Ο τίτλος του σημερινού μας άρθρου θα μπορούσε να είναι και διλημματικός:
Ξίδι ή ξύδι, πώς το γράφετε εσείς;
Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα άρθρο με έναν παρόμοιο διλημματικό τίτλο:
Τρένο ή τραίνο: Πώς το γράφετε εσείς;
Τότε λοιπόν, κάποιος φίλος στο Τουίτερ σχολίασε την ορθογραφία της λέξης «ξίδι/ξύδι» -και υποσχέθηκα να γράψω κάτι.
Ξίδι ή ξύδι, πώς το γράφετε εσείς;
Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα άρθρο με έναν παρόμοιο διλημματικό τίτλο:
Τρένο ή τραίνο: Πώς το γράφετε εσείς;
Τότε λοιπόν, κάποιος φίλος στο Τουίτερ σχολίασε την ορθογραφία της λέξης «ξίδι/ξύδι» -και υποσχέθηκα να γράψω κάτι.
Ε, σήμερα έρχεται η ώρα να εκπληρώσω την υπόσχεση.
Να πούμε εδωπέρα ότι το άρθρο θα εστιαστεί κυρίως στα ορθογραφικά του ξιδιού -όχι στα πλουσιότατα λεξιλογικά, παροιμιολογικά και φρασεολογικά του, που εδώ θα τα αναφέρω παρεμπιπτόντως και ακροθιγώς, επιφυλασσόμενος για άλλο, ειδικό άρθρο.
Το αστείο είναι ότι πριν από τρία χρόνια είχα αναφερθεί σε μερικές λέξεις οι οποίες στη μεν επίσημη ορθογραφία γράφονται με γιώτα, το ίδιο και σε όλα τα λεξικά, αλλά συχνά τις βρίσκει κανείς γραμμένες με ύψιλον και μάλιστα σε ορισμένες η γραφή με υ επικρατεί στη συχνότητα.
Να πούμε εδωπέρα ότι το άρθρο θα εστιαστεί κυρίως στα ορθογραφικά του ξιδιού -όχι στα πλουσιότατα λεξιλογικά, παροιμιολογικά και φρασεολογικά του, που εδώ θα τα αναφέρω παρεμπιπτόντως και ακροθιγώς, επιφυλασσόμενος για άλλο, ειδικό άρθρο.
Το αστείο είναι ότι πριν από τρία χρόνια είχα αναφερθεί σε μερικές λέξεις οι οποίες στη μεν επίσημη ορθογραφία γράφονται με γιώτα, το ίδιο και σε όλα τα λεξικά, αλλά συχνά τις βρίσκει κανείς γραμμένες με ύψιλον και μάλιστα σε ορισμένες η γραφή με υ επικρατεί στη συχνότητα.
Ήταν οι λέξεις: μπίρα, φιστίκι, ρεβίθι, σινάφι, σιντριβάνι.
Στο άρθρο λοιπόν εκείνο για «το επίμονο ύψιλον» είχα ξεχάσει να αναφερθώ στο ξίδι (ή ξύδι), όπως μου θύμισε ο φίλος μας ο Πάνος.
Οπότε, ένας λόγος παραπάνω για το σημερινό άρθρο.
Διότι, πράγματι, και στο ξίδι/ξύδι η παλιά γραφή, με ύψιλον, εξακολουθεί να είναι πολύ συχνή.
Διότι, πράγματι, και στο ξίδι/ξύδι η παλιά γραφή, με ύψιλον, εξακολουθεί να είναι πολύ συχνή.
Στο γκουγκλ μάλιστα, ο τύπος «ξύδι» εμφανίζεται να έχει 3-4 φορές περισσότερες ανευρέσεις από το «ξίδι».
Από την άλλη, στα ράφια των σουπερμάρκετ, εννοώ στις ετικέτες των μπουκαλιών με ξίδι, συχνότερα βρίσκω την επίσημη γραφή, παρόλο που και οι δυο υπάρχουν (ενώ στα μπουκάλια της μπίρας υπερτερεί καθαρά ο τύπος «μπύρα»).
Μια άλλη διαφορά του ξιδιού από τη μπίρα (εννοώ, τις λέξεις!) είναι ότι η λέξη μπίρα/μπύρα διττογραφείται αυστηρά, ενώ στο ξίδι/ξύδι υπάρχει και τρίτη παραλλαγή, «ξείδι», που ήταν αρκετά συχνή παλιότερα (το απόσπασμα είναι από τις Παροιμίες του Νικ. Πολίτη, που εκδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, έκδοση που δυστυχώς έχει μείνει ημιτελής).
Το ξίδι στην καθαρεύουσα είναι όξος και οι δυο λέξεις συνδέονται περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με γυμνό μάτι.
Το υποκοριστικό της λ. όξος, το οξίδιον, έγινε οξίδιν και ξίδιν και ξίδι. Το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη λέει για τύπους από τον 3ο αιώνα π.Χ., που εγώ δεν τους βρίσκω στο TLG -ίσως είναι σε επιγραφές. Πάντως βρίσκω μεταχριστιανικές αναφορές, σε ξίδιν και οξίδιν και οξίδιον, όπως «καλόν οίνον ηγόρασα και ηυρέθη οξίδιν εις δύο ώρας» σε έναν βίο αγίου περί τον 7ο αιώνα. Στα μεσαιωνικά χρόνια ο τύπος «ξίδι» επικρατεί πια.
Η γραφή με ύψιλον, ξύδι, προέρχεται από παρασυσχέτιση με το οξύς, αλλά δεν έχει ετυμολογική βάση. Παρομοίως με ύψιλον γράφεται πολλές φορές και η λέξη «ξινός» (δηλ. ξυνός) παρόλο που προέρχεται από το «όξινος», με σίγηση και με κατέβασμα του τόνου.
Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκουμε ορθογραφική τριτυπία, δηλαδή (ο)ξίδιν, (ο)ξύδιν, (ο)ξείδιν -δηλαδή η ορθογραφική αβεβαιότητα υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες.
Μια άλλη διαφορά του ξιδιού από τη μπίρα (εννοώ, τις λέξεις!) είναι ότι η λέξη μπίρα/μπύρα διττογραφείται αυστηρά, ενώ στο ξίδι/ξύδι υπάρχει και τρίτη παραλλαγή, «ξείδι», που ήταν αρκετά συχνή παλιότερα (το απόσπασμα είναι από τις Παροιμίες του Νικ. Πολίτη, που εκδόθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, έκδοση που δυστυχώς έχει μείνει ημιτελής).
Το ξίδι στην καθαρεύουσα είναι όξος και οι δυο λέξεις συνδέονται περισσότερο απ’ όσο φαίνεται με γυμνό μάτι.
Το υποκοριστικό της λ. όξος, το οξίδιον, έγινε οξίδιν και ξίδιν και ξίδι. Το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη λέει για τύπους από τον 3ο αιώνα π.Χ., που εγώ δεν τους βρίσκω στο TLG -ίσως είναι σε επιγραφές. Πάντως βρίσκω μεταχριστιανικές αναφορές, σε ξίδιν και οξίδιν και οξίδιον, όπως «καλόν οίνον ηγόρασα και ηυρέθη οξίδιν εις δύο ώρας» σε έναν βίο αγίου περί τον 7ο αιώνα. Στα μεσαιωνικά χρόνια ο τύπος «ξίδι» επικρατεί πια.
Η γραφή με ύψιλον, ξύδι, προέρχεται από παρασυσχέτιση με το οξύς, αλλά δεν έχει ετυμολογική βάση. Παρομοίως με ύψιλον γράφεται πολλές φορές και η λέξη «ξινός» (δηλ. ξυνός) παρόλο που προέρχεται από το «όξινος», με σίγηση και με κατέβασμα του τόνου.
Στα βυζαντινά κείμενα βρίσκουμε ορθογραφική τριτυπία, δηλαδή (ο)ξίδιν, (ο)ξύδιν, (ο)ξείδιν -δηλαδή η ορθογραφική αβεβαιότητα υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες.
Παρόμοιες σφαλερές γραφές με ει όπως στο ξείδι έχουμε δει και σε άλλες λέξεις που προέκυψαν απο υποκορισμό, όπως ταξείδι αντί για ταξίδι (από το τάξις) ή φείδι αντί για φίδι (από το όφις-οφίδιον).
Οπότε, το ξίδι γράφεται κανονικά με γιώτα, ξίδι.
Αλλά δεν τελειώσαμε, έχουμε ακόμα δυο θεματάκια.
Το πρώτο: Βρήκα το τουίτ που μου έδωσε το έναυσμα για το σημερινό άρθρο.
Οπότε, το ξίδι γράφεται κανονικά με γιώτα, ξίδι.
Αλλά δεν τελειώσαμε, έχουμε ακόμα δυο θεματάκια.
Το πρώτο: Βρήκα το τουίτ που μου έδωσε το έναυσμα για το σημερινό άρθρο.
Λέει: Να μας πει ο κύριος Νίκος Σαραντάκος, που μας έβαλε να γράφουμε το ξίδι με γιώτα γιατί ο Ξυδάκης γράφεται με ύψιλον.
Καλή ερώτηση.
Καλή ερώτηση.
Αν ξίδι, γιατί Ξυδάκης;
Θα έλεγα, για τον ίδιο λόγο που η σχολική ορθογραφία γράφει «καμένος» αλλά ο Πάνος Καμμένος γράφεται με δύο μ.
Εννοώ ότι αφού παλιότερα κυριαρχούσε η γραφή «ξύδι», το επώνυμο (είτε από επάγγελμα είτε από παρατσούκλι) γράφτηκε με ύψιλον, και γι’ αυτό σήμερα έτσι το γράφουν οι Ξυδάκηδες το επώνυμό τους, είτε πρόκειται για τον φίλο τον Νίκο, τον δημοσιογράφο, τ. υπουργό και διευθυντή του Κόκκινου 105.5, είτε για τον έξοχο συνθέτη είτε για όποιον άλλον. (Βρίσκω και μερικούς Ξιδάκηδες πάντως, αλλά δεν ξέρω αν είναι επίσημα γραμμένοι έτσι. Βλέπω επίσης ότι το επώνυμο επιχωριάζει στη Μύκονο, στους Μαλάδες Ηρακλείου και στα Σελήνια).
Το δεύτερο θεματάκι: Αν γράφουμε «ξίδι» γιατί γράφουμε, στη χημεία, «οξείδιο» (και διοξείδιο, τριοξείδιο, υπεροξείδιο και τα συναφή);
Καλή ερώτηση και αυτή.
Εννοώ ότι αφού παλιότερα κυριαρχούσε η γραφή «ξύδι», το επώνυμο (είτε από επάγγελμα είτε από παρατσούκλι) γράφτηκε με ύψιλον, και γι’ αυτό σήμερα έτσι το γράφουν οι Ξυδάκηδες το επώνυμό τους, είτε πρόκειται για τον φίλο τον Νίκο, τον δημοσιογράφο, τ. υπουργό και διευθυντή του Κόκκινου 105.5, είτε για τον έξοχο συνθέτη είτε για όποιον άλλον. (Βρίσκω και μερικούς Ξιδάκηδες πάντως, αλλά δεν ξέρω αν είναι επίσημα γραμμένοι έτσι. Βλέπω επίσης ότι το επώνυμο επιχωριάζει στη Μύκονο, στους Μαλάδες Ηρακλείου και στα Σελήνια).
Το δεύτερο θεματάκι: Αν γράφουμε «ξίδι» γιατί γράφουμε, στη χημεία, «οξείδιο» (και διοξείδιο, τριοξείδιο, υπεροξείδιο και τα συναφή);
Καλή ερώτηση και αυτή.
Κανονικά, όπως γράφουμε «ξίδι» έπρεπε να γράφουμε και «οξίδιο, διοξίδιο».
Τα λεξικά του Μπαμπινιώτη, άλλωστε, προτιμούν τη γραφή «οξίδιο», που είναι ετυμολογικά συνεπέστερη, ενώ η σχολική ορθογραφία και το ΛΚΝ, αλλά και τα άλλα λεξικά, δίνουν το προβάδισμα στην καθιερωμένη χρήση και προτιμούν τη γραφή «οξείδιο».
Οι όροι της χημείας οξείδιο, διοξείδιο κτλ. δεν αποτελούν φυσικά μετεξέλιξη του μεσαιωνικού «οξίδιν», αλλά σχηματίστηκαν εκ νέου τον 19ο αιώνα στην τότε ορολογία της χημείας, από τους αντίστοιχους γαλλικούς oxide/oxyde, dioxide/dioxyde κτλ. (διτυπία και στα γαλλικά!).
Οι όροι της χημείας οξείδιο, διοξείδιο κτλ. δεν αποτελούν φυσικά μετεξέλιξη του μεσαιωνικού «οξίδιν», αλλά σχηματίστηκαν εκ νέου τον 19ο αιώνα στην τότε ορολογία της χημείας, από τους αντίστοιχους γαλλικούς oxide/oxyde, dioxide/dioxyde κτλ. (διτυπία και στα γαλλικά!).
Και τότε, όπως γράφει ο Πετρούνιας στο ΛΚΝ, οι λόγιοι που έπλασαν τον όρο βασίστηκαν στη σφαλερή γραφή «οξείδιον», που υπάρχει π.χ. στο σύγγραμμα «Περί ορθογραφίας» του Αίλιου Ηρωδιανού (του 2ου αι. μ.Χ.) -και το οξείδιο έχει πια καθιερωθεί.
Θα πείτε «Δεν είχε καθιερωθεί, τάχα, και το «ξύδι»; Γιατί το ξεκαθιερώσαμε;» Δεν είναι το ίδιο.
Θα πείτε «Δεν είχε καθιερωθεί, τάχα, και το «ξύδι»; Γιατί το ξεκαθιερώσαμε;» Δεν είναι το ίδιο.
Οι γραφές ξίδι/ξύδι, μπίρα/μπύρα, φιστίκι/φυστίκι υπήρχαν ανέκαθεν, οι λέξεις αυτές διττογραφουνται εδώ και αιώνες (το ξίδι/ξύδι, όπως είδαμε, έχει κλείσει χιλιετία).
Στην περίπτωση του οξειδίου, ο τύπος «οξίδιο» ήταν πρακτικά ανύπαρκτος μέχρι το 1998, που τον συμπεριέλαβε στο λεξικό του ο Μπαμπινιώτης μαζί με τα τσηρώτα, τα αγώρια και τους κροκόδιλους.
Κι έτσι, εγώ τουλάχιστον, που για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο ακολουθώ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το ΛΚΝ και τη σχολική ορθογραφία, γράφω: ξινός, ξίδι αλλά οξείδιο.
Κι έτσι, εγώ τουλάχιστον, που για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο ακολουθώ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το ΛΚΝ και τη σχολική ορθογραφία, γράφω: ξινός, ξίδι αλλά οξείδιο.
Και Ξυδάκης βέβαια. (Γι’ αυτό και καμιά φορά, όταν γράφω «Ξιδάκι» στο Τουίτερ μπορεί να το γράψω λάθος).
Εσείς πώς τα γράφετε;
Εσείς πώς τα γράφετε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου