή με ξαναζητήσει· βλέπεις, με έχει για σύμβουλότου σε κάθε τί.
Λοιπόν, αν ακούσεις κι εμένα τη γριά, έλα κι εσύ μαζί μου, να είσαι μαζί με το λιοντάρι στα στερνά του, καθώς θα ξεψυχάει, παραδίνοντας σου και τη βασιλεία».
Με τέτοια πονηρά λόγια της αλεπούς, ξεγελάσθηκε το ελάφι και πήγε στο σπήλαιο του λιονταριού χωρίς να υποψιάζεται τί θα συμβεί.
Σαν είδε το λιοντάρι το ελάφι, ορμάει επάνω του να το κατασπαράξει, αλλα πρόλαβε μόνο και του γρατζούνισε τα αυτιά, το ελάφι με μεγάλη ταχύτητα έφυγε στα δάση.
Τότε η αλεπού χτύπησε το ένα χέρι της με το άλλο σαν να έλεγε: χαμένος πήγε ο κόπος μου.
Ενώ το λιοντάρι βρυχόταν και βογγούσε, γιατί ήταν στην κυριολεξία νηστικό και λυπημένο.
Τί να έκαμνε, δέν μπορούσε αλλιώς να αποκτήσει τροφή, παρακάλεσε ξανά την αλεπού να ξαναφέρει το ελάφι.
"Μα πώς να το καταφέρω", έλεγε η αλεπού, "τώρα μας πήρε χαμπάρι, σιγά να μήν κάτσει και με ακούσει ξανά".
Αναστέναξε.
"Εντάξει, είπε, θα κάνω ακόμη μια προσπάθεια, για το δικό σου το χατίρι".
Τώρα ξεκίνησε και πήγαινε όπως το σκυλί που μυρίζει και ακολουθεί ίχνη, για να ξαναβρεί το ελάφι και στο νού τους έκανε σχέδια πώς θα καταφέρει ξανά να το ξεγελάσει.
Βρήκε κάτι τσομπάνους και τους ρώτησε: "μήπως είδατε ένα ελάφι ματωμένο από γρατζουνιές στα αυτιά;"
Πήγε η αλεπού, βρήκε το ελάφι να δροσίζεται, και στάθηκε μπροστά του χωρίς ντροπή.
Το ελάφι σαν την είδε, οργίσθηκε, του σηκώθηκαν οι τρίχες της χαίτης του, είπε:
"Κάθαρμα!
Η αλεπού όμως χωρίς να ταραχθεί είπε: «τόσο άνανδρο ζώο είσαι; τόσο πολύ φοβάσαι;
Ακόμα κι εμάς τους φίλους σου υποψιάζεσαι;
Μάλλον θα παρεξήγησες την χειρονομία του λιονταριού.
Αυτός, το λιοντάρι ο βασιλέας μας, ήθελε μόνο να σε πιάσει από το αυτί για να σου πεί στο αυτί τα πιο εμπιστευτικά μυστικά που πρέπει να ξέρεις ως διάδοχος, μόνο εσύ να τα ξέρεις και κανένας άλλος, τώρα που αυτός πεθαίνει.
Και εσύ δέν ανέχτηκες ούτε μια γρατζουνιά που έκανε κατά λάθος με το τρεμάμενο, αδύναμό του χέρι;
Τώρα, αν εσύ είσαι θυμωμένο, ο λέοντας είναι ακόμα πιο θυμωμένος από τη συμπεριφορά σου και θέλει βασιλιά να κάνει τον λύκο, διάδοχό του.
Και αλίμονό μας αν έχουμε τέτοιον κακό ηγεμόνα, τον λύκο.
Γι’ αυτό σου λέω, έλα και φέρσου ταπεινά σαν πρόβατο, για να σε συγχωρέσει και να αλλάξει τη γνώμη του, να κάνει εσένα βασιλέα.
Εγώ σου ορκίζομαι σε όλα τα φύλλα του δάσους και σε όλες τις πηγές με καθαρό νερό, έτσι καθαρά είναι και τα λόγια μου, ότι κανένα κακό δέν θα σου συμβεί από το λιοντάρι· ακόμη κι αν τυχόν θυμώσει μαζί σου, εγώ η ίδια θα σε υπερασπισθώ, δέν θα πάθεις το παραμικρό».
Έτσι, με το πες πες, η αλεπού το κατάφερε το ελάφι να έρθει και δεύτερη φορά στη σπηλιά του λιονταριού.
Και μόλις μπήκε, το λιοντάρι άρπαξε το ελάφι και το είχε για γεύμα του. δεν άφησε ούτε τα κόκκαλά του, ούτε τα μεδούλια του, ούτε τα σπλάχνα του.
Καθώς το λιοντάρι έπιασε να φάει, η αλεπού στάθηκε μόνο και κοίταζε.
Σε μια στιγμή, έτσι πως σπάραζε το πεινασμένο λιοντάρι το σώμα του ελαφιού, του έπεσε κάτω η καρδιά του ελαφιού, που ήθελε πρωτίστως αυτήν να τη φάει για να γίνει καλά και να δυναμώσει, αρπάζει στα κρυφά την καρδιά η αλεπού και την τρώει – ε, για τον κόπο της – τόσο κόπο έκανε ώσπου να καταφέρει το ελάφι.
Το λιοντάρι όμως έψαχνε στα εντόσθια να βρεί ειδικά την καρδιά να φάει.
Η αλεπού στάθηκε σε απόσταση από το λιοντάρι και του λέει:
"ποια καρδιά;
Καρδιά ψάχνεις να βρείς;
Αποκλείεται να είχε καρδιά αυτό το ελάφι!
Αν είχε καρδιά για να μπορεί να αισθάνεται φόβο, δεν θα ερχόταν ποτέ αυτό το ζώο στην κατοικία του λιονταριού, και μάλιστα δύο φορές!"
Και για όποιον θέλει να γνωρίζει και το αρχαίο κείμενο
Λέων νοσήσας ἔκειτο ἐν φάραγγι· τῇ προσφιλεῖ δὲ ἀλώπεκι, ᾗ προσωμίλει, εἶπεν· «εἰ θέλεις ὑγιᾶναί με καὶ ζῆν, τὴν ἔλαφον τὴν μεγίστην, τὴν εἰς τὸν δρυμὸν οἰκοῦσαν τοῖς γλυκέσι σου λόγοις ἐξαπατήσασα ἄγε εἰς ἐμὰς χεῖρας· ἐπιθυμῶ γὰρ αὐτῆς ἐγκάτων καὶ καρδίας.» Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀπελθοῦσα εὗρε τὴν ἔλαφον σκιρτῶσαν ἐν τᾶς ὕλαις· προσπαίσασα δὲ αὐτῇ καὶ χαίρειν εἰποῦσα ἔφη· «Ἀγαθά σοι ἦλθον μηνῦσαι· οἶδας ὡς ὁ βασιλεὺς ἡμῶν λέων γείτων ἐστί μοι· νοσεῖ δὲ καὶ ἔστιν ἐγγὺς τοῦ θνῄσκειν. Ἐβουλεύετο οὖν ποῖον τῶν θηρίων μετ’ αὐτὸν βασιλεύσει. Ἔφη δὲ ὅτι σῦς μέν ἐστιν ἀγνώμων, ἄρκτος δὲ νωθρός, πάρδαλις δὲ θυμώδης, τίγρις ἀλαζών· ἡ ἔλαφος ἀξιωτάτη ἐστὶν εἰς βασιλείαν, ὅτι ὑψηλή ἐστι τὸ εἶδος, πολλὰ δὲ ἔτη ζῇ, τὸ κέρας αὐτῆς ὄφεσι φοβερόν. Καὶ τί σοι τὰ πολλὰ λέγω; ἐκυρώθης βασιλεύειν.
Τί μοι ἔσται πρώτῃ σοι εἰπούσῃ; Ἀλλ’ εὖξαί μοι σπευδούσῃ, μὴ πάλιν με ζητήσῃ· χρῄζει γάρ με σύμβουλον ἐν πᾶσιν. Εἰ δὲ ἐμοῦ τῆς γραὸς ἀκούσῃς, συμβουλεύω καὶ σὲ ἐλθεῖν καὶ προσμένειν τελευτῶντι αὐτῷ.» Οὕτως εἶπεν ἡ ἀλώπηξ. Τῆς δὲ ὁ νοῦς ἐτυφώθη τοῖς λόγοις, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ σπήλαιον μὴ γινώσκουσα τὸ μέλλον. Ὁ λέων δὲ ἐφορμήσας αὐτῇ ἐν σπουδῇ τὰ ὦτα μόνον τοῖς ὄνυξιν ἐσπάραξεν. Ἡ δὲ ταχέως ἔσπευδεν ἐν ταῖς ὕλαις. Καὶ ἡ μὲν ἀλώπηξ τὰς χεῖρας ἐκρότησεν, ὅτι εἰς μάτην ἐκοπίασεν. Ὁ δὲ λέων μέγα βρυχώμενος ἐστέναξεν· λιμὸς γὰρ αὐτὸν εἶχε καὶ λύπη· καὶ ἱκέτευε τὴν ἀλώπεκα ἐκ δευτέρου τι ποιῆσαι καὶ δόλῳ πάλιν ταύτην ἀγαγεῖν. Ἡ δὲ εἶπεν· «Χαλεπὸν καὶ δύσκολον ἐπιτάττεις ἐμοὶ πρᾶγμα, ἀλλ’ ὅμως ὑπουργήσω σοι.» Καὶ δὴ ὡς ἰχνευτὴς κύων ἐπηκολούθει, πλέκουσα πανουργίας· ποιμένας δὲ ἐπηρώτα εἰ εἶδον ἔλαφον ᾑμαγμένην.
Οἱ δὲ ἔδειξαν ἐν τῇ ὕλῃ. Εὗρε δὲ αὐτὴν καταψυχομένην, καὶ ἔστη ἀναιδῶς. Ἡ δὲ ἔλαφος χολωθεῖσα καὶ φρίξασα τὴν χαίτην εἶπεν· «Ὦ κάθαρμα, ἀλλὰ οὐκέτι χειρώσῃ με· εἰ δὲ καὶ πλησιάσεις μοι, οὐ ζήσεις ἔτι. Ἄλλους ἀλωπέκιζε τοὺς ἀπείρους, ἄλλους ποίει βασιλεῖς καὶ ἐρέθιζε.» Ἡ δὲ εἶπεν· «Οὕτως ἄνανδρος εἶ καὶ δειλή; Οὕτως ἡμᾶς τοὺς φίλους ὑποπτεύεις; Ὁ μὲν λέων τοῦ ὠτὸς κρατήσας ἤμελλε συμβουλεύειν καὶ ἐντολάς σοι δοῦναι περὶ τῆς τηλικαύτης βασιλείας ὡς ἀποθνῄσκων· σὺ δὲ οὐδὲ κνίσμα χειρὸς ἀρρώστου ὑπέστης. Καὶ νῦν ὑπὲρ σὲ πλεῖον ἐκεῖνος θυμοῦται, καὶ βασιλέα τὸν λύκον θέλει ποιῆσαι· οἴμοι, πονηρὸν δεσπότην. Ἀλλ’ ἐλθὲ καὶ μηδὲν πτοηθῇς καὶ γενοῦ ὡς πρόβατον. Ὄμνυμι γάρ σοι εἰς τὰ φύλλα πάντα καὶ πηγὰς μηδὲν κακὸν παθεῖν παρὰ τοῦ λέοντος· ἐγὼ δὲ μόνῃ σοι δουλεύσω.» Οὕτως ἀπατήσασα τὴν δειλαίαν ἔπεισε δεύτερον ἐλθεῖν. Ἐπεὶ δὲ εἰς τὸ σπήλαιον εἰσῆλθεν, ὁ μὲν λέων δεῖπνον εἶχε, πάντα τὰ ὀστᾶ καὶ μυελοὺς καὶ ἔγκατα αὐτῆς καταπίνων. Ἡ δὲ ἀλώπηξ εἱστήκει ὁρῶσα· καρδίαν δὲ ἐκπεσοῦσαν ἁρπάζει λαθραίως, τοῦ κόπου κέρδος ταύτην φαγοῦσα. Ὁ δὲ λέων ἅπαντα ἐρευνήσας μόνην καρδίαν ἐπεζήτει. Ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν σταθεῖσα ἔφη· «Αὕτη ἀληθῶς καρδίαν οὐκ εἶχεν· μὴ ἔτι ζήτει· ποίαν γὰρ καρδίαν αὕτη εἶχεν, ἥτις δὶς εἰς οἶκον καὶ χεῖρας λέοντος εἰσῆλθεν.»
Ὅτι ὁ τῆς φιλοδοξίας ἔρως τὸν ἀνθρώπινον νοῦν ἐπιθολοῖ καὶ τὰς τῶν κινδύνων συμφορὰς οὐ κατανοεῖ.