Είναι προφανές ότι εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει υποχρεωτικός
εμβολιασμός, δεν δύναται αυτός να αποτελέσει προϋπόθεση για την οποιαδήποτε
δραστηριότητα του παιδιού. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η δραστηριότητα αφορά
την εκπαίδευση. Στο βαθμό μάλιστα που η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, το ζήτημα
λαμβάνει μια επιπλέον διάσταση, όπως εξηγεί ο Τάκης Βιδάλης (δικηγόρος και συνταγματολόγος, διευθυντής του
Τμήματος Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Δικηγορικής Εταιρείας Αθηνών και
επιστημονικός συνεργάτης της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής). Σε άρθρο του στην
ιστοσελίδα Σύνταγμα Watch
αναφέρει ότι ο εμβολιασμός «δεν μπορεί να επιβληθεί ως αναγκαίος όρος για την
εκπλήρωση δημόσιας υποχρέωσης (π.χ. της
στρατολογικής ή της υποχρέωσης εκπαίδευσης για τα παιδιά). Στην περίπτωση αυτή,
ο πολίτης θα έπρεπε να διαλέξει μεταξύ της αθέλητης επέμβασης στο σώμα του
(κατά παράβαση της αρχής της ανθρώπινης αξίας) και της υποβολής του σε
κυρώσεις, επειδή δεν συμμορφώνεται στη δημόσια υποχρέωση, κάτι που επίσης θα
ισοδυναμούσε με προσβολή της ανθρώπινης αξίας του. [Συνεπώς], ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των παιδιών
προκειμένου να τους επιτραπεί η εγγραφή στο σχολείο... δεν είναι αποδεκτός. Οι
γονείς αποφασίζουν ελεύθερα, στο πλαίσιο της άσκησης της γονικής μέριμνας, για
τον εμβολιασμό των παιδιών τους, χωρίς η απόφασή τους να σχετίζεται με την
υποχρέωση της εκπαίδευσης των τελευταίων».
Έχει ενδιαφέρον και η συνέχεια της τοποθέτησης του κ. Βιδάλη, ότι: «Από την άλλη πλευρά, το σχολείο πρέπει να γνωρίζει ποια εμβόλια έχει κάνει ένα παιδί, ώστε σε περίπτωση κινδύνου μετάδοσης ασθενειών να το προστατεύσει (ακόμη και με μέτρα περιορισμού στο σπίτι). Έτσι, αναγκαίος όρος για την εγγραφή στο σχολείο ασφαλώς μπορεί να είναι η απλή επίδειξη του βιβλιαρίου υγείας του παιδιού, όχι όμως και η διαπίστωσή του ότι όντως έχουν γίνει τα προβλεπόμενα εμβόλια». Από γονείς πάντως έχει διατυπωθεί ότ το θεσμικά κατοχυρωμένο ιατρικό απόρρητο προστατεύει από την επιβολή επίδειξης εγγράφου για ιατρικές πράξεις στις οποίες έχει υποβληθεί ο μαθητής σε άτομα ή όργανα που δεν έχουν δεσμευτεί με τον ιατρικό όρκο.
2.1. Νόμοι, γνωματεύσεις και εγκύκλιοι
Γονείς οι οποίοι έχουν μελετήσει τα ανωτέρω έχουν εγγράψει τα παιδιά τους στο σχολείο χωρίς να τα έχουν εμβολιάσει. Εν τούτοις, επικρατεί σύγχυση σχετικά με το τι πραγματικά ισχύει διότι υπάρχει προεδρικό διάταγμα που ορίζει ότι, για την εγγραφή παιδιών στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό, οι γονείς πρέπει μεταξύ άλλων δικαιολογητικών να προσκομίσουν και «το βιβλιάριο υγείας ή άλλο στοιχείο από το οποίο αποδεικνύεται ότι έχουν γίνει τα προβλεπόμενα εμβόλια» (προεδρικό διάταγμα 79/2017 άρθρο 7 §4, που αντικατέστησε τα παλαιότερα 200 & 201/1998, άρθρο 7). Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το ανώτερο δεσμευτικά νομικό κείμενο της χώρας είναι το Σύνταγμα (ακολουθούν οι νόμοι, μετά τα ΠΔ και οι Υπουργικές Αποφάσεις), μια τέτοια απαίτηση αντίκειται στις διατάξεις του, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Αυτό τεκμηρίωσε και ο Συνηγόρος του Πολίτη (υπηρεσία δικαιωμάτων του παιδιού) το 2013 με επιστολή προς το Υπουργείο Παιδείας (αριθμ. 162670/20474/2013) ύστερα από αναφορά που κατέθεσε δικηγόρος που εκπροσωπούσε τρεις συλλόγους κηδεμόνων. Στην επιστολή αναφέρεται πως «σε καμία περίπτωση η μη διενέργεια [εμβολιασμού] δεν μπορεί να συνιστά λόγο άρνησης εγγραφής στις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Άλλως η μη εγγραφή των μαθητών που δεν έχουν εμβολιαστεί στις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης συνιστά υπέρμετρα δυσανάλογο μέτρο καθώς στερεί την απόλαυση ενός άλλου συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, αυτό της πρόσβασης στην εκπαίδευση». Τονίζεται επίσης στην επιστολή ότι, επειδή «η πρόληψη και ο έλεγχος των μεταδοτικών νοσημάτων συνιστά προτεραιότητα για την πολιτική της δημόσιας υγείας … πρέπει να διατηρηθεί στις προϋποθέσεις εγγραφής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η επίδειξη του βιβλιαρίου υγείας, ωστόσο σε περίπτωση μη διενέργειας του [εμβολιασμού] θα μπορούσε να κρατείται σχετική σημείωση στο ατομικό δελτίο υγείας του μαθητή». Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση εγγραφής των μαθητών στις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε περίπτωση που δεν έχουν εμβολιαστεί παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική
Η αρχή της αναλογικότητας (όπως και αυτή της απαγόρευσης προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος) αποτελεί σταθερή αξία του νομικού μας πολιτισμού, και θεμελιώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος. Οι όποιοι περιορισμοί στην άσκηση δικαιώματος πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα (όταν αναφέρει εξαιρέσεις) και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή, να εξυπηρετούν έναν θεμιτό σκοπό και να είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι και αναλογικοί. Κατάλληλοι σημαίνει πρόσφοροι για την επίτευξη του σκοπού, αναγκαίοι σημαίνει λιγότερο επαχθές από όλα τα υπόλοιπα υπό επιλογή μέτρα, και αναλογικοί όσον αφορά την στάθμιση μεταξύ κόστους οφέλους.
Η σύγχυση που υπάρχει λόγω της αντίφασης με τον νόμο (που είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικός) επιτείνεται λόγω της κυκλοφορίας δύο ακόμη εγγράφων. Το ένα είναι η απάντηση της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Παιδείας, το 2004 (αρ.πρωτ.: Υ1/Γ.Π.102999), σε επιστολή/ερώτηση της προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών (που υπάγεται στην ανωτέρω Γενική Διεύθυνση), με την οποία απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Υπουργείου Παιδείας αναφέρει: «1. Κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τους γονείς να αποδεχτούν τους εμβολιασμούς, εκτός από την περίπτωση που υπάρξει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, όπως π.χ. σε μία επιδημία. 2. Δεν υπάρχει κίνδυνος για τα άλλα παιδιά με την προϋπόθεση ότι είναι εμβολιασμένα». Με άλλα λόγια, δεν υφίσταται γενική υποχρέωση εμβολιασμού των παιδιών για την εγγραφή τους στο σχολείο (στην επιφύλαξη της επιδημίας θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω).
Με το δεύτερο έγγραφο τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα. Πρόκειται για γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών (απ.πρωτ.: Υ1/Γ.Π.161682/22-12-2008) - υπηρεσίας που υπάγεται στην Δ/νση Δημόσιας Υγιεινής, που υπάγεται κι αυτή στην ως άνω αναφερθείσα Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας, του Υπ. Υγείας &Κοιν. Αλληλεγγύης. Σε αυτήν αναφέρεται ότι για την εγγραφή των μαθητών απαιτείται, όπως ορίζει ο νόμος, το βιβλιάριο υγείας ή άλλο πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι έχουν γίνει τα προβλεπόμενα εμβόλια. Ορίζει δε ως «υποχρεωτικά όλα εκείνα τα εμβόλια που είναι ενταγμένα στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών και για αυτό δίνονται δωρεάν στα πλαίσια προστασίας της Δημόσιας Υγείας. Μόνο σε περιπτώσεις ιατρικής αντένδειξης, θα μπορούν οι γονείς να αρνηθούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους. Οι γονείς που για οποιουσδήποτε άλλους λόγους (προσωπικά δεδομένα και πιθανές παρενέργειες) δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους, οφείλουν να προσκομίζουν βεβαίωση ιατρικής αντένδειξης από : α) Περιφερειακά Γενικά Νοσοκομεία, ή β) Δ/νσεις Υγιεινής της οικείας Νομαρχίας, ή γ) Ιατροκοινωνικά Κέντρα, ή δ) Ασφαλιστικούς φορείς, ή ε )ιδιώτες ιατρούς, σύμφωνα με τον κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας». Η γνωμοδότηση αυτή ενσωματώθηκε έκτοτε στις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας και δίδονταν ως απάντηση σε κάθε ερώτηση ενδιαφερομένου και υπάρχει στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου (δείτε εδώ), οπωσδήποτε μέχρι το 2016. Έκτοτε, στις οδηγίες στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας δεν υπάρχει πια η γνωμοδότηση παρά μόνο η υπό του Προεδρικού Διατάγματος υποχρέωση προσκόμισης βιβλιαρίου εμβολίων (δείτε εδώ).
Είναι προφανές ότι η εν λόγω γνωμοδότηση δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς το τι ισχύει, καθώς είναι ταυτόχρονα αντιφατική με τον εαυτό της! Δηλαδή, ενώ ορίζει την προσκόμιση βιβλιαρίου εμβολίων ως απαραίτητη για την εγγραφή στο σχολείο, αναφέρει την εξαίρεση για όσους γονείς δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους για οποιουσδήποτε άλλους λόγους (ιατρικούς ή μη), αλλά τους ζητάει να τους αποδείξουν με βεβαίωση ιατρικής αντένδειξης! Μα, πως μπορεί το ιατρικό προσωπικό να πιστοποιήσει οποιονδήποτε λόγο, πέραν του ιατρικού; Ή μήπως πρόκειται για μια ελληνική «μεσοβέζικη» λύση που αναγνωρίζει μεν ότι δεν μπορεί να υποχρεώσει σε εμβολιασμό και πως ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αλλά δεν θέλει και να αναλάβει καμία ευθύνη ουσιαστικής λύσης (ή ρήξης;) του ζητήματος, κι έτσι προσφέρει ένα παραθυράκι: του να μπορεί να χορηγήσει ο ιατρός, η ασφαλιστική εταιρεία, η διεύθυνση υγιεινής της Νομαρχίας κλπ το σχετικό νομότυπο “χαρτάκι” ώστε να είναι όλοι ευχαριστημένοι; Ποιος ξέρει;
Τον Μάιο του 2017 το ζήτημα του
δικαιώματος των γονιών στην αποδοχή ή όχι των εμβολίων για τα παιδιά τους ήρθε ξανά
στη δημοσιότητα με αφορμή μια φράση του υπουργού Υγείας Ανδρέα Ξάνθου, που είπε: «Υπάρχει μια σκέψη να είναι υποχρεωτικό ο
γονιός που αρνείται να εμβολιαστεί το παιδί του να υπογράφει ένα έντυπο το
οποίο θα καταχωρίζεται στο βιβλιάριο υγείας του παιδιού και άρα στον ηλεκτρονικό του φάκελο. Έτσι, θα
δίνεται η δυνατότητα να υπάρξουν παρεμβάσεις αλλαγής συνείδησης». Αν και η δήλωση αυτή ερμηνεύτηκε από πολλούς
ως “νομιμοποίηση της άρνησης εμβολιασμού”, εντούτοις επρόκειτο για απάντηση του
υπουργού σε σχετική ερώτηση στη Βουλή σχετικά με την αντιμετώπιση του “αντιεμβολιαστικού
κινήματος” (υπάρχει η απομαγνητοφώνηση της σχετικής συζήτησης). Στην πραγματικότητα
πρότεινε την υποχρεωτική ηλεκτρονική τους καταγραφή ώστε να μπορούν να γίνονται
παρεμβάσεις προκειμένου να αλλάξουν γνώμη! Η σκέψη δεν υλοποιήθηκε τελικώς,
αλλά άνοιξε εκ νέου την δημόσια κουβέντα, στην οποία πληθώρα επιστημόνων τάχθηκαν υπέρ των εμβολίων και κατά της επιβολής
του εμβολιασμού (δείτε ενδεικτικά εδώ και εδώ) αλλά και υπέρ
ενός πιο ξεκάθαρου πλαισίου. Ο υπουργός επίσης δήλωσε, ένα χρόνο αργότερα,
ότι «ειδικά φέτος [2018], έγινε ένα βήμα περαιτέρω αυστηροποίησης της
εμβολιαστικής πολιτικής... μετά την επιδημική έξαρση της ιλαράς, με αποτέλεσμα
να καθίσταται πλέον υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, έναντι της ιλαράς, για τα
παιδιά που εγγράφονται σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς» και ότι «βρίσκεται
σε συνεννόηση με την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών προκειμένου να υπάρξει νομοθετική πρόβλεψη που θα δίνει
στον εκάστοτε υπουργό Υγείας την εξουσιοδότηση να προχωρεί σε μέτρα
υποχρεωτικού χαρακτήρα για συγκεκριμένα εμβόλια και για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα, εφόσον, βεβαίως, υπάρχει πλήρης επιστημονική τεκμηρίωση και
επιδημιολογικά δεδομένα που το επιβάλλουν» (δείτε δελτίο τύπου του Υπουργείου Υγείας). Εδώ φαίνεται και πάλι η
αναγνώριση της μη υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το πλαίσιο είναι, εν τέλει, αναπόφευκτα θολό ακριβώς επειδή δεν μπορεί να επιβληθεί ο εμβολιασμός λόγω συνταγματικών κωλυμάτων, κι έτσι η ασάφεια λειτουργεί πιεστικά αλλά και εκβιαστικά πάνω στους γονείς. Πάντως, και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού κ. Θεοδωρίδου δήλωσε το 2018 ότι, «τα εμβόλια είναι συνιστώμενα και δεν υπάρχει ποινή εάν ο γονιός δεν εμβολιάσει το παιδί του, ούτε το παιδί που δεν έχει κάνει εμβόλιο μπορεί να αποκλειστεί από την εκπαίδευση. Η επίδειξη του βιβλιαρίου υγείας του παιδιού κατά την εγγραφή στο σχολείο, όπου θα φαίνεται ότι έχει κάνει το εμβόλιο, αναφέρεται ως υποχρέωση υπό την έννοια της ηχηρής και χρήσιμης υπενθύμισης προς τους γονείς που έχουν αμελήσει να κάνουν τα εμβόλια»
2.2. Ο Συνήγορος του Πολίτη το 2018
Ο Συνήγορος του Πολίτη, ύστερα από πολλές ερωτήσεις τόσο από γονείς όσο και από υπηρεσίες, συνέταξε και έστειλε νέα επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας σχετικά με το θέμα, στις 19/10/2018 (αρ.πρωτ. Γρ.Συν.126). Με αυτή την επιστολή, που συντάχτηκε σε μία περίοδο που υπήρχαν κρούσματα ιλαράς, εκδηλώνει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι σχετικές εγκύκλιοι του υπουργείου περιλαμβάνουν και την γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών του 2008 (που αναφέραμε παραπάνω) διότι, όπως αναφέρει, η επίμαχη παράγραφος δημιουργεί σύγχυση [σ.σ. η παράγραφος που λέει «Οι γονείς που για οποιουσδήποτε άλλους λόγους (προσωπικά δεδομένα και πιθανές παρενέργειες) δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό των παιδιών τους, οφείλουν να προσκομίζουν βεβαίωση ιατρικής αντένδειξης]. Το 10σέλιδο έγγραφο του Συνηγόρου καταλήγει: «Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να ενεργήσει ώστε να διασφαλίσει το μέγιστο ποσοστό εμβολιασμού του ανήλικου πληθυσμού ευθύνης του, δηλαδή του συνόλου των ανήλικων μαθητών... Πρώτο απαραίτητο μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η άμεση απόσυρση του υπό εξέταση εγγράφου του Υπουργείου σας και η αντικατάστασή του από άλλο, που δεν θα καταλείπει καμία απολύτως αμφιβολία σχετικά με την υποχρεωτικότητα της διενέργειας των προβλεπόμενων εμβολίων, ενόψει της εγγραφής των παιδιών στις βαθμίδες εκπαίδευσης, όπως ο νόμος ορίζει...». Από τότε μέχρι και σήμερα ο Συνήγορος του Πολίτη έχει παρέμβει συχνά για να ζητήσει από το Υπουργείο Παιδείας νέα εγκύκλιο σύμφωνα με τα παραπάνω, επισημαίνοντας ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν εισακουστεί οι εκκλήσεις του.
Στην επιστολή αυτή ο Συνήγορος του
Πολίτη επιχειρηματολογεί συνοπτικά ως εξής: 1) Μη εμβολιασμός μπορεί να γίνει
μόνο με ιατρική αντένδειξη, 2) παρενέργειες έχουν όλα τα φάρμακα και, εφόσον αυτές
έχουν σταθμιστεί και τα φάρμακα εγκριθεί, ο κίνδυνος υπολείπεται του γενικού
οφέλους, 3) τα επιδημιολογικά δεδομένα σήμερα [2018] λόγω έξαρσης της ιλαράς
είναι διαφορετικά και θέτουν πιο επιτακτικά το ζήτημα, 4) η άσκηση γονικής
μέριμνας (δηλαδή η συναίνεση του κηδεμόνα) δεν μπορεί να ασκείται απλώς σύμφωνα
με την υποκειμενική του βούληση και ενάντια σε ότι ορίζεται ως το αντικειμενικό συμφέρον του παιδιού! Και
ποιο είναι το αντικειμενικό συμφέρον του παιδιού; Το έγγραφο απαντά: «Ως
τέτοιο, νοείται … αυτό το οποίο, όταν αφορά θέματα ιατρικής, θεμελιώνεται σε
έγκυρα επιστημονικά δεδομένα. Αυτή είναι και η άποψη της Εθνικής Επιτροπής
Βιοηθικής (ΕΕΒ), όπως αποτυπώνεται ειδικά στη Σύστασή της με θέμα: “Εμβολιασμοί
σε παιδιά”». Η εν λόγω όμως σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής που
επικαλείται ο Συνήγορος (και παραπέμπει σε αυτήν με σύνδεσμο) φαίνεται πως
έχει διαβαστεί επιλεκτικά. Διότι η σύσταση της ΕΕΒ, που φυσικά υπερασπίζεται τον
εμβολιασμό, αναφέρεται στο αντικειμενικό συμφέρον του παιδιού εντός τριών
βασικών αρχών: 1) την αρχή της συναίνεσης («αναγκαστική υποβολή σε εμβολιασμό,
κατά συνέπεια, δεν νοείται, δεν μπορεί δηλαδή να παρακαμφθεί η βούληση των
γονέων για τη διενέργεια ή μη της ιατρικής αυτής πράξης»), 2) τη σημασία της
πληροφόρησης (του γονιού εν προκειμένω), που να τονίζει την αξία του εμβολιασμού
για τη δημόσια υγεία, και 3) την προστασία της υγείας των άλλων. Στην τρίτη
αυτή αρχή τονίζεται ότι: «Η απόφαση των
γονέων να μην εμβολιασθεί το παιδί, δεν μπορεί να οδηγεί σε δυσμενείς συνέπειες
αποκλεισμού του από την κοινωνική ζωή, εφ’ όσον δεν τίθεται σοβαρό ζήτημα για
την προστασία της δημόσιας υγείας. Σε διαφορετική περίπτωση, ο εμβολιασμός
θα απόβαινε αναγκαστικός, κατά παράβαση της αρχής της συναίνεσης. Αν, πάντως,
υπάρχει θέμα επείγουσας προστασίας της δημόσιας υγείας (π.χ. εμφανισθούν κρούσματα
μηνιγγίτιδας), μέτρα περιορισμού για
την προφύλαξη όσων παιδιών δεν έχουν εμβολιασθεί είναι επιβεβλημένα, ακόμη και
παρά τη θέληση των γονέων. Η Επιτροπή
κρίνει, ειδικότερα, ότι η παρακολούθηση του προγράμματος της υποχρεωτικής
εκπαίδευσης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον όρο εμβολιασμού, αφού τότε η
συμμόρφωση προς μια δημόσια υποχρέωση θα προϋπέθετε την παραίτηση από την άσκηση
θεμελιώδους δικαιώματος. Είναι ωστόσο θεμιτό να ζητείται από τους γονείς η
πληροφορία περί του αν το παιδί έχει υποβληθεί στη διενέργεια συγκεκριμένων
εμβολίων, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που αφορά την υγεία του, προκειμένου να
διευκολύνεται η έγκαιρη αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στη διάρκεια της
σχολικής ζωής».
Δεν αναφέρεται λοιπόν στα παραπάνω ο Συνήγορος του Πολίτη, και καταλήγει ότι πρέπει το Υπουργείο Παιδείας να εκδώσει εγκύκλιο που να μην αφήνει περιθώριο αμφιβολιών για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού των μαθητών. Έτσι η Ανεξάρτητη Αρχή αγνοεί την σύσταση του Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και λαμβάνει επιλεκτικά μία πρόταση που εξυπηρετήσει μία συγκεκριμένη απόφαση. Τοιουτοτρόπως, δεν αναφέρεται σε παλαιότερη απόφασή του, του 2013 (που αναφέραμε παραπάνω) που κρίνει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό ως προϋπόθεση εγγραφής στο σχολείο αντισυνταγματικό! Αντιθέτως, αναφέρεται σε εκείνη την απόφαση μία φορά, επισημαίνοντας την γνώμη που είχε εκφραστεί ότι «τα εκεί και τότε γραφόμενα ισχύουν όταν δεν υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και σε περιόδους που δεν υφίσταται επιδημία (στη σελίδα 6, όπου εκ παραδρομής αναφέρεται η απόφαση με λάθος ημερομηνία, 21/5/2018). Η επιστολή εκείνη (162670/20474/2013) δεν βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Συνηγόρου.
Εν τούτοις, εν όψει και όσων ισχύουν, στην 10σέλιδη επιστολή του Συνηγόρου υπάρχουν και οι παρακάτω δύο παράγραφοι: «Σε εποχή κατά την οποία δεν υφίσταται επιδημιολογική έξαρση εξαιρετικά μεταδοτικής νόσου, μερίδα της νομικής θεωρίας είναι δυνατόν να υποστηρίζει ότι ο εμβολιασμός δεν “επιβάλλεται” από το αντικειμενικό συμφέρον του ασθενή (αλλά απλώς “συνιστάται”), με αποτέλεσμα να δέχεται ότι το δικαίωμα του παιδιού στην υγεία μπορεί να υποχωρεί έναντι του δικαιώματος του παιδιού σε ανατροφή από τους υπεύθυνους γονείς του (επομένως, έναντι και του δικαιώματος των γονέων στη άσκηση της γονικής μέριμνας, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και αντιλήψεις τους), αυτό παύει να μπορεί να υποστηριχθεί με αξιώσεις εγκυρότητας σε εποχή κατά την οποία υφίσταται έξαρση κρουσμάτων εξαιρετικά μεταδοτικής και επικίνδυνης νόσου, με ήδη καταγεγραμμένα περιστατικά θανάτων, και μάλιστα ανηλίκων, από αυτή. Διότι στην περίπτωση αυτή, αφενός υφίσταται κίνδυνος για την δημόσια υγεία, οπότε η άρνηση του γονέα να εμβολιάσει το τέκνο του “δεν είναι ηθικά ουδέτερη” σε σχέση με την ευθύνη του απέναντι στο κοινωνικό σύνολο -με δεδομένο επιστημονικά ότι πρόκειται για δοκιμασμένο και ασφαλές εμβόλιο, για το οποίο δεν δικαιολογείται η καλλιέργεια αμφιβολιών- αφετέρου, όμως, υφίσταται κίνδυνος και για την υγεία του ίδιου του τέκνου του, για το οποίο δεν μεριμνά ώστε να εξασφαλίσει ανοσία, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη προς τούτο επιμέλεια, οπότε η αποχή του από τον εμβολιασμό συνιστά τουλάχιστον πλημμελή άσκηση του καθήκοντος της γονικής μέριμνας» (η έμφαση δική μου). Άρα, δέχεται την υποχρεωτικότητα σε περίοδο επιδημίας επικίνδυνης για τα παιδιά και υπό την προϋπόθεση ότι το εμβόλιο είναι δοκιμασμένο και ασφαλές.
2.3. Πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ
Πριν από μόλις λίγες μέρες (8/12/2020) δημοσιεύτηκε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2387/2020) σχετικά με προσφυγή γονέων, που ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης βρεφονηπιακού σταθμού να διαγράψει το παιδί τους επειδή δεν είχε πραγματοποιήσει όλα τα εμβόλια σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Το ΣτΕ έκρινε ότι καλώς ενήργησε ο παιδικός σταθμός και απέρριψε την αίτηση των γονιών. Η απόφαση ξεκινά με το σκεπτικό ότι «Η μέριμνα για τη δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους», προκρίνοντάς την έτσι έναντι των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Εν συνεχεία, «το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και β) ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται». Σχετικά με την αρχή της ισότητας, που επικαλέστηκαν οι γονείς, το ΣτΕ φαίνεται να την αποδέχεται αντεστραμμένη: «η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι σε εμβολιασμό υπόκεινται όλα ανεξαιρέτως τα νήπια και παιδιά, πλην εκείνων που τελούν ατομικώς σε ειδικές διαφορετικές συνθήκες, δεν επιτρέπεται δηλαδή για λόγους υγείας να εμβολιαστούν. Αντιθέτως, θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί, επικαλούμενο ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί». Παρακάτω αναφέρει η απόφαση: «Επειδή, προβάλλεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις παραβιάζεται το δικαίωμα των αιτούντων και του ανήλικου τέκνου τους σε δωρεάν παιδεία, συνάγεται ότι η παρεχόμενη στους παιδικούς σταθμούς προσχολική αγωγή δεν εντάσσεται στην υποχρεωτική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και, κατ’ ακολουθία, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος δωρεάν παιδείας για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ. 4 του Συντάγματος. Επίσης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η προσχολική αγωγή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτών ούτε άλλωστε οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο εμβολιασμός αντιτίθεται σε σοβαρές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους. Κατ’ ακολουθία ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του».
Η ερμηνεία της αρχής της ισότητας, βεβαίως, από δικαίωμα στην ίση μεταχείριση, σε ισοπεδωτική και υποχρεωτική μεταχείριση (αφού οι άλλοι το έκαναν, οφείλεις κι εσύ), είναι προβληματική, κατά την γνώμη μου. Επιπροσθέτως, σχετικά με την ανωτέρω απόφαση και αυστηρά ως προς το νομικό της σκέλος, ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Χαράλαμπου Τσιλιώτη, Επίκουρου Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου σχετικά με την αρχή της αναλογικότητας. Εκτιμά ο κύριος Τσιλιώτης ότι η έννομη συνέπεια της εν λόγω απόφασης, δηλαδή μια ήπια κύρωση (αποβολή από τον βρεφονηπιακό σταθμό), «τηρεί την αρχή της αναλογικότητας... εφόσον δεν προβλέπεται αυστηρότερη, π.χ. πρόστιμο ως διοικητική κύρωση ή ακόμα χειρότερα σωματικός ή ψυχικός καταναγκασμός, κάτι που θα αντέβαινε πλέον όχι μόνο στην αρχή της αναλογικότητας αλλά και στην αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας του άρθρου 2 παρ. 1 Σ, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως απαγορευμένη από το άρθρο 7 παρ. 2 Σ πράξη βασανιστηρίων (πρβλ. και άρθρο 3 ΕΣΔΑ). ... Οριακά συνταγματική θα μπορούσε να κριθεί η επιβολή προστίμου, όχι βέβαια στο νήπιο, αλλά στους ασκούντες την γονική μέριμνα αυτού γονείς, ... ενώ αντισυνταγματική υπό την άποψη της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να θεωρηθεί η επιβολή ποινικών κυρώσεων στους γονείς. Mutatismutandis τα ίδια ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις υποχρεωτικού εμβολιασμού και στην ενδεχόμενη περίπτωση εμβολιασμού κατά του ιού Covid-19, εάν ήθελε να επιβληθεί η υποχρεωτικότητά του».
Αυτά γράφει ο καθηγητής, που χαιρετίζει μεταξύ άλλων την απόφαση! Αλλά σε αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω, διότι άπτεται των πολιτικών και όχι των νομικών ζητημάτων - και υπό αυτό το πρίσμα θα ξαναδούμε την απόφαση του ΣτΕ. Με μια μικρή επισήμανση: η απόφαση λανθασμένα ή για λόγους παραπληροφόρησης ή και ψυχολογικού εκβιασμού προβλήθηκε με τίτλους όπως «Συνταγματικός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός» κλπ. Για παράδειγμα, η ιστοσελίδα Alfavita που απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς, κατά κύριο λόγο, είχε τίτλο Υποχρεωτικά τα εμβόλια σε όλους τους μαθητές, παρά το γεγονός ότι η απόφαση αφορούσε νήπιο και στο σκεπτικό της ρητώς ανέφερε το γεγονός ότι δεν θιγόταν η αρχή της αναλογικότητας διότι το παιδί δεν στερούνταν την υποχρεωτική εκπαίδευση.
Πάντως, υπάρχουν και άλλες αποφάσεις που έχουν ενδιαφέρον και διαμορφώνουν τα ισχύοντα σε διεθνές επίπεδο αλλά και στη διεθνή νομολογία. Γι’ αυτές μας ενημερώνει με πρόσφατο άρθρο του στην ιστοσελίδα syntagmawatch.gr ο Επίκουρος Καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου Προσωπικών Δεδομένων Κωνσταντίνος Κουρούπης. Από τη μία, σε διάφορες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τεκμηριώνεται το απαράδεκτο της επέμβασης στην ιδιωτική ζωή μέσω επιβολής ιατρικής πράξης. Από την άλλη, μια απόφαση του 2012 έκρινε ότι «η επέμβαση δύναται να δικαιολογηθεί εφόσον συντελείται εξαιτίας του φόβου εξάπλωσης επιδημίας και υπό τον όρο ότι έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες ιατρικές προφυλάξεις και ότι ο εμβολιασμός δεν προβλέπει κινδύνους για την υγεία του υποκειμένου. Σε διαφορετική περίπτωση, το κράτος οφείλει να σεβαστεί την ελευθερία αυτοκαθορισμού του προσώπου ως προς το πεδίο της ιατρικής του περίθαλψης». Ισχύει φυσικά ότι «η επέμβαση στη σωματική ακεραιότητα του ατόμου χωρίς τη συναίνεσή του συνιστά βασανιστήριο...».
Είναι σαφές πως η υποχρεωτικότητα των εμβολίων γενικώς δεν μπορεί να σταθεί νομικά με κανέναν τρόπο στο διεθνές δίκαιο, ενώ στην εξαιρετική περίπτωση επιδημίας μπορεί ίσως να υποστηριχτεί από μερίδα νομικών κάποιου είδους παρέμβαση, με περιορισμούς για πολύ συγκεκριμένες περιοχές και χρονικά όρια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιβληθεί επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου. Η ελεύθερη συναίνεση του ατόμου σε ιατρική πράξη δεν έχει εξαίρεση. Με απλά λόγια, ακόμη και η κατ’ εξαίρεση λόγω μεγάλου κινδύνου για τη δημόσια υγεία δυνατότητα υποχρεωτικότητας (για συγκεκριμένο χρόνο και τόπο) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη διότι αντίκειται στην απαγόρευση των βασανιστηρίων, όπως ορίζεται η με τη βία επέμβαση στο σώμα.
Σε περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο, το μοναδικό νομικά δεσμευτικό κείμενο για την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα της βιοϊατρικής, είναι η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, γνωστή και ως Σύμβαση του Οβιέδο. Ιδιαίτερα κρίσιμο για την εξέταση του υπό κρίση θέματος είναι το άρθρο 5 της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα: «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του». [...]Ειδικά σήμερα ενόψει της εξάπλωσης της πανδημίας του κορωναϊού, η Επιτροπή Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης, με δήλωσή της που δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου 2020, υπενθυμίζει τις θεμελιώδεις αρχές, στη βάση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες πρέπει να διέπουν τη λήψη ιατρικών αποφάσεων και πρακτικών για την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης. Υπογραμμίζει ότι η Σύμβαση του Οβιέδο αποτελεί το μόνο νομικά δεσμευτικό εργαλείο σε διεθνές επίπεδο στον τομέα αυτό και παρέχει ένα μοναδικό πλαίσιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου ενός πλαισίου διαχείρισης κρίσεων έκτακτης ανάγκης και υγείας, σε κλινικούς και ερευνητικούς τομείς. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται η ισχύς του κανόνα του προαναφερθέντος άρθρου. (γράφει ο συνταγματολόγος Κωνσταντίνος Κουρούπης).
Να υπενθυμίσω εδώ πως, προϋπόθεση ισχύος της συναίνεσης σε ιατρική πράξη είναι αυτή να μην προέρχεται από απειλή (άρθρο 12 §2, ΚΙΔ). Η με οποιοδήποτε τρόπο συναίνεση έχει προέλθει από την απειλή (ό,τι δεν θα γραφτεί το παιδί στο σχολείο, ότι θα υπάρξει πρόστιμο ή άλλη δίωξη, ότι δεν θα μπορώ να εργαστώ ή να ταξιδέψω κλπ) όχι απλώς παραβιάζει αυτό το άρθρο του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, αλλά αγγίζει και τα όρια του ψυχολογικού εκβιασμού. Επιπρόσθετα σε αυτό, καταλαβαίνει κανείς πως η επιβολή του εμβολιασμού εγείρει πολύ σοβαρά πρακτικά, και συνεπώς νομικά και ηθικά ζητήματα. Πώς δηλαδή θα μπορούσε να επιβληθεί η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού αν αρνείται το άτομο ή ο γονιός; Δια της βίας; Αδιανόητο για τον πολιτισμό μας σε κάθε επίπεδο. Ίσως γι’ αυτό χρησιμοποιείται τόσο εκτεταμένως ο ψυχολογικός εκβιασμός. Που επίσης όμως συνιστά μορφή βασανιστηρίου. Κι εδώ ερχόμαστε στο επόμενο ζήτημα.
3) Η επιβολή ιατρικής πράξης με οποιονδήποτε τρόπο συνιστά βασανιστήριο.
Τα βασανιστήρια θεωρούνται παράνομα σε όλο το διεθνές νομικό σύστημα. Δεν υπάρχει καμία εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 7 §2) θεσπίζεται πως «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει». Δεδομένου μάλιστα ότι και πάλι το Σύνταγμα θεσπίζει πως «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας» (άρθρο 5 &5), αντιλαμβανόμαστε πως δεν μπορεί να υπάρξει εξαίρεση σε καμία περίπτωση ιατρικής πράξης. Τα βασανιστήρια και «η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία» απαγορεύονται επίσης από τη Σύμβαση για την Προστασία των ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης (άρθρο 3), από το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (άρθρο 7), και πλήθος άλλων συμβάσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου