Τι μπορεί άραγε να πει κανείς, για ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του ελληνικού τραγουδιού που ακούει στο όνομα Βασίλης Τσιτσάνης!
Αναμφισβήτητα, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της μουσικής του αιώνα που πέρασε, ένας μεγάλος δάσκαλος που άλλαξε την ιστορία του τραγουδιού ανοίγοντας νέους δρόμους, με όπλο το τρίχορδο μπουζούκι του και τα μοναδικής ομορφιάς και αξίας τραγούδια του.
Δεν ήταν καθόλου υπερβολικός ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε ότι «ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό»!
Στα τραγούδια του έχουν κλειστεί όλα τα βάσανα και οι καημοί του ελληνικού λαού, τα γλέντια και τα ξεσπάσματά του, η ανάγκη για ελευθερία, οι έρωτες, ο πόνος της ξενιτιάς και η ελπίδα της επιστροφής, η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη, αισθήματα βαθιά ανθρώπινα που μέσα απ’ τις μελωδίες και τους στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη πήραν τη μορφή μια λαϊκής τέχνης αληθινής και αξεπέραστης.
Τα τραγούδια του τα χαρακτηρίζει η ευγένεια και το ήθος. Δημιούργησε μουσικές που έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου λαού, θυμίζοντάς μας πως, το τραγούδι αποτελεί μια πολύ σοβαρή υπόθεση, μια τέχνη που οφείλει να μας κάνει καλύτερους και όχι να εκτονώνει τα καταπιεσμένα ένστικτά μας.
Μέσα από τα εκατοντάδες τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, υπάρχουν πολλά που ξεχωρίζουν: από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Χωρίσαμε ένα δειλινό», μέχρι το «Αργοσβήνεις μόνη», τον «Μαχαλόμαγκα» και το «Κάθε βράδυ λυπημένη».
Στην εργογραφία του Τσιτσάνη συναντάμε τραγούδια διαχρονικά που, αν και γράφτηκαν ορισμένα απ’ αυτά πριν από 60 και 70 χρόνια (!), μας συγκινούν και μας συντροφεύουν ακόμα και σήμερα. Μία από τις κορυφαίες στιγμές της δημιουργικής πορείας του Βασίλη Τσιτσάνη, είναι η «Αχάριστη», ένα αργό χασάπικο σε στίχους του Τσιτσάνη, που γράφτηκε το 1942 και ηχογραφήθηκε σε δίσκο γραμμοφώνου τον Ιούνιο του 1947. Σε όλα τα ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, η πρώτη εκτέλεση έχει πάντα ιδιαίτερη αξία, τόσο ιστορική όσο και καλλιτεχνική.
Η «Αχάριστη» έχει τραγουδηθεί από αρκετούς ερμηνευτές: από τον Στράτο Διονυσίου και την Πόλυ Πάνου, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Σταμάτη Κόκοτα, κ.α.
Όμως, σε αυτή την πρώτη εκτέλεση με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον Στελλάκη Περπινιάδη και τον Βασίλη Τσιτσάνη, συναντάμε μια από τις πιο άρτιες μουσικά εκτελέσεις ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η λιτή ενορχήστρωση (με δύο τρίχορδα μπουζούκια και μια κιθάρα) είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο ηχογραφούνταν τα τραγούδια μετά τον πόλεμο.
Το στοιχείο όμως που πραγματικά καθηλώνει, είναι η τριφωνία!
Η μελωδική αυτονόμηση των τριών τραγουδιστών, δημιουργεί στον ακροατή την αίσθηση ότι ακούει μια “χορωδία”, και αυτό είναι ένα στοιχείο που σπάνια συναντάμε στο ρεμπέτικο τραγούδι.
Ο Τσιτσάνης παντρεύει με τέχνη τους λαϊκούς μουσικούς δρόμους με στοιχεία της λόγιας μουσικής, δημιουργώντας ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Δανείζεται στοιχεία από τη δυτική μουσική αναμειγνύοντάς τα με λαϊκούς δρόμους και τον ρυθμό του χασάπικου, ζωγραφίζοντας ένα μουσικό τοπίο τέλειας αισθητικής.
Η Γεωργακοπούλου, ο Περπινιάδης και ο Τσιτσάνης, παίρνουν θέση απέναντι στα μηχανήματα φωνογράφησης και ερμηνεύουν με συγκλονιστικό τρόπο ένα τραγούδι που θα ‘λεγε κανείς πως χωράει μέσα του τον πόνο και τον καημό όλων των ερωτικών τραγουδιών.
Η ερμηνεία τους είναι τελετουργική, δίχως υπερβολές και περιττά τσακίσματα της φωνής, απαλλαγμένη πλήρως από το στοιχείο του μελό.
Η ανεπανάληπτη εισαγωγή με το μπουζούκι να “χαρακώνει” τον αέρα, θα μπορούσε από μόνη της να αποτελεί ένα αυτόνομο μουσικό αριστούργημα, ενώ οι στίχοι που στάζουν παράπονο, μάς αφοπλίζουν με την άρτια τεχνική τους.
Στην πρώτη του μορφή, το τραγούδι είχε σε δυο σημεία διαφορετικούς στίχους από αυτούς που τελικά μπήκαν στη φωνογράφηση.
Οι συγκεκριμένες φράσεις αντικαταστάθηκαν για το φόβο της λογοκρισίας (στις παρενθέσεις αναγράφονται οι αρχικοί στίχοι):
Δε ρώτησες τόσο καιρό για μένα
πως πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά,
σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα
και σέρνομαι, πανούργα, μακριά.
Τα βάσανά μου μ’ έριξαν στα ξένα
(Το έγκλημά μου μ’ έριξε στα ξένα)
και μ’ έχουν της ζωής κατάδικο,
(και μ’ έχει της ζωής κατάδικο)
αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να ‘ναι άδικο.
Μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη
θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς,
μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει
του προδομένου ο πόνος της καρδιάς.
(του καταδίκου ο πόνος της καρδιάς)
Το τραγούδι γράφτηκε από τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη μέσα στην καρδιά της Γερμανικής κατοχής.
Φωνογραφήθηκε πέντε χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, στην Αθήνα στα στούντιο της Columbia.
Στην «Αχάριστη» συναντάμε πολλά από τα στοιχεία που υπάρχουν και σε άλλα τραγούδια του Τσιτσάνη: οι χαρακτηρισμοί “τρελή” και “θεότρελη”, η γυναίκα που άλλες φορές είναι «Αρχόντισσα» και άλλες «Θεατρίνα» (“εγώ σε στόλιζα με ρόδα και με κρίνα / κι εσύ με γέλαγες, γιατί ήσουν θεατρίνα”), είναι χαρακτηριστικές εικόνες που συναντάμε στα τραγούδια του Τσιτσάνη.
Εκείνο όμως που κάνει την «Αχάριστη» να διαφέρει από άλλα τραγούδια, είναι το παράπονο που ξεχειλίζει από τους στίχους.
Ένα παράπονο πηγαίο και αληθινό, αντρίκιο, δίχως κλάψες, με αξιοπρέπεια, σαν βαθύς αναστεναγμός που ψάχνει τρόπο να εκφραστεί και τον βρίσκει στην πενιά του μπουζουκιού.
Παρ’ όλο που θεματικά, είναι ένα τραγούδι που το λογικό θα ήταν να τραγουδηθεί από έναν άντρα, ο Τσιτσάνης βάζει την Ιωάννα Γεωργακοπούλου πλάι στον Περπινιάδη, παίρνει κι ο ίδιος θέση δίπλα τους, και ερμηνεύουν μαζί την «Αχάριστη».
Ο πόνος της εγκατάλειψης δεν έχει φύλλο! Και ο Τσιτσάνης (όπως και όλοι οι ρεμπέτες) το γνωρίζει καλά αυτό.
Η «Αχάριστη» εκφράζει ένα καθολικό συναίσθημα και οι τρείς ερμηνευτές το αποτυπώνουν στο αυλάκι του δίσκου με τον καλύτερο τρόπο.
Όσες εκτελέσεις κι αν γίνουν, αυτή η πρώτη εκτέλεση της «Αχάριστης» από την φωνογράφηση του 1947, θα παραμένει αξεπέραστη.
Όχι μόνο για την ιστορική της αξία, αλλά κυρίως για το αισθητικό αποτέλεσμα που αποδεικνύει για πολλοστή φορά πως, το αληθινό τραγούδι δε χρειάζεται στολίδια και τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα για να αποτυπωθεί.
Όταν ακούει κανείς τη φράση “αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα / κι αυτό το βρίσκω να ‘ναι άδικο” τραγουδισμένη από τον Περπινιάδη, την Γεωργακοπούλου και τον Τσιτσάνη, είναι αδύνατον να μη λυγίσει από τη συγκίνηση που μόνο τα πραγματικά μεγάλα τραγούδια μπορούν να προκαλέσουν.
Έχουν περάσει 60 χρόνια από την πρώτη ηχογράφηση της «Αχάριστης» και η εκτέλεση αυτή ήταν και θα παραμείνει ένα πραγματικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού, δίπλα σε πολλά ακόμα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.