Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Τζόρτζιο Αγκάμπεν: “Πιστεύω στο δεσμό φιλοσοφίας και ποίησης. Ανέκαθεν αγαπούσα την αλήθεια και το λόγο”

Συνέντευξη του Αντόνιο Νιόλι στον Τζόρτζιο Αγκάμπεν για την ιταλική εφημερίδα repubblica

Μετάφραση:
Γιώργος Κουτσαντώνης

Τα χρόνια στο Παρίσι με τον Ίταλο Καλβίνο, τα μαθήματα με τον Χάιντεγκερ και η Ρώμη της δεκαετίας του εξήντα. Μιλάει ο στοχαστής που περιπλανήθηκε μεταξύ αισθητικής και βιοπολιτικής.


Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο. Τα βιβλία του είναι πάντα πυκνά και διαυγή (και απρόβλεπτα όπως το πρόσφατα αφιερωμένο στον Πουλτσινέλα, από τις εκδόσεις Nottetempo). Έχουν το βλέμμα στραμμένο στο μακρινό παρελθόν. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εντατικοποιηθεί το παρόν. Δείτε την τελευταία του δουλειά με τίτλο «Τι είναι η Φιλοσοφία» (εκδόσεις QuodLibet), τι κρύβεται πίσω από μια φαινομενικά προφανή ερώτηση; «Είναι πεποίθησή μου» – λέει ο Αγκάμπεν – «ότι η φιλοσοφία δεν είναι ένας επιστημονικός κλάδος, του οποίου είναι δυνατό να οριστεί το αντικείμενο και τα όρια (όπως προσπάθησε ο Ζιλ Ντελέζ) ή, όπως συμβαίνει στα πανεπιστήμια, όπου προσποιείται η χάραξη μιας γραμμικής, ίσως ακόμη και προοδευτικής ιστορίας. H φιλοσοφία δεν είναι ένα περιεχόμενο, αλλά μια ένταση που μπορεί ξαφνικά να εμφυσήσει ζωή σε οποιοδήποτε πεδίο και τομέα: στη τέχνη, στη θρησκεία, στην οικονομία, στην ποίηση, στην επιθυμία, στον έρωτα, ακόμα και στην πλήξη. Μοιάζει περισσότερο με κάτι σαν τον άνεμο ή με τα σύννεφα, ή με μια θύελλα: όπως αυτά, γεννιέται ξαφνικά, μετασχηματίζει τον τόπο όπου δημιουργήθηκε σε σημείο να τον καταστρέψει, όμως εξίσου απρόβλεπτα και ξαφνικά περνά και εξαφανίζεται».

Προτείνεις μια ασταθή εικόνα της φιλοσοφίας.

«Συνηθίζω να διαιρώ το εμπειρικό πεδίο σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Τα περιεχόμενα από τη μία πλευρά και την ένταση από την άλλη. Σε ένα περιεχόμενο μπορούν να σχεδιαστούν τα όρια, να καθοριστούν τα θέματα και το αντικείμενο, να χαραχτεί η χαρτογραφία του· η ένταση αντιθέτως έχει ένα χώρο τελείως δικό της».

 Μπορεί να συμβεί οπουδήποτε;

«Η φιλοσοφία, η σκέψη, υπό αυτή την έννοια, είναι μια ένταση που μπορεί προσεγγίσει, να εμφυσήσει ζωή και να διατρέξει κάθε πεδίο. Μοιράζεται αυτό τον εντατικό της χαρακτήρα με την πολιτική. Η πολιτική, ακόμη και η πολιτική, είναι επίσης μια ένταση σε αντίθεση με όσα θεωρούν οι πολιτικοί επιστήμονες, ότι δηλαδή δεν έχει το δικό της χώρο: είναι προφανές και όχι μόνο στην πρόσφατη ιστορία, ότι απρόσμενα η θρησκεία, η οικονομία, ακόμη και η αισθητική μπορούν να αποκτήσουν μια καθοριστική πολιτική ένταση, να αποτελέσουν αφορμή για εχθρότητα και εμπόλεμη κατάσταση. Εξυπακούεται ότι οι εντάσεις είναι πιο ενδιαφέρουσες από τα περιεχόμενα. Εάν τα περιεχόμενα και οι επιστημονικοί κλάδοι – όπως και η ζωή εξάλλου – παραμείνουν σε αδράνεια, αν δεν επιτευχθεί μια ορισμένη ένταση, εκπίπτουν σε γραφειοκρατικές πρακτικές».

Ένα αντίδοτο στις γραφειοκρατικές αυτές πρακτικές μπορεί να είναι η ποίηση. Έχεις τονίσει συχνά τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης. Πράγμα που και ο ίδιος ο Χάιντεγκερ έθεσε στο κέντρο του προβληματισμού του. Ποια είναι αυτή η σχέση;

«Πάντα πίστευα ότι η φιλοσοφία και η ποίηση δεν αποτελούν δύο ξεχωριστά περιεχόμενα, αλλά δύο εντάσεις που τραβούν το ενιαίο πεδίο της γλώσσας προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: προς την καθαρή λογική και προς τον καθαρό ήχο. Δεν υπάρχει ποίηση χωρίς σκέψη, όπως ακριβώς δεν υπάρχει σκέψη, χωρίς ποιητική στιγμή. Υπό αυτή την έννοια, ο Φρήντριχ  Χαίλντερλιν και ο Τζόρτζιο Καπρόνι είναι φιλόσοφοι, όπως και ορισμένοι πεζοί λόγοι του Πλάτωνα ή του Μπένγιαμιν είναι καθαρή ποίηση. Αν τα δύο αυτά πεδία διαιρεθούν δραστικά, προσωπικά δεν θα ήξερα που να τοποθετήσω τον εαυτό μου».

To βιογραφικό σου περιλαμβάνει ένα πτυχίο νομικής, αλλά με μια, μάλλον ασυνήθιστη, διπλωματική εργασία αφιερωμένη στη Σιμόν Βέιλ. Πως προέκυψε αυτή η επιλογή;

«Ανακάλυψα τη Σιμόν Βέιλ στο Παρίσι το 1963 ή το ’64, αγοράζοντας τυχαία την πρώτη έκδοση των Cahiers (τα Ημερολόγια) στο βιβλιοπωλείο Tschann στο Μονπαρνάς. Θαμπώθηκα τόσο, που αμέσως μόλις επέστρεψα στη Ρώμη έκανα και την Έλσα Μοράντε να τα διαβάσει και την κατάκτησαν. Έτσι αμέσως αποφάσισα ότι θα αφιερώσω τη διπλωματική μου εργασία στη φιλοσοφία του δικαίου, πάνω στη πολιτική σκέψη της Βέιλ. Τότε στην Ιταλία η σκέψη της ήταν σχεδόν άγνωστη, ενώ εγώ ήξερα πολύ περισσότερα από τους καθηγητές, με τους οποίους θα αποκτούσα πτυχίο».

 Τι σε κέρδισε στη σκέψη της;

«Συγκεκριμένα, η κριτική των εννοιών του προσώπου και του δικαίου που η Βέιλ ανάπτυξε στο δοκίμιό της  La Personne et le Sacre. Αυτή η κριτική υπήρξε και η αιτία που διάβασα το δοκίμιο του Μαρσέλ Μος πάνω στην έννοια του προσώπου και έτσι ξεκαθάρισε ο δεσμός που συνδέει στενά το νομικό πρόσωπο με τη θεατρική και στη συνέχεια με τη θεολογική μάσκα του μοντέρνου προσώπου. Ίσως η κριτική του δικαίου, που ποτέ δεν εγκατάλειψα ξεκινώντας από τον πρώτο τόμο του Homo sacer, να έχει την αφετηρία της στο δοκίμιο της Βέιλ».

Μια άλλη αφετηρία στην δομή της σκέψης σου έχει υπάρξει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.

«Στη ζωή υπάρχουν γεγονότα και συναντήσεις που είναι πάρα πολύ μεγάλες ώστε να γίνουν ολοκληρωμένο βίωμα μονομιάς. Αυτές, κατά κάποιο τρόπο, δεν παύουν να μας συνοδεύουν. Η συνάντηση με τον Μπένγιαμιν – όπως και εκείνη με τον Χάιντεγκερ στη Λε Τορ – είναι τέτοιου είδους συναντήσεις. Όπως οι θεολόγοι λένε ότι ο Θεός συνεχίζει να δημιουργεί τον κόσμο ανά πάσα στιγμή, έτσι και αυτές οι συναντήσεις βρίσκονται πάντα σε εξέλιξη. Το χρέος που οφείλω στον Μπένγιαμιν είναι ανυπολόγιστο».

 Το χρέος είναι μια εντατική λέξη.

«Εδώ αρκεί να επισημάνω ένα μεθοδολογικό πρόβλημα. Ο Μπένγιαμιν ήταν αυτός που μου δίδαξε πώς να αποσπώ βίαια ένα ορισμένο φαινόμενο, από το φαινομενικά μακρινό του  ιστορικό του πλαίσιο, δίνοντάς του ξανά ζωή και κάνοντάς το να λειτουργεί στο παρόν. Χωρίς αυτή την ικανότητα, οι «εισβολές» μου σε τόσο διαφορετικά πεδία όπως η θεολογία και το δίκαιο, η πολιτική και η λογοτεχνία, δεν θα ήταν εφικτές.  Όταν πλησιάζεις με τόση ένταση έναν συγγραφέα, δημιουργούνται φαινόμενα που ενώ μοιάζουν σχεδόν μαγικά, είναι απλά το αποτέλεσμα αυτής της οικειότητας. Έτσι μου συνέβη με την ανακάλυψη των χειρόγραφων του Μπένγιαμιν, πρώτα στη Ρώμη στο σπίτι ενός παιδικού του φίλου και αργότερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού (πρόκειται για τα χειρόγραφα του βιβλίου για τον Μπωντλαίρ, πάνω στο οποίο ο Μπένγιαμιν εργάστηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του)».

Τα τελευταία χρόνια δίνεις έμφαση στη «βιοπολιτική». Πρόκειται για μια έννοια που οφείλει πολλά στον Μισέλ Φουκώ.

«Φυσικά. Αλλά εξίσου σημαντικό για εμένα υπήρξε το ζήτημα της μεθόδου στον Φουκώ, δηλαδή, η αρχαιολογία. Είμαι πεπεισμένος ότι ο μόνος τρόπος πρόσβασης στο σήμερα είναι η διερεύνηση του παρελθόντος, δηλαδή η αρχαιολογία. Με την προϋπόθεση να διευκρινίσουμε, όπως κάνει ο Φουκώ, ότι οι αρχαιολογικές έρευνες δεν είναι παρά η σκιά που η έρευνα του παρόντος, προβάλλει στο παρελθόν. Στην περίπτωσή μου αυτή η σκιά είναι συχνά μεγαλύτερη από αυτή που ακολουθούσε o Φουκώ και περιλαμβάνει πεδία, όπως η θεολογία και το δίκαιο, τα οποία ο Φουκώ προσέγγισε ελάχιστα. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μου ασφαλώς μπορεί να αμφισβητηθούν, ωστόσο ελπίζω ότι, τουλάχιστον, οι αμιγώς αρχαιολογικές έρευνες που έχω κάνει στο Κατάσταση Εξαίρεσης, στο Βασίλειο και η Δόξα ή στο βιβλίο μου πάνω στον όρκο να βοηθήσουν στο να καταλάβουμε την εποχή που ζούμε».

Ένας άλλος στοχαστής που συνεισέφερε στο να καταλάβουμε την εποχή που ζούμε είναι ο Γκυ Ντεμπόρ με το βιβλίο του «Η Κοινωνία του Θεάματος», ένα κείμενο που ακόμη και σήμερα μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρόν μας.

«Το διάβασα το ίδιο έτος της δημοσίευσής του, το 1967. Με τον Γκυ γίναμε φίλοι πολλά χρόνια αργότερα, στα τέλη του ’80.
Αλλά θυμάμαι ακόμη, τόσο κατά την πρώτη του ανάγνωση, όσο και στις συζητήσεις μας, εκείνη την ανακούφισή μου βλέποντας πως το μυαλό του ήταν εντελώς απελευθερωμένο από εκείνες τις ιδεολογικές προκαταλήψεις που καθόρισαν την μετέπειτα τύχη των κινημάτων. Το εξήντα οκτώ, και κατά τα επόμενα χρόνια οι φίλοι των κινημάτων με τους οποίους συναναστρεφόμουν δήλωναν – χωρίς καμία αμφιβολία ή ντροπή, και με μια απόλυτη παραίτηση από κάθε διάθεση να σκεφτούν – «μαοϊκοί», «τροτσκιστές» και ούτω καθεξής. Ο Γκυ και εγώ είχαμε φτάσει στο ίδιο επίπεδο διαύγειας, εκείνος ξεκινώντας από την παράδοση των καλλιτεχνικών πρωτοποριών από την οποία και προερχόταν, ενώ εγώ από την ποίηση και τη φιλοσοφία».

Ο Ντεμπόρ έλεγε για τον εαυτό του: «Δεν είμαι φιλόσοφος, είμαι χαράκτης στρατηγικής». Κατά τη γνώμη σου τι εννοούσε;

«Παρά τον ισχυρισμό που αναφέρεις, δεν πιστεύω ότι υπήρχε σε αυτόν κάποια σύγκρουση μεταξύ φιλοσόφου και χαράκτη στρατηγικής. Η φιλοσοφία πάντοτε εμπλέκει ένα πρόβλημα στρατηγικής, διότι, παρόλο που αναζητά το αιώνιο, μπορεί να το πράξει μόνο μέσα από την αντιπαράθεσή της με τον καιρό της».

Την περίοδο που ζούσες στο Παρίσι έβλεπες συχνά τον Καλβίνο. Πώς ήταν η σχέση σου μαζί του, με τις διαφωτιστικές γεωμετρίες του;

«Δίπλα στον Ίταλο, θα ήθελα να βάλω και τον Κλάουντιο Ρουγκαφιόρι τους οποίους έβλεπα πολύ συχνά εκείνο τον καιρό, καθώς δουλέψαμε μαζί για την έκδοση ενός περιοδικού που τελικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η προσπάθειά μας ήταν να περιγράψουμε αυτές που μεταξύ μας ονομάζαμε «ιταλικές κατηγορίες», τα ζεύγη δηλαδή των εννοιών μέσω των οποίων προσπαθούσαμε να καθορίσουμε τις θεμελιώδεις δομές του ιταλικού πολιτισμού: «αρχιτεκτονική/αοριστία», «τραγωδία/κωμωδία», «ταχύτητα/ελαφρότητα», την τελευταία μάλιστα μπορείτε κυριολεκτικά να την δείτε στα Αμερικανικά μαθήματα του Ίταλο. Ήμουν γοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η σκέψη του Ίταλο και του Κλάουντιο».

Τι σε γοήτευε;

«Το γεγονός ότι ήταν δύο μορφές καθαρά αναλογικής σκέψης, η οποία αντιλαμβανόταν τις ομοιότητες και τις αντιστοιχίες εκεί όπου κανένας άλλος δεν ήταν σε θέση να τις εντοπίσει. Η αναλογία είναι μια μορφή γνώσης που η κουλτούρα μας ωθεί όλο και περισσότερο στο περιθώριο. Όσον αφορά την ιδέα ενός γεωμετρικού Καλβίνο και επιστήμονα πιστεύω ότι αυτή θα πρέπει να διορθωθεί. Η δική του φαντασία ήταν μια εξαιρετική μορφή αναλογικής φαντασίας, ένα είδος φυσιογνωμικού ενστίκτου που του επέτρεψαν να αναδιατυπώνει κάθε φορά τη γεωγραφία της λογοτεχνικής γνώσης».

Μίλησες στην αρχή για τη φιλία σου με την Έλσα Μοράντε. Πώς ήταν σχέση σου με μια γυναίκα με τόσο σύνθετο χαρακτήρα;

«Η συνάντηση και η φιλία μου με την Έλσα υπήρξαν για μένα καθοριστικά από κάθε άποψη. Ο Καλβίνο μου είχε πει κάποτε ότι ήταν αδύνατο να συναναστραφείς με την Έλσα δίχως λατρεία. Ίσως αυτό να ήταν αλήθεια, αλλά με την προϋπόθεση ότι το αντικείμενο της λατρείας δεν ήταν η Έλσα, αλλά εκείνοι οι θεοί – από τον Ρεμπώ ως την Σιμόν Βέιλ, από τον Μότσαρτ ως τον Σπινόζα – θεούς που αναγνώριζε και λάτρευε να μοιράζεται με τους φίλους της. Σε αυτό η Έλσα ήταν σοβαρή, εξωφρενικά σοβαρή, και νομίζω ότι μετάδωσε στο αγόρι που ήμουν ακόμη τότε, μέρος αυτού του αδιάλλακτου πάθους της για την ποίηση και την αλήθεια. Από τότε νομίζω ότι δεν μπορούν να χαραχθούν σαφή όρια μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας».

Ξέρω ότι μέσω της Μοράντε γνώρισες τον Παζολίνι. Μεταξύ άλλων συμμετείχες και με έναν μικρό αλλά όμορφο ρόλο, στο «Ευαγγέλιο». Ποιες αναμνήσεις έχεις από αυτή την εμπειρία στο σετ;

«Από το Ευαγγέλιο θυμάμαι την ταχύτητα: ο Παζολίνι δεν επαναλάμβανε σχεδόν ποτέ μια σκηνή και ο καθένας μιλούσε και κινούνταν όπως νόμιζε. Θεωρώ ότι αυτό δίνει στις ταινίες του, εκείνη του φυσικότητα που ποτέ δεν προσποιείται ότι είναι ρεαλιστική. Η μόνη μεγάλη διακοπή κατά τα γυρίσματα έγινε εξαιτίας μου: στον Μυστικό Δείπνο βρέθηκα στο τραπέζι μπροστά στα τεράστια και παραφουσκωμένα με προζύμι ψωμιά και χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον Πιερ Πάολο ότι στο εβραϊκό πάσχα το ψωμί έπρεπε να είναι άζυμο».

Ανέφερες, επίσης, στις σχέσεις με τον Χάιντεγκερ και τα σεμινάρια που παρακολούθησες μαζί του στο Λε Θορ το 1966 και έπειτα το 1968. Τι απέμεινε από αυτές τις συναντήσεις;

«Η συνάντηση με τον Χάιντεγκερ, όπως και με τον Μπένγιαμιν, δεν τέλειωσε ποτέ. Στη μνήμη μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το, ανέγγιχτο ακόμη από τον τουρισμό, τοπίο της Προβηγκίας. Το σεμινάριο γινόταν το πρωί, στον μικρό κήπο του ξενοδοχείου που μας φιλοξενούσε, αλλά μερικές φορές και σε κάποια αγροικία κατά τις πολλές εκδρομές στη γύρω περιοχή. Το πρώτο έτος ήμασταν πέντε το σύνολο, εκτός από το σεμινάριο υπήρχαν και τα κοινά γεύματα που εγώ εκμεταλλευόμουν ώστε να κάνω στον Χάιντεγκερ τις ερωτήσεις που με ενδιέφεραν, αν είχε διαβάσει Κάφκα, αν γνώριζε τον Μπένγιαμιν. Αλλά αυτά είναι απλά ανέκδοτα».

Ένα από τα κύρια πεδία της έρευνάς σου υπήρξε η φιλολογία. Με ποιο τρόπο την εφάρμοσες;

«Η φιλολογία υπήρξε πάντα ένα θεμελιώδες τμήμα της έρευνάς μου. Όχι μόνο γιατί μου έτυχε να πραγματοποιήσω φιλολογικές εργασίες με την τεχνική έννοια του όρου – μπορώ να θυμηθώ την ανασύνθεση του βιβλίου του Μπένγιαμιν για τον Μπωντλαίρ και την μετά θάνατο έκδοση των ποιημάτων του Καπρόνι – αλλά γιατί η φιλολογία και η φιλοσοφία, η αγάπη για το λόγο και η αγάπη για την αλήθεια, δεν μπορούν να διαχωριστούν με κανένα τρόπο. Η αλήθεια κατοικεί στη γλώσσα και ένας φιλόσοφος που δεν φροντίζει αυτή την κατοικία πρέπει να είναι ένας κακός φιλόσοφος. Οι φιλόσοφοι, όπως οι ποιητές, είναι πρώτα απ’ όλα οι φύλακες της γλώσσας και αυτό είναι ένα γνήσια πολιτικό καθήκον, ειδικά σε μια εποχή, όπως η δική μας, η οποία προσπαθεί, με όλα τα μέσα, να μπερδέψει και να παραποιήσει το νόημα των λέξεων».
πηγή πληροφόρησης:

Η χώρα της Lidl

δημοσιεύτηκε 09/12/2015 από
Αλέξης Ζακυνθινός

Το ξεπούλημα της Πορτογαλίας άφησε πίσω του Πολίτες ερείπια, καθώς επίσης μία χώρα υπό την κατοχή των βιομηχανικών και λοιπών γερμανικών επιχειρήσεων – η κατάργηση των λαών και η αντικατάσταση τους, από τη δικτατορία των εκλεκτών   

«Ο νεοφιλελευθερισμός καθορίζει σταδιακά όλες τις δυτικές κοινωνίες – ενώ είναι κάτι περισσότερο από μία απλή οικονομική πολιτική. Πρόκειται ουσιαστικά για μία ιδεολογία, η οποία ρυθμίζει εκ νέου τις σχέσεις του κράτους και της οικονομίας – με στόχο τον επανακαθορισμό της συνολικής σκέψης, η οποία αλλάζει ριζικά όλους τους τομείς της ζωής, καθώς επίσης τους ανθρώπους, με μοιραίες συνέπειες για τη Δημοκρατία.

Όλες οι σφαίρες και οι πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, εξετάζονται από την πλευρά της νεοφιλελεύθερης οικονομικής άποψης, μετρούμενες από αυτήν: η πολιτική, το Δίκαιο, η κουλτούρα, η παιδεία, η οικογένεια και οι ρόλοι των δύο φύλων.

Στα πλαίσια αυτά, το παλαιό ευρωπαϊκό ιδεώδες του πολιτικού ανθρώπου (homo politicus), αντικαθίσταται από τον οικονομικό άνθρωπο (homo economicus) – ο οποίος γίνεται κατανοητός ως ανθρώπινος πόρος, σαν «ανθρώπινο κεφάλαιο» καλύτερα, το οποίο πρέπει συνεχώς να καλυτερεύει την ανταγωνιστικότητα του.

Με τον τρόπο αυτό ο λαός, ως η συνένωση των Πολιτών και το θεμέλιο της Δημοκρατίας καταργείται, αντικαθιστάμενος από την κυριαρχία των εκλεκτών – κυρίως από τη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Παρά τις συνεχείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις δε, εάν όχι με τη βοήθεια τους, η σταδιακή νεοφιλελεύθερη βαθιά διάβρωση των κοινωνιών μας συνεχίζεται ασταμάτητα – μεταξύ άλλων μέσω της αναπροσαρμογής του εργατικού Δικαίου, καθώς επίσης του εκπαιδευτικού συστήματος».
Άρθρο
Η ευρωπαϊκή περιφέρεια, εντός ή εκτός της Ευρωζώνης, μετατρέπεται σταδιακά σε μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους, με τους Πολίτες της σκλάβους χρέους – προς όφελος κυρίως των βιομηχανικών και λοιπών επιχειρήσεων της Γερμανίας.

Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται εν πρώτοις από τη «διάσωση» της Πορτογαλίας, εκ μέρους της Τρόικας – από μία χώρα που η συντηρητική της κυβέρνηση εφάρμοσε με ακρίβεια, καθώς επίσης με απόλυτη συνέπεια το πρόγραμμα που της δόθηκε, ξεπουλώντας μεταξύ άλλων το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της (άρθρο: Το ευρωπαϊκό monopoly).


Ειδικότερα η Πορτογαλία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, τήρησε πιστά τη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων, περιόρισε ριζικά τις δημόσιες δαπάνες, μεταρρύθμισε την αγορά εργασίας έτσι ώστε να καταστεί ευέλικτη, μείωσε τους μισθούς και τις συντάξεις, αύξησε κατακόρυφα τη φορολογία και ενίσχυσε σημαντικά τους εισπρακτικούς μηχανισμούς της – χωρίς καμία αντίρρηση ή καθυστέρηση. Εύλογα λοιπόν ο σκιώδης γερμανός καγκελάριος εγκωμίαζε ανέκαθεν την κυβέρνηση της – ισχυριζόμενος πως η χώρα βρίσκεται σε καλό δρόμο, ενώ οι προσπάθειες των Πολιτών της αποδίδουν καρπούς.


Πράγματι, η Πορτογαλία εγκατέλειψε επίσημα το μηχανισμό στήριξης το 2014, ενώ το Φεβρουάριο του 2015 εξόφλησε πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ. Εν τούτοις, οι μεγαλύτεροι εργοδότες της χώρας είναι πλέον οι γερμανικές επιχειρήσεις – γεγονός που αναγκάζει πολλούς να αναρωτηθούν, εάν οι Γερμανοί βρίσκουν καλύτερες συνθήκες στην Πορτογαλία ή εάν έχει κάποια σχέση με την πολιτική της Τρόικας.


Πόσο μάλλον όταν οι επικριτές της Τρόικας θεωρούν πως ο ισολογισμός των οικονομικών εξελίξεων στην Πορτογαλία είναι αρνητικός, θέτοντας την παρακάτω δυσάρεστη ερώτηση:


«Εάν το φάρμακο, το οποίο υποχρεώθηκαν να πιούν οι χώρες που βυθίστηκαν στην κρίση εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς επίσης της Τρόικας, έχει καταστροφικές παρενέργειες ακόμη και στον πιο υποδειγματικό μαθητή, στην Πορτογαλία, μήπως θα έπρεπε να αναθεωρήσει κανείς τη συνταγή;«.


Στα πλαίσια αυτά οι ίδιοι οι Γερμανοί, οι οποίοι συνδυάζουν με έναν απίστευτο τρόπο τόσο το καλό, όσο και το κακό στη συμπεριφορά τους, διενέργησαν μία τηλεοπτική έρευνα στην Πορτογαλία, αναζητώντας την αλήθεια. Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνονται σε ένα ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα, με τον τίτλο «Ξεπούλημα στην Πορτογαλία» (πηγή) – τεκμηριώνοντας πως η χώρα είναι πλέον υπό γερμανική κατοχή, κάτω από την πρωσική μπότα, χωρίς καμία δυνατότητα να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.


Το ντοκιμαντέρ
Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν εγκατασταθεί στην Πορτογαλία, όπως η Bosch και η Volkswagen, πληρώνοντας μισθούς πείνας, στο 1/4 των γερμανικών (περί τα 500-600 € μικτά) – παράγοντας μηχανήματα και αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια εξάγουν στη Γερμανία!

Φυσικά με τον τρόπο αυτό πιέζονται αντίστοιχα οι υψηλοί μισθοί των γερμανών εργαζομένων, οι οποίοι είναι πάντα μεγαλύτεροι από τους βασικούς, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη δυναμική του νεοφιλελευθερισμού – καθώς επίσης τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για την επιβολή του. Οι κατώτατοι μισθοί σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης φαίνονται στο επόμενο γράφημα – με την Πορτογαλία να ακολουθεί την Ελλάδα, τη συγκεκριμένη ημερομηνία (1.1.2015).

                            ΓΡΑΦΗΜΑ - κατώτατοι μισθοί
Επεξήγηση γραφήματος: Ελάχιστες αμοιβές (κατώτατοι μισθοί) στις χώρες της Ευρωζώνης την 1 Ιανουαρίου του 2015, σε € μηνιαία.


Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι το ότι, η Πορτογαλία αποκαλείται ως «η χώρα της Lidl», αφού η αλυσίδα Σούπερ Μάρκετ είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης, διαθέτοντας περί τα 220 καταστήματα. Φυσικά δεν μπορεί να την ανταγωνισθεί κανείς, αφού διαθέτει συνολικά πάνω από 10.000 καταστήματα σε 28 χώρες – έχοντας τη δυνατότητα να υιοθετεί μία «τιμολογιακή πολιτική dumping» στα κράτη που πρωτοεισέρχεται, με αποτέλεσμα να χρεοκοπούν οι τοπικές αλυσίδες.

Η πολιτική τώρα που εφαρμόζει η επιχείρηση στην Πορτογαλία, σύμφωνα πάντοτε με το ντοκιμαντέρ, είναι κάτι περισσότερο από ληστρική, όσον αφορά τους εργαζομένους – οι οποίοι αρνούνταν ακόμη και να εμφανισθούν στην τηλεόραση, φοβούμενοι την απόλυση τους. Σε γενικές γραμμές δε απαγορεύεται να μιλούν για το χώρο ή μέσα στο χώρο εργασίας τους, εάν δεν θέλουν να βρεθούν ξαφνικά στο δρόμο – χωρίς αποζημίωση, καθώς επίσης με μία πολύ εύκολη διαδικασία.


Η εικόνα που ακολουθεί διακωμωδεί ακριβώς αυτές τις συνθήκες – τόσο τη σιωπή που επιβάλλεται στους εργαζομένους, όσο και τη θέση τους απέναντι στους Γερμανούς πλέον εργοδότες τους, στην κατεχόμενη Πορτογαλία. Σε μία χώρα λοιπόν που δεν αντιστάθηκε καθόλου στην Τρόικα, που οι κυβερνήσεις της λειτούργησαν συναινετικά, καθώς επίσης που λεηλατήθηκε όσο καμία άλλη στον πλανήτη, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.

Περαιτέρω η Lidl, από την οποία ψωνίζουν πλέον πάρα πολλοί Έλληνες, λόγω των φθηνών τιμών, καθώς επίσης των μεγάλων προβλημάτων των άλλων αλυσίδων (ιδίως της Βερόπουλος και της Μαρινόπουλος), αδιαφορώντας ουσιαστικά για τη γερμανική της προέλευση, έχει χωρίσει τους εργαζομένους της στην Πορτογαλία σε τρεις βασικές κατηγορίες: στην κόκκινη, στην πορτοκαλί και στην πράσινη (όπως τα φανάρια στους δρόμους).

Στην κόκκινη καταχωρούνται αυτοί που είναι προς άμεση απόλυση, στην πορτοκαλί οι επόμενοι υποψήφιοι, ενώ στην πράσινη όλοι οι υπόλοιποι – με κριτήριο το εάν μιλούν ή όχι, εάν διαμαρτύρονται, εάν δουλεύουν παραπάνω ώρες χωρίς υπερωρίες ή/και χωρίς διαλείμματα κοκ. Λέγεται δε πως παρακολουθούνται ακόμη και στα αποδυτήρια ή στις καντίνες φαγητού από κρυφές κάμερες, όπως είχε τεκμηριωθεί κάποτε στα γερμανικά καταστήματα αλυσίδων – έτσι ώστε να κρίνεται σωστά η συμπεριφορά τους.


Η Ελλάδα
Στον επόμενο πίνακα τώρα φαίνονται οι ελάχιστοι μισθοί σε διάφορες χώρες, σε € μηνιαία – το 2008, το 2014, καθώς επίσης το 2015 (τρείς πρώτες στήλες). Στην τέταρτη στήλη αναγράφεται η διαφορά τους το 2015, σε σχέση με το 2008 – όπου η μοναδική χώρα που έχουν μειωθεί (-14%) είναι η Ελλάδα! Στην τελευταία στήλη αναφέρεται το μερίδιο των εργαζομένων με τη βασική αμοιβή, στο σύνολο τους, το 2010 – στην Ελλάδα το 51% των συνολικών εργαζομένων αμειβόταν με τον ελάχιστο μισθό (σήμερα είναι πολύ περισσότερο).
Περαιτέρω, οφείλει κανείς να εξάγει συμπεράσματα, σε σχέση με το τι θα είχε πράγματι συμβεί, εάν η Ελλάδα είχε εφαρμόσει επακριβώς όλα τα μνημόνια, όπως η Πορτογαλία – έτσι ώστε να μην κρίνει θεωρητικά, αλλά με βάση την υφιστάμενη εμπειρία.

Πρέπει βέβαια να λάβει υπ’ όψιν πως το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας διπλασιάστηκε σε σχέση με το 2008 (από 71,7% του ΑΕΠ στο 130,2% το 2014) –  παρά το ότι ξεπούλησε τα πάντα, έκλεισαν οι δικές της επιχειρήσεις που δεν εξαγοράσθηκαν από Γερμανούς, ενώ εγκαταστάθηκαν παντού οι γερμανικές.


Εκτός αυτού, με κριτήριο την Πορτογαλία δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί το μέλλον της Ελλάδας που θα ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου – με το οποίο δρομολογούνται επίσης όλες οι αλλαγές που δεν έγιναν με τα δύο προηγούμενα.


Σημαντικότερος σταθμός δε θεωρείται η ψήφιση του ασφαλιστικού η οποία, εάν πράγματι συμβεί, θα επικυρώσει τη συμφωνία των Ελλήνων στη σκλαβιά και στην κατοχή της χώρας τους – οπότε προβλέπεται πως θα εκτιναχθούν οι τιμές των μετοχών των τραπεζών, αφού ακριβώς αυτό υποθέτω πως περιμένουν οι ξένοι κερδοσκόποι, για να εισβάλλουν μαζικά στην Ελλάδα.


Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, αυτή είναι η μοίρα όλων εκείνων των χωρών που δεν χρεοκοπούν, επιλέγοντας τη διάσωση τους από τους διεθνείς οργανισμούς – όπως στο παράδειγμα της Τουρκίας ή της Βραζιλίας, οι οικονομίες των οποίων άνθισαν για ένα χρονικό διάστημα μετά την εισβολή των ξένων, ενώ σήμερα καταρρέουν.

Βασικό οικονομικό κριτήριο εν προκειμένω είναι το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών το οποίο, αφού γίνει πλεονασματικό μετά τις αποκρατικοποιήσεις, ακολουθεί στη συνέχεια αρνητική πορεία – αφού τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που κυριαρχούν φορολογούνται με διάφορα τεχνάσματα στις χώρες από τις οποίες προέρχονται, τα ξένα κεφάλαια φεύγουν κοκ.


Αυτό που παραμένει σε όλα αυτά τα κράτη είναι οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι σε συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς, καθώς επίσης οι τυπικές «κυβερνήσεις πιόνια» – ενώ η μεσαία τάξη εξαφανίζεται εντελώς, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να χαρακτηρίζονται από μία πολύ μικρή εγχώρια ελίτ, καθώς επίσης από στρατιές δούλων, οι οποίοι αμείβονται με μισθούς που τους εξασφαλίζουν την οριακή επιβίωση τους.


Οι μοίρα των άλλων θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού βέβαια που επιλέγουν τη στάση πληρωμών όπως, για παράδειγμα, της Αργεντινής (άρθρο), δεν είναι ρόδινη, αφού τοποθετούνται στο στόχαστρο της διεθνούς συμμορίας – αν και ορισμένα, όπως η Ισλανδία, καταφέρνουν να διαφύγουν, διαθέτοντας έναν ώριμο και αποφασισμένο λαό, ο οποίος είναι πρόθυμος να υπομείνει τα πάντα, για να υπερασπίσει την ελευθερία, καθώς επίσης την εθνική του κυριαρχία.


Μπορεί αλήθεια η Ελλάδα; Ασφαλώς μπορεί, κατά την άποψη μου. Το πρόβλημα είναι μόνο εάν θέλει να το επιχειρήσει, να πολεμήσει δηλαδή, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες – οι οποίες είναι πράγματι εξαιρετικά επώδυνες, κάτι περισσότερο από οδυνηρές, για το πρώτο χρονικό διάστημα.