Αν δεν έχεις να πεις κάτι, να σιωπάς. Αν έχεις να πεις, να ξέρεις ότι έχεις μεγάλη ευθύνη, γιατί ο κόσμος δίνει μεγάλη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που έχει μια δημοσιότητα και μπορεί και δημοσιοποιεί την άποψή του. Να ξέρεις, λοιπόν, ότι αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί μπορείς να τον πάρεις και στο λαιμό σου. Να τον πάρεις στο λαιμό σου και να τον καταστρέψεις! Και να τον καταστρέψεις, και κυριολεκτικά, και μεταφορικά!»
Θανάσης Παπαγεωργίου,o ηθοποιός, o σκηνοθέτης, o δάσκαλος, o συγγραφέας και o ιδρυτής του θεάτρου Στοά
Κύριε Παπαγεωργίου, πώς αποφασίσατε να ανεβάσετε αυτό το έργο;
Να κλείσω το παράθυρο, μισό λεπτό, γιατί έχει παρέλαση έξω […] Είναι οι πατροπαράδοτες παρελάσεις με τη Σοφία Βέμπο…
Εκεί σταμάτησε η σύγχρονη ιστορία στα δικά μας σχολικά βιβλία:
Στο Αλβανικό…
Λοιπόν; Πώς διαλέξατε αυτό το έργο;
Δεν έχω απάντηση στο γιατί το διάλεξα. Δεν ξέρεις ποτέ γιατί διαλέγεις κάτι. Σου μιλάει, σου λέει κάτι μέσα σου. Είναι σαν το ζωγράφο, που δεν μπορείς να του πεις «γιατί ζωγράφισες αυτό το δέντρο κι όχι μια θάλασσα, εκείνη την ημέρα;».
Μου δόθηκε το κείμενο, μου άρεσε, είδα ότι μπορεί να γίνει κάτι από εκεί μέσα, και το αποφάσισα. Βέβαια, έχω μία αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, έχω μεγαλώσει μ’ αυτό –χωρίς να σημαίνει ότι ακούω μόνο ρεμπέτικα- απλώς το αγάπησα γιατί προέρχομαι από προσφυγική οικογένεια, από Κωνσταντινοπολίτες διωγμένους.
Είναι φυσικό, όλα αυτά να με ακουμπάνε περισσότερο. Από κει και πέρα, έχω και γω μία μανία με τις αυτοβιογραφίες, γιατί πιστεύω ότι εκεί μέσα κρύβεται πάρα πολύ μεγάλος θησαυρός. Από τους ανθρώπους που διηγούνται τη ζωή τους βγάζεις πάρα πολλά πράγματα, που δεν τα γράφει η Ιστορία, δεν τα γράφουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά, και είναι σπουδαίο πράγμα.
Πόσο μάλλον, όταν σου δίνεται η δυνατότητα, να την αφηγηθείς εσύ αυτή την βιογραφία και να την νιώσεις.
Να νιώσεις για λίγο ο οποιοσδήποτε που λέει τα πάθη της ψυχής του.
Έτσι «συγκινήθηκα» από αυτό το έργο και κατέληξα στην παράσταση αυτή.
Όμως, συμπωματικά, έτυχε να γνωρίσω τον Βαμβακάρη.
Την πρώτη φορά, πρέπει να ήταν γύρω στο 1948 με ’50.
Ήμουν δέκα, δώδεκα χρονών παιδάκι, που τον γνώρισα χωρίς να το ξέρω, σε μια ταβέρνα στις Τζιτζιφιές. Το πιο εντυπωσιακό σ’ εκείνο όλο το σκηνικό, ήταν ένα βάθρο, σαν κι αυτά που είχε ο δάσκαλος στο σχολείο, που επάνω του ήταν καρέκλες που καθόντουσαν άνθρωποι με όργανα.
Κάποιοι στην πρώτη σειρά, κάποιοι σε μια δεύτερη και ένας ή μία με γυρισμένη την πλάτη, στο πιάνο.
Έπαιζαν «τα μάγκικα», όπως έλεγε ο μπαμπάς.
Τη δεύτερη φορά, ήμουν 30 χρονών.
Ήταν τον Οκτώβριο του 1969, όταν έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία, ανεβάζοντας την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη στην Κοκκινιά, με την πρώτη μορφή του «Θεάτρου Στοά», που ήταν τα «Βήματα».
Για μουσική σκέφτηκα, ποιόν άλλον, τον Μάρκο, που έμενε και λίγο πιο κάτω απ' το θέατρο που θα δίναμε παραστάσεις και πάω και τον βρίσκω.
Καθόταν σε μια καρέκλα έξω από το σπίτι του.
Δέχτηκε ευγενέστατα να μου παραχωρήσει τις μουσικές του, αλλά να παίξει εκείνος δεν θα μπορούσε (τώρα διαβάζω ότι την ίδια ακριβώς εποχή έδινε τις συνεντεύξεις στηνΑγγελική Βέλλου – Κάιλ, για την αυτοβιογραφία του) και θα έστελνε τον Στελλάκη (το γιό του) να μας παίξει στο στούντιο ό,τι θέλαμε. Όπως κι έγινε.
Και η τρίτη φορά, είναι αυτή.
Έκανε και η ζωή μου έναν κύκλο, γύρω από τον Μάρκο. 2017, έρχομαι να τον ερμηνεύσω στη σκηνή.
Να τον ζωντανέψω. Αυτόν.
Τον εφημεριδοπώλη, τον χαμάλη, τον εκδορέα.
Τον μάγκα.
Τον χασικλή.
Τον αλανιάρη.
Τον γκομενιάρη.
Τον μύθο, τον Πατριάρχη του ρεμπέτικου, τον δάσκαλο.
Κάποιον απ’ όλους αυτούς που καθόντουσαν εκεί πάνω στο πάλκο το 1948, εκείνον που πήγα στο σπίτι του για να μου δώσει τη μουσική του το 1969.
Πόσο δύσκολο ήταν για σας, να ανεβείτε στη σκηνή ως Μάρκος Βαμβακάρης;
Ξέρετε, όλα είναι δύσκολα.
Είτε σαν Μάρκος Βαμβακάρης, ανεβαίνεις, είτε σαν Ιούλιος Καίσαρας, είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Η δουλειά μας είναι αυτή.
Να υποδυόμαστε έναν άλλον άνθρωπο. Τώρα πώς το καταφέρνουμε και πώς το κάνουμε;
Άλλος το καταφέρνει εύκολα, άλλος πιο δύσκολα, όπως και να ‘χει το πράγμα ματώνει!
Δεν είν’ εύκολο.
Είναι σαν να ανασταίνεις έναν άνθρωπο και να τον φέρνεις στο τώρα, στην πραγματικότητα; Όπως αυτό που έγραψε ο Κιμούλης για τη "Ρεαλιστική υποκριτική", αναφερόμενος σε εσάς και στην παράστασή σας; Δεν ξέρω αν θέλετε να πείτε κάτι γι’ αυτό. Δηλαδή, πώς εσείς βλέπετε το θέατρο σήμερα;
Το θέατρο που υπηρετώ τείνει να χαθεί. Δεν ξέρω πόσοι θεατρίνοι ακόμη το υπηρετούν, με τον τρόπο αυτό. Υπάρχουν.
Όχι ότι δεν υπάρχουν.
Αλλά δε νομίζω ότι θα προτιμώνται, ή ότι θα εισακούονται.
Είναι μία τέχνη που μοιάζει σαν την τέχνη των παλιών κατασκευαστών που χάνεται, εξανεμίζεται.
Σαν τους ανθρώπους που δουλεύανε με τα χέρια τους.
Ήταν η δουλειά τους χειρωνακτική.
Φτιάχνανε ψάθες, ακονίζανε μαχαίρια, φτιάχνανε έπιπλα με το χέρι.
Δεν υπάρχει πια αυτό.
Τώρα έχει μπει μια ψευτοθεωρία στα πράγματα, που έχει αλλοιώσει τελείως τον στόχο.
Το θέατρο δεν είναι θεωρητική πράξη.
Η θεωρία ανήκει στους θεατρολόγους και είναι μια άλλη ιστορία.
Άστους αυτούς.
Δεν έχουν σχέση με το θέατρο, παρά μόνο θεωρητική.
Εμείς, οι εργάτες του θεάτρου, τα μαστόρια του θεάτρου, παίρνουμε το σφυρί και το καρφί και δουλεύουμε.
Δεν γίνεται αλλιώς.
Τώρα πια αυτό, τείνει να χαθεί τελείως.
Όλα γίνονται στο μυαλό.
Όλα κατασκευάζονται θεωρητικά και όλα απευθύνονται σε ένα ανύπαρκτο κοινό, κατά τη δική μου γνώμη.
Δεν κακίζω τα παιδιά που κάνουνε αυτή τη δουλειά.
Απλώς πιστεύω ότι όντως το κοινό είναι ανύπαρκτο, με την έννοια ότι δεν ξέρει τι θέλει.
Δεν ξέρει τι ζητάει.
Οπότε, τι να του δώσεις;
Η δουλειά μας είναι μια δουλειά αμφοτερόπλευρη: αν δεν σου δώσει ο θεατής δεν του δίνεις, κι αν του δώσεις, σου δίνει.
Λοιπόν, αν δεν υπάρχει αυτό το "παιχνίδι", θέατρο δεν στήνεται στα πόδια του.
Συνηθίζω πάντα να λέω, ότι το κάθε κοινό είναι άξιο του ηθοποιού του και ο κάθε ηθοποιός άξιος του κοινού του.
Ο διάλογος, δηλαδή, είναι άξιος των ανθρώπων που τον κάνουνε.
Όσο αυτοί θέλουν να κάνουν διάλογο μεταξύ τους, θα γίνεται.
Όταν δεν θέλουν ή δεν μπορούν ή δεν ξέρουν τι θα πει διάλογος, τότε δεν μπορούν, δεν κάνουν, και δεν ξέρουν.
Πώς καταλήξατε σε αυτόν τον τρόπο θεατρικής δουλειάς;
Μα αυτό σπούδασα. Δεν κατέληξα, δεν παιδεύτηκα ανάμεσα σε διάφορες μεθόδους και διάλεξα αυτήν. Αυτό το θέατρο έμαθα. Είμαι παλιός ηθοποιός, κάνω κοντά 60 χρόνια θέατρο.
Σπουδάσατε στη Δραματική Σχολή του Χρήστου Βαχλιώτη…
Ναι, αυτό το θέατρο μάθαμε, αυτό το θέατρο κάναμε, αυτό το θέατρο υπηρετήσαμε.
Και δε νομίζω ότι υπήρχε, τότε, άλλο θέατρο.
Υπήρχε το θέατρο της αλήθειας. Το θέατρο που ο ηθοποιός έπρεπε να υποδυθεί ένα ρόλο.
Το να «υποδυθεί» είχε άλλη ερμηνεία τότε, από ό,τι έχει σήμερα.
Το θέατρο είναι μία πράξη σωτήρια για μας.
Με το θάνατο τα βάζουμε, με τον άνθρωπο τα βάζουμε, με την ύπαρξη τα βάζουμε.
Με τον εαυτό μας τα βάζουμε.
Αναμετριόμαστε, θέλω να πω.
Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά…
Όχι. Μα, είναι πολύ δύσκολη η δουλειά στο θέατρο.
Μη κοιτάτε που οι μισοί Έλληνες είναι ηθοποιοί και οι άλλοι μισοί είναι συγγραφείς.
Δυστυχώς έχει εξελιχθεί έτσι το πράγμα.
Στην πραγματικότητα είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά, μα πάρα πολύ δύσκολη δουλειά.
Δυστυχώς όμως έχει γίνει ευτελέστατη, μπορεί να την κάνει ο καθένας, να δηλώσει ηθοποιός, να δηλώσει σκηνοθέτης, να δηλώσει θεατρώνης.
Εντάξει.
Το κακό είναι να δηλώνει και θεατράνθρωπος.
Εσείς, ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, τόσα χρόνια, έχετε καταθέσει τεράστιο έργο μέσα και από το θέατρο Στοά, έχετε πάρει πολλά βραβεία και έχετε καταθέσει την ψυχή σας, όχι μόνο ως ηθοποιός αλλά και ως συγγραφέας και ως δάσκαλος του θεάτρου.
Θα θέλατε να μας πείτε πως φτάσατε ως εδώ;
Είναι μεγάλη κουβέντα.
Πώς έφτασα;
Ξέρω ‘γω; Ξεκίνησα, δούλεψα, σπούδασα, διάβασα, μελέτησα, αγωνίστηκα. Δεν φτάνει κανείς στο σημείο που είναι, διά μιας…
Ούτε αυτό μπορεί να το περιγράψεις μέσα σε μία ώρα αφήγησης.
Είναι αυτό που λέω για τον Μάρκο.
Η ζωή του ολόκληρη γράφτηκε μέσα σε 300 σελίδες βιβλίου.
Όμως 6 μήνες κάθισε η Αγγελική μαζί του και μιλάγανε.
Ξεκινούσανε κάθε πρωί, πίνανε καφεδάκι και τα λέγανε, για να γραφτεί.
Κι εμείς έπρεπε να αποδώσουμε αυτές τις 300 σελίδες, μέσα σε 20-25 σελίδες.
Δεν γίνεται.
Αυτό που είδατε στην παράσταση, είναι ένα μέρος της ζωής του Μάρκου.
Τα σημαντικότερα, ίσως, στοιχεία, ή τουλάχιστον αυτά που σκιαγραφούν έναν άνθρωπο, ένα χαρακτήρα, μία πορεία.
Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι σύνθετη.
Πώς είναι να έχετε ένα θέατρο στην Ελλάδα της κρίσης;
Δύσκολα. Πάντα δύσκολα ήτανε.
Όταν θέλεις να κάνεις ένα αληθινό θέατρο, η πορεία είναι δύσκολη, δεν είναι εύκολη. Λοιπόν, περάσαμε αυτά τα 47 χρόνια μέσα στη Στοά, και άλλα 10 χρόνια εκτός Στοάς, πάρα πολύ δύσκολα!
Οι επιλογές δυσκολεύουν την πορεία, και δυσκολεύουν τη ζωή σου.
Έκαστος «εφ’ ω ετάχθη».
Είχατε δηλαδή πάντα κρίση. Δεν την ανακαλύψατε τα τελευταία χρόνια.
Το ποιοτικό θέατρο είχε, έχει, και θα έχει πάντα κρίση. Δεν είναι από τις επιλογές του κοινού.
Το ευρύ κοινό θέλει να χαχανίσει, θέλει να διασκεδάσει, θέλει να σαχλαμαρίσει, να χαβαλεδιάσει.
Δηλαδή, είναι αυτό που λέγατε πριν για τις επιλογές; Πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς συνεπής με τις επιλογές του; Βλέπουμε και στην παράσταση πόσα πέρασε ο Μάρκος Βαμβακάρης, για να μείνει συνεπής με αυτές.
Μα, αυτό χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου, η συνέπεια απέναντι στις επιλογές του και τις αξίες του.
Αν ρωτήσουμε πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες για τον Βαμβακάρη, προφανώς θα μιλήσουν με τα καλύτερα λόγια, αλλά πού βρίσκονται οι επιλογές του Βαμβακάρη μέσα στις δικές τους;
Η άποψή τους και η στάση τους απέναντι στον Βαμβακάρη, είναι μάλλον αυτή που φαίνεται σε κάποιες διασκευές των ρεμπέτικων τραγουδιών, που είναι πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια.
Αυτό δεν είναι απλώς ύβρις.
Είναι αμάθεια.
Μια άγνοια.
Είναι προσβολή στο έργο του άλλου.
Για παράδειγμα, η «Φραγκοσυριανή» -λέω και το πιο απλό και το πιο αθώο τραγούδι του Μάρκου- δεν είναι τραγουδάκι που μπορείς να το κάνεις rap.
Πόσο μάλλον το «Αργοσβήνεις μόνη», ή το «Τα δυο σου χέρια πήρανε, βεργούλες και με δείρανε».
Δεν μπορείς να πάρεις αυτά τα τραγούδια και να τα εκμοντερνίσεις.
Γιατί, κατ’ αρχήν, τι θα πει εκμοντερνίζω;
Δηλαδή, να πιάσω τον Βαν Γκόγκ και να τον ζωγραφίσω αλλιώς;
Κάν’ το!
Αν μπορείς, κάν’ το!
Δεν μπορείς!
Τι θα κάνεις;
Θα αλλάξεις τα χρώματα;
Θα αλλάξεις τα πρόσωπα;
Πώς μπορείς λοιπόν, να παίρνεις τη μουσική κάποιου και να της φοράς από κάτω μια μουσική τέκνο, ας πούμε, ή χιπ χοπ, ή δεν ξέρω τι;
Με ποιο θράσος το κάνεις αυτό;
Βέβαια, έχει την εξήγησή του, ότι δεν έχεις φαντασία, δεν έχεις έμπνευση, δεν δημιουργείς, κι έτσι γραπώνεσαι από το έργο ενός άλλου, το κακοποιείς και υπάρχεις και συ.
Είναι το ίδιο που γίνεται με τις Αρχαίες Τραγωδίες.
Διασκευάζεται πλέον ο Ευριπίδης.
Αλλάζουν τα λόγια στον Ευριπίδη.
Αυτό δεν λέγεται απλώς ύβρις.
Είναι αμάθεια, είναι άγνοια, είναι αμορφωσιά. Δεν έχει όνομα αυτό.
Δηλαδή είναι σαν να θέλουν να πάρουν ατόφιο αυτό που τους έχουν δώσει οι προηγούμενοι, χωρίς όμως να το μεταμορφώνουν σε κάτι άλλο, να το ανανοηματοδοτούν, ώστε να βγει κάτι δικό τους;
Δεν έχουν να πουν κάτι δικό τους.
Αν είχαν να πουν κάτι δικό τους θα το λέγανε.
Επειδή δεν έχουν να πουν κάτι δικό τους, παίρνουν το έργο κάποιου, το λένε όπως θέλουν με τα δικά τους τα λόγια.
Και κάπως έτσι παίρνουν το έργο του Ευριπίδη και του αλλάζουν το φινάλε.
Τι να πεις;
Πώς να το χαρακτηρίσεις αυτό;
Να το αναλύσεις;
Δεν αναλύεται.
Από την άλλη, υπάρχει η άποψη, ότι τραγούδια που δεν ακούγονται, τουλάχιστον τα μαθαίνει η νεολαία με αυτόν τον τρόπο.
Αυτοί που το λένε αυτό, πέφτουν στην ίδια παγίδα.
Αν ζούσατε στο χωριό και βλέπατε Σαίξπηρ από ερασιτεχνικό θίασο, θα είχατε μία άποψη για τον Σαίξπηρ, όποια έχει και ο συγκεκριμένος ερασιτεχνικός θίασος, με τις δυνατότητες που διαθέτει.
Και πιθανόν, να μισούσατε τον Σαίξπηρ.
Λοιπόν, όποιος θέλει να ακούσει τα τραγούδια του Βαμβακάρη, παντού υπάρχουν.
Και σε κάποια πανεπιστήμια του εξωτερικού διδάσκουν το ρεμπέτικο τραγούδι, ως το μοναδικό βιωματικό τραγούδι στον κόσμο, και για τους στίχους και για τη μουσική του.
Μα αυτή η αυτοβιογραφία του Μάρκου, ξεκίνησε από τον άντρα της Βέλλου – Κάιλ, ο οποίος έκανε μελέγη για πανεπιστήμιο της Αμερικής, πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι. Έτσι ήρθαν στην Ελλάδα για να του ζητήσουνε να πάει στην Αμερική να κάνει κάποιες διαλέξεις, αλλά δεν μπορούσε ο Μάρκος γιατί δεν του επιτρεπότανε η έξοδος από τη χώρα, λόγω χασισιού.
Αυτό ήταν το έναυσμα για την αυτοβιογραφία του. Έτσι ξεκίνησαν και την έγραψαν.
Άλλο αν ο Μάρκος είχε ξεκινήσει από πριν και έγραφε την αυτοβιογραφία του σε ένα τετράδιο.
Άλλο αυτό.
Τι θα λέγατε στους νέους καλλιτέχνες και σ' εκείνους που ασχολούνται με τη μουσική αλλά και με το θέατρο;
Στα νέα παιδιά που ασχολούνται με την Τέχνη, γενικά;
Αν δεν έχεις να πεις κάτι, να σιωπάς.
Αν έχεις να πεις, να ξέρεις ότι έχεις μεγάλη ευθύνη, γιατί ο κόσμος δίνει μεγάλη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που έχει μια δημοσιότητα και μπορεί και δημοσιοποιεί την άποψή του.
Να ξέρεις, λοιπόν, ότι αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί μπορείς να τον πάρεις και στο λαιμό σου. Να τον πάρεις στο λαιμό σου και να τον καταστρέψεις!
Και να τον καταστρέψεις, και κυριολεκτικά, και μεταφορικά!
Τίποτα. Να μιλάς, μόνο όταν έχεις να πεις κάτι.
Αυτό έχω να πω, εγώ.
Αλλιώς, να το κλείνεις.
Θα επιμείνω και θα σας κάνω πάλι την πρώτη ερώτηση. Πώς, λοιπόν, αποφασίσατε σήμερα να «μιλήσετε» με αυτό το έργο;
Αυτό το λέει, το μότο που έχουμε ως Θέατρο Στοά, και βρίσκεται πίσω από το πρόγραμμα της παράστασης.
Η απάντηση είναι αυτή:
"Κάνουμε θέατρο για να δώσουμε λύση στα προβλήματά μας.
Να απαλλαγούμε από τα φαντάσματα που μας περιτριγυρίζουν, να βγούμε από το βούρκο της καθημερινότητας, να γλιτώσουμε από το ψέμα, την υποκρισία και την απάτη του «πολιτισμού».
Το θέατρο για μας δεν είναι πρόσχημα, είναι τρόπος ζωής".
~~~~~~~~~~~~~~
διαβάστε περισσότερα στην πηγή του άρθρου:tvxs.gr