από το χρονολόγιο του Dionysios Skliris https://www.facebook.com/dionysios.skliris/posts/pfbid0gASVLThMxSrbENtb5kyFHqt942MFG5cMryCBQj1mVSrHBZRAVV4HdDScmLoSwEpFl
O αποχαιρετισμός μου στον Αλέν Ντελόν που φιλοξενήθηκε στο "Βήμα της Κυριακής"
Ο αλητάγγελος που υποδύθηκε τον ηθοποιό
Ο Αλέν Ντελόν είχε δηλώσει για τον αντίζηλο Μπελμοντό: «Είναι υποκριτής (commédien) εγώ είμαι αυθεντικός δράστης (acteur). Δεν παίζω τίποτα που να μην το ζω».
Σήμερα ο Ντελόν φαντάζει απομεινάρι μιας άλλης εποχής, όπου η ομορφιά αρκούσε για να συγχωρέσει κανείς τα πάντα, ακόμη και τον ματσισμό, την έλλειψη πολιτικής ορθότητας, τη μισάνθρωπη εκδοχή της φιλοζωίας.
Κι όμως, αυτός ο άντρας παλαιάς κοπής ενσάρκωσε πρόωρα τη μεταμοντέρνα συνθήκη: Χωρίς να φοιτήσει ποτέ σε δραματική σχολή, βίωσε το σινεμά ως δυναμική πραγμάτωση της ταυτότητάς του, ως εγχείρημα αυτογνωσίας ενός ψυχικά τραυματισμένου ανθρώπου, ως επιτέλεση σχέσεων υιότητας και πατρότητας, από τις οποίες δεν έλειπε ο ερωτισμός, ως μια συνέχιση με άλλα μέσα της στράτευσης και του τυχοδιωκτισμού της νιότης του.
Ο Ντελόν δεν μπορούσε να αναπαραστήσει έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό του. Δεν έπαιζε ρόλους• προσπαθούσε να ακεραιώσει τον θρυμματισμένο εαυτό του, δημιουργώντας το «προϊόν Αλέν Ντελόν», πολύ πριν από την εποχή μας, όπου καλούμαστε να γίνουμε «μάνατζερ του εαυτού μας» μέσα από την ψηφιακή αυτοσκηνοθεσία.
Ο Ντελόν βίωσε τραυματικά τον χωρισμό των γονιών του.
Μεγάλωσε με τις φυλακές ως «αυλή» της θετής οικογένειας.
Η μητέρα του τού χάρισε ομορφιά, αλλά όχι αγάπη. (Σε μεγάλη ηλικία, τεκνοθέτησε τον εγγονό της, που δεν είχε αναγνωρίσει ο γιος της, σαν για να αναπληρώσει την εγκατάλειψη του ίδιου, τραυματίζοντάς τον διπλά).
Ενώ ο δεύτερος σύζυγός της τον προόριζε για μια καριέρα αλλαντοπώλη, δραπέτευσε, κατατασσόμενος στο ναυτικό στην Ινδοκίνα.
Έζησε ζωή αλήτικη πέριξ της πλατείας Πιγκάλ και στη Μονμάρτη.
Γυναίκες μεγαλύτερες είδαν σε αυτόν το «άγαλμα» που είχε διακρίνει ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη.
Ένα κάλλος ψυχρό, αλλά και εύπλαστο στην κατεύθυνση μιας μελλοντικής εκτόξευσης.
Η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ διέκρινε στο αγγελικό του πρόσωπο έναν σταρ του σινεμά. Χωρίς να έχει καμία μόρφωση, ο Ντελόν αποφάσισε να υποκριθεί τον υποκριτή, να πάρει από το σινεμά ό,τι δεν του έδωσε ο πόλεμος και το περιθώριο.
Η αριστοκρατική Ρόμι Σνάιντερ ένιωσε μια ιλιγγιώδη έλξη για τον αλητάγγελο, που διάλεξε για συμπρωταγωνιστή της.
Όμως ο Ντελόν καθιερώθηκε ως Ρίπλεϊ, ήτοι ως αριβίστας που διαπράττει σφετερισμό ταυτότητας, σε μια αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων της υιότητας.
Την πατρική μορφή τη βρήκε στον Ζορζ Μπομ, που καθοδήγησε μαεστρικά την καριέρα του και στον Λουκίνο Βισκόντι που τον ανέδειξε στη βιβλική τραγωδία "Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του".
Ο "Γατόπαρδος" θίγει την ιστορική πρόοδο που υπηρετούν τα αδίστακτα νιάτα.
Ο γηραιός Βισκόντι κινηματογράφησε τον Ντελόν ως συνδυασμό θηλυκής στιλπνότητας και αρρενωπής θανάσιμης βίας, προοικονομώντας τον κατοπινό "Θάνατο στη Βενετία". Μετέδωσε στον Ντελόν απαιτήσεις μόρφωσης και αισθητικής, αλλά απέτυχε να τον καταστήσει ηθοποιό θεάτρου.
Ο Ντελόν δεν μπορούσε παρά να παίξει τον εαυτό του και επιθυμούσε διακαώς πλην ανανταπόκριτα τον ρόλο του Ξένου (Καμύ), που εξέφραζε το οικογενειακό και πολιτικό του δράμα. Έκτοτε, έγινε «παραγωγός» του εαυτού του ως συγκεκριμένου προϊόντος.
Η δυνατότητά του να κινείται στον υπόκοσμο της Γαλλικής Ριβιέρας και στο «swinging London», εκφράζοντας την γκωλική γαλλική υπερηφάνεια σε εποχή απο-αποικιοποίησης, δημιούργησαν ένα κοινό που τον πίστεψε ως σύμπτωση ζωής και τέχνης.
Από την πρόσφατη απομόνωσή του ως απογοητευμένου ερημίτη τον έβγαλε το ενδιαφέρον για την Ουκρανία, για την οποία θα στρατευόταν, αν ήταν νεώτερος, ξαναπιάνοντας το νήμα της παλιάς ζωής του στρατιώτη.
Ο Ζελένσκι δήλωσε τον θαυμασμό του κατά μία ενδιαφέρουσα αντιστροφή όπου ο ηθοποιός που ανέλαβε πολιτική ισχύ απέτισε τιμή στον άνθρωπο της δράσης που υποδύθηκε τον ηθοποιό.
Σε μια ώριμη συνέντευξη ο Ντελόν απάντησε ότι θα ήθελε μετά τον θάνατο να του προσφέρει ο Θεός αυτό που στερήθηκε σε όλη τη ζωή του: Τη μητέρα και τον πατέρα του μαζί.
Τη στιγμή του θανάτου του προκαλεί πάθη εξίσου ισχυρά με της ζωής του: Οι επικριτές τού προσάπτουν το ότι ένας άνθρωπος τόσο λατρεμένος είχε ανικανότητα για χαρά, αφήνοντας εκκρεμή μια διερώτηση για το τι σημαίνει η ομορφιά, αν της λείπει η αγάπη.
O αποχαιρετισμός μου στον Αλέν Ντελόν που φιλοξενήθηκε στο "Βήμα της Κυριακής"
Ο αλητάγγελος που υποδύθηκε τον ηθοποιό
Ο Αλέν Ντελόν είχε δηλώσει για τον αντίζηλο Μπελμοντό: «Είναι υποκριτής (commédien) εγώ είμαι αυθεντικός δράστης (acteur). Δεν παίζω τίποτα που να μην το ζω».
Σήμερα ο Ντελόν φαντάζει απομεινάρι μιας άλλης εποχής, όπου η ομορφιά αρκούσε για να συγχωρέσει κανείς τα πάντα, ακόμη και τον ματσισμό, την έλλειψη πολιτικής ορθότητας, τη μισάνθρωπη εκδοχή της φιλοζωίας.
Κι όμως, αυτός ο άντρας παλαιάς κοπής ενσάρκωσε πρόωρα τη μεταμοντέρνα συνθήκη: Χωρίς να φοιτήσει ποτέ σε δραματική σχολή, βίωσε το σινεμά ως δυναμική πραγμάτωση της ταυτότητάς του, ως εγχείρημα αυτογνωσίας ενός ψυχικά τραυματισμένου ανθρώπου, ως επιτέλεση σχέσεων υιότητας και πατρότητας, από τις οποίες δεν έλειπε ο ερωτισμός, ως μια συνέχιση με άλλα μέσα της στράτευσης και του τυχοδιωκτισμού της νιότης του.
Ο Ντελόν δεν μπορούσε να αναπαραστήσει έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό του. Δεν έπαιζε ρόλους• προσπαθούσε να ακεραιώσει τον θρυμματισμένο εαυτό του, δημιουργώντας το «προϊόν Αλέν Ντελόν», πολύ πριν από την εποχή μας, όπου καλούμαστε να γίνουμε «μάνατζερ του εαυτού μας» μέσα από την ψηφιακή αυτοσκηνοθεσία.
Ο Ντελόν βίωσε τραυματικά τον χωρισμό των γονιών του.
Μεγάλωσε με τις φυλακές ως «αυλή» της θετής οικογένειας.
Η μητέρα του τού χάρισε ομορφιά, αλλά όχι αγάπη. (Σε μεγάλη ηλικία, τεκνοθέτησε τον εγγονό της, που δεν είχε αναγνωρίσει ο γιος της, σαν για να αναπληρώσει την εγκατάλειψη του ίδιου, τραυματίζοντάς τον διπλά).
Ενώ ο δεύτερος σύζυγός της τον προόριζε για μια καριέρα αλλαντοπώλη, δραπέτευσε, κατατασσόμενος στο ναυτικό στην Ινδοκίνα.
Έζησε ζωή αλήτικη πέριξ της πλατείας Πιγκάλ και στη Μονμάρτη.
Γυναίκες μεγαλύτερες είδαν σε αυτόν το «άγαλμα» που είχε διακρίνει ο Σωκράτης στον Αλκιβιάδη.
Ένα κάλλος ψυχρό, αλλά και εύπλαστο στην κατεύθυνση μιας μελλοντικής εκτόξευσης.
Η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ διέκρινε στο αγγελικό του πρόσωπο έναν σταρ του σινεμά. Χωρίς να έχει καμία μόρφωση, ο Ντελόν αποφάσισε να υποκριθεί τον υποκριτή, να πάρει από το σινεμά ό,τι δεν του έδωσε ο πόλεμος και το περιθώριο.
Η αριστοκρατική Ρόμι Σνάιντερ ένιωσε μια ιλιγγιώδη έλξη για τον αλητάγγελο, που διάλεξε για συμπρωταγωνιστή της.
Όμως ο Ντελόν καθιερώθηκε ως Ρίπλεϊ, ήτοι ως αριβίστας που διαπράττει σφετερισμό ταυτότητας, σε μια αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων της υιότητας.
Την πατρική μορφή τη βρήκε στον Ζορζ Μπομ, που καθοδήγησε μαεστρικά την καριέρα του και στον Λουκίνο Βισκόντι που τον ανέδειξε στη βιβλική τραγωδία "Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του".
Ο "Γατόπαρδος" θίγει την ιστορική πρόοδο που υπηρετούν τα αδίστακτα νιάτα.
Ο γηραιός Βισκόντι κινηματογράφησε τον Ντελόν ως συνδυασμό θηλυκής στιλπνότητας και αρρενωπής θανάσιμης βίας, προοικονομώντας τον κατοπινό "Θάνατο στη Βενετία". Μετέδωσε στον Ντελόν απαιτήσεις μόρφωσης και αισθητικής, αλλά απέτυχε να τον καταστήσει ηθοποιό θεάτρου.
Ο Ντελόν δεν μπορούσε παρά να παίξει τον εαυτό του και επιθυμούσε διακαώς πλην ανανταπόκριτα τον ρόλο του Ξένου (Καμύ), που εξέφραζε το οικογενειακό και πολιτικό του δράμα. Έκτοτε, έγινε «παραγωγός» του εαυτού του ως συγκεκριμένου προϊόντος.
Η δυνατότητά του να κινείται στον υπόκοσμο της Γαλλικής Ριβιέρας και στο «swinging London», εκφράζοντας την γκωλική γαλλική υπερηφάνεια σε εποχή απο-αποικιοποίησης, δημιούργησαν ένα κοινό που τον πίστεψε ως σύμπτωση ζωής και τέχνης.
Από την πρόσφατη απομόνωσή του ως απογοητευμένου ερημίτη τον έβγαλε το ενδιαφέρον για την Ουκρανία, για την οποία θα στρατευόταν, αν ήταν νεώτερος, ξαναπιάνοντας το νήμα της παλιάς ζωής του στρατιώτη.
Ο Ζελένσκι δήλωσε τον θαυμασμό του κατά μία ενδιαφέρουσα αντιστροφή όπου ο ηθοποιός που ανέλαβε πολιτική ισχύ απέτισε τιμή στον άνθρωπο της δράσης που υποδύθηκε τον ηθοποιό.
Σε μια ώριμη συνέντευξη ο Ντελόν απάντησε ότι θα ήθελε μετά τον θάνατο να του προσφέρει ο Θεός αυτό που στερήθηκε σε όλη τη ζωή του: Τη μητέρα και τον πατέρα του μαζί.
Τη στιγμή του θανάτου του προκαλεί πάθη εξίσου ισχυρά με της ζωής του: Οι επικριτές τού προσάπτουν το ότι ένας άνθρωπος τόσο λατρεμένος είχε ανικανότητα για χαρά, αφήνοντας εκκρεμή μια διερώτηση για το τι σημαίνει η ομορφιά, αν της λείπει η αγάπη.