"Εκεί, προς τις γραμμές του νότιου απείρου
περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο
με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου
φώτα χρυσά - η Κυρία μ' ένα βιβλίο
στο χέρι έστεκε και θωρούσε πέρα μακριά, τα χάη"
Απόσπασμα από το ποίημα "Το πλοίο, ο Τιτανικός"
Αυτό το πλοίο που όλο φεύγει, φεύγει και βυθά στα ατέλευτα χάη των οριζόντων αναζητούσε εναγωνίως αφ' όπου το 1913 ρίζωσε στη γνωστή του από 1913 Χαλκίδα - αιώνιος εραστής και υμνητής της - ο Γιάννης Σκαρίμπας, την οποία τρελά ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, καθώς ο ίδιος ‘‘ο πληβείος'' των ελληνικών γραμμάτων μας ομολογεί: "Έτσι, με πάμφωτο ξανά του νου μου το κρύσταλλο και γύρω μας τον Ευβοϊκό να κοχλάζει, αντικρίσαμε την περιπόθητη πόλη μας ορθό λελέκι, με πάνω της σαν άσπρο κομφετί χίλιους γλάρους την είχε λες με κιμωλία ο Εύριπος εκεί στο βάθος χαράξει.
Το πλοίο μας τη χαιρέταγε, πάλλοντας μια τεράστια - άφρων- βεντάλια στην πλώρη"
Αυτό το πλοίο - ο Σκαρίμπας, "Ο χαλκιδεότερος απάντων Χαλκιδέων"- τον Ευβοϊκό, ποτέ του δεν τον αποχωρίστηκε, αν και πάντα ως δημιουργός ο μπαπμπα-Γιάννης μέσα από τους στίχους ή τα πεζά του εναγωνίως αναζητούσε ένα πλοίο, ένα τρένο, έναν γλάρο για να ταξιδέψει στου απείρου τα φτερά.
"Ωρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε μου βραδινέ που φεύγεις - πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ..... Εγώ εκπεσμένο αλαργινό
αδέρφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι - και πονώ -
μια καμαρούλα - αδέρφι μου υψωμένο"
Αυτό το εκπεσμένο, αλαργινό αδέρφι του γλάρου για επτά δεκαετίες θα στέκει με το βιβλίο στο χέρι και του εκτελωνιστή τη χαρτούρα σε κάποια από τις όχθες του Εύριπου προσμένοντας
"ένα - με γυάλινα πανιά - πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός
όξ' απ' τον κύκλο των νερών - στα χάη"
για να βγει επιτέλους έξω από τα στενά επαρχιακά και ασφυκτικά όρια της πόλης, της πόλης του, που γρήγορα και σε βάθος απύθμενου χρόνου γίνεται ο ανέσπερος φάρος και η γοργοτάξιδη στην ορμή του πνευματικού αγέρα σημαία της, αυτός ο εξ Αγίας Ευθυμίας Παρνασίδος ορμόμενος τριπεθαμίτης με τη σκούφια Σκαρίμπας, που "φοράω μετά τα φτερνίσματά μου, εγώ ο και σαββατογεννημένος παρδαλομάτης νιόβγαλτος Ιωάννης.
περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο
με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου
φώτα χρυσά - η Κυρία μ' ένα βιβλίο
στο χέρι έστεκε και θωρούσε πέρα μακριά, τα χάη"
Απόσπασμα από το ποίημα "Το πλοίο, ο Τιτανικός"
Αυτό το πλοίο που όλο φεύγει, φεύγει και βυθά στα ατέλευτα χάη των οριζόντων αναζητούσε εναγωνίως αφ' όπου το 1913 ρίζωσε στη γνωστή του από 1913 Χαλκίδα - αιώνιος εραστής και υμνητής της - ο Γιάννης Σκαρίμπας, την οποία τρελά ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε, καθώς ο ίδιος ‘‘ο πληβείος'' των ελληνικών γραμμάτων μας ομολογεί: "Έτσι, με πάμφωτο ξανά του νου μου το κρύσταλλο και γύρω μας τον Ευβοϊκό να κοχλάζει, αντικρίσαμε την περιπόθητη πόλη μας ορθό λελέκι, με πάνω της σαν άσπρο κομφετί χίλιους γλάρους την είχε λες με κιμωλία ο Εύριπος εκεί στο βάθος χαράξει.
Το πλοίο μας τη χαιρέταγε, πάλλοντας μια τεράστια - άφρων- βεντάλια στην πλώρη"
Αυτό το πλοίο - ο Σκαρίμπας, "Ο χαλκιδεότερος απάντων Χαλκιδέων"- τον Ευβοϊκό, ποτέ του δεν τον αποχωρίστηκε, αν και πάντα ως δημιουργός ο μπαπμπα-Γιάννης μέσα από τους στίχους ή τα πεζά του εναγωνίως αναζητούσε ένα πλοίο, ένα τρένο, έναν γλάρο για να ταξιδέψει στου απείρου τα φτερά.
"Ωρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε μου βραδινέ που φεύγεις - πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά μου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ..... Εγώ εκπεσμένο αλαργινό
αδέρφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι - και πονώ -
μια καμαρούλα - αδέρφι μου υψωμένο"
Αυτό το εκπεσμένο, αλαργινό αδέρφι του γλάρου για επτά δεκαετίες θα στέκει με το βιβλίο στο χέρι και του εκτελωνιστή τη χαρτούρα σε κάποια από τις όχθες του Εύριπου προσμένοντας
"ένα - με γυάλινα πανιά - πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός
όξ' απ' τον κύκλο των νερών - στα χάη"
για να βγει επιτέλους έξω από τα στενά επαρχιακά και ασφυκτικά όρια της πόλης, της πόλης του, που γρήγορα και σε βάθος απύθμενου χρόνου γίνεται ο ανέσπερος φάρος και η γοργοτάξιδη στην ορμή του πνευματικού αγέρα σημαία της, αυτός ο εξ Αγίας Ευθυμίας Παρνασίδος ορμόμενος τριπεθαμίτης με τη σκούφια Σκαρίμπας, που "φοράω μετά τα φτερνίσματά μου, εγώ ο και σαββατογεννημένος παρδαλομάτης νιόβγαλτος Ιωάννης.
Αυτό των βιογράφων μου μη τους ξεφύγει.
Επίσης, η μακαρίτισσα η μάνα μου, καφεμαντέψαντος το κατοπινό μεγαλείο μου, έχει τις φασκιές μου φυλάξει.
Τους βιογράφους μου και λοιπούς γραμματολόγους μου παρακαλώ το παρόμοιο ...
Τώρα, από πού εμπνεύστηκα εγώ το "θείο Τραγί" μου;
Μα από κάτι τέτοιους ατσήδες... που τους αρέσει ο Μπραμς"
Αναμφίβολα, οι εμπνεύσεις του Σκαρίμπα πρωτόφαντες και αστείρευτες, ο λόγος του: καθαρά προσωπικός,
Αναμφίβολα, οι εμπνεύσεις του Σκαρίμπα πρωτόφαντες και αστείρευτες, ο λόγος του: καθαρά προσωπικός,
καυστικός,
ανελέητος,
πρωτότυπος και πρωτόγνωρος.
Βουτώντας, λοιπόν, μες στην κολυμβήθρα του απρόοπτου, του παράδοξου, του παράλογου, του απίθανου,
Βουτώντας, λοιπόν, μες στην κολυμβήθρα του απρόοπτου, του παράδοξου, του παράλογου, του απίθανου,
του απροσδόκητου,
του χιούμορ, της φάρσας,
του τραγικοκωμικού,
του ευτράπελου εμφανίζεται επίσημος και αρτιμελής στα ‘‘Ελληνικά Γράμματα'' "μ' ένα διήγημα - έκπληξη, για το οποίο η επιτροπή σάστισε", καταπώς ομολογεί ο εκ των μελών της Κώστας Καρθαίος εν έτει 1929 για το διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα "Ο Καπτάν Σουρμελής ο Στουραϊτης"
Αυτό του το εγχείρημα του αποδίδει το Α΄ βραβείο, το οποίο αποδέχεται πικρόχολα και σαρκαστικά: "Λοιπόν, τι λένε αυτοί;
Είμαι δά τόσο σπουδαίο!...
Μωρέ, μπράβο μου!
Είδες με;
Μια κι έξω....
Έγινα μονομιάς συγγραφέας...
Ποιος;
Εγώ ο δεκάρχης τελωνειακός και μέλλων απότακτος ιατρογνώμων..."
"Σκαρίμπας, ο Ευρίπου"
Από τότε, φτεροκοπά ασίγαστα με μια γλώσσα ιδιότυπη, αυτός ο λεξιθήρας της λαϊκής και της αργκό γλώσσας, αλλά και άφθαστος λεξιπλάστης, και μ' ένα ύφος εντελώς προσωπικό - το "αλά Σκαρίμπα ύφος" - για τους δικούς του πολυδαίδαλους πνευματικούς δρόμους:
"Σκαρίμπας, ο Ευρίπου"
Από τότε, φτεροκοπά ασίγαστα με μια γλώσσα ιδιότυπη, αυτός ο λεξιθήρας της λαϊκής και της αργκό γλώσσας, αλλά και άφθαστος λεξιπλάστης, και μ' ένα ύφος εντελώς προσωπικό - το "αλά Σκαρίμπα ύφος" - για τους δικούς του πολυδαίδαλους πνευματικούς δρόμους:
Καημοί στο Γριπονήσι,
Το θείο Τραγί,
Μαριάμπας,
Ουλαμούμ,
Το σόλο του Φίγκαρω,
Εαυτούληδες,
Ο ήχος του κώδωνος,
Περίπολος Ζ΄,
Το Βατερλώ δύο γελοίων,
Η μαθητευομένη των τακουνιών,
Φυγή προς τα εμπρός,
Βοϊδάγγελοι,
Ο Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας,
Το '21 και η αλήθεια,
Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα,
Τρεις άδειες καρέκλες,
Τα πουλιά με το λάστιχο,
Τα Καγκουρώ,
Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό,
Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας,
Η κυρία του τρένου,
Ο πάτερ Συνέσιος - με σειρά εκδόσεως - αποτελούν την πλούσια, πολύκροτη και πολύμορφη πνευματική οδοιπορία του Γιάννη Σκαρίμπα, του θρυλικού μπαρμπα - Γιάννη, όπως τον γνώρισε, τον θαύμασε ή πετροβόλησε το Πανελλήνιο.
Αντιφατικός,
Αντιφατικός,
καυστικός,
ανατρεπτικός, στο λόγο, τις ιδέες, την πνευματοκτόνα συντακτικογραμματική των φιλολογιζόντων μορφή της γλώσσας,
ευφάνταστος,
δημιουργικός,
ανοιχτόθυρος.
Για τούτο, πολλούς ενόχλησε, πολλών τη στάση και πολλά καυτηρίασε ή ανέδειξε, θαμμένα ως τότε στο σκότος του καλωσπρεπισμού,
της άγνοιας, ή του "αλλουβρεχιτισμού" της "ιστορικάντζας" και της α-πνευματικής οδοιπορίας των "διαγνοουμένων" του,
μεγαλοσχημόνων της ακαδημαϊκής,
πανεπιστημιακής και λογοτεχνικής των Αθηνών κοινότητας, που "παρλεβουφράνιζε ρουμελιστί ή σπιτίγγλιζε φορτοπαράσημη,
υψηλοκάπελη,
αδαμαντοκόλλητη"
και έχουσα υποστεί μιας άνευ ορίων «κατακουτελικήν αριστοκρατίτιδα», καταθέτοντας τις κίβδηλες μετοχές της εις «το αλλουβρεχείον της αλήθειας», πορωμένοι με ένα άνευ ορίων και όρων υποκριτικό και άσοφο "υγιοσκεφτομενιλίκι".
Αυτήν την "πνευματική μας ηγεσία", που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Άγγελο Σικελλιανό,
Αυτήν την "πνευματική μας ηγεσία", που εναγωνίως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Άγγελο Σικελλιανό,
το Γιάννη Ρίτσο,
τον Κώστα Βάρναλη,
το Νίκο Καζαντζάκη, αμείλικτα στηλίτευε ο Γιάννης Σκαρίμπας και "πετούσε - τους - καταπρόσωπο, σ' αυτούς τους ευνουχιστές της Ιστορίας και τους αλλουβρεχήτες της αλήθειας", το κάθε του βιβλίο,
το κάθε του άρθρο,
το κάθε του σημείωμα,
την κάθε του ιστορία ή συνομιλία με απλούς ή επώνυμους πολίτες που ασταμάτητα συνέρρεαν γύρω του για να φωτιστούν από το λόγο του ή και να χλευάσουν αυτόν τον "πολιό γέροντα" των τρελών νερών με τις μυριάδες παραξενιές και την κοφτερή ρομφαία του νου και της γλώσσας, που έστεκε φαροστάτης ορθός στο ακρόπρωρο του Ευρίπου περιστοιχισμένος: των αρλεκίνων του,
των παλιάτσων του,
των χαρτονόμουτρών του,
των "μυλαίδων κυριών" του, των Νινών του,
των ερώτων του με πρόσωπα φανταστικά ή πραγματικά, των κουκλίτσικων ρομποτικών αθυρμάτων του,
των ‘‘τσιγκιζουσών χαλκιδαίων γαλών'' του,
των Σουρούπηδών του,
των Μαριάμπηδών του!...
Κι από κοντά χόρευε, χόρευε τρελά και πολύσπαστα τη γλώσσα, δίνοντάς της άλλο βάθος και προοπτική, και γραφή επί χάρτου φωνητική, σκαριμποσύνταχτη και πολύστικτη, μετεωριζόμενη με σιγουριά και ασφάλεια ανάμεσα στους δύο κόσμους με τα πολύτροπα σύμβολα του Σκαρίμπα, του κόσμου του πραγματικού και του κόσμου του ψυχεδελικού, του φανταστικού και υπέρκοσμου, τον οποίο διακαώς αποζητούσε ο Σκαρίμπας ερευνώντας το "ανερεύτητο" και πιάνοντας πολλές φορές τον εαυτό του να αναρωτιέται, λέγοντας: "Αχ, πόσο άθεος είμαι, θεέ μου!"
Αντιφατικός,
Αντιφατικός,
οξύνους,
θυμόσοφος,
φιλειρινιστής ως το μεδούλι ο και εισπηδήσας εις τα χαρακώματα του μακελάρικου, μακεδονικού μετώπου,
πολύτροπος,
πολύγνωμος και υψηλόφρων κυρ Γιάννης, ο και σε όλα τα είδη του λόγου ευτρυφείσας.
Αυτός, λοιπόν, ο Σκαρίμπας, λίγο πριν "αποδημήσει εις Κύριον" - την 21 Ιανουαρίου 1984- πλήρης ημερών, ενενηκοντούτης ήδη - δήλωνε εμφαντικά :
"Εγώ...
δεν μετάλαβα για να καλοπιάσω το Θεό, μη και με ρίξει στο κολαστήρι του...
εγώ, να το ξέρετε, το Θεό δεν τον φοβάμαι, γιατ' είναι φίλος μου.
Τόσην ώρα συνομιλώ μαζί του, μ' ακούει και τον ακούω ....
Τα πάμε μια χαρά"
Ετσι, λοιπόν, αυτό το "Σπασμένο καράβι" των γραμμάτων μας με τον αριστοφάνειο καυστικό λόγο και την ιδιότυπη γραφή, όχι ως "γκρεμισμένο νεκρό", όπως λέει στο ομώνυμο ποίημα - τραγούδι του, αλλά ορθόπλωρο,
Ετσι, λοιπόν, αυτό το "Σπασμένο καράβι" των γραμμάτων μας με τον αριστοφάνειο καυστικό λόγο και την ιδιότυπη γραφή, όχι ως "γκρεμισμένο νεκρό", όπως λέει στο ομώνυμο ποίημα - τραγούδι του, αλλά ορθόπλωρο,
αχτινοβόλο,
νευότευκτο και πασίθωρο πλοίο ξάπλωσε πα "σ' αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό" στην ακτή του Ευρίπου.
Από τότε, στέκει εκεί παντοτινός του φωτοστάλτης και λαμπερός κόχυλας πορφυρούχος αείφωτος και αείδροσος, θωρώντας τον από τις πλαγιές της Κάνηθος, δίχως καμιά να αναμένει "επίθεση δόξης" απ' όλους τους "Εαυτούληδες" που ως "θίασος,
λερή συνοδεία προσπαθούν να μοιράσουν σαν λύκοι / μεταξύ τους - για ρόλους των - κάθε μια (του όπως λέει) αηδία κάθε τι ρεζιλίκι"
Σίγουρα και αναμφίβολα, αυτός ο πάντα σαρκάζων και μονίμως κυνικά αυτοσαρκαζόμενο Διογένης των γραμμάτων μας, καμιά δε θα 'θελε "επίθεση δόξης" αλλά η Χαλκίδα "πού στόνα πόδι στέκει / λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία/ όρθιο ως πόλη λελέκι" πολλά του οφείλει, μα λιγοστά ως σήμερα έπραξε...
Σίγουρα και αναμφίβολα, αυτός ο πάντα σαρκάζων και μονίμως κυνικά αυτοσαρκαζόμενο Διογένης των γραμμάτων μας, καμιά δε θα 'θελε "επίθεση δόξης" αλλά η Χαλκίδα "πού στόνα πόδι στέκει / λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία/ όρθιο ως πόλη λελέκι" πολλά του οφείλει, μα λιγοστά ως σήμερα έπραξε...
.............
απόσπασμα από το ποίημα "Φαντασία"
Γιώργου Παπαστάμου : Σκαρίμπας, εκδόσεις Βασδέκη
Γιάννη Σκαρίμπα "Το 21 και η αριστοκρατία του", αφιέρωση στο βιβλίο, σελ. - 7.
Ό,τι υπάρχει εντός των εισαγωγικών, είναι δάνειo από το έργο του Γ. Σκαρίμπα.
Γιώργου Παπαστάμου : Σκαρίμπας, εκδόσεις Βασδέκη
Γιάννη Σκαρίμπα "Το 21 και η αριστοκρατία του", αφιέρωση στο βιβλίο, σελ. - 7.
Ό,τι υπάρχει εντός των εισαγωγικών, είναι δάνειo από το έργο του Γ. Σκαρίμπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου