Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ανεξερεύνητα τα άδυτα της άλλης πλευράς - ανθάκια πουά...

Πολλά χρόνια πριν, σε κάποια πόλη, έφτασα μέτοικος για να αναλάβω εργασία.
Μετά από πολλή έρευνα βρήκα σε γωνιακή κεντρική πολυκατοικία, στον 6ο όροφο, μια γκαρσονιέρα 25 τετραγωνικά, με ευρύχωρο χώλ, κουζίνα, μπάνιο και κυρίως δωμάτιο αρκετό για να στεγάσει την μοναχική αφεντιά μου.
Διέθετε κι ένα μπαλκονάκι στενό, μόλις 60 εκατοστά πλάτος, που έβλεπε το «πηγάδι» των ακάλυπτων χώρων των πολυκατοικιών ολόκληρου του οικοδομικού τετραγώνου.
Ωστόσο, μοιρασμένος ανάμεσα στην νέα μου εργασία και στην πόλη που μεγάλωσα, έπαιρνα κάθε Παρασκευή, το μεσημεριανό τραίνο και πήγαινα πάλι πίσω στην γενέτειρα, για να περνώ τα Σαββατοκύριακα με τις παρέες μου.
Και τις Κυριακές επέστρεφα αργά τη νύχτα, κάποιες φορές με λεωφορείο, για πιο γρήγορα αν και διπλή τιμή, για να ξεκινήσω άλλη μια εβδομάδα εργασίας.
Στο μεταξύ, από τον πρώτο καιρό σε αυτή την γκαρσονιέρα, ήσυχη κι απόμερη, συνέβαιναν παράδοξα και δυσερμήνευτα πράγματα.
Έμενα μόνος. 
Κάποιες φορές τύχαινε να γυρίζω νωρίτερα από την δουλειά επειδή είχα απογευματινή εργασία. 
Ανοίγοντας την εξώπορτα για να μπω στην γκαρσονιέρα, έβλεπα στο βάθος τις δύο μπαλκονόπορτες, της κουζίνας και του κυρίως δωματίου, που είχαν πρόσβαση στο μικρό μπαλκόνι.
Ένα μπαλκόνι, το οποίο, στη δεξιά πλευρά, όπως έβγαινα, το χώριζε ένα θολό τζάμι -με ενσωματωμένο μεταλλικό σύρμα- από ένα τριάρι όπου έμενε τετραμελής οικογένεια, ενώ στην αριστερή πλευρά τελείωνε πάνω από το κενό.
Όλα άρχισαν ένα μεσημεράκι που επέστρεψα από το γραφείο περίπου 12 παρά 20 το μεσημέρι. 
Ενώ, συνήθως, φεύγοντας το πρωί, άφηνα κλειστά τα εξωτερικά ξύλινα φύλλα με την κλασσική οριζόντια γρίλια, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Φλεβάρη, τα είχα ανοίξει διάπλατα επιτρέποντας άπλετο φως, μέσα από τα τζάμια και τις λεπτές κουρτίνες, να περνάει στα δύο δωμάτια.
Καθώς λοιπόν ξεκλείδωσα την εξώπορτα και μπήκα στο χώλ, το βλέμμα μου, παρά τις κουρτίνες, έπιασε την γρήγορη κίνηση μιας ανθρώπινης σιλουέτας, γκρίζας, μάλλον γυναικείας, να διατρέχει τις δύο μπαλκονόπορτες από δεξιά προς τα αριστερά, με κατεύθυνση, δηλαδή, το άκρο του μπαλκονιού που έβλεπε στο κενό.
Με γρήγορη κίνηση, άφησα τον βαρύ χαρτοφύλακα με τα βιβλία κι έτρεξα στην κοντινότερη μπαλκονόπορτα -της κουζίνας- τράβηξα την κουρτίνα και βγήκα στο μπαλκόνι. 
Για ένα παράξενο λόγο, προετοιμάστηκα να δώ άνθρωπο, στριμωγμένο στο άκρο του μπαλκονιού και μάλιστα με επιθετικές διαθέσεις.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, όχι μόνο δεν είδα κανέναν, αλλά ακόμα και ο κουβάς με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας που ήταν εκεί, διαγώνια πάνω στο κάγκελο, υποδήλωναν ότι δεν θα ήταν δυνατόν να είχε περάσει άνθρωπος και μάλιστα τόσο βιαστικά, το τελευταίο μέτρο που απέμενε ως την άκρη.
Αποσβολωμένος, έμεινα να κοιτάζω το άδειο μπαλκόνι με τον κουβά, ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι, σίγουρος για αυτό που είδα και αβέβαιος για το τί, στην ευχή, είδα.
Από εκείνο το πρωινό του Φλεβάρη άρχισε δειλά-δειλά, το «πάρτι» του παράδοξου.
Δυό βράδια αργότερα, ένα όνειρο ήρθε να ταράξει τον ύπνο μου, ξημερώματα, πριν την δουλειά. 
Μια νέα κοπέλα -πολύ νέα- λεπτή και μελαχρινή, φορώντας μαύρο μακρύ φόρεμα, εστιγμένο με αραιό λευκό πουά από ανθάκια και με γκρι ζωνάκι στην μέση, μου ρίχνει ένα θλιμμένο βλέμμα και μετά πηδάει από το μπαλκόνι μου, στο «πηγάδι» των ακάλυπτων χώρων.
Ανακάθισα απότομα στο κρεβάτι και περιέφερα ένα γύρω το βλέμμα. 
Έντονη θλίψη και βαθειά πίκρα με κυρίευσε, καθώς έβλεπα τον γνώριμο χώρο όπως ακριβώς τον άφησα πριν αποκοιμηθώ. 
Σιγά-σιγά θυμήθηκα την γυναικεία σιλουέτα που νόμιζα ότι είχε διατρέξει το μπαλκόνι μου, δυό μέρες πριν. 
Ομολογουμένως φοβήθηκα. 
Αρχαίοι μύθοι και ατταβιστικοί φόβοι σκίασαν τον νου. 
Κουκουλώθηκα με τις κουβέρτες κι απέμεινα να προσμένω υπομονετικά να ξανακοιμηθώ, με το κεφάλι θολό από ανάμικτες σκέψεις…
Από τότε και μετά, σχεδόν μια φορά την εβδομάδα, η γλυκιά θλιμμένη κοπέλα, έγινε τακτική επισκέπτρια της ζωής μου, πότε του μπαλκονιού και πότε του ύπνου μου.
Πλέον, άφηνα ανοιχτά τα παντζούρια κάθε πρωί, ούτως ώστε, αν τύχαινε να γυρίσω στο σπίτι μεταξύ 12 παρά 20 και 12 παρά 10, να αποτίσω ένα «χαίρε» στην θλίψη της.
Άρχισα να πιστεύω ότι κάποιο μυστικό έκρυβε αυτή η γκαρσονιέρα, ωστόσο δεν είχα μιλήσει ποτέ για αυτά στην παρέα, επειδή δεν ήθελα να τρομάξω κανέναν, ούτε να βάλω σε κανέναν περίεργες ιδέες.
Σεπτέμβριος του ιδίου έτους.
Νύχτα Κυριακής, 20′ πριν τα μεσάνυχτα, μόλις είχα μπει στο σπίτι με το σακβουαγιάζ στον ώμο, μετά από ένα ευχάριστο Σαββατοκύριακο. 
Γδύθηκα γρήγορα-γρήγορα, φόρεσα ένα μακό για τον ύπνο, άνοιξα τις τζαμόπορτες και κούφωσα τα παντζούρια. Έκανε ζέστη εκείνο το βράδυ.
Ξάπλωσα σκεπτόμενος ότι άρχιζε μια όχι ιδιαίτερα πιεστική μέρα στη δουλειά. Κι έτσι, ήσυχα, χωρίς ιδιαίτερο άγχος, αποκοιμήθηκα.
Βαριά και δυνατά χτυπήματα σε ξύλινα πορτόφυλλα, με έκαναν να πεταχτώ στον ύπνο μου αλαφιασμένος. 
Αφουγκράστηκα, καθιστός στο κρεβάτι. 
Η σιγαλιά της νύχτα ήταν σχεδόν εκκωφαντική. 
Ούτε καν αυτοκίνητα δεν ακούγονταν να κινούνται. Κοίταξα το ψηφιακό ρολόι στον καρπό μου. 12:43!! 
Σκάρτα 40 λεπτά ύπνου.
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κι άναψα τσιγάρο, αναλογιζόμενος με βεβαιότητα ότι κάτι πολύ έντονο ονειρεύτηκα.
Σχεδόν εκπνέοντας την δεύτερη τζούρα, άκουσα ένα πνιχτό γυναικείο αναφιλητό να έρχεται από την κουζίνα μου κι αμέσως μετά γροθιές να χτυπούν δυνατά το κουφωμένο παντζούρι της. Πάγωσα.
Κρύο ρεύμα διέτρεξε την ραχοκοκκαλιά μου και σηκώθηκα με βήμα βαρύ από τρόμο να πάω στην κουζίνα.
Σήκωσα το μάνταλο και άνοιξα το πορτόφυλλο. Κοίταξα αριστερά, μετά δεξιά. 
Τίποτα.
Δισταχτικά βγήκα έξω, ανήσυχος για το τί θα αντικρύσω.
Στάθηκα στην κουπαστή του μπαλκονιού και κοίταξα κάτω. 
Τίποτα, όλη η πολυκατοικία σκοτεινή.
Περιέφερα το βλέμμα στα μπαλκόνια των γειτονικών πολυκατοικιών. 
Τα περισσότερα ορθάνοιχτα, σκοτεινά, δήλωναν ότι η πόλη κοιμόταν και δροσιζόταν από την ζέστη της ημέρας. 
Κάποιο σιγανό ροχαλητό ακούγονταν ρυθμικά, ένα – δυό μπαλκόνια πιο πέρα, λίγο χαμηλότερα.
Σκέφτηκα ότι κάτι θα συνέβη σε κάποιο από τα γειτονικά διαμερίσματα. Κοίταξα ξανά ένα γύρω, αλλά ήταν τέτοια η σιγαλιά και η ακινησία, που καταντούσε αφύσικη.
Πώς ήταν δυνατόν να χτύπησε κάποια γυναίκα τόσο δυνατά, κλαίγοντας, τα παντζούρια ενός διαμερίσματος και να μην υπήρχε πουθενά, ούτε ένα φως αναμμένο; 
Κανείς δεν άκουσε τίποτα;
Ούτε καν οι ένοικοι του ιδίου του διαμερίσματος όπου συνέβη το γεγονός, αν συνέβη;
Γύρισα πάλι στο κρεβάτι μου αφού πρώτα, καλού-κακού, σφάλισα όλα τα παντζούρια. Ύστερα από αυτά, το μαξιλάρι μου φαινόταν αφιλόξενο. 
Ο ύπνος είχε κάνει φτερά και το ρολόι έδειχνε 1:05.
 Προσπάθησα να καταλάβω τί συνέβη και κυρίως τι δεν συνέβη.Καμία εξήγηση πέραν της απλοϊκής, ότι δηλαδή, η θλιμμένη κοπέλα έκανε την επίσκεψή της, αυτή τη φορά όχι στον ύπνο μου! 
Ανατρίχιασα στην ιδέα αυτή.
Κάθε σκέψη, ότι κάτι συνέβη σε κοντινό διαμέρισμα, σκόνταφτε στην απόλυτη αταραξία της νυχτερινής σιγαλιάς και του ανάλαφρου ρυθμικού ροχαλητού του γείτονα. 
Αποφάσισα να το ξεχάσω και να το αφήσω στα ανερμήνευτα.
Η ιδέα, να αρχίσω να ρωτάω τους γείτονες, μήπως συνέβη κάτι στο παρελθόν στο διαμέρισμα, μου φαινόταν κάτι σαν ομολογία παράνοιας και την απέρριψα.
Έτσι, σιγά-σιγά, μετά από ένα ακόμα ανακουφιστικό τσιγάρο, ο ύπνος με τύλιξε…
Πέρασε καιρός, ήρθε Οκτώβρης και κάποια Κυριακή, καθώς επέστρεψα από το τακτικό ταξείδι μου, βρήκα στην είσοδο μια φίλη, να με περιμένει με το δικό της σακβουαγιάζ.
Μου είπε απλά, ότι γυρίζοντας από τους δικούς της -μέτοικος και αυτή- διεπίστωσε ότι είχε ξεχάσει τα κλειδιά της εκεί και με παρεκάλεσε να μείνει μαζί μου, ώσπου να διευθετήσει την αποστολή τους με ΚΤΕΛ.
Φυσικά, την καλωσόρισα, της έστρωσα το ντιβανάκι του χωλ, κι εκείνη πήρε τηλέφωνο τους δικούς της και κανόνισε να της σταλούν τα κλειδιά την επόμενη. 
Έτσι με κουβέντα και κουτσομπολιό, αποκοιμηθήκαμε.
Την άλλη μέρα, φεύγοντας για δουλειά, χωρίς να την ξυπνήσω, της άφησα ένα δεύτερο σετ κλειδιών με ένα σημείωμα να μην αγχώνεται και να αισθάνεται σαν στο σπίτι της. 
Το γραφείο μου δεν ήταν μακριά, μόλις 3 τετράγωνα πιο πέρα και χαιρόμουν το πρωινό περπάτημα, χωρίς άγχος να προλάβω.
Στις 12 το μεσημέρι, βλέπω την φίλη μου να καταφθάνει στο γραφείο τρέχοντας, λαχανιασμένη και με πραγματικό τρόμο στα μάτια. 
Απόρησα.
Η πρώτη της κουβέντα ήταν:
-. Ποιός άλλος μένει στη γκαρσονιέρα;
Της έφερα νερό, παράγγειλα καφέ και αφού έκανε ένα τσιγάρο κατάφερε να μιλήσει συγκροτημένα.
Μου εξιστόρησε ότι ξύπνησε κατά τις 10 και μέχρι να φτάσουν το απόγευμα τα κλειδιά της, αφού ήπιε έναν ελληνικό καφέ και έκανε δύο τσιγάρα, αποφάσισε να σκουπίσει και να σφουγγαρίσει. 
Της είπα 
-. ευχαριστώ χαμογελαστά και 
-. δεν ήταν ανάγκη και με έκοψε απότομα με μια κίνηση του χεριού.
Είπε: 
-. Δεν είναι αυτό το θέμα. 
Την ώρα που είχα τα πάντα διάπλατα ανοιχτά και σφουγγάριζα το χώλ, το μάτι μου έπιασε με την άκρη του, μια γυναικεία σιλουέτα να περνά γρήγορα από την μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας και καθώς σήκωσα το βλέμμα ξαφνιασμένη, είδα το προφίλ μιας μελαχρινής κοπέλας με μαύρο πουά μεσάτο φόρεμα, να περνά με ταχύ διασκελισμό, μπροστά από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας.
Βγήκα έξω στο μπαλκόνι αμέσως, για να διαπιστώσω με τρόμο ότι τίποτα και κανείς δεν υπήρχε στο άκρο του μπαλκονιού. 
Ακόμα και αν ήθελε να πηδήξει αλλού, το κοντινότερο μπαλκόνι απείχε 3 μέτρα και το παράθυρο του γειτονικού κλιμακοστασίου 2 μέτρα διαγώνια χαμηλότερα, κλειστό. Τρομοκρατήθηκα και έφυγα τρέχοντας μέχρις εδώ. 
Δεν ξαναπάω εκεί μόνη μου
Έμεινα να την κοιτώ, κάπως χαζά, προσπαθώντας να σκεφτώ τι θα πώ. 
Τελικά είπα –όχι ιδιαίτερα πειστικά- ότι δεν γνωρίζω τίποτα και ότι είναι μάλλον ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς που το βλέπω κι εγώ συχνά.
Μου απάντησε ότι ήξερε πολύ καλά τι είδε και άρχισε κάτι να λέει ότι θα πρέπει να το ψάξω επισταμένα να μάθω την ιστορία του διαμερίσματος.
Της ξέκοψα ότι δεν είχα καμιά πρόθεση να δημιουργήσω θέμα στην πολυκατοικία, ότι το διαμέρισμα ήταν πολύ καλό και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είχα σκοπό να το παίξω τρελός στους γείτονές μου. 
Έτσι το θέμα έμεινε εκεί, αλλά η φίλη αυτή δεν έμεινε ποτέ ξανά στο σπίτι μου μόνη.
Έτσι, λοιπόν, το βράδυ εκείνης της ημέρας, στο όνειρο, με επισκέφθηκε ξανά η θλιμμένη κοπέλα. 
Για άλλη μια φορά πήδηξε από το μπαλκόνι μου, με μία διαφορά. 
Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μωρό. 
Οι επισκέψεις της συνεχίστηκαν στα όνειρά μου, αλλά πλέον, πότε πηδούσε έγκυος με την κοιλιά αφύσικα μεγάλη, πότε με μωρό στην αγκαλιά.
Ήμουν, πια, σχεδόν βέβαιος, ότι κάτι πολύ βαρύ είχε συμβεί στο παρελθόν. 
Κάποια στιγμή τόλμησα να ρωτήσω τον διαχειριστή έξω-έξω, μήπως είχε συμβεί κανένα έκτακτο γεγονός στην πολυκατοικία και μου είπε, κάπως στεγνά: 
-. Μπα, τίποτα τα 8 χρόνια που είμαι εδώ
-. Παλαιότερα; επέμεινα.
-. Δεν έχω ακούσει κάτι, απάντησε.
Για να μην σας τα πολυλογώ, κόντεψα να πιστέψω ότι τρελάθηκα από την μοναξιά. 
Έτσι λοιπόν, χωρίς άλλα έκτακτα γεγονότα σχετικά με αυτό το θέμα, πέραν των τακτικών επισκέψεων στον ύπνο, κύλισε ένας ακόμα χρόνος.
Ώσπου, αρχές Σεπτέμβρη της επόμενης χρονιάς, έμεινε και πάλι μια φίλη στην γκαρσονιέρα
Την επόμενη μέρα, έμεινε στο σπίτι μόνη, ενώ εγώ ήμουν στην δουλειά. 
Περιττό να πω ότι κατέφθασε ασθμαίνοντας, κατατρομαγμένη, στο γραφείο. 
Ήταν και πάλι 12 το μεσημέρι.
Πλέον ήξερα, χαμογέλασα πλατιά και είπα: 
-. Την είδες κι εσύ; 
Άφωνη από την αντίδρασή μου, έγνεψε 
-. ναι. 
Τότε της παράγγειλα καφεδάκι και της τα εξιστόρησα όλα όσα είχα δει και ακούσει. 
Βούρκωσε, και ψιθύρισε 
-. Την καημένη…
Έκτοτε, εξαφανίστηκαν όλα τα παράξενα στον ύπνο και στο ξύπνιο… 
Στην γκαρσονιέρα έμεινα για άλλα 2,5 χρόνια μέχρι που πήγα σε νεόδμητο διαμέρισμα. 
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε σημάδι ξανά από την θλιμμένη κοπέλα…
Επιμύθιο
Οκτώ χρόνια μετά στην ίδια πόλη, καλοκαίρι, σε κάποιο υπαίθριο μπαράκι, πίνοντας το ουίσκι μου με μια φίλη, μου σύστησε τον άνδρα που την συντρόφευε, γνωστό τότε, καλλιτέχνη στους κύκλους της πόλης.
Ενώ η κοινή φίλη μας ασχολείτο ήδη με κάποια άλλη παρέα, πιάσαμε να συζητούμε οι δυό άνδρες για την πόλη, για τα παλιά, για την ζωή μας γενικότερα και κάπως το έφερε η κουβέντα στο πόσο σπάνια ήταν τα ελεύθερα διαμερίσματα προς ενοικίαση
Έτσι, ανέφερα ότι τότε που πρωτόπιασα δουλειά, η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη και ότι έψαχνα 2 μήνες προτού βρώ μια γκαρσονιέρα ελεύθερη στην τάδε γωνία.
-. Και έμεινες εκεί; με ρώτησε με ύφος λίγο χλωμό.
-. Ναι, απάντησα υποψιασμένος.
 kai άρχισε να μου αφηγείται, 
-. Μικρός, όταν πήγαινα δημοτικό, κάθε μεσημέρι, περνούσα από κείνη την γωνία, πηγαίνοντας στο σπίτι μου δυό τετράγωνα πιο πέρα.
Μια μέρα μάς έδιωξαν πριν τις 12, επειδή ήταν άρρωστος ο δάσκαλος, και με την τσάντα στον ώμο κίνησα το σταθερό μου δρομολόγιο για το σπίτι.
Περνώντας την συγκεκριμένη γωνία, είδα ασθενοφόρο και κόσμο συγκεντρωμένο. 
Στάθηκα, παιδί ακόμα 11 χρονών, γεμάτος περιέργεια να δώ τι έγινε. 
Κάτι έλεγαν για μια καημένη κοπέλα που την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της.
Μετά από λίγο, πάνω σε ένα φορείο, έβγαλαν μια μελαχροινή λεπτή κοπέλα που φορούσε μαύρο φόρεμα με ανθάκια. 
Οι τραυματιοφορείς φώναζαν ανοίξτε, αναπνέει ακόμα. 
Την έβαλαν στο ασθενοφόρο κι έφυγαν.
Το ίδιο απόγευμα άκουσα την μητέρα μου να λέει σε μια γειτόνισσα για μια πολύ νέα κοπέλα, που, θέλοντας να αυτοκτονήσει επειδή την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της, πήδηξε από τον 6ο.
Και η γειτόνισσα κούνησε το κεφάλι περίλυπη λέγοντας ότι μάλλον θα την άφησε έγκυο. 
Ήταν η μέρα που έμαθα πολύ βάρβαρα, ότι τα παιδιά δεν τα στέλνει ο θεός…

Βαριά σιωπή και μια σκιά θλίψης, συντρόφεψε το υπόλοιπο του ποτού που πίναμε…

τα ανεξερεύνητα άδυτα της άλλης πλευράς - επαφές με την.. "άλλη πλευρά"

Θυμάμαι οτι ήμουν στο τραπέζι της κουζίνας και με πλάτη στο νεροχύτη. 
Ακούω θόρυβο από το νεροχύτη, σαν να περπατάει κάτι.
Η πρώτη μου επαφή με την άλλη πλευρά ήταν σε πολύ πολύ μικρή ηλικία.
Πρόκειται για τις πιο μακρινές μου μνήμες,
Θυμάμαι οτι ήμουν στο τραπέζι της κουζίνας και με πλάτη στο νεροχύτη. 
Ακούω θόρυβο από το νεροχύτη, σαν να περπατάει κάτι. 
Στρέφω το κεφάλι, μια ολόμαυρη γάτα έκανε σουλάτσο πάνω στο νεροχύτη. 
Για μερικά δευτερόλεπτα κοίταζα, είχε πλάτη, δεν με πήρε είδηση ότι την είδα. 
Έξαφνα γυρνά το κεφάλι, με βλέπει, βγάζει έναν τρομαγμένο ήχo, πέφτει στο λευκό μαρμάρινο πάτωμα και το πάτωμα την απορροφά. 
Σαν να μην υπήρχε γάτα ποτέ.. 

Θυμήθηκα ότι με είχε πάρει χαμπάρι η γάτα γιατί άπλωσα χέρι να την αγγίξω, δεν γούσταρε και βυθίστηκε!
Έχω δει πολλά όνειρα με ανθρώπους που τους απορροφούν οι τοίχοι και μένουν μόνο για λίγο οι σιλουέτες πάνω στον τοίχο να φωσφορίζουν, μέχρι που χάνονται και αυτές. 
Επίσης, με έχει πιάσει λίγες φορές η λεγόμενη "Μόρα", αυτή η οντότητα που σε βουτάει απο το λαιμό όταν κοιμάσαι μακαρίως και δεν μπορείς να αναπνεύσεις, να μιλήσεις, να ζητήσεις βοήθεια, και πολλώ δε μάλλον να ξυπνήσεις. 
Είναι φρικτό συναίσθημα.
Άλλες πάλι φορές, 
περπατώντας, έχω νιώσει οτι με ακολουθούν, ενώ γύρω μου δεν υπάρχει κανείς απολύτως. Αλλά αυτά τα τελευταία, νομίζω οτι τα έχουμε βιώσει όλοι, λίγο-πολύ. 
Όπως και «φαινόμενα» σαν το deja-vu, κάποια όνειρα που βγαίνουν, και τα λοιπά.
Ένα άλλο θέμα που είχαμε, για ένα φεγγάρι, ήταν το …Άρωμα. 
Ένα έντονο άρωμα, απροσδιόριστα αντρικό ή γυναικείο που ερχόταν κι αυτό, κι έφευγε..
Το αεράκι
Στο σπίτι που μένουμε από το 2000, είχαμε στο παρελθόν παρατηρήσει, κανα δυό περίεργα πραγματάκια. 
Ένα αεράκι, ήταν το πρώτο. 
Φυσούσε απο το πουθενά, με όλες τις πόρτες και τα πορτοπαράθυρα κλειστά, και καλά μονωμένα. 
Φυσούσε για λίγο, το ένιωθες να σε αγγίζει στο δέρμα, και μετά σταματούσε. 
Σταματούσε ξαφνικά, όπως ακριβώς ξεκινούσε.
Σταματούσε ξαφνικά, όπως ακριβώς ξεκινούσε.
Το Άρωμα

Ένα άλλο θέμα που είχαμε, για ένα φεγγάρι, ήταν το …Άρωμα. 
Ένα έντονο άρωμα, απροσδιόριστα αντρικό ή γυναικείο που ερχόταν κι αυτό, κι έφευγε. 
Ποτέ δεν έμενε για ώρες. 
Και μύριζε κάθε φορά, σε διαφορετικά σημεία του σπιτιού.
Και σε πολύ περίεργες ώρες, λχ στις 6.30 το πρωί. 
Μας ήταν πολύ δυσκολο να το εξηγήσουμε, αποκλεισαμε κάθε πιθανότητα να έρχεται απο κάποιο γείτονα δίπλα, και το ρίξαμε σε μια …γιαγιά που έμενε παλιά στο ίδιο σπίτι και είχε αφήσει εκεί την τελευταία της πνοή.
Το…μυστήριο αυτό λύθηκε όταν συνάντησα μια μέρα στο ασανσέρ τον 4ετή της Σχολής Ευελπίδων που το φορούσε.
Τη δεύτερη μου εμπειρία με δαιμονισμένο άνθρωπο, τη βίωσα σε ένα μοναστήρι, με έναν, μακαριστό πια, Γέροντα…
Το τρίτο και τελευταίο μέρος των παράξενων εξομολογήσεων του Απόστολου Παππά.
Το μπαλόνι.
Το μπαλόνι ήταν έναν συνηθισμένο μπαλονάκι με ήλιον, σαν αυτά που πουλάνε για τα παιδιά, σε παζάρια και πανηγύρια. 
Το μπαλόνι λοιπόν αυτό έκανε βόλτες μέσα στο σπίτι. 
Ξεκινούσε από το καθιστικό και έφτανε μέχρι το παιδικό δωμάτιο – που τότε δεν ήταν παιδικό, το χρησιμοποιούσα ως γραφείο και είχα εκεί το pc μου.
Εξορκισμός
Φαντάζομαι οτι θα έχετε δει τον Εξορκιστή, τον Εξορκισμό της Έμιλυ Ρόουζ, ή άλλες, ανάλογες ταινίες. 
Σε ένα μοναστήρι της Πελοποννήσου, είχα την πρώτη μου εμπειρία από δαιμονισμένο. 
Ήταν μια κοπέλα, γύρω στα 19 με 20. 
Μου είχε κάνει εντύπωση οτι δεν μπορούσαν να τη συγκρατήσουν, να την "κάνουν καλά", τέσσερις γεροδεμένοι άντρες.
Τη δεύτερη μου εμπειρία με δαιμονισμένο άνθρωπο, τη βίωσα σε ένα μοναστήρι, με έναν, μακαριστό πια, Γέροντα. 
Προσπαθούσε να εκδιώξει το δαιμόνιο απο τον δυστυχή "κατεχόμενο" άνθρωπο με έναν Σταυρό.
Ο δαιμονισμένος τότε, άρχισε να τον κολακεύει. 
Τι θες απο μένα; φύγε μακριά μου, εσύ είσαι Άγιος..Άγιος!. 
Ο Γέροντας κατάλαβε το τέχνασμα του Πονηρού, προφανέστατα ήθελε να του εξάψει μέσα του το θανάσιμο αμάρτημα της αλαζονείας.
-. ΔΕΝ είμαι άγιος, είμαι γη και σποδός… χώμα και νερό, του απάντησε. 
Ένα κάτι-σαν-σούρσιμο ακούστηκε και ο ασθενής έπεσε λιπόθυμος.
Προσωπικά βέβαια, είμαι αρκετά επιφυλακτικός σε θεωρίες και περιπτώσεις δαιμονισμού, φρονώ οτι τις περισσότερες φορές, μιλάμε για ψυχοπαθολογικές ή νευρολογικές καταστάσεις. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Το κλαρίνο να παίζει
OK, το περιστατικό δεν το έχω βιώσει προσωπικά, αλλά είναι απο τις φάρσες, που κάνουν συχνά στα χωριά.
Στην επαρχία, γίνονται αυτά. Φάρσες, στοιχήματα, σκηνικά διάφορα. 
Ο παππούς μου, για παράδειγμα, πιτσιρικάς έτι ων, έβαζε στοίχημα οτι θα πήγαινε στο νεκροταφείο τη νύχτα μόνος, και ως απόδειξη, λάδι απο τα καντήλια, ή κάποιο άλλο είδος, απο τα μνήματα.
Μια παρέα λοιπόν, σε κάποιο χωριό της Στερεάς, μετά απο αρκετή νυκτερινή οινοποσία, μετέβη στο νεκροταφείο του χωριού. 
Ο ένας απο αυτούς, είχε και το κλαρίνο του μαζί. «
-. Σε παρακαλώ ρε αδερφέ, πάμε στον τάφο του παππού μου, θέλω να του παίξεις το αγαπημένο του κομμάτι. 
-. Έγινε, πάμε. 

Πάνε πάνω τον ταφο, πάει κάποιος κρυφά και δένει τον κλαριτζη απ το κάγκελο του τάφου.
 Σχεδόν τύφλα στο μεθύσι, ο οργανοπαίκτης δεν πήρε χαμπάρι τι έγινε. 

Βάζει κάποιος μια φωνή, 
-. Πάμε ρε, οι πεθαμένοι σηκωθηκαν και μας κυνηγάνε.
 
Αρχισαν να τρέχουν όλοι, ο τύπος κίνησε να φύγει κι αυτός, και πιασμένος καθώς ήταν, ένιωσε να τον τραβάνε πίσω. 
Ακόμα δεν έμαθα αν τελικά τη γλίτωσε τη συγκοπή.
Παιχνιδάκια με τον.. έξω απο δω.
Δεκαετία του 80, Παρνασσός. 
Σε μια κατασκήνωση, που πήγαινα συχνά τα καλοκαίρια μικρός, ένα παιδί, μετά από ένα άγριο τσακωμό, είχε πει οτι είχε συναντήσει τον Κυριούλη με τα Κέρατα και το Μούσι στο δάσος, να του γελάει σαρδόνια και να τον καλεί κοντά του.
Είχαμε τότε την φαεινή ιδέα, να …καλέσουμε τον Κυριούλη, για ένα «γειά». 
Πιτσιρικάδες που μαλακίζονται και πειραματίζονται. 
Θα έχετε ακούσει τη γνωστή φάση με τα κεριά και τους καθρέφτες, το διάβασμα του «
Πάτερ Ημων ανάποδα. 
Λένε οτι εμφανίζεται, ο ίδιος ο Άρχων του Σκότους, in flesh. 
Πήραμε 2 κεριά και ένα καθρέφτη, ένα στην κάθε πλευρά. Με ένα μαύρο ύφασμα στις πλευρές του καθρέφτη. 
Είχαμε ήδη γράψει το Πάτερ Ημών ανάποδα, συλλαβή προς συλλαβή.
Κάποιος ξεκίνησε να το διαβάζει, με τελετουργικό τρόπο. 
Δεν το τελείωσε ποτέ, για να δούμε αν θα είχαμε …επισκέψεις. 
Στη μέση περίπου, και ενώ μέχρι τότε επικρατούσε απολυτη σιωπή στο δάσος, αρχισαν να ουρλιάζουν σκυλιά. 
Πολλά σκυλιά, σε ενα οργισμένο, μακρόσυρτο αλύχτισμα.
Διακόψαμε αμέσως την τελετή, χωρίς να δούμε καμία τερατομορφή ή κάτι άλλο παραφυσικό. Tην επόμενη μέρα, κάποιος με ρώτησε, αν το βράδυ βάφαμε με μαρκαδόρους τις λάμπες, στην πετρόχτιστη «σκηνή» που μέναμε. 
Ηταν ένα συνηθσμένο παιχνίδι, στην κατασκήνωση. 
Του απάντησα πως δεν κάναμε κάτι τέτοιο. 
-. Περίεργο, μου είπε. Χθες βράδυ, η σκηνή σας, φωτιζόταν περίεργα. Και άλλαζε, διαρκώς χρώματα.
Ίσως είναι καλύτερα, άνθρωποι, να αφήνουμε το Άγνωστο στην ησυχία του…

Μια νύχτα στο Πολύγωνο - από τα Αινίγματα του Σύμπαντος...

Νύχτα. 
Νοέμβρης του 1976. 
Δευτεροετής φοιτητής τότε. 
Μόλις είχα φύγει από ένα φιλικό σπίτι, σε κάποιο στενό στο Πολύγωνο, μετά τα σημερινά Δικαστήρια, τότε σχολή Ευελπίδων.
Ο ουρανός ήταν κατακάθαρος, αφέγγαρος, γεμάτος άστρα, ορατά από την σκοτεινή γωνιά της Αθήνας που στεκόμουν και η τσουχτερή δροσούλα είχε αρχίσει να απλώνεται κάνοντάς μας να κουμπώνουμε τα μπουφάν.
Ήταν 11 παρά τέταρτο και περίμενα λεωφορείο για τον σταθμό του «Ηλεκτρικού» στην Βικτώρια. 
Βημάτιζα πέρα-δώθε, μπροστά από μια στάση στην Κων/νου Τσαλδάρη, με τα χέρια στις τσέπες, ενώ κάτω από το υπόστεγο της στάσης στεκόταν όρθιος ένας καλοντυμένος 30άρης περίπου. 
Ήλπιζα να προλάβαινα το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μου που περνούσε στις 12 έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά.
Ξημέρωνε Κυριακή και είχα να ετοιμάσω την έκθεση εργαστηρίου της προηγούμενης Δευτέρας, ώστε να την παρέδιδα στον βαθμολογητή κατά την διάρκεια του μεθαυριανού εργαστηρίου. 
Και ήταν αρκετή δουλειά για να γίνει, μιας κι έπρεπε να παρουσιαστεί η χρονική εξέλιξη τεσσάρων διαφορετικών πειραμάτων εφελκυσμού και θραύσης, διαφόρων υλικών. 
Κοντολογίς, πάνω από 200 μετρήσεις και τουλάχιστον οκτώ διαγράμματα και στην συνέχεια εξαγωγή της μαθηματικής έκφρασης του φαινομένου για κάθε υλικό.
Για μια στιγμή ένιωσα να δυσανασχετώ από το πέρα-δώθε και σταμάτησα κάτω από το υπόστεγο ακριβώς στην έξοδο της στάσης προς τον δρόμο. 
Πήρα ανάσα και πρόσεξα ότι δεν κυκλοφορούσε κανείς άλλος. 
Απόλυτη ερημιά. 
Ο κόσμος που γλεντούσε την ώρα εκείνη, βρισκόταν ήδη μέσα στα διάφορα μαγαζιά ενώ οι υπόλοιποι ξεκουράζονταν, επιτέλους, μετά από 6 μέρες εργασία. 
Δεν είχε ακόμα καθιερωθεί το πενθήμερο και ίσχυε το βιβλικό "Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου"
Άρχισα πλέον να παρατηρώ τον φαρδύ δρόμο, την ενδιάμεση νησίδα με τα χαμηλά φυτά, τις λιγοστές -σκοτεινές οι περισσότερες- μαρκίζες και τις κάθετες ταμπέλες και, για μια στιγμή, είχε επικρατήσει τόσο απόλυτη ησυχία, καθώς μήτε βήματα ανθρώπου ακούγονταν μήτε αυτοκίνητο φαινόταν σε όλο το μήκος του δρόμου, που ανατρίχιασα στην ξαφνική αίσθηση ότι μόνο εγώ κι ο καλοντυμένος πίσω μου, μείναμε στον κόσμο. 
Ήταν τόση η ησυχία που θυμάμαι καθαρά να τον ακούω πίσω από τον ώμο μου να χουχουλιάζει τα χέρια του που είχαν παγώσει.
Εξέπνευσα αργά το χνώτο μου και το παρατήρησα να σχηματίζει ένα αραιό συννεφάκι υδρατμών μπροστά στο πρόσωπό μου. 
Είχε κρυώσει αρκετά η βραδιά λόγω της ξαστεριάς. 
Ύψωσα το κεφάλι μου να χαζέψω τον καθαρό έναστρο ουρανό και ξαφνικό ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά μου.
Πάνω από το στέγαστρο της στάσης, χαμηλά, ένα σχεδόν σκοτεινό τόξο κύκλου άρχισε να ξεπροβάλλει, αργά και αθόρυβα, σβήνοντας ένα-ένα τα άστρα, καθώς έμοιαζε σαν μια υγρή σκοτεινιά που εξαπλώνονταν πάνω από το κεφάλι μου. 
Προχωρώντας, σταδιακά, φάνηκαν φώτα σε χρώματα κόκκινο, κίτρινο, πράσινο και μπλε να αναβοσβήνουν κυκλικά.
Μια ελαφρά κραυγή ξέφυγε απ’ το στόμα μου κάτι σαν "Αμάν, τι είν’ τούτο"
Άρχισα να κάνω βιαστικά νοήματα στον καλοντυμένο να έρθει στην έξοδο του υπόστεγου, δείχνοντάς του τον ουρανό. 
Ο τύπος σηκώθηκε από το παγκάκι της στάσης και ήρθε δίπλα μου έξω στον έρημο δρόμο. Γύρισε να κοιτάξει κι έμεινε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό, αποσβολωμένος. 
Στη συνέχεια πάτησε φωνή «Ωω, ρε φίλε μου!» κι έφυγε τρέχοντας προς την είσοδο μιας πολυκατοικίας όπου χώθηκε στο πλατύ κεφαλόσκαλο.
Απέμεινα μόνος να κοιτάζω το τεράστιο κυκλικό αντικείμενο να αιωρείται αθόρυβα, ναι αθόρυβα, σε όλο του το μεγαλείο, γεμίζοντας τον ουρανό πάνω από την Τσαλδάρη. 
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη που άκουγα την βαριά ανάσα μου μόνο. 
Παρατήρησα ότι τα χρωματιστά φώτα έπαιζαν με διαφορετική φάση δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι τρία φώτα γυρνούσαν κυκλικά κάτω από το αντικείμενο αλλάζοντας χρώματα. Θύμιζε χριστουγεννιάτικη γιρλάντα.
Στο κέντρο του κυκλικού δίσκου υπήρχαν τρία μεγάλα φώτα λευκά με μια απόκλιση στο γαλάζιο, όπου φαίνονταν σαν να εκτόξευαν κάτι αχνό προς τα κάτω, σαν λεπτές ινώδεις ροές, προς το έδαφος. 
Θύμιζαν τουρμπίνες σκάφους όπως εκτοξεύουν φλόγα πίσω τους, κατά την απογείωση. 
Μόνο που οι «φλόγες» ήταν λευκές κι αθόρυβες.
Όλη η εξωτερική περιφέρεια του κύκλου παρουσίαζε έναν αχνό ιριδισμό στην επαφή της με τον αέρα, σαν μικροσκοπικούς σπινθήρες κι επίσης φαινόταν, το ίδιο αχνά, να ιριδίζει ένας λεπτός κύκλος ανάμεσα στα τρία εσώτερα φώτα και στα εξώτερα χρωματιστά.
Διαπίστωσα ότι ο αρχικός μου τρόμος είχε μετατραπεί σε δέος αλλά η ψυχραιμία μου είχε επανέλθει και παρατηρούσα προσεκτικά ό,τι μπορούσα να διακρίνω. 
Τα φώτα άλλαξαν γρήγορα ρυθμό και σχέδιο, έμοιαζαν να κινούνται ακανόνιστα αλλάζοντας διαρκώς κατεύθυνση κι ο δίσκος άρχισε να γλιστρά όλο και πιο γρήγορα στον αέρα. 
Το άγνωστο αντικείμενο, πλέον, επιταχυνόταν και, καθώς περνούσε πάνω από τον δρόμο, το κάλυπταν γοργά οι στέγες των απέναντι σπιτιών, μέχρι που χάθηκε.
Έμεινα στον έρημο δρόμο να περιμένω, άγνωστο τι, με την ανάσα βαριά και χαμένος σε ένα θολό τοπίο σκέψεων όπου καμία δεν σχηματιζόταν στην επιφάνεια του νου με σαφήνεια. Κοίταξα το ρολόι μου. 11 παρά 7 . 
Ούτε 3 λεπτά καθαρό χρόνο δεν είχε κρατήσει όλη η πτήση αν και φάνηκε πολύ περισσότερο.
Γύρισα το κεφάλι προς το πεζοδρόμιο, πίσω από την στάση και προς το κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας, αναζητώντας με το βλέμμα τον καλοντυμένο τριαντάρη. 
Άφαντος. 
Στάθηκα στην άκρη στο πεζοδρόμιο, με ταραχή και σύγχυση, να χαζεύω πότε τον ουρανό, πότε τον δρόμο, όταν διέκρινα στο βάθος το ποθούμενο λεωφορείο.
Για να είμαι ειλικρινής δεν καλοθυμάμαι πώς έφτασα στο σπίτι. 
Μάλλον άλλαξα συγκοινωνίες όπως είχα προγραμματίσει. 
Όλα έγιναν κάπως αυτόματα, μέχρι που μπήκα στον χώρο της κουζίνας όπου βρήκα την αδελφή μου να διαβάζει κάποιο μυθιστόρημα, μια απόλαυσή της του Σαββατοκύριακου, μιας και τις υπόλοιπες μέρες διάβαζε για το σχολείο και για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Σήκωσε το κεφάλι για να με καλησπερίσει κι έμεινε να με κοιτάζει άφωνη. 
Πρέπει να είχα τελείως φευγάτο ύφος, κάτι ανάμεσα σε αφηρημένο και χαζεμένο.
-Είσαι λίγο χλωμός κι ανέκφραστος, είπε.
Ένευσα «ναι» με το κεφάλι και πήγα προς την τουαλέτα, ακούγοντάς την πίσω μου να με ρωτά αν έγινε κάτι σοβαρό στην παρέα.
-Όχι, της απάντησα και μπήκα στο μπάνιο. 
Αφού έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο και πήρα δυό ανάσες, βγήκα και κάθισα στην καρέκλα στην αντίκρυ πλευρά του τραπεζιού. 
Σήκωσα το βλέμμα και την κοίταξα για λίγο ίσια στα μάτια. Αλαφιάστηκε.
-Τι σου συνέβη; με ρώτησε.
Της περιέγραψα αναλυτικά τι είχα δεί κι έμεινε να με κοιτάζει με αμφιβολία χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
-Είσαι σίγουρος για όσα είδες;
Της θύμισα την αντίδραση του καλοντυμένου τριαντάρη. Ακόμα κι αν εγώ ήμουν σε παράκρουση, αυτός γιατί να φύγει τρέχοντας;
-Θα ήταν το διαφημιστικό ελικόπτερο και σας ξεγέλασε, είπε γελώντας.
Εκείνες τις μέρες μια διαφημιστική εταιρεία είχε φέρει ένα ελικόπτερο που είχε βάλει από κάτω του ένα μεγάλο πλαίσιο με λάμπες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτιζε στον νυχτερινό ουρανό κυλιόμενα γράμματα διαφημίζοντας διάφορα προϊόντα.
Επανέλαβα αυτό που είδα και της υπενθύμισα ότι από όλη την σκηνή απουσίαζε εντελώς ο ήχος. Το είχα δει άλλη φορά το συγκεκριμένο ελικόπτερο και ο θόρυβός του ήταν αδύνατον να καλυφθεί ακόμα και από πυκνή κυκλοφορία αυτοκινήτων.
Το μάτι μου έπεσε στο ρολόι του τοίχου. 
Έδειχνε 12:25′. 
Αφηρημένα το συνέκρινα με το ψηφιακό ρολόι στο χέρι μου, αγορασμένο, τότε, πανάκριβα, που το καμάρωνα για την ακρίβειά του. 
Έδειχνε 00:22:15. 
Ξαφνιάστηκα με την διαφορά. 
Στην αρχή, σκέφτηκα ότι ήταν κακορυθμισμένο το έλασμα ταλάντωσης στο μηχανικό ρολόι του τοίχου. 
Μετά θυμήθηκα ότι ήταν περίπου συγχρονισμένα πριν φύγω για το Πολύγωνο. 
Αλαφιασμένος, υπό το απορημένο βλέμμα της αδελφής μου, σηκώθηκα, πήγα στο χωλ με την κονσόλα του τηλεφώνου, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα το 141 για να ακούσω το ηχητικό ρολόι του ΟΤΕ: 
"Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι Μηδέν και 26 και 50 δευτερόλεπτα ακριβώς. Μπιπ"
Κοίταξα το ψηφιακό ρολόι στον καρπό μου και δεν πίστευα στα μάτια μου: 00:23:52.
Είχε χάσει 3 ολόκληρα λεπτά, πράγμα αδύνατον.

Γύρισα στην κουζίνα σαν χαμένος. 
Εξήγησα στην αδελφή μου τι ανακάλυψα μόλις. 
Μείναμε και οι δύο να κοιταζόμαστε αδυνατώντας να διατυπώσουμε οποιαδήποτε ικανοποιητική ερμηνεία χωρίς να κάνουμε ακροβατισμούς στην σκέψη και απίθανες υποθέσεις. 
Με αυτή την απορία, σιωπηλά, πήγαμε για ύπνο, αν και άργησε να έρθει, εκείνο το βράδυ. Ώρες στριφογύριζα στο κρεβάτι και προσπαθούσα, με αγωνία, να χρεώσω με δυσλειτουργία το ψηφιακό ρολόι μου. 
Κατέστη αδύνατον.
Την Δευτέρα το μεσημέρι, μετά το εργαστήριο πήγα να ξεκουραστώ σε ένα παλιό πέτρινο δωμάτιο κάπου κάτω από τον Λυκαβηττό που το διατηρούσαμε όλη η παρέα, πληρώνοντας το ενοίκιο ρεφενέ. 
Εκεί βρήκα την κοπελιά μου κι ένα ακόμα φιλικό ζευγάρι να διαβάζουν εφημερίδα και να τρώνε σάντουιτς. 
Ο φίλος, μάλιστα, ήταν αυτός που είχα επισκεφθεί το βράδυ του Σαββάτου στο σπίτι του, στο Πολύγωνο.
Αρχίσαμε να συζητάμε και να ενημερώνουμε τα κορίτσια τι κάναμε το βράδυ εκείνο, τι μουσική ακούσαμε και άλλα τινά, όταν είπα ότι, αφού έφυγα από το σπίτι του και πήγα στην στάση για το λεωφορείο, συνέβη κάτι που αν τους το έλεγα, θα με κορόιδευαν για μια ζωή.
-Για δοκίμασέ μας! 
Είπε γελώντας η κοπελιά μου.
-Υπόσχεστε ότι δεν θα με πάρετε στο ψιλό;
-Υποσχόμαστε.
Μετά από κάμποσο δισταγμό, αποφάσισα να τους περιγράψω τι είδα. 
Έμειναν για μια στιγμή αμίλητοι.
-Τώρα μας μπέρδεψες, είπε ο φίλος μου, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή.
-Γιατί; 
Έμεινα να τον κοιτάζω χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι εννοούσε.
Άπλωσε το χέρι, πήρε την Ελευθεροτυπία, την άνοιξε στην προτελευταία σελίδα με τους γάμους τις κηδείες και τα μονόστηλα και μου έδωσε να διαβάσω το δεξί μονόστηλο, το κατεβατό με τα ειδησάρια. 
Ο τελευταίος τίτλος καθήλωσε το βλέμμα μου.
Άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο πάνω από το Πολύγωνο»
«Το περασμένο Σάββατο το βράδυ, λίγο πριν τις 11, σύμφωνα με πολλές αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, ένα μεγάλο κυκλικό αντικείμενο, δισκοειδές, στάθηκε για λίγο πάνω από το Πολύγωνο, λίγο πέρα από την σχολή Ευελπίδων. 
Αιωρήθηκε για 2 λεπτά και μετά επιτάχυνε, αργά στην αρχή, όλο και πιο γρήγορα κατόπιν και, παίρνοντας απότομα ύψος, χάθηκε στον σκοτεινό ουρανό, πέρα από την κορυφογραμμή του Υμηττού.
120 άτομα, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό καθώς και ασθενείς του Γενικού Νοσοκομείου "Ελπίς" που παρακολούθησαν την πτήση του αντικειμένου από τα παράθυρα του Νοσοκομείου, έδωσαν την ίδια περιγραφή, τονίζοντας ότι είχε πολύχρωμα φώτα που περιστρέφονταν κυκλικά, στην όψη που ήταν στραμμένη στο έδαφος, ενώ η επάνω πλευρά του, με φόντο τον σκοτεινό ουρανό, έμοιαζε να ήταν θολωτή.
Χθες ανακοινώθηκε από την διαφημιστική εταιρεία ότι το ελικόπτερο με την φωτεινή επιγραφή εκτελούσε πτήσεις πάνω από την Αθήνα.
-Μόλις πείσθηκα ότι αυτό που είδα ΔΕΝ ήταν το ελικόπτερο, γύρισα και είπα στην ομήγυρη τονίζοντας προκλητικά το "δεν"
-Πώς είσαι τόσο βέβαιος; με ρώτησαν όλοι με αμφιβολία.
Στράφηκα προς τον φίλο μου και έκανα την ερώτηση που γέμισε αμηχανία την συντροφιά.
-Ό,τι κι αν είδα, πετούσε χαμηλά. 
Την ώρα που έφυγα, αμέσως μετά, μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, άκουσες ελικόπτερο να πετά πάνω από το σπίτι σου;
Σκέφτηκε για λίγο. 
Ένευσε όχι. 
Έπεσε βαριά κι εύγλωττη σιωπή. 
Η συζήτηση, λίγα δευτερόλεπτα μετά, άλλαξε εσπευσμένα σε κάτι πιο καθημερινό.
Έκτοτε, δεν ξαναμιλήσαμε για το θέμα! 
Ούτε κι εγώ είπα ποτέ για το ρολόι μου, αλλά, συχνά, το κοιτούσα με καχυποψία, από τότε. 
Σε πείσμα κάθε δικαιολογίας, δεν έχασε ούτε δευτερόλεπτο, μέχρι που τέλειωσε η μπαταρία του.
Λίγες μέρες μετά, έδειχνα στην κοπελιά μου την είδηση, αναδημοσιευμένη, στις τελευταίες σελίδες του νέου τεύχους του περιοδικού "Αινίγματα του Σύμπαντος", διάσημου στο είδος του, τα χρόνια εκείνα.
Με κοίταξε ξανά με εκείνο το σφιγμένο βλέμμα της δυσπιστίας.