Tο πόσο καλό κάνει το σεξ στην ψυχοσωματική υγεία του ανθρώπου είναι κάτι λίγο-πολύ γνωστό.
Το ότι όμως το σεξ μετά τα πενήντα μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμος «σύμμαχος» του εγκεφάλου στην προσπάθειά του να διατηρηθεί ακμαίος, είναι κάτι το οποίο δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς από την επιστήμη.
Αυτό υποστηρίζει έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό γηριατρικής και γεροντολογίας «Age & Ageing», το οποίο δημοσιεύει πρωτότυπα άρθρα που σχετίζονται με τις παθήσεις της τρίτης ηλικίας (γηριατρική) και τις ψυχολογικές και συμπεριφορικές πτυχές τους (γεροντολογία).Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή είναι ευεργετική όχι μόνο για τους μεσήλικες αλλά και για τους υπερήλικες, επειδή συμβάλλει στην ενίσχυση βασικών νοητικών ικανοτήτων, όπως η μνήμη, η συγκέντρωση της προσοχής, η λήψη αποφάσεων, ο προγραμματισμός, ικανότητες οι οποίες μετά τα πενήντα αρχίζουν σταδιακά να εκπίπτουν λόγω της φυσιολογικής γήρανσης και «υπερφόρτωσης» των νευρικών δικτύων, τα οποία πλέον με δυσκολία ανανεώνονται.
Η έρευνα διεξήχθη από τις Βρετανίδες ψυχολόγους στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι στη Μ. Βρετανία, Χόλι Ράιτ (Hayley Wright) και Ρεμπέκα Τζενκς (Rebecca A. Jenks), πάνω σε ένα εντυπωσιακά μεγάλο δείγμα ανθρώπων: 6.800 άνδρες και γυναίκες ηλικίας από 50 έως 89 ετών, οι οποίοι επί δώδεκα μήνες υποβάλλονταν σε τεστ προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η σεξουαλική τους ζωή επηρέαζε τις νοητικές τους ικανότητες, και ειδικότερα την ικανότητά τους να ανακαλούν λέξεις, η οποία σχετίζεται στενά με τη μνήμη, και την ικανότητά τους να εκτελούν στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις.
Οι εθελοντές κλήθηκαν επίσης να συμπληρώσουν λεπτομερή ερωτηματολόγια σχετικά με τη σεξουαλική τους δραστηριότητα, συντροφική ή μοναχική, ενώ συναξιολογήθηκαν και άλλοι «εξωτερικοί» παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τον τρόπο ζωής ενός ατόμου, όπως το μορφωτικό επίπεδο, η οικονομική κατάσταση, η κατάσταση της υγείας, οι καθημερινές συνήθειες, η φυσική άσκηση, οι κοινωνικές συναναστροφές και γενικότερα η ποιότητα της ζωής κάθε ατόμου.
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις των ερευνητριών ήταν ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες που είχαν συχνές ερωτικές επαφές παρουσίαζαν σαφώς καλύτερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης, τόσο στα λεκτικά όσο και στα αριθμητικά.
Οι άνδρες όμως συγκριτικά με τις γυναίκες φάνηκε να υπερτερούν στα τεστ εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, γεγονός που εμμέσως υποδηλώνει ότι οι άνδρες που κάνουν συχνά σεξ παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευκολία στην επίλυση τέτοιου τύπου προβλημάτων.
Σύμφωνα με τις δύο ερευνήτριες, αυτή η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα μπορεί να οφείλεται σε ορμονικά αίτια και πάντως χρήζει περαιτέρω έρευνας.
Ηδη όμως τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν μια πρώτη σαφής ένδειξη για το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το σεξ στη νοητική ευεξία των ατόμων που βρίσκονται στη μέση και την τρίτη ηλικία. Ενδειξη η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να αξιοποιηθεί από ειδικούς που ασχολούνται με τη συμβουλευτική ιατρική και την ψυχοθεραπευτική φροντίδα μεσηλίκων και υπερηλίκων.
Γηράσκω αεί... συνουσιαζόμενος
Ερευνα για σεξουαλική δραστηριότητα ηλικιωμένων
Μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε προφανές και απολύτως δικαιολογημένο να αντιμετωπίζονται ιατρικά τα συνήθη προβλήματα της υγείας των ηλικιωμένων -πίεση, αρθριτικά, δυσπεψία, απώλεια μνήμης-, ενώ αποκλείαμε εκ των προτέρων ακόμη και την πιθανότητα τα άτομα μεγάλης ηλικίας να έχουν ερωτικές επιθυμίες οι οποίες, όταν μένουν ανικανοποίητες, τους δημιουργούν αρκετά σοβαρά προβλήματα υγείας.
Τα αίτια αυτής της βολικής εθελοτυφλίας ως προς το ενήλικο σεξ είναι πολλά, το κυριότερο όμως θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στην προκατάληψή μας ότι η σεξουαλική ζωή των ανθρώπων εξαντλείται με το πέρας της ικανότητάς τους για αναπαραγωγή. Ισως έτσι εξηγείται γιατί οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, ενώ έχουν απομυθοποιήσει τις περισσότερες ηθικές προκαταλήψεις του παρελθόντος σχετικά με το σεξ, εξακολουθούν να νιώθουν αμηχανία ή και αποστροφή απέναντι σε κάθε δημόσια εκδήλωση της ερωτικής ζωής των υπερηλίκων.
Οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ υπερηλίκων αντιμετωπίζονται συνήθως ως ταμπού: άλλοτε με μεγάλη αμηχανία και ιλαρότητα κι άλλοτε ως αποκλειστικό προνόμιο κάποιων πλουσίων ή διασήμων.
Με περισσή υποκρισία αποδεχόμαστε και ενδεχομένως θαυμάζουμε τους κοτσονάτους παππούδες που «κυκλοφορούν» με μια νεαρή κοπέλα, ενώ με σεξιστικό αποτροπιασμό απαξιώνουμε τις «ξεμωραμένες γιαγιάδες» που παρασύρονται από το πάθος τους για ένα τεκνό.
Ενώ όμως η ερωτική έλξη ενός ακμαίου γέροντα για γυναίκες μικρότερης ηλικίας θεωρείται «απολύτως φυσική», η ανάγκη για μια νέα ερωτική ζωή ανάμεσα σε δύο ηλικιωμένα άτομα θεωρείται συνήθως εντελώς «αφύσικη», αδιαμφισβήτητη ένδειξη γεροντικής άνοιας.
Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, τα πράγματα έχουν πλέον αρχίσει να αλλάζουν.
Οι σύγχρονοι παππούδες και κυρίως οι γιαγιάδες δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να συμβιβαστούν αμαχητί με τον «ουδέτερο» και «άχρωμο» κοινωνικό και βιολογικό ρόλο που τους επιφυλάσσει η κοινωνία μας.
Αρνούνται με όλες τους τις δυνάμεις να συμβιβαστούν με τον βολικό (για τους άλλους) αλλά απολύτως αποπνικτικό (για τους ίδιους) ρόλο του «αξιοσέβαστου, αλλά υπό απόσυρση πολίτη».
Εξάλλου, η δική τους γενιά ήταν η πρώτη που διεκδίκησε, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950, το δικαίωμα στον «ελεύθερο έρωτα».
Στην πραγματικότητα δεν είναι το ίδιο το σεξ μεταξύ υπερηλίκων που μας δημιουργεί αποστροφή, αλλά μάλλον η ίδια η επίμονη βούληση των ατόμων της τρίτης ηλικίας να διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή και τον έρωτα.
Η άρνησή τους δηλαδή να αποδεχτούν αδιαμαρτύρητα τον σεξουαλικά αποστειρωμένο και αποστειρωτικό ρόλο του «γέρου» ή της «γριάς» που υποτίθεται ότι αρμόζει στην ηλικία τους.