Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Μια παράξενη προσωπικότητα: Κωνσταντίνος Σιμωνίδης, ο ευφυέστατος πλαστογράφος


O Κωνσταντίνος Σιμωνίδης ήταν παλαιογράφος, έμπορος εικόνων, πολυμαθής, γνώστης των χειρογράφων και εκπληκτικός καλλιγράφος.
Ήταν διάσημος παραχαράκτης, ο πιο εύστροφος του δέκατου ένατου αιώνα.
Έμεινε στην ιστορία για την δεινότητά του να πλαστογραφεί αρχαία κείμενα,αλλά και την αδιαμφισβήτητη εξυπνάδα του, την πειθώ και την πανουργία του.
Γεννήθηκε στη Σύμη της Δωδεκανήσου στις 5 Νοεμβρίου του 1820 ή του 1824.
Σε νεαρή ηλικία αποπειράται να δηλητηριάσει τον πατριό του για άγνωστο λόγο και όταν αποκαλύπτεται, αναγκάζεται να καταφύγει στο Άγιο Όρος.
Εκεί στο «Περιβόλι της Παναγίας» θα ασχοληθεί με την αντιγραφή των σπανίων αρχαίων και μεσαιωνικών χειρογράφων και θα μάθει τέλεια την τέχνη της καλλιγραφίας,καθώς εκδήλωσε ιδιαίτερο ταλέντο σε αυτήν όπως και στην παλαιογραφία ενώ η πρόσβαση τους στις βιβλιοθήκες των μονών του προσέφερε μια εκπληκτική για την εποχή αρχαιογνωσία.
Την περίοδο αυτή ήρθαν στην κατοχή του μερικά βιβλικά χειρόγραφα,τα χειρόγραφα 110, 502, 503, 644, 2793 ,τα οποία αργότερα πούλησε και που σήμερα βρίσκονται σε διάφορες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες.
Ανάμεσα στο 1840 και το 1856 φαίνεται να περιπλανήθηκε στη Μεσόγειο και την Ευρώπη όπου έθετε προς πώληση υποτιθέμενα αρχαία χειρόγραφα.
Δημιούργησε «σημαντική αίσθηση με το να παράγει ποσότητες ελληνικών χειρόγραφων δήθεν εκπληκτικής αρχαιότητας – όπως ένα ομηρικό κείμενο με σχεδόν προϊστορικό τρόπο γραφής, έναν χαμένο Αιγύπτιο ιστορικό, ένα αντίγραφο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου σε πάπυρο, γραμμένο δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη και άλλα τμήματα της Καινής Διαθήκης χρονολογημένα από τον 1ο αιώνα.
Το 1848 τον βρίσκουμε στην Αθήνα, όπου επιδίδεται στο εμπόριο αρχαίων χειρογράφων, εκ των οποίων άλλα είναι αυθεντικά και άλλα πλαστά.
Εδώ εκδίδει το έργο «Συμαΐς, Ιστορία της Απολλωνιάδος Σχολής» ως χαμένο έργο του 13ου αιώνα αποδιδόμενο σε κάποιο μοναχό Μελέτιο,το οποίο παρουσίαζε διάφορες εφευρέσεις που αποδίδονταν στους αρχαίους Έλληνες και υπήρχαν μόνο στο μυαλό του.
Εμφάνισε και πολλά άλλα χειρόγραφα αποδιδόμενα στην Ελληνιστική και την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο και εκδίδει βυζαντινούς συγγραφείς με κείμενα αυθεντικά, αλλά και με δικές του προσθήκες. 

Ουδεμία γαρ αυτάρκης ανθρώπων
φύσης ουτ΄εν λόγοις ουτ΄εν έργοις
αναμάρτητος είναι. κρατίστη δε η πλείστα
μεν επιτυγχάνουσα,ελάχιστα δε αστοχούσα.

Οι απομιμήσεις του είναι τόσο επιτυχημένες, ώστε κατορθώνει να πουλάει πολλά από τα πλαστά χειρόγραφα ως γνήσια.
Ανάμεσα στην παραγωγή του αυτής της περιόδου ήταν ένα ομηρικό χειρόγραφο, ένας πάπυρος ενός χαμένου Αιγύπτιου συγγραφέα και διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, όπως μια πρώιμη έκδοση του Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και αποσπασμάτων της Καινής Διαθήκης από τον πρώτο αιώνα.
Εξαπατά πολλούς λογίους,ακόμη και την Εθνική Βιβλιοθήκη.
Έλληνες φιλόλογοι γρήγορα αποκάλυψαν την πλαστότητα των χειρογράφων αυτών με αποτέλεσμα ο Σιμωνίδης να φύγει βιαστικά από την Ελλάδα και να ξεκινήσει να ταξιδεύει από χώρα σε χώρα μαζί με τα χειρόγραφά του.
Περιπλανιέται στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και την Ρωσία, όπου διευρύνει τις γνώσεις του σπουδάζοντας φιλοσοφία.
Το 1854 και το 1855 ο Συμεωνίδης είναι στην Αγγλία όπου προσπάθησε χωρίς επιτυχία να πουλήσει μερικά χειρόγραφα στο Βρετανικό Μουσείο και τη Μποντλιανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, 
Ο συλλέκτης βιβλίων Σερ Τόμας Φίλιπς είχε λιγότερες επιφυλάξεις και αγόρασε μερικά για τη βιβλιοθήκη Φίλιπς του Τσέλτεναμ.
O Σiμωνίδης επισκέφθηκε το Βερολίνο και τη Λειψία το 1855, όπου παρουσίασε στον γνωστό κλασσικό φιλόλογο Καρλ Βίλχελμ Ντίντορφ ένα παλίμψηστο του Ουράνιου,που είχε στην κατοχή του, με την ιστορία της Αιγύπτου.
Ο Ντίντορφ πείστηκε και το χειρόγραφο αγοράστηκε και εκδόθηκε με χρηματοδότηση του Βασιλιά της Πρωσίας το 1856, για την βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου.
Ύστερα από διαμάχη ανάμεσα στον Ντίντορφ και σε δύο θεολόγους,τον Έλληνα Αλέξανδρο Λυκούργο και το Γερμανό  Κόνσταντιν φον Τίσεντορφτον το χειρόγραφο αποδεικνύεται πλαστό.
Ο Σιμωνίδης δικάζεται για κλοπή του από τη Βιβλιοθήκη του Σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης και για παραχάραξη του, δύο κατηγορίες αλληλοαναιρούμενες όπως υπέδειξε στην απολογία του.
Φυλακίστηκε για μικρό διάστημα και τελικά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα γερμανικά εδάφη.
Το 1859 εκδίδεται στο Μπράϊτον μια εγκωμιαστική βιογραφία του Σιμωνίδη από κάποιον Τσαρλς Στούαρτ-Charles Stewart, ο οποίος φαίνεται να ήταν ψευδώνυμο του ίδιου του Σιμωνίδη.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1862, σε ένα άρθρο στη βρετανική εφημερίδα Γκάρντιαν, ο Σιμωνίδης ισχυρίστηκε πως ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδικας που είχε ανακαλυφθεί από τον ανταγωνιστή του, Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ, ήταν πλαστογράφημά του και το είχε δημιουργήσει το 1839.
Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ήταν «το μοναδικό κακής ποιότητας έργο της νιότης του», ενώ δήλωνε πως είχε επισκεφθεί το Σινά το 1852 και είχε δει τον Κώδικα.
Ακολούθησε μεγάλη αναστάτωση στον φιλολογικό κόσμο με συνεχή ανταλλαγή επιστολών μέχρις ότου ο φιλόλογος Χένρυ Μπράντσω να ξεσκεπάσει τον παραλογισμό των ισχυρισμών του Σιμωνίδη.

Το 1867, με επιστολή του Δημήτριου Ροδοκανάκη, ανακοινώθηκε ο θάνατος του Σιμωνίδη από λέπρα στην Αλεξάνδρεια.
Φαίνεται όμως πως πρόκειται για άλλη μια επινόηση του Σιμωνίδη: ο ίδιος έζησε μέχρι το 1890 σε μια μικρή πόλη της Αλβανίας.
Ο Σιμωνίδης αμφισβήτησε πολλές από τις επίσημες επιστημονικές παραδοχές των φιλολόγων, τους οποίους δεν εκτιμούσε καθόλου.
Ερμήνευε τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά με διαφορετικό τρόπο από τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν και άλλους αιγυπτιολόγους, προσπαθώντας να αποδείξει πως υπερτερούσε η δική του ερμηνευτική προσέγγιση.
Ο σύγχρονός του ιστορικός Γιάκομπ Μπούρκχαρτ έγραψε ότι ο Σιμωνίδης ανήκε στην κατηγορία εκείνη των παραχαρακτών, που «καθοδηγούνται μάλλον από μια ακαταμάχητη παρόρμηση και μια θαυμαστή δεξιοτεχνία, παρά από δίψα για το χρήμα».
Επίσης, για πολλά άλλα πολύπλοκα ερωτήματα είχε την δική του, συνήθως αμφιλεγόμενη, άποψη, αλλά ύστερα από την απόπειρα ιδιοποίησης του Σιναϊτικού κώδικα η αξιοπιστία του καταβαραθρώθηκε από τον Τύπο.
Το 2006 παρουσιάστηκε στα πλαίσια έκθεσης στο Τορίνο ένας πάπυρος που φαινόταν να είναι τμήμα του δεύτερου βιβλίου των Γεωγραφούμενων του Αρτεμίδωρου του Εφέσιου.
Εκτέθηκε ξανά στο Βερολίνο το 2008.
Σύμφωνα με ορισμένους κλασικιστές πανεπιστημιακούς το χειρόγραφο είναι καταφανώς πλαστογράφημα του Σιμωνίδη.

κείμενο και επιμέλεια κειμένου:ntina

πληροφορίες και από
την wikipedia
books.google.gr
scribd.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου