Τον καιρό του Μαύρου Θανάτου, ασφαλώς επειδή το ρητορικό σχήμα του πολέμου μ’ έναν αόρατο εχθρό δεν βγάζει και πολύ νόημα, αφού οι γραμματιζούμενοι και οι καλλιτέχνες προσωποποίησαν την αρρώστια με όλες τις δέουσες αλληγορίες και σε ποικίλες μορφές, ο λαουτζίκος, πιο πραχτικός, προτίμησε να ανακαλύψει ευθύς αμέσως τους υπαίτιους, εκείνους που, σύμφωνα με μια διάχυτη φήμη, μόλυναν τα πηγάδια και τις πηγές, σκορπώντας μ’ αυτό τον τρόπο την αιτία του κακού. Οι συνηθισμένοι ύποπτοι, λεπροί, εβραίοι, αιρετικοί, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά και ανάλογα με τις τοπικές προτεραιότητες, τράβηξαν των παθώ τους τον τάραχο, αλλά και διάφοροι άλλοι εύκολοι στόχοι – ανάμεσά τους κι οι τσιγγάνοι (πιο αφανώς, ως συνήθως).
Όσο για την εξουσία, παρότι πιο μορφωμένη και πιο κατατοπισμένη από τον χύδην όχλο, όπως καμαρώνει πάντα, φαίνεται ότι στις συνθήκες αυτές συχνά δε θέλει και πολύ για να προσυπογράψει προλήψεις, προκαταλήψεις και λιντσαρίσματα – για τους δικούς της λόγους, ασφαλώς.
Αυτή ήταν το πασάλειμμα: πάει να πει, οι μοχθηροί έφτιαχναν ένα διαβολικό σκεύασμα, σαν ωχρή λάσπη ή ασπρουδερή μπογιά, κάτι σα λερωμένο ασβέστη, ή ξινισμένο ξίγκι, ή βρώμικο λίπος, και πασαλείφανε τοίχους, πόρτες, φράχτες κι ό,τι άλλο – και αυτό το πράγμα σκόρπιζε στον αγέρα το θανατικό, τον τρομερό λοιμό.
Διάφορες αναφορές και μαρτυρίες, κάποτε από σχετικά αξιόπιστες πηγές, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη, ας πούμε, ύποπτων επαλείψεων.
Και μπορούμε να σκεφτούμε ό,τι θέλουμε, σε πραγματολογικό επίπεδο, γι’ αυτές τις περιπτώσεις (π.χ. μπορεί να ήταν ποικίλες μαγγανείες και τεχνάσματα λαϊκής μαγείας που είχαν αποτροπαϊκό χαραχτήρα, δηλ. που θέλανε απεναντίας να κρατήσουν μακριά την αρρώστια, ή μπορεί πάλι κάποιοι να ήθελαν έτσι να τρομάξουν τους εχθρούς τους ή να αγαπούσαν τα μακάβρια καλαμπούρια), κατά τη γνώμη μου όμως, αν πάρουμε υπόψη μας το πως δουλεύουν οι φήμες κι ο πανικός, στις περισσότερες από αυτές τις μαρτυρίες δεν υπάρχει ανάγκη να υποθέσουμε ούτε έναν έστω κόκκο αλήθειας.
Οι φανταστικοί αυτοί πράκτορες του χάους, στα ιταλικά αφού κυρίως σε ιταλικά εδάφη εμφανίστηκε το φαινόμενο, πήρανε το όνομα untori, που θα μπορούσε να αποδοθεί αλειφτάδες ή αλειμματάδες.
Εν πάση περιπτώσει, σε καιρούς κρίσης όπως θα λέγαμε, όταν λυσσομανούσε ο θανατάς, είχε γίνει επικίνδυνο να πλησιάζεις σε τοίχους, να έχεις συνάφεια με οποιαδήποτε παχύρρευστη ουσία, ή και να πολυκυκλοφορείς στους δρόμους χωρίς να έχεις κάποια ξεκάθαρη εξήγηση για το πού πας και για ποιο σκοπό (κι ούτε κι αυτό σε έσωζε πάντα, όπως θα δούμε παρακάτω).
Με δυο αιώνες καθυστέρηση, ο Μαντσόνι έψαξε τα παλιά κιτάπια και τα ντοκουμέντα για να φτιάξει ένα μέρος του σκηνικού για το διάσημο ιστορικό του μυθιστόρημα I promessi sposi ή, σε μετάφραση, Οι λογοδοσμένοι.
Τα κατάφερε υπερβολικά καλά, ίσως πιο καλά απ’ όσο ήθελε ή σκόπευε, μπορεί και να το παράκανε μάλιστα – αφού σε πολλούς αναγνώστες αυτό το κομμάτι, η νουβέλα της πανούκλας, ας πούμε, έχει μείνει πολύ πιο ζωηρά απ’ ό,τι το υπόλοιπο μυθιστόρημα, με τα βαθιά του ηθικά διδάγματα, μάλλον γλυκερά και χλιαρά μεταξύ μας.[1]
Τόσο πολύ μάλιστα που το υλικό ξεχείλισε και του περίσσεψε, με αποτέλεσμα να προσθέσει ένα παράρτημα στη δεύτερη έκδοση, ένα ανεξάρτητο δοκίμιο στην ουσία, με τον τίτλο Storia della colonna infame – αλλά η σημασία αυτού του τίτλου θα εξηγηθεί παρακάτω.
Είχε πολύ καλούς λόγους, ή αιτιολογία: ήταν ένας από τους «Επιθεωρητές της Υγείας», ένας Commissario di Sanità, και διάβολε καθήκον ενός διορισμένου επιθεωρητή είναι να επιθεωρεί, ακόμα περισσότερο σε καιρό επιδημίας.
Εκεί που περπατούσε, πλησίασε έναν τοίχο. Και γι’ αυτό το πλησίασμα είχε πολύ καλούς λόγους: εκείνη τη μέρα έβρεχε (σας το είπα δα ότι δεν ήταν καθόλου ωραία μέρα), το σπίτι είχε κάποιο στέγαστρο σε κείνη τη μεριά κι ο καημένος ο Γκουλιέλμο είχε βαρεθεί να βρέχεται. Εκεί λοιπόν που στάθηκε, τέντωσε το χέρι του κι ακούμπησε τον τοίχο: ε, αυτό ήταν αδικιολόγητο. (Ξέρω, θα σκεφτήκατε όπως κι εγώ ότι ο άνθρωπος ήταν κουρασμένος από την περιοδεία του κι ήθελε να ξαποστάσει, αλλά κανένας δικαστής δε θα έχαβε τέτοιες φτηνές δικιολογίες, άμα ήθελε να καταδικάσει.) Κάποια κυράτσα της γειτονιάς έβαλε τις φωνές, «Ωιμέ, ένας αλειμματάς!», κάτι τέτοιο, και τη συνέχεια τη φαντάζεστε.
Ο φουκαράς ο Γκουλιέλμο, όσο κι αν δεν καταλάβαινε από πού του ήρθε, βρέθηκε γρήγορα παρασυρμένος από τη ροή της συγκυρίας, ανάμεσα σ’ ένα αλλοπαρμένο πλήθος που έψαχνε εξιλαστήρια θύματα και τους πολύ σοβαρούς, πολύ λόγιους, πολύ σοφούς και πολύ ευσεβείς αξιωματούχους και δικαστάδες, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να ρίξουν όποιον έβρισκαν πρόχειρο στα λιοντάρια – για να ξεχαστούν κι οι δικές τους ευθύνες (για τις οποίες γινόταν ήδη πολύς λόγος).
Ο άνθρωπος βρέθηκε γρήγορα στον τροχό των βασανιστηρίων και, μετά από κάποιες ώρες που θα ήθελε να τις ξεχάσει (ε, εντάξει, βόηθησε και η ψεύτικη υπόσχεση ότι αν ομολογούσε θα έσωζε τη ζωή του: ηθική βασανιστών και δικαστών), ομολόγησε το έγκλημα που δεν είχε κάνει.
Ομολόγησε, όπως του ζητήθηκε, και τον δήθεν συνένοχό του, κάποιο μπαρμπέρη ονόματι Τζαν Τζάκομο Μόρα.
Όπως ξέρετε, οι μπαρμπέρηδες εκείνου του καιρού ήταν και λιγάκι φαρμακοτρίφτες και ο ταλαίπωρος Τζαν Τζάκομο, θες από υπερβολική εμπιστοσύνη στις βοτανολογικές του γνώσεις, θες από εμπορικό δαιμόνιο, είχε φτιάξει το δικό του μαντζούνι (ένα είδος κηραλοιφής), που το διαφήμιζε και το πουλούσε σαν προστασία από την πανούκλα.
Ο Γκουλιέλμο ήταν πελάτης του κι είχε προμηθευτεί λίγο, πιστεύοντας αφελώς ότι, κι αν δεν τον έσωζε, κακό δε θα του έκανε.
Ε, δεν ήθελαν και πολύ οι άλλοι για να υποστηρίξουν ότι αυτό το μαντζούνι, η κηραλοιφή, σκόρπιζε στην πραγματικότητα την πανούκλα. Και μπορεί ο μπαρμπέρης να γέλασε όταν ήρθαν να τον μπαγλαρώσουν, σύντομα όμως του κόπηκαν τα γέλια.
Το γεγονός ότι στο μαγαζί του βρέθηκαν ένα σωρό μπουκαλάκια και βαζάκια με διάφορες μυστήριες και όχι εύκολα αναγνωρίσιμες ουσίες, πράγμα λογικό για ένα φαρμακοτρίφτη αλλά και για ένα μπαρμπέρη που ήθελε να παρφουμάρει την πελατεία του, θεωρήθηκε επιβαρυντικό στοιχείο, αν όχι ατράνταχτη απόδειξη (ξεχνώντας πολύ βολικά ότι ανάλογα βαζάκια και μπουκαλάκια βρίσκονταν σε κάθε μπαρμπέρικο της πόλης).
Μετά από κάποια ώρα στα βασανιστήρια, ο μπαρμπέρης ομολόγησε κι αυτός – αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς.
Φυσικά του ζήτησαν να ομολογήσει κι άλλους συνενόχους, κι αυτοί με τη σειρά τους αρνήθηκαν στην αρχή και ομολόγησαν μετά από βασανιστήρια την ενοχή τους, και πάει λέγοντας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δικαστές εκείνου του καιρού δεν μπορούσανε να αρκεστούν σε μια, προαποφασισμένη εδώ που τα λέμε, καταδίκη αλλά ήθελαν πρώτα να ησυχάσουν τη συνείδησή τους, ή ό,τι είχανε στη θέση της τέλος πάντων, αποσπώντας με κάθε θυσία (και στην καμπούρα του κατηγορούμενου) μια ομολογία.
Μάλλον όχι, αν σκεφτούμε τον τρόπο που τα χρησιμοποιούσαν, όπως μόλις είδαμε, στην απαρχή του Αιώνα των Φώτων.
Ίσως ναι, αν σκεφτούμε τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, η οποία πολύ χριστιανικά επέτρεπε τα βασανιστήρια μόνο εφόσον δεν απειλούσαν τη ζωή του κατηγορούμενου και μόνο εφόσον δεν του προκαλούσαν ανήκεστη βλάβη (στη θεωρία τουλάχιστον).
Αν μη τι άλλο, ενδιαφερόταν απλώς να πειθαρχήσει το σώμα, εξασφαλίζοντας με επιμέλεια την επιβίωση, ακόμα και την καλή υγεία. Βέβαια, ο λόγος για όλη αυτή τη μέριμνα, συχνά, αποδεικνυόταν λιγότερο βιοπολιτικός – και μύριζε τσίκνα.
Από την άλλη, η επίσημη υπεράσπιση των βασανιστηρίων επανεμφανίστηκε στις απαρχές τούτου του αιώνα (όχι ότι η πρακτική είχε εκλείψει, κάθε άλλο, αλλά τουλάχιστον οι βασανιστές έπρεπε να διαψεύδουν την ίδια την ύπαρξή τους – και να υπερασπίζουν μέχρι τέλους τη διάψευσή τους, εν ανάγκη χρησιμοποιώντας κι άλλα βασανιστήρια), επανεμφανίστηκε λέω η θεωρητική δικαίωσή τους και η ρητορική τους εξύμνηση εν ονόματι του γενικού καλού (…κάποιον Μπους θα τον θυμόσαστε).
Και ο κύκλος της, ας πούμε βιοπολιτικής επαναξιολόγησης των βασανιστηρίων ας κλείσει με την εν παρόδω μνημόνευση ενός άξιου υπουργού που χρωστάει τη θέση του, πέρα από τη βραβευμένη υποταγή του, στη φήμη που απόχτησε μέσα από την πρωτοποριακή χρήση πειραματικών βασανιστηρίων.
Πιο παραδοσιακά και πιο φιλολογικά, όμως, υπάρχει κάτι ακόμα που με διαολίζει στην υπόθεση αυτή, κι αυτό είναι η αταλάντευτη πεποίθηση των αρχαίων σοφών, ελλήνων και ρωμαίων, ότι τα βασανιστήρια αποτελούν εγγύηση της αλήθειας μιας ομολογίας.
Έχω στο νου μου ένα απόσπασμα από κάποιο λόγο του Κικέρωνα, αλλά νομίζω ότι θα μπορούσε να βρει πολλά χωρία κάποιος ερευνητής και η πίστη αυτή μοιάζει να ήταν εδραιωμένη. Θεωρούσαν την αλήθεια ένα ακέραιο και ξεκάθαρο, στιλπνό και στρογγυλό, χειροπιαστό πράγμα, το οποίο ο ύποπτος έκρυβε συνειδητά ή ασυνείδητα μέσα στο σώμα του, όπως το ψάρι που είχε καταπιεί το δαχτυλίδι του Πολυκράτη – έπρεπε λοιπόν να βασανιστεί αυτό το σώμα για να υποχρεωθεί να το ξεράσει. Στην άλλη άκρη του Παλιού Κόσμου, οι σοφοί της αρχαίας Κίνας φαίνεται να πίστευαν ακράδαντα το ίδιο πράγμα.
Η αντίθετη άποψη, που τη διατυπώνει υποδειγματικά κάπου ο Ουμπέρτο Έκο, και που την αποδεικνύει ένα πλήθος παραληρηματικών και άλλα αντ’ άλλων ομολογιών, δεν φαίνεται να υποστηρίχτηκε στα σοβαρά πριν απ’ το Διαφωτισμό, πριν δηλ. από στοχαστές όπως ο Πιέτρο Βέρι και ο Τσέζαρε Μπεκαρία που –κοίτα σύμπτωση– ήτανε παππούς του Μαντσόνι. (Για να είμαστε δίκαιοι, οι ιεροεξεταστές, σχολαστικοί με όλες τις έννοιες, φαίνεται ότι το είχαν υποψιαστεί: στο κάτω-κάτω, δεν ήθελαν να αποδίδουν λάθος αιρέσεις σε λάθος αιρετικούς στις πραγματείες τους – μάλιστα οι πιο ευσυνείδητοι ανάμεσά τους αποφεύγανε συνήθως τα βασανιστήρια, επειδή μάλλον τα θεωρούσαν άχρηστα για τους στόχους τους.
Φαίνεται όμως ότι, μη θέλοντας να εκθέσουν τον κοσμικό βραχίονα, κράτησαν αυτή τη θεωρητική γνώση ανάμεσα στα άλλα επαγγελματικά μυστικά τους.)
Τέλος της παρένθεσης.
Του μπαρμπέρη μάλιστα, επιπλέον, του ισοπέδωσαν το μαγαζί και το σπίτι (μέθοδο που χρησιμοποιούν και ορισμένα πολιτισμένα κράτη σήμερα), ώστε να τιμωρηθεί κι η οικογένειά του και να ξεριζωθεί το κακό.
Στη θέση του φτιάξανε πλατεία και στήσανε αναμνηστική στήλη και βάλανε κι επιγραφή, και την είπανε αυτή τη στήλη colonna infame, κολόνα της ατιμίας. Της ατιμίας ποιανού;
Στα ιταλικά εδάφη της Republica, της Serenissima θέλω να πω, τέλος πάντων στη βενετσιάνικη ηπειρωτική επικράτεια, η πηγή που θα χρησιμοποιήσω παρακάτω λέει ότι «έλειψαν οι μισοί».
Μετά, «πέρασε τη θάλασσα η θανατηφόρα μόλυνση κι έφτασε στην Κέρκυρα», στο νησί δηλ. του αφηγητή που μας μιλάει, ο οποίος είναι ο Αντρέας Μάρμορας, ο αριστοκράτης τοπικός ιστορικός του 17ου αιώνα.[2] Για να πούμε την αλήθεια, το θανατικό δεν φαίνεται να στάθηκε εκεί τόσο φοβερό, «non così fiero», όσο στην ιταλική χερσόνησο (παρά τις γλαφυρές περιγραφές που κυκλοφορούν για χμ, αγιολογικούς και θαυματολογικούς σκοπούς) και, όπως διαβάζουμε παρακάτω, μέσα σε τρεις-τέσσερις μήνες (από τα Χριστούγεννα μέχρι την Κυριακή των Βαΐων), οι νεκροί δεν ξεπέρασαν τους εξήντα («soli sessanta, e non più»), κι αυτό σ’ ένα νησί που μετρούσε περίπου 50.000 ψυχές.[3]
Οι αρμόδιοι, οι Προβλεπτές για την Υγεία, «Proveditori alla Sanità», πήραν αμέσως μέτρα που δεν περιγράφονται, πάντως, λέει, ήταν πολύ αυστηρά («diligenze grandissime») – και παράλληλα, αμέσως άρχισαν τις ανακρίσεις («rigorosi processi») για να βρούνε την πηγή, «το πρώτο σπέρμα του κακού», il primo seme del male.
Το συμπέρασμά τους ήταν ότι ο υπηρέτης ενός δικηγόρου, του Οδηγητριανού Σαραντάρη, είχε αγοράσει δυο τούρκικα μαντίλια («faccioletti turcheschi»), με προέλευση κάποιο ξένο καράβι («nave forastiera») και, θεωρώντας ο υπηρέτης ότι ήταν πολύ καλοφτιαγμένα, τα έκανε δώρο στην Κυρά του. Εκείνη πάλι, τα φύλαξε λέει στο σεντούκι μιανής κόρης της – κι αυτή η κόρη ήταν το πρώτο, μάλλον, θύμα της αρρώστιας.
Πάντα κατά τους Προβλεπτές, το κακό εξαπλώθηκε ακριβώς κατά την κηδεία της – και επισήμαναν, εδώ, την κακή συνήθεια των γυναικών ν’ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται για να δηλώσουν τη συμπόνια τους.
Η ειρωνεία είναι ότι ο αβοκάτος Σαραντάρης ήταν ο ίδιος ένας από τους Προβλεπτές για την Υγεία, αυτό όμως δεν τον βόηθησε και πολύ, όπως δεν βόηθησε και τον μιλανέζο Γκουλιέλμο Πιάτσα το οφίτσιο του Επιθεωρητή της Υγείας.
Ο καλός μας ιστορικός διαμαρτύρεται, όπως θα σαστίζει και θ’ αγαναχτεί ο κάθε αναγνώστης του υποθέτω, γι’ αυτή την άδικη απόφαση και λέει ότι ο άνθρωπος ήταν εντελώς αθώος («innocentissimo»).
Γράφοντας μερικές δεκαετίες αργότερα (ήταν παιδί όταν συνέβαιναν τα γεγονότα), επιχειρηματολογεί αναλυτικά και κάνει τη («συνωμοσιολογική») υπόθεση ότι ο καημένος ο αβοκάτος πρέπει να έπεσε θύμα σκευωρίας των προσωπικών του εχθρών, υπονοώντας αντίδικούς του σε δικαστικές υποθέσεις.[4]
Ας παρηγορηθούμε από το γεγονός ότι, τουλάχιστον, η εκτέλεσή του ήταν γρήγορη και «ανθρωπιστική», σε αντίθεση με το κανιβαλικό θέαμα που έμελλε να ξετυλιχτεί λίγους μήνες αργότερα στο Μιλάνο, δηλ. απλώς τον ντουφεκίσανε («a colpi di muschetti l’uccisero») πάνω σε μια βάρκα, λίγο έξω από αυτό το νησάκι του λοιμοκαθαρτηρίου και των ντουφεκισμών.[5]
Θυμήθηκα τώρα εκείνες τις σκηνές από το τέλος του Αλονζανφάν (μέσα στα καταφύγια, τι άλλο από παλιό καλό σινεμά;), με τη χολέρα να θερίζει τα χωριά του Νότου και τους χωρικούς να αυτομαστιγώνονται.
Όχι και πολύ χριστιανικό μάλλον και όχι θεολογικά βάσιμο ασφαλώς, όμως ο παπάς του χωριού το δικιολογεί γεμάτος κατανόηση απέναντι στον κατά φαντασία απεσταλμένο του επίσκοπου: «Κάλλιο να μαστιγώνονται από μόνοι τους παρά να ξεσηκώνονται εναντίον της αρχής!».
Αλλά κι αυτό, το αυτομαστίγωμα, είναι μια κληρονομιά από τον καιρό της πανούκλας, από τα χρόνια του Μαύρου Θανάτου, τη μεγάλη κι εξοντωτική επιδημία του 14ου αιώνα, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά, σε μαζική κλίμακα τουλάχιστον, αυτός ο καθαρτήριος εξορκισμός μέσω μαζοχιστικής αυτοτιμωρίας – κι αν δε με πιστεύετε ξαναδείτε την Έβδομη Σφραγίδα.
Οι αυτομαστιγούμενοι τιμωρούσαν σκληρά τον εαυτό τους για τις προσωπικές τους αμαρτίες, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν προκαλέσει τη συλλογική συμφορά (αποδέχονταν δηλ. ένα είδος «ατομικής ευθύνης»).
Από τότε και μέχρι σήμερα, το έθιμο αναβιώνει μεταφορικά σε περιόδους κρίσης – πάντα δικαιωμένο με το μεστό επιχείρημα που ξεστόμισε, ή ψιθύρισε μάλλον, εκείνος ο καλός εφημέριος του Νότου.
Η πανούκλα της Κέρκυρας πάλι, βρίσκεται χρονολογικά τοποθετημένη ανάμεσα σε δυο μεγάλους τοπικούς αγροτικούς ξεσηκωμούς, του 1610 και κυρίως του 1640. Κι ο 14ος αιώνας δεν είναι μόνο ο αιώνας του Μαύρου Θανάτου αλλά κι ο αιώνας της Μεγάλης Ζακερί, της εξέγερσης των ciompi – και τόσων άλλων.
Στην ταινία που αναφέρθηκε προηγουμένως η εξέγερση δεν συμβαίνει, και μάλιστα η ιδέα της γελοιοποιείται (υποθέτω εξαιτίας της πολύ-PCI λογικής των αδερφών Ταβιάνι, με τη γραμμική αντίληψη της ιστορίας να την κρίνει «πρώιμη» ή «ύστερη», εκτός εποχής πάντως), όμως το φάντασμά της στοιχειώνει – την ταινία και την εποχή της. Ποιος ξέρει λοιπόν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου