Ο Γεώργιος Σουρής που γεννήθηκε τον έναν αιώνα και πέθανε τον άλλον, στις 2 εκείνου του μακρυνού φλεβάρη του 1853 και πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους σατιρικούς ποιητές της νεότερης Ελλάδας, και αν δεν το γνωρίζετε, έχει χαρακτηριστεί ο "σύγχρονος Αριστοφάνης"
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορη οικογένεια και ο πατέρας του, όπως οι περισσότεροι πατεράδες που "άλλα αυτοί βούλονται και άλλα το παιδί πρεσβεύει", ήθελε να τον κάνει παπά.
Όταν όμως η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του δεν δίστασε και το 1870 που τελείωσε το σχολείο τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία.
Εκεί ο Σουρής ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα "τεφτέρια" και μετά από δύο μήνες αποχώρησε.
Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ, όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους.
Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.
Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής.
Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά “Ασμοδαίος”,
“Μή χάνεσαι” και “Ραμπαγάς”.
Το 1897 ο Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του "Ο Φασουλής συνομιλεί με την κυρίαν Φασουλήν", που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον Ρωμηό.
Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορη οικογένεια και ο πατέρας του, όπως οι περισσότεροι πατεράδες που "άλλα αυτοί βούλονται και άλλα το παιδί πρεσβεύει", ήθελε να τον κάνει παπά.
Όταν όμως η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του δεν δίστασε και το 1870 που τελείωσε το σχολείο τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία.
Εκεί ο Σουρής ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα "τεφτέρια" και μετά από δύο μήνες αποχώρησε.
Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ, όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους.
Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε.
Όπως σημείωνε τότε ο Σπύρος Μελάς, ο Σουρής είχε πλούσια πνευματικά προσόντα και πλούτο γνώσεων με συνέπεια να καταστεί εξαίρετος δημοσιογράφος της έμμετρης σάτιρας των γεγονότων της εποχής.
Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά “Ασμοδαίος”,
“Μή χάνεσαι” και “Ραμπαγάς”.
Το 1897 ο Σουρής διώχθηκε ποινικά, για το ποίημά του "Ο Φασουλής συνομιλεί με την κυρίαν Φασουλήν", που δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου στον Ρωμηό.
Η Εισαγγελία Αθηνών, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του ποιητή και ένταλμα κατάσχεσης του συγκεκριμένου τεύχους, θεωρώντας ότι περιείχε υβριστικούς υπαινιγμούς για το θεσμό της Βασιλείας γενικά, και της Βασίλισσας Όλγας ιδιαίτερα.
Οι επίμαχοι στίχοι, που ενόχλησαν τους δικαστικούς λειτουργούς ήταν οι παρακάτω:
...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά Γιώργαινα μπεκρού,
θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά,
κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά...
Σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ.
...Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, κυρά Γιώργαινα μπεκρού,
θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού,
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά,
κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά...
Σε αυτούς γινόταν αναφορά στην φημολογούμενη αγάπη της Βασίλισσας στο αλκοόλ.
Του απαγγέλθηκε κατηγορία "επί εξυβρίσει του ιερού! προσώπου της Βασιλίσσης" και κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Αθωώθηκε όμως καθώς στην απολογία του είπε πως σατίριζε τη γυναίκα του.
Η εφημερίδα "Ακρόπολις" σχολίασε το γεγονός ως εξής:
"...Αλλά πως να παραδεχτή τις τόση επιπολαιότηταν αφού τα συνήθη κυνικολογήματα τα οποία ανταλλάσσονται μεταξύ Φασουλή και Φασουλίνας (μεταξύ Σουρή και Σουρίνας) μεταξύ Κυρ Γιώργη (Γιώργης γαρ ο Σουρής καλείται) και κυρά Γιώργαινας ανταλλάσσονται από καταβολής τώρα Ρωμηου, ερμηνεύθησαν τόσον ασεβώς ώστε να αποδοθούν εκεί που πως ήτο δυνατόν να αποδοθούν και να γεννηθή ούτω έγκλημα από τα αστεία.
Η εφημερίδα "Ακρόπολις" σχολίασε το γεγονός ως εξής:
"...Αλλά πως να παραδεχτή τις τόση επιπολαιότηταν αφού τα συνήθη κυνικολογήματα τα οποία ανταλλάσσονται μεταξύ Φασουλή και Φασουλίνας (μεταξύ Σουρή και Σουρίνας) μεταξύ Κυρ Γιώργη (Γιώργης γαρ ο Σουρής καλείται) και κυρά Γιώργαινας ανταλλάσσονται από καταβολής τώρα Ρωμηου, ερμηνεύθησαν τόσον ασεβώς ώστε να αποδοθούν εκεί που πως ήτο δυνατόν να αποδοθούν και να γεννηθή ούτω έγκλημα από τα αστεία.
...η καταδιώκουσα αρχή αποπειρωμένη εις τον πολύν ζήλον της δημιουργία ύβρεων κατ' εκείνων που δεν υπάρχει λόγος, που δεν υπάρχει ίχνος να υποπτευθούν τοιαύται.
Δια τούτο εξακολουθούμεν να νομίζωμεν ότι κάποια παρεξήγησις θα συνέβη επί του προκειμένου...
-. ένα από τα σκληρότερα και αληθινότερα ποιήματα του ποιητή είναι και το "Μυρωμένοι στίχοι"
Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
-. ένα από τα σκληρότερα και αληθινότερα ποιήματα του ποιητή είναι και το "Μυρωμένοι στίχοι"
Τίποτε δεν απόμεινε στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου