Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Μελομακάρονα τραγανά και μελωμένα - η λιχουδιά των Χριστουγέννων

Το μελομακάρονο ή μελομακάρουνο ,φοινίκι στη Μικρασιατική διάλεκτο, είναι ελληνικό γλύκισμα που παρασκευάζεται βασικά από αλεύρισιμιγδάλιλάδι, χυμό πορτοκαλιού και μέλι.
Κατατάσσεται όπως και οι κουραμπιέδες στα πατροπαράδοτα εθνικά γλυκίσματα - comfort food -  που θεωρούνται απαραίτητα σε κάθε ελληνικό σπίτι ιδιαίτερα την περίοδο των Χριστουγέννων.
Τυπικά συστατικά των μελομακάρονων είναι το αλεύρι και το σιμιγδάλι,
η ζάχαρη
το ξύσμα ή και χυμός πορτοκαλιού, 
το κονιάκ
η κανέλα και άλλα αρωματικά, 
το λάδι, 
το μέλι και νερό. 
Το μελομακάρονο στην αγγλική γλώσσα λέγεται "small honey cake".
Ας τα ετοιμάσουμε για να μοσχοβολήσει το σπίτι μας.
Θα χρειαστούμε:
2 κούπες φίνο ελαιόλαδο
1 κούπα χυμό πορτοκαλιού
1/3 κούπας κονιάκ
2 κουταλιές σούπας ζάχαρη μαύρη
1 κουταλάκι γλυκού κανέλα
½ κουταλάκι γλυκού γαρύφαλλο
½ κουταλάκι αμμωνία
½ κουταλάκι σόδα
Ξύσμα ενός μεγάλου πορτοκαλιού
1 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις
Το σιρόπι:
3 κούπες ζάχαρη
2 κούπες νερό
2-3 ξυλάκια κανέλα
Τις κούπες από ένα πορτοκάλι - απ’ αυτά που στύψαμε για το χυμό
½ κούπα μέλι
Μπορούμε να βάλουμε 1,5 κούπα ζάχαρη, 1,5 μέλι. Προτιμώ όμως το άβραστο μέλι για να διατηρήσω τα θρεπτικά του στοιχεία που καταστέφονται όταν το βράσουμε, κι έτσι τα περιχύνω με μέλι μετά το κλασικό μέλωμα!)
Για το στόλισμα:
1 κούπα καρύδια κοπανισμένα
1 κούπα μέλι
Κανέλα και γαρύφαλλο στην μύτη του κουταλιού
Ξεκινάμε:
Πρώτα θα κάνουμε το σιρόπι. 
Βράζουμε τα 4 πρώτα υλικά για 1 λεπτό από τη στιγμή που θα αρχίσει ο βρασμός και αποσύρουμε από το μάτι. 
Προσθέτουμε το μέλι, ανακατεύουμε να διαλυθεί και αφήνουμε να κρυώσει το σιρόπι εντελώς.
Πάμε να ετοιμάσουμε το γαρνίρισμα. 
Αλέθουμε στη χαμηλή σκάλα του multi τα καρύδια και όσα μείνουν μεγάλα τα κόβουμε με το μαχαίρι. 
Και η ζύμη μας:
Ανακατεύουμε το λάδι με το κονιάκ , τη ζάχαρη και τα μυρωδικά. 
Προσθέτουμε το ξύσμα του πορτοκαλιού και τα δουλεύουμε λίγο με το χέρι να λιώσει η ζάχαρη. 
Ανακατεύουμε πάνω από την λεκάνη τη σόδα στο χυμό πορτοκαλιού για να αποφύγουμε τα ατυχήματα του φουσκώματος και το προσθέτουμε και αυτό.
Ανακατεύουμε την αμμωνία στο αλεύρι και το προσθέτουμε σε 2-3 φάσεις ώστε να ομογενοποιηθεί εύκολα το μείγμα γιατί δεν πρέπει να τα ζυμώσουμε πολύ τα μελομακάρονα. Στην τελευταία φάση …κρατάμε μια επιφύλαξη. 
Μπορεί κάποια φορά να μας περισσέψει αλεύρι ενώ άλλες φορές να μας το πάρι όλο.
Τα μελομακάρονα, όχι μόνο δεν θέλουν μίξερ αλλά θέλουν ελάχιστο ζύμωμα ακόμη και με το χέρι.
Παίρνουμε ένα κομμάτι ζύμης σαν μικρό μανταρίνι, του δίνουμε σχήμα μελομακάρονου 
Τα βάζουμε σε ταψάκι στρωμένο με αντικολλητικό χαρτί και με ένα πιρούνι τα τσιμπάμε μαλακά για να τους δώσουμε το ανάγλυφο σχήμα τους
Τα ψήνουμε στους 200 βαθμούς για 25-30 λεπτά
Το μέλωμα:
Μόλις βγουν από το φούρνο, τα ρίχνουμε πέντε κάθε φορά στο κρύο σιρόπι , τα μελομακάρονα καυτά  και τα αφήνουμε ακριβώς 1 λεπτό γυρίζοντάς τα απλώς κι από τις δύο μεριές.
Φυλάμε το σιρόπι στο ψυγείο μέχρι να ψηθεί το επόμενο ταψί.  
Το γαρνίρισμα:
Βάζουμε σε στρώσεις σε πιατέλα και πάνω τους ρίχνουμε με ένα κουταλάκι κλωστές από μέλι. 
Από πάνω πασπαλίζουμε με τα καρύδια μέσα στα οποία έχουμε ανακατέψει την κανέλα και το γαρύφαλλο
              Καλοφάγωτα και του χρόνου!

Μελομακάρονα και κουραμπιέδες, τα πιο μυρωδάτα σύμβολα των χριστουγεννιάτικων εορτών. 
Ποια είναι, όμως, η ιστορία και η ετυμολογία των παραδοσιακών γιορτινών γλυκισμάτων; Κουραμπιές, η χιονάτη μπαλίτσα με το ανθόνερο, το βούτυρο και την άχνη ζάχαρη κρύβει στα τραγανά της αμύγδαλα τη γεύση της προσδοκίας. 
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η ρίζα είναι Qurabiya στα αζέρικα, Kurabiye, στα τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. 
Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών. 
Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κλπ. 
Οι πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας δημιούργησαν στο Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και διατήρησαν στη νέα πατρίδα την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων που ήταν διαδεδομένη στη Μικρά Ασία. .
Μελομακάρονα
Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση. 
Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). 
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: 
μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του Δωδεκαημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».
Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. 
Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).

η συνταγή:cretangastronomy